Ο κύβος ερρίφθη – Το μέλλον της ΕΕ τίθεται υπό αμφισβήτηση

Συνοπτική τοποθέτηση των κ.κ. Laurence Boone, Head of Research and Investment Strategy της AXA IM R&IS, και Eric Chaney, Head of AXA IM Research & AXA Group Chief Economist, λίγες ώρες μετά το Brexit.
Θα χρειαστούν συγκεκριμένες αποφάσεις από τους Ευρωπαίους ηγέτες προκειμένου να καθησυχαστούν οι αγορές. Ο κίνδυνος για παγκόσμια ύφεση είναι μικρός, αλλά ο προβληματισμός για το πού θα οδηγήσει η λαϊκή απόρριψη των ευρωπαϊκών και εθνικών ελίτ, μεγάλος.

 

«Οι πολίτες του Ηνωμένου Βασιλείου πήραν την απόφασή τους, ψηφίζοντας σε ποσοστό 51,9% υπέρ της εξόδου από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο πρωθυπουργός D. Cameron έχει ανακοινώσει ότι θα παραιτηθεί μόλις το Συντηρητικό Κόμμα επιλέξει νέο ηγέτη. Ο επόμενος πρωθυπουργός θα πρέπει να “ενεργήσει υπό την εντολή” που έδωσε η λαϊκή ψήφος και να ενεργοποιήσει το Άρθρο 50 της Συνθήκης της ΕΕ, προκειμένου να ξεκινήσει τις διαπραγματεύσεις για την έξοδο. Για την υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση, πιστεύουμε ότι οι πολιτικές επιπτώσεις θα είναι πιο σημαντικές από τις βραχυπρόθεσμες οικονομικές και δημοσιονομικές επιπτώσεις: τα δύσκολα είναι ακόμα μπροστά.

Στο εσωτερικό των χωρών, οι πολιτικές ισορροπίες θα μετατοπιστούν περαιτέρω. Μεταξύ των χωρών, θα υπάρξουν προσπάθειες να επιδειχθούν ενότητα και πρωτοβουλίες, αλλά η κοινή γνώμη και οι αγορές θα είναι απρόθυμες να δώσουν δεύτερη ευκαιρία σε ηγέτες που έχουν σε μεγάλο βαθμό αποδειχθεί αδύναμοι μπροστά στην άνοδο του λαϊκισμού και του εθνικισμού. Σε αυτό το στάδιο, όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοικτά: από την ανικανότητα που θα οδηγήσει στον κατακερματισμό της ΕΕ, έως τις εκτεταμένες μεταρρυθμίσεις, που θα μπορούσαν να δώσουν μια νέα πνοή στο ευρωπαϊκό εγχείρημα. Οι μελλοντικές εξελίξεις θα είναι το αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης μεταξύ πολιτικής και οικονομικών εξελίξεων. Οι χρηματοπιστωτικές αγορές θα προσπαθήσουν να προβλέψουν αυτές τις πολύπλοκες αλληλεπιδράσεις, αλλά δεδομένου ότι είναι εξαιρετικά αβέβαιες, μπορεί να αλλάζουν σχετικά συχνά την άποψή τους. Σε κάποιο βαθμό, η αντίδραση των χρηματοπιστωτικών αγορών μπορεί να επηρεάσει τις πολιτικές αντιδράσεις, σε περίπτωση σοβαρών εντάσεων, σχετικά με το περιφερειακό χρέος, ή και κάποιους βασικούς τομείς της οικονομίας, όπως οι τράπεζες.

Σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο, η οικονομική ανάπτυξη και η απασχόληση είναι απίθανο να επηρεαστούν: οι πραγματικές οικονομίες είναι σαν τα σούπερ τάνκερς –αντιδρούν αργά στην πολιτική και οικονομική αλλαγή. Ωστόσο, στην αγορά και την πολιτική, οι εξελίξεις θα είναι κρίσιμης σημασίας. Όσον αφορά την πρώτη, αν είναι καλά στοχευμένες, θα μειώσουν τη μεταβλητότητα στις χρηματοπιστωτικές αγορές και θα περιορίσουν την επέκταση της μόλυνσης μεταξύ των χωρών και, επομένως, θα αμβλύνουν τις επιπτώσεις στην πραγματική οικονομία. Ακολουθεί μια σύνοψη των σκέψεών μας με βάση την ανάλυσή μας πριν την ψηφοφορία.

 

Η αντίδραση της αγοράς: Μέχρι στιγμής η αναμενόμενη
Οι αγορές έχουν ήδη αντιδράσει στην ψηφοφορία, σύμφωνα με την “υπόθεση Brexit” που κάναμε: Η στερλίνα και οι ευρωπαϊκές αγορές μετοχών με απότομη πτώση, το US$ και το JPY, από την πλευρά των νομισμάτων, ως οχήματα “ασφαλές καταφύγιο”, και τα γερμανικά ομόλογα, τα αμερικανικά ομόλογα και τα Gilts με απότομη άνοδο. Εντός της ζώνης του ευρώ, τα περιφερειακά spreads διευρύνονται και μπορεί να διευρυνθούν περαιτέρω. Η περίπτωση της Πορτογαλίας είναι σημαντική, δεδομένου ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) έχει λιγότερα περιθώρια για εμπροσθοβαρή αγορά κρατικών ομολόγων από ό,τι σε άλλες περιφέρειες. Ενώ η μεταβλητότητα είναι πιθανό να παραμείνει σε υψηλά επίπεδα, οι πρώτες αντιδράσεις της αγοράς είναι συνεπείς με μια πιο θεμελιώδη ανάλυση, βασισμένη στις πιθανές οικονομικές εξελίξεις και τις αντιδράσεις από τις κεντρικές τράπεζες, συμπεριλαμβανομένων των πιθανών τυφλών σημείων τους.

 

Οι κεντρικές τράπεζες εν δράσει
Οι κεντρικές τράπεζες είναι έτοιμες για ενέσεις ρευστότητας όσο χρειάζεται, προκειμένου να αποφευχθεί οποιαδήποτε κρίση ρευστότητας, σε οποιαδήποτε σημαντική αγορά, αρχίζοντας με τις μετοχές. Αυτή είναι μια στάνταρντ, δοκιμασμένη αντίδραση. Αν η παγκόσμια ζήτηση για ρευστότητα μετατρέπεται σε πίεση στο $ ΗΠΑ, όπως συμβαίνει όταν διαμορφώνεται μια παγκόσμια συστημική τάση, η Fed θα παρέχει ρευστότητα μέσω των πράξεων ανταλλαγής νομισμάτων που ήταν ανοιχτές κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης. Οι κεντρικές τράπεζες έχουν ήδη δημοσιεύσει ανακοινωθέν για τον σκοπό αυτό και δεν θα πρέπει να υπάρχει καμία αμφιβολία για την ικανότητα των κεντρικών τραπεζών να παράσχουν ρευστότητα.

Η περίπτωση της Τράπεζας της Αγγλίας (BoE) είναι ιδιαίτερα σημαντική, δεδομένου ότι η βρετανική στερλίνα είναι στο επίκεντρο της καταιγίδας. Πέρα από την παροχή άφθονης ρευστότητας, η Τράπεζα της Αγγλίας μπορεί να εξετάσει τη χρήση εργαλείων νομισματικής πολιτικής, όπως τα επιτόκια και η ποσοτική χαλάρωση (QE), εάν η πραγματική οικονομία βρεθεί σε κίνδυνο απότομης επιβράδυνσης. Ωστόσο, υπάρχει ένα δίλημμα: η υποτίμηση της λίρας θα αυξήσει τον πληθωρισμό, προκαλώντας έτσι τον ελεγκτή του πληθωρισμού, που είναι η κεντρική τράπεζα. Πιστεύουμε ότι η Τράπεζα της Αγγλίας θα δει πιθανότατα μέσα από την αιχμή του πληθωρισμού και θα παράσχει διευκόλυνση, αν αυτό είναι απαραίτητο. Ωστόσο, η καθοδική πορεία του νομίσματος μπορεί να αναγκάσει την ΤτΑ να προχωρήσει με την αντίθετη άποψη.

Η ΕΚΤ επίσης θα εξετάσει τις επιλογές της για τη σταθεροποίηση των χρηματοπιστωτικών αγορών της ευρωζώνης. Εντός του τρέχοντος πλαισίου πολιτικής, δεν υπάρχουν πολλά που μπορεί να κάνει η ΕΚΤ, εκτός από την εκ των προτέρων αγορά περιουσιακών στοιχείων, που θεωρείται ότι πιέζονται αδικαιολόγητα. Σε αυτό το πλαίσιο, βλέπουμε την επέκταση του προγράμματος αγοράς σε εταιρικά ομολόγα που εκδίδονται από πιστωτικά ιδρύματα, ή μετοχές, ως απίθανη. Εάν η πίεση της αγοράς γίνει πάρα πολύ ισχυρή, στα περιφερειακά ομόλογα για παράδειγμα, το όπλο που λέγεται Outright Monetary Transaction θα μπορούσε να ενεργοποιηθεί, αλλά μόνο μετά από απόφαση της υπό κίνδυνο χώρας να ζητήσει βοήθεια και την αποδοχή ενός προγράμματος μεταρρυθμίσεων που θα συνδέονται με αυτή τη βοήθεια.
Όσο για τη Fed, η άνοδος του Ιουλίου που είχαμε στο μυαλό μας, σε περίπτωση Bremain, είναι τώρα εκτός τραπεζιού και, δεδομένης της εγγύτητας των εκλογών, είναι απίθανο να συμβεί κάτι τέτοιο πριν από τον Δεκέμβριο, ενώ είναι πιθανό να μην υπάρξει καν άνοδος για όλο το 2016, ανάλογα με τις εξελίξεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα και την πραγματική οικονομία.

 

Αρνητικές επιπτώσεις στις πραγματικές οικονομίες, τουλάχιστον τις ευρωπαϊκές, αλλά όχι παγκόσμια ύφεση στον ορίζοντα
Η έξοδος από την ΕΕ θα έχει σίγουρα αρνητικές συνέπειες στην οικονομία του Ηνωμένου Βασιλείου βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα. Ενώ η υποτίμηση της λίρας μπορεί να προσφέρει κάποια ανακούφιση στα περιθώρια των εξαγωγέων, ο συνδυασμός των παραγόντων εμπιστοσύνης και πληθωρισμού θα χτυπήσει την πραγματική εγχώρια ζήτηση σκληρότερα: θα χτυπηθεί το πραγματικό εισόδημα των καταναλωτών και τα εταιρικά επενδυτικά πλάνα είναι πιθανό να αναβληθούν έως ότου να κατακαθίσει η σκόνη της διαπραγμάτευσης. Στο μέλλον, αναμένουμε μια σημαντική επιβράδυνση στο Ηνωμένο Βασίλειο, η οποία θα αρχίσει να υλοποιείται κατά το τρίτο ή τέταρτο τρίμηνο, ενώ και η ύφεση είναι μια πιθανότητα. Οι οικονομικές προοπτικές της ευρωζώνης θα είναι επίσης σκοτεινότερες, πρώτον, λόγω της μεταβλητότητας στις χρηματοπιστωτικές αγορές, η οποία αυξάνει το κόστος του κεφαλαίου, αλλά και λόγω της αβεβαιότητας που περιβάλλει τις πολιτικές συνέπειες της ψήφου του Ηνωμένου Βασιλείου. Οι εταιρείες είναι πιθανό να κρατήσουν μια επιφυλακτική στάση όσον αφορά τα επενδυτικά τους πλάνα. Ωστόσο, η δυναμική ανάπτυξης, που έχουμε δει μέχρι στιγμής φέτος, είναι πιθανό να επικρατήσει και θα περιμέναμε οριακή μόνο επιβράδυνση μέχρι το τέλος του τρέχοντος έτους και το επόμενο έτος, αν και πρέπει να παραδεχτούμε ότι η αβεβαιότητα γύρω από την πρόβλεψη αυτή είναι υψηλότερη από ό,τι πριν λίγο καιρό.

Ούτε οι ΗΠΑ ούτε η Ασία είναι πιθανό να πληγούν σημαντικά από την ψηφοφορία του Ηνωμένου Βασιλείου. Στις ΗΠΑ, η ανάκαμψη οφείλεται κυρίως στις δαπάνες των νοικοκυριών (κατανάλωση και οικιακές επενδύσεις) και φαίνεται ισχυρή. Παραδόξως, οι αναδυόμενες αγορές μπορεί να επωφεληθούν από μια λιγότερο επιθετική Fed, που ευνοεί την εισροή κεφαλαίων.
Οι αγορές θα θέσουν αναπόφευκτα το ερώτημα: Μπορεί αυτή η εξωγενής κρίση να προκαλέσει μια παγκόσμια ύφεση; Σε αυτό το στάδιο, η απάντησή μας είναι, μάλλον όχι, αλλά, και πάλι, θα ήταν δίκαιο να πούμε ότι η αβεβαιότητα έχει αυξηθεί.

 

Οι πολιτικές εξελίξεις στην Ευρώπη
Θα μάθουμε περισσότερα σχετικά με αυτές μέσα στις επόμενες ώρες και ημέρες, αρχής γενομένης από το Ηνωμένο  Βασίλειο. Πέρα από τις επίσημες δηλώσεις των ηγετών της ΕΕ που κάνουν ό,τι μπορούν για να επιβεβαιώσουν τη δέσμευσή τους προς την ΕΕ, ο βασικός παράγοντας κινδύνου είναι η άνοδος της λαϊκής απόρριψης των ευρωπαϊκών και εθνικών ελίτ, οι οποίες φαίνονται ανίκανες να αποτρέψουν την πτώση των εισοδημάτων και της απασχόλησης. Θα εξετάσουμε την περίπτωση της Ιταλίας με ιδιαίτερη προσοχή. Ο πρωθυπουργός Mario Renzi σχεδιάζει ένα δημοψήφισμα για τη μεταρρύθμιση του ιταλικού Συντάγματος (μειώνοντας τη δύναμη της Γερουσίας) τον Οκτώβριο, όμως η ψήφος του Ηνωμένου Βασιλείου θα μπορούσε να αυξήσει την λαϊκή οργή έναντι του ευρώ, αυξάνοντας τον κίνδυνο πολιτικής αστάθειας. Πέρα από την Ιταλία, υπάρχουν σημαντικοί κίνδυνοι για δημοψηφίσματα ως προς την ΕΕ και σε άλλες περιφέρειες, ξεκινώντας με την Ουγγαρία. Βλέπουμε μικρότερο κίνδυνο για παρόμοια δημοψηφίσματα στην Ολλανδία και τη Φιλανδία.

Συνολικά, πολιτικές, χρηματοπιστωτικές και οικονομικές αβεβαιότητες είναι τώρα σημαντικά μεγαλύτερες από ό,τι ήταν το πρωί πριν το δημοψήφισμα στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ανυπομονούμε για τη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ μετά από τις ισπανικές εκλογές για να έχουμε περισσότερες πολιτικές αντιδράσεις, καθώς η δέσμευση προς το ευρωπαϊκό οικοδόμημα με συγκεκριμένες αποφάσεις θα είναι το κλειδί για να ηρεμήσουν οι αγορές».

 

Διαβάστε επίσης: Υπάρχει και άλλη άποψη για το Brexit…