Άννα Ευθυμίου: Το ψαλίδισμα των συντάξεων φουσκώνει τα πανιά ασφαλιστικών και τραπεζών

Συνέντευξη στο Στράτο Σιμιτζή

Οι απόψεις και οι γνώμες “τρίτων” για το θεσμό της ιδιωτικής ασφάλισης, όταν είναι αμερόληπτες και ειλικρινείς, έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα. Κάτω από αυτή τη θεώρηση, η συνέντευξη που παραχώρησε στην «Α.Α.» η έγκριτη δικηγόρος-εντεταλμένη σύμβουλος για θέματα Νεολαίας του Δήμου Θεσσαλονίκης, κα Άννα Ευθυμίου, προσλαμβάνει ιδιαίτερη σημασία. 
Η κα Ευθυμίου γεννήθηκε στα Γρεβενά. Σπούδασε Νομικά στο Α.Π.Θ. και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στον τομέα του Δημοσίου Δικαίου και των Πολιτικών Επιστημών. Την περίοδο αυτή εκπονεί το διδακτορικό της στον ίδιο τομέα. Την ενδιαφέρει άμεσα η πολιτική, την οποία και παρακολουθεί με σταθερά βήματα. Είναι πρώτη επιλαχούσα δημοτική σύμβουλος του Δήμου Θεσ/νίκης.

Κυρία Ευθυμίου, θα ήθελα να μας πείτε τη γνώμη σας για το ρόλο της ιδιωτικής ασφάλισης στη χώρα μας.
A.Eυθ
.: Η ιδιωτική ασφάλιση βρίσκεται μπροστά σε μια νέα πραγματικότητα, διεκδικώντας ισχυρότερη θέση στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της χώρας μας. Τα φορολογικά κίνητρα που έχουν δοθεί, οι έλεγχοι που έγιναν από το μέχρι πρόσφατα αρμόδιο υπουργείο Ανάπτυξης αλλά και η ενεργοποίηση της νέας εποπτικής αρχής, τα νέα προγράμματα των ίδιων των εταιριών, αλλά και η στενή σχέση που πλέον έχουν αποκτήσει με την τραπεζική αγορά μέσω του bancassurance δημιουργούν ένα μεγάλο πεδίο δράσης με προοπτικές ανάπτυξης, που θα διογκώσει τη συμμετοχή της ασφαλιστικής βιομηχανίας στο ΑΕΠ και θα ισχυροποιήσει τη σχέση της με το πελατειακό της κοινό.
Εξάλλου, όπως συμβαίνει και με άλλους τομείς της εθνικής μας οικονομίας, η ασφαλιστική αγορά θα ακολουθήσει τα “χνάρια” της ευρωπαϊκής και –γιατί όχι;– της παγκόσμιας αγοράς, όπου η ασφαλιστική βιομηχανία εξελίσσεται και αναπτύσσεται με ταχύτατους ρυθμούς.
Πέραν τούτων, όμως, παρατηρούμε ότι η ιδιωτική ασφάλιση βρίσκεται διαρκώς σε δημιουργική δράση, καθόσον οι πολυσύνθετες ανθρώπινες ασχολίες και ανάγκες απαιτούν όλο και πιο πολλά, όλο και πιο εξειδικευμένα ασφαλιστικά προγράμματα. 
Πράγματι, τα ασφαλιστικά προγράμματα έχουν πλέον μεγάλη ευελιξία, ώστε να προσαρμόζονται στα “μέτρα” του καθενός και να του δίνουν την πρακτική δυνατότητα να επιλέξει τη μορφή κάλυψης που επιθυμεί, σύμφωνα με τις οικονομικές του δυνατότητες. Είναι ακόμα σημαντικό ότι πολλοί είναι εκείνοι που δεν μένουν σε μία μόνο ασφάλιση, αλλά συνδυάζουν περισσότερα προγράμματα -ειδικά στον τομέα των ασφαλειών Ζωής και Υγείας-, για να αντιμετωπίσουν σφαιρικά τις αυξημένες απαιτήσεις της σημερινής εποχής. 
Πώς νομίζετε ότι η ιδιωτική ασφάλιση συμβάλλει στην οικονομική ανάπτυξη;
A.Eυθ.:
 Συμμετέχουμε στην ενιαία ευρωπαϊκή αγορά. Η κεφαλαιαγορά, η ιδιωτική ασφαλιστική αγορά, η τραπεζική αγορά αποτελούν ενιαίους τομείς συντονισμού και δράσης στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της χώρας. Η ασφαλιστική αγορά, αλλά και η τραπεζική αγορά, σε συνδυασμό με την κεφαλαιαγορά, επιτελούν έναν καθοριστικό ρόλο, ώστε η χρηματοπιστωτική λειτουργία της οικονομίας μας να μπορέσει να είναι επιτυχής, αποτελεσματική, ανταγωνιστική. Κάτι που είναι το ζητούμενο για όλες τις λειτουργίες της οικονομίας και της κοινωνίας μας αυτήν την περίοδο.
Εξάλλου, ας μην ξεχνάμε ότι οι τράπεζες και οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις συνδέονται ολοένα και περισσότερο και τα όρια μεταξύ τραπεζών και ασφαλιστικών επιχειρήσεων γίνονται ολοένα και πιο ρευστά, μια και διαπιστώνουμε ότι δραστηριότητες του ενός, με πολύ άνεση και νόμιμα μέσα, πραγματοποιούνται από τις δραστηριότητες του άλλου. Για το λόγο αυτό, πρέπει ο συντονισμός να είναι ενιαίος. 
Με τον κοινό συντονισμό τραπεζών, ασφαλιστικών επιχειρήσεων, αλλά και της αγοράς κεφαλαίου θα βρεθεί ο τρόπος που θα οδηγήσει τις επιχειρήσεις στο να αξιοποιήσουν στο έπακρο τις δυνατότητες που υπάρχουν στην ελληνική και στην ευρωπαϊκή αγορά και οικονομία.
Πώς ερμηνεύετε, κυρία Ευθυμίου, το ότι στην Ελλάδα μόνο το 10% περίπου των Ελλήνων είναι ασφαλισμένοι, σε αντίθεση με τις ευρωπαϊκές χώρες, όπου το ποσοστό αυτό ξεπερνά το 60%;
A.Eυθ
.: Η έλλειψη ενημέρωσης, η άποψη ότι πρόκειται για “χαμένα χρήματα” και -το πιο σημαντικό για τις επιχειρήσεις του κλάδου- η έλλειψη εμπιστοσύνης προς τις ιδιωτικές εταιρίες αποτελούν κάποιες από τις αιτίες που εξηγούν το παραπάνω.
Σύμφωνα με στελέχη του κλάδου, αυτή η καχυποψία των πολιτών έχει ως αφετηρία τα “κανόνια” από εταιρίες ασφάλισης οχημάτων, παρότι οι μεγάλες ασφαλιστικές εταιρίες είναι απολύτως φερέγγυες και αξιόπιστες. Από εκεί και πέρα οι ασφαλιστικές εταιρίες μέμφονται και το κράτος, το οποίο θα έπρεπε, κατά τη γνώμη τους, να δώσει περισσότερα κίνητρα (όπως φορολογικές ελαφρύνσεις) σε όσους επιλέγουν ιδιωτικά ασφαλιστικά προγράμματα. Να σημειωθεί ότι σήμερα υπάρχει πλαφόν 1.000 ευρώ στις δαπάνες ιδιωτικής ασφάλισης που εκπίπτουν από το φορολογητέο εισόδημα, σε αντίθεση βέβαια με τις εισφορές στα ταμεία, που εκπίπτουν στο σύνολό τους.   
Πιστεύετε ότι η ιδιωτική ασφάλιση μπορεί να διαδραματίσει ενεργό ρόλο στην αντιμετώπιση του προβλήματος του ασφαλιστικού; 
A.Eυθ
.: Οι ασφαλιστικές εταιρίες θεωρούν ότι με την κατάλληλη ενθάρρυνση, την παροχή κινήτρων από το κράτος και την ενημέρωση του κοινού, ο ιδιωτικός κλάδος ασφάλισης μπορεί να συμβάλει καθοριστικά στην αντιμετώπιση του προβλήματος του ασφαλιστικού, αναδεικνυόμενος σε “τρίτο πυλώνα” του συστήματος. Ο υπουργός Οικονομικών, Γιώργος Αλογοσκούφης, έχει δηλώσει ότι βούληση της κυβέρνησης είναι «να γίνει η ιδιωτική ασφάλιση πιο προσιτή στους πολίτες». 
Προς αυτή την κατεύθυνση, η κυβέρνηση έκανε αποδεκτό ένα πάγιο αίτημα του ασφαλιστικού κλάδου και προχωρά στη σταδιακή κατάργηση, από το 2009, του τέλους χαρτοσήμου.  
Πράγματι, το ψαλίδισμα των συντάξεων, που προβλέπει η νέα ασφαλιστική νομοθεσία, φουσκώνει τα πανιά ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιριών και τραπεζών. Τα συνταξιοδοτικά προγράμματα που έχουν επεξεργαστεί εμφανίζουν αισθητά αυξημένη ζήτηση στις δεκαπέντε μέρες που μεσολάβησαν από την ψήφιση του νομοθετήματος. Ο περιορισμός των συντάξεων αποτέλεσε την κινητήριο δύναμη για την εκδήλωση αυτού του ενδιαφέροντος, που, σύμφωνα με τους ασφαλιστές, θα μπορούσε να είναι και μεγαλύτερο.
Μεγάλο ποσοστό των νέων ασφαλισμένων είναι ηλικίας 35 έως 50 χρόνων, και πρόκειται για άτομα τα οποία νιώθουν ανασφάλεια για το ισχύον ασφαλιστικό καθεστώς και αναζητούν τρόπους ώστε να εξασφαλίσουν συμπληρωματική σύνταξη για τα γεράματά τους. 
Με βάση τα στοιχεία του α’ διμήνου του 2008, από το σύνολο της ασφαλιστικής αγοράς, παρατηρείται κατά μέσο όρο αύξηση 10%-15% (σε σχέση με το αντίστοιχο δίμηνο του 2007) στα συνταξιοδοτικά προγράμματα και αποταμιευτικά – επενδυτικά προγράμματα. Το ποσοστό αύξησης στα αντίστοιχα προγράμματα κυμαίνεται περίπου στο 20%.
Η ιδιωτική ασφάλιση αποτελεί μια πράξη συστηματικής μακροχρόνιας αποταμίευσης, όπου ο χρονικός ορίζοντας ξεπερνά τα όρια των συνήθων μορφών αποταμίευσης. Σήμερα, που από όλους αναγνωρίζεται ότι η χρηματοδότηση των συνταξιοδοτικών συστημάτων έχει πρόβλημα και θα έχει πολύ μεγαλύτερο πρόβλημα στις επόμενες δεκαετίες, λόγω της αύξησης του μέσου όρου ηλικίας και της μείωσης του εργαζόμενου πληθυσμού, είναι απαραίτητο να ενισχύσουμε την τάση του πολίτη να αποταμιεύει συστηματικά για το μακρινό μέλλον, προκειμένου να ενισχύσει τη σύνταξή του. 
Πού εντοπίζετε τα αδύνατα σημεία του θεσμού της ιδιωτικής ασφάλισης κατά τη λειτουργία του; Πώς νομίζετε ότι αυτά μπορούν να αντιμετωπιστούν; 
A.Eυθ.:
 Η ελληνική ασφαλιστική αγορά εμφανίζει μεγάλα περιθώρια ανάπτυξης σε σχέση με τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές, υπό την προϋπόθεση όμως ότι τα σοβαρά προβλήματα που εντοπίζονται στον κλάδο θα αντιμετωπιστούν με ταχύτητα και αποτελεσματικότητα. 
Τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η ιδιωτική ασφάλιση στην Ελλάδα μπορούν να ομαδοποιηθούν σε δύο κατηγορίες: Η πρώτη περιλαμβάνει αυτά που προέρχονται από το θεσμικό και εποπτικό πλαίσιο της ελληνικής ασφαλιστικής αγοράς, ενώ η δεύτερη τα διαρθρωτικής φύσεως προβλήματα, που συνδέονται με τη δομή της αγοράς και την καθημερινή λειτουργία των επιχειρήσεων, και τα οποία απαιτούν άμεση αντιμετώπιση. 
Σύμφωνα με μελέτη του ΙΟΒΕ, η τιμολογιακή πολιτική και η ανάδειξη της ιδιωτικής ασφάλισης ως τον τρίτο πυλώνα στήριξης του συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης αποτελούν το βασικό άξονα που θα καθορίσει το μέλλον της ασφαλιστικής αγοράς.
Η εξέλιξη της ζήτησης θα εξαρτηθεί κατ’ αρχήν, σε σημαντικό βαθμό, από την τιμολογιακή πολιτική που θα υιοθετήσουν οι επιχειρήσεις του κλάδου. 
Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις υποστηρίζουν ότι οι αυξήσεις ασφαλίστρων είναι επιβεβλημένες, στα πλαίσια ενός δυσμενούς διεθνούς επιχειρηματικού κλίματος και των εγγενών διαρθρωτικών προβλημάτων, με κυριότερο εκείνο της εποπτείας. Ωστόσο, η τιμολογιακή αύξηση των ασφαλιστικών υπηρεσιών θα οδηγήσει σε συρρίκνωση του ασφαλιστικού κλάδου.
Ένας δεύτερος παράγοντας, που αναμένεται να διαμορφώσει την πορεία εξέλιξης της ζήτησης του κλάδου, είναι η ευρύτερη συνειδητοποίηση ότι η ιδιωτική ασφάλιση μπορεί και πρέπει να αποτελέσει τον τρίτο πυλώνα στήριξης του συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης (σε συνδυασμό με τα ταμεία κύριας σύνταξης και τα αντίστοιχα επικουρικά), ενεργώντας συμπληρωματικά προς αυτή, με τα εναλλακτικά συνταξιοδοτικά – αποταμιευτικά σχήματα. Με τον ίδιο τρόπο, καταλυτική στην εξέλιξη της ζήτησης του κλάδου είναι η συμμετοχή της ιδιωτικής ασφάλισης στα θέματα νοσηλείας και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης. 
Ταυτόχρονα, σημαντική στην εξέλιξη της ζήτησης του κλάδου θεωρείται η συμβολή της επέκτασης των δικτύων πώλησης εντός και εκτός Ελλάδας, η οποία βοηθά στη “γνωριμία” όλο και περισσότερων ανθρώπων με το θεσμό της Ιδιωτικής Ασφάλισης. Τέλος, η αυξανόμενη τάση διεθνοποίησης των ελληνικών βιομηχανιών και εμπορικών επιχειρήσεων, μέσω της δραστηριοποίησής τους στα Βαλκάνια και στα νέα κράτη-μέλη της ΕΕ, δημιουργεί θετικές προϋποθέσεις για τον κλάδο ασφάλισης των πιστώσεων και εγγυήσεων. 
Πώς βλέπετε το μέλλον της ιδιωτικής ασφάλισης;
A.Eυθ.:
 Το μέλλον της ιδιωτικής ασφάλισης στην Ελλάδα, με βάση τους οικονομικούς δείκτες, είναι ευοίωνο. Τα ασφάλιστρα όλων των κλάδων για το 2007 είναι μόνο το 2,65% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ), όταν στην Ευρωζώνη το αντίστοιχο ποσοστό είναι 8,2%. Είναι κατανοητό, λοιπόν, ότι τα περιθώρια ανάπτυξης του κλάδου είναι αρκετά μεγάλα και η δυναμική του ακόμα μεγαλύτερη. Ουσιαστικά, ο ασφαλιστικός κλάδος στην Ελλάδα είναι ακόμα σε νηπιακή ηλικία. 
Ωστόσο, η αγορά της ιδιωτικής ασφάλισης έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο και εξελίσσεται πλέον σε έναν από τους κορυφαίους παράγοντες της οικονομίας. Το γεγονός αυτό επιβάλλει στην αγορά αυτή ορισμένα σημαντικά καθήκοντα, όπως είναι η ισχυροποίηση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και η αναβάθμιση των προσφερόμενων υπηρεσιών και προϊόντων. 
Η ελληνική αγορά της ιδιωτικής ασφάλισης έχει τεράστια περιθώρια ανάπτυξης, καθώς αρχίζει πλέον να γίνεται αντιληπτός ο ευεργετικός ρόλος της στο νέο οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον.