Συνεργασία ασφαλιστικών εταιρειών & δημόσιων νοσοκομείων. Το αυτονόητο καθυστερεί 30 χρόνια υποστηρίζει ο καθ. Λυκούργος Λιαρόπουλος

Τέλη Μαΐου κατατέθηκε από τον Υπουργό Υγείας, κ. Α. Λοβέρδο, τροπολογία, η οποία επικαιροποιεί τον παλαιότερο νόμο Παπαδόπουλου δίνοντας τη δυνατότητα στους διοικητές των νοσοκομείων να συνάπτουν συμβάσεις με τις ασφαλιστικές εταιρείες, παραχωρώντας τους σε πρώτη φάση συνολικά 1.000 κλίνες.

Η τροπολογία αυτή έγινε αφορμή για να φουντώσει εκ νέου η συζήτηση για το αν ο δημόσιος χαρακτήρας της υγείας απειλείται από την είσοδο των ασφαλιστικών εταιρειών στα δημόσια νοσοκομεία και για το αν δημιουργούνται ασθενείς δύο ταχυτήτων.
Την ίδια στιγμή, στην άλλη πλευρά, στο χώρο της ασφαλιστικής αγοράς, δημιουργούνται νέες προσδοκίες, αφού η επιθυμία των ασφαλιστικών εταιρειών για πρόσβαση στις δημόσιες 
υποδομές είναι εδώ και χρόνια μεγάλη. Ταυτόχρονα, όμως, έντονος είναι ο προβληματισμός αν το εγχείρημα θα επιτύχει στην πράξη, δεδομένης της κακής οργάνωσης του δημόσιου τομέα υγείας, αλλά και ο φόβος ότι ο νόμος, για άλλη μια φορά, θα μείνει στα χαρτιά όπως έγινε και στο παρελθόν.
Καθώς οι αλλαγές που προωθεί το Υπουργείο, βασίζονται σε μελέτη του καθηγητή των Οικονομικών της Υγείας, κ. Λυκούργου Λιαρόπουλου, ο οποίος έχει βαθιά πείρα όχι μόνο των οικονομικών της υγείας αλλά και της ασφαλιστικής αγοράς στην οποία έχει θητεύσει στο παρελθόν, οι απόψεις του έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, πολύ περισσότερο αφού ο κ. καθηγητής δεν “μασάει” τα λόγια του.

Συνέντευξη στη Δήμητρα Καζάντζα

Θα μειωθεί η εξάρτηση από τον ιδιωτικό τομέα
Ο κ. Λιαρόπουλος υποστηρίζει χρόνια τώρα αυτή τη συνεργασία και όπως προκύπτει από τη συζήτησή μας, θεωρεί ότι κερδισμένοι θα είναι όλοι οι εμπλεκόμενοι: δημόσια νοσοκομεία, ασφαλιστικές, ασφαλισμένοι.
Οι ιδιωτικά ασφαλισμένοι θα έχουν πρόσβαση σε υψηλού επιπέδου ιατρικές υπηρεσίες, αφού το δημόσιο διατηρεί, σύμφωνα με τον κ. Λιαρόπουλο, το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα των εξίσου καλών –αν όχι καλύτερων– γιατρών σε σχέση με τον ιδιωτικό τομέα. Παράλληλα, δίνεται σ’ αυτούς τους ανθρώπους η δυνατότητα να μειώσουν το κόστος του νοσοκομειακού τους συμβολαίου, αν επιλέγοντας ένα δημόσιο νοσοκομείο η ασφαλιστική τους εταιρεία μπορεί να τους προσφέρει ένα πιο οικονομικό τιμολόγιο. 
Οι ασφαλιστικές εταιρείες, από την άλλη, θα έχουν την ευκαιρία να “σπάσουν” την εξάρτησή τους από τον ιδιωτικό τομέα παροχής υπηρεσιών υγείας, να μειώσουν το κόστος τους και κατά συνέπεια να μειώσουν τις τιμές και να αυξήσουν τους τζίρους τους.

Μεγαλύτερη παραγωγικότητα, μεγαλύτερα έσοδα
Ειδικά για τα δημόσια νοσοκομεία, ο κ. Λιαρόπουλος επισημαίνει ότι θα τους δοθεί «η δυνατότητα να χρεώσουν τις υπηρεσίες τους στους ιδιωτικά ασφαλισμένους στο πραγματικό τους κόστος, κάτι που δεν μπορούν να το κάνουν με τους ασφαλισμένους της κοινωνικής ασφάλισης, αφού στην περίπτωσή τους τα χρήματα βγαίνουν από το ένα ταμείο (ασφαλιστικά ταμεία-κράτος) και μπαίνουν στο άλλο (δημόσια νοσοκομεία), δημιουργώντας μια αέναη μετακίνηση χρεών».
Ο ίδιος θεωρεί ότι η συνεργασία αυτή θα πρέπει να ξεκινήσει από τα μεγάλα νοσοκομεία. «Δεν νομίζω ότι θα συγκινηθεί ιδιαίτερα μία ασφαλιστική εταιρεία αν της δώσουν κρεβάτια στην “Παμμακάριστο”! Τι να τα κάνει; Στα μεγάλα νοσοκομεία, άλλωστε, δεν θα γίνει αισθητή η έλλειψη 100 κρεβατιών. Επιπλέον, εκεί αξίζει να γίνει μια προσπάθεια στοιχειώδους ευπρεπισμού, αν χρειάζεται. Γιατί –κακά τα ψέματα– πρέπει να πουλήσουμε άνεση. Και το υπογραμμίζω αυτό:? δεν θα τη δώσουμε, θα την πουλήσουμε, γιατί το δημόσιο έχει δικαίωμα να δράσει επιχειρηματικά εκεί που το παίρνει»!
Το ερώτημα που εύλογα τίθεται είναι αν το δημόσιο θα μπορέσει να ανταποκριθεί στην αυξημένη ζήτηση που θα δημιουργηθεί, τη στιγμή που σήμερα ούτε τους ασφαλισμένους της κοινωνικής ασφάλισης ικανοποιεί, στέλνοντάς τους σε πολλές περιπτώσεις στον ιδιωτικό τομέα.
«Πιστεύω –και το λέω μετά λόγου γνώσεως– ότι ο δημόσιος τομέας είναι σε θέση να ικανοποιήσει πολύ μεγαλύτερους όγκους σε υπηρεσίες από ό,τι ικανοποιεί σήμερα. Για παράδειγμα, τα μηχανήματα δεν δουλεύουν σε 2 και 3 βάρδιες, όπως θα μπορούσαν», τονίζει ο κ. Λιαρόπουλος. «Άλλωστε, προσθέτει, μεγαλύτερη παραγωγικότητα σημαίνει μεγαλύτερα έσοδα, και επομένως δυνατότητα αύξησης του προσωπικού, όπου δεν επαρκεί. Είναι καθαρά θέμα οργάνωσης του ίδιου του δημόσιου τομέα».

Ευκαιρία να σπάσουν κατεστημένα
Η οργάνωση, όμως, και ειδικά οι χρόνοι εισαγωγής των ασθενών, είναι ένας τομέας στον οποίο πάσχουν τα δημόσια νοσοκομεία. Πώς θα μπορέσει να λειτουργήσει ελκυστικά για τον ιδιωτικά ασφαλισμένο, που έχει μάθει και περιμένει να εξυπηρετηθεί άμεσα;
Για τον κ. Λιαρόπουλο αυτό μπορεί να λυθεί σε 24 ώρες, αρκεί η απόφαση της εισαγωγής των ασθενών στο νοσοκομείο να μεταφερθεί, από τα χέρια των γιατρών, σε ένα ειδικό γραφείο εισαγωγής, που θα ελέγχει καθημερινά τι άδεια κρεβάτια υπάρχουν και θα αποφασίζει για τις εισαγωγές, ανάλογα με τη ζήτηση που υπάρχει. Όπως μας εξηγεί, «η διαχείριση των κρεβατιών (κι αυτό συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα) έχει δοθεί τα τελευταία 15 χρόνια στο ιατρικό προσωπικό ως αντάλλαγμα για να μην αυξηθεί ο μισθός τους, με αποτέλεσμα σήμερα να παρατηρούνται φαινόμενα, σε μέρες εφημερίας, να μην υπάρχουν κρεβάτια, γιατί οι γιατροί έχουν κανονίσει ήδη την εισαγωγή δικών τους ασθενών, που δεν είναι απαραίτητα επείγοντα περιστατικά». Αν αυτό αλλάξει, κερδισμένοι θα είναι όλοι οι ασθενείς, είτε εισάγονται ως ιδιωτικά ασφαλισμένοι είτε μέσω της κοινωνικής ασφάλισης, αφού η εισαγωγή τους θα μπορεί να κανονίζεται και απευθείας από το γιατρό τους στην πρωτοβάθμια περίθαλψη, σε συνεννόηση με το γραφείο εισαγωγών. Παράλληλα, η μεταφορά αυτής της αρμοδιότητας, όπως φαίνεται, θα “σπάσει” κι ένα κακό κατεστημένο που έχει δημιουργηθεί και συντηρεί την παραοικονομία στο χώρο της υγείας, αφού όπως μας επισήμανε ο κ. Λιαρόπουλος, «μέχρι και περιπτώσεις υπενοικιάσεως κρεβατιών από τον έναν γιατρό στον άλλον, έναντι πολύ μεγάλων αντιτίμων, συμβαίνουν αυτή τη στιγμή».
Τι απαντά όμως ο κ. καθηγητής σε εκείνους που εκφράζουν το φόβο ότι θα δημιουργηθούν ασθενείς δύο ταχυτήτων; 
«Ο Ευαγγελισμός, για παράδειγμα, έχει 1.000 κρεβάτια και θα διαθέσει τα 100, δηλαδή 2-3 πτέρυγες στην ουσία, πιο αναβαθμισμένες. Αναβαθμισμένες πτέρυγες και τώρα υπάρχουν, και είναι στη διακριτική ευχέρεια του διευθυντή, του διοικητή, των συνδικαλιστών και όποιων, τέλος πάντων, ελέγχουν το κάθε νοσοκομείο, να διαθέσουν τα κρεβάτια όπου κρίνουν, χωρίς το ίδιο το νοσοκομείο να έχει κανένα ανταποδοτικό όφελος. Αυτό με την είσοδο των ιδιωτικά ασφαλισμένων μπορεί να αλλάξει».

Συνεργασία και στην πρωτοβάθμια φροντίδα
Σύμφωνα με τον κ. Λιαρόπουλο, οφέλη μπορούν να υπάρξουν και από μια συνεργασία του δημόσιου τομέα με τις ασφαλιστικές εταιρείες στο κομμάτι της πρωτοβάθμιας φροντίδας, πράγμα που βρίσκει πρόθυμες και τις ασφαλιστικές εταιρείες, όπως μας πληροφορεί.
Ο Εθνικός Οργανισμός Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (ΕΟΠΥΥ), ο νέος φορέας που δημιουργήθηκε από την ενοποίηση των 4 μεγαλύτερων Κλάδων Υγείας των Ασφαλιστικών Ταμείων και συγκεκριμένα του ΙΚΑ, του ΟΓΑ, του ΟΠΑΔ και του ΟΑΕΕ, και ξεκίνησε τη λειτουργία του από 1ης Ιουνίου, καλείται να διαχειριστεί την πρωτοβάθμια περίθαλψη 1,5 εκατ. ασφαλισμένων και των γιατρών που θα την αναλάβουν.
Ο κ. Λιαρόπουλος θεωρεί ότι «το δημόσιο έχει αποτύχει παταγωδώς στο κομμάτι της διαχείρισης του συστήματος υγείας από την πλευρά της προσφοράς», αντίθετα με τις ασφαλιστικές εταιρείες, οι οποίες «έχουν την τεχνογνωσία που χρειάζεται, τόσο στη διαχείριση της αρρώστιας όσο και στη χρέωση, την κοστολόγηση και τον έλεγχο της χρήσης των υπηρεσιών». Αναφέρεται, μάλιστα, σε κάποια συστήματα διαχείρισης της πρωτοβάθμιας φροντίδας του ιδιωτικού ασφαλιστικού τομέα, όπως το medisystem, που λειτουργούν υποδειγματικά. 
Προτείνει, λοιπόν, να δοθεί ένα μέρος της οργάνωσης και διαχείρισης της πρωτοβάθμιας φροντίδας στις ασφαλιστικές εταιρείες, εξηγώντας μας πώς μπορεί αυτό να γίνει: «Θα μπορούσε κάθε εταιρεία ξεχωριστά ή ακόμα καλύτερα ολόκληρη η ΕΑΕΕ μέσω ενός consortium να αναλάβει από τον ΕΟΠΥΥ έναν αριθμό ασφαλισμένων, π.χ. 300.000, για το 90% του κόστους τους. Το 90% δηλαδή των εισφορών που θα εισπράττονται από τον ΕΟΠΥΥ να παραχωρείται στις ασφαλιστικές, με την προϋπόθεση να οργανώσουν και να διαχειριστούν γιατρούς και ασφαλισμένους, όπως ακριβώς το κάνουν και με τους δικούς τους. Για να εξασφαλίσουμε, μάλιστα, την επιτυχία του εγχειρήματος, προτείνω να δίνεται, παράλληλα, η δυνατότητα στον ασφαλισμένο να φύγει σε 6 μήνες, από το συγκεκριμένο σύστημα, αν δεν είναι ευχαριστημένος».

Όλα είναι θέμα πολιτικής βούλησης
Ρωτήσαμε τον κ. Λιαρόπουλο, γιατί η συνεργασία μεταξύ δημόσιων νοσοκομείων και ασφαλιστικών δεν προχώρησε εδώ και δέκα χρόνια, αφού το θεσμικό πλαίσιο υπήρχε, και τι τον κάνει να αισιοδοξεί σήμερα. «Όλα είναι θέμα πολιτικής βούλησης. Στην Ελλάδα, δυστυχώς, είχαμε πάντα αυτόν τον κίνδυνο, να αλλάζει ο υπουργός και να μένει μια προσπάθεια στη μέση!», μας απαντά και μας εξηγεί ότι το θεσμικό πλαίσιο που δημιουργήθηκε με το Νόμο Παπαδόπουλου και προέβλεπε την παραχώρηση του 20% των κλινών στις ασφαλιστικές εταιρείες, ήθελε συμπληρώσεις και εξειδικεύσεις που δεν έγιναν τελικά ποτέ, αφού αλλάζοντας ο Υπουργός εγκαταλείφθηκε η όλη προσπάθεια. 
«Σήμερα, φαίνεται να υπάρχει η βούληση να αρθούν τα διαδικαστικά εμπόδια και να προχωρήσει η συνεργασία αυτή», προσθέτει, και αν δεν ανατραπούν τα χρονοδιαγράμματα –φαινόμενο συχνό στην ελληνική πραγματικότητα–, ελπίζει ότι το αργότερο μέχρι το Σεπτέμβριο θα έχει ολοκληρωθεί το πλαίσιο των διοικητικών προϋποθέσεων που πρέπει να υπάρχουν. Όπως μας πληροφορεί, οι ομάδες εργασίας που έχουν συσταθεί στο Υπουργείο Υγείας, προχωρούν με την κοστολόγηση του νοσηλίου, ενώ ήδη πάρα πολλές ιατρικές πράξεις και διαγνωστικές εξετάσεις έχουν κοστολογηθεί και οδεύουν προς έγκριση στο ΚΕΣΥ.

__ Όνειρο που κατέληξε εφιάλτης χαρακτήριζε το ΕΣΥ σε παλαιότερο άρθρο του ο καθηγητής Λιαρόπουλος. Μπορεί η συνεργασία των δημόσιων νοσοκομείων με τις ασφαλιστικές εταιρείες να δώσει νέα πνοή στο δημόσιο σύστημα υγείας; Από όσα μας είπε ο κ. καθηγητής προκύπτει ότι, αν υπάρχει έστω και μία μικρή ελπίδα να γίνει αυτό, αξίζει αυτή η συνεργασία να προχωρήσει. Άλλωστε, η ΥΓΕΙΑ είναι ένα στοίχημα που πρέπει να κερδηθεί για το καλό όλων.     
 

Η ΕΑΕΕ το θέμα της Υγείας ποτέ δεν το κατείχε

Ρωτήσαμε τον κ. Λιαρόπουλο αν θεωρεί ότι η ΕΑΕΕ, ως επίσημος φορέας-εκπρόσωπος της ασφαλιστικής αγοράς, κυνήγησε, και στο παρελθόν και τώρα, το θέμα της συνεργασίας στο χώρο της υγείας όσο θα έπρεπε.
Η απάντησή του είναι αρνητική. «Νομίζω ότι η ΕΑΕΕ το θέμα της Υγείας ποτέ δεν το κατείχε. Ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε στην πραγματικότητα να μάθει πώς δουλεύει το σύστημα υγείας. Έχω εμπειρία και από μελέτες που έχω κάνει για λογαριασμό της ALICO, που είναι ίσως η μόνη ή τουλάχιστον από τις ελάχιστες εταιρείες που είχε προσπαθήσει να καταλάβει το ζήτημα και ίσως και γι’ αυτό δεν υποφέρει τόσο πολύ όσο κάποιες άλλες. Αλλά γενικά ο ασφαλιστικός χώρος ήταν ικανοποιημένος να πουλάει χρωματιστό χαρτί. Αυτό που πούλαγε ήταν μια παραδοσιακή έννοια της ασφάλισης, όπως αυτή είχε έρθει πριν 100 χρόνια στη χώρα μας. Δεν πήγε μπροστά. Όταν ήρθε το θέμα της υγείας, αποφάσισαν με ελλιπή γνώση, κακές συμβουλές και οργάνωση να μπουν σ’ αυτή την αγορά και από εκεί και πέρα τους γδάρανε στην κυριολεξία, σαν έτοιμους από καιρό, τα ιδιωτικά θεραπευτήρια».
Εντούτοις, ο κ. Λιαρόπουλος δικαιολογεί εν μέρει τη μάλλον παθητική στάση που έχει κρατήσει ο ιδιωτικός ασφαλιστικός χώρος στο θέμα της συνεργασίας με το δημόσιο τομέα όλα αυτά τα χρόνια: «Ο ιδιωτικός ασφαλιστικός χώρος υπέστη τα επίχειρα του πρώτου συνθετικού του όρου, «ιδιωτικός». Γιατί τα τελευταία 30 χρόνια τουλάχιστον –μόλις τώρα αρχίζει αυτό να αλλάζει– είμαστε η τελευταία σοβιετία. Η λέξη ιδιωτικός ήταν κακιά. Δεν υπήρχε υπουργός υγείας, ο οποίος θα τολμούσε να βάλει τον ιδιωτικό τομέα στα δημόσια νοσοκομεία. Αν το έκανε, θα θεωρείτο έγκλημα καθοσιώσεως. Λάθος. Μείναμε 30 χρόνια πίσω στις εξελίξεις, γιατί επικράτησε αυτή η ιδιοτελής άποψη. Γιατί αυτοί που την πρέσβευαν το κάνανε για λόγους ιδιοτελείς, γιατί οι ίδιοι θέλανε να ιδιοποιηθούν ένα μεγάλο κομμάτι περιουσίας. Έχοντας τον έλεγχο της δημόσιας περιουσίας, εξασφαλίζανε μισθούς και προνόμια στους εαυτούς τους και σ’ αυτούς που ελέγχανε κομματικά και αναφέρομαι και στα δύο μεγάλα κόμματα εξουσίας».