«Καλούμε τις τράπεζες να κάνουν σωστά τη δουλειά τους»,

δηλώνει ο κ. Μελέτης Τζαφέρης, Γενικός Γραμματέας Βιομηχανίας

του Δημήτρη Ρουχωτά


Με αφορμή την έναρξη λειτουργίας του Ταμείου Εγγυοδοσίας Μικρών & Πολύ Μικρών Επιχειρήσεων (ΤΕΜΠΜΕ) αλλά και τα φαινόμενα υπονόμευσης της όλης προσπάθειας από τις τράπεζες που εκδηλώθηκαν ευθύς αμέσως, θέτοντας το όλο εγχείρημα υπό αμφισβήτηση, ζητήσαμε από το Γενικό Γραμματέα Βιομηχανίας και υπεύθυνο του Προγράμματος, κ. Μελέτη Τζαφέρη, μία δήλωση. Μια δήλωση που εξελίχτηκε σε μία ενδιαφέρουσα συζήτηση, που έλαβε χώρα στο γραφείο του, στον τρίτο όροφο του Υπουργείου Ανάπτυξης όπου μας δέχτηκε, παρά το πιεσμένο του πρόγραμμα. Αυτή τη συζήτηση, για την προσπάθεια στήριξης των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων (στις οποίες στηρίζεται κατά βάση η οικονομία της χώρας μας) σας παραθέτουμε παρακάτω, ελπίζοντας κι εμείς στην επιτυχία του προγράμματος, το οποίο αξιολογούμε ως πολύ σημαντικό.

«Η κρίση που αντιμετωπίζουμε δεν είναι ενεργειακή, δεν είναι κρίση πρώτων υλών, δεν είναι οικολογική, δεν είναι κρίση δημόσιας υγείας, ούτε κρίση ζήτησης, αν και εξορθολογίζεται η ζήτηση σιγά-σιγά˙ είναι μια κρίση αυστηρά τραπεζική», μας επισημαίνει από την αρχή της συζήτησής μας ο κ. Τζαφέρης, για να μας εξηγήσει στη συνέχεια τους λόγους για τη δημιουργία του Ταμείου Εγγυοδοσίας: «Εστιάσαμε στην ανάγκη να βοηθηθούν οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες, ακριβώς λόγω του είδους της κρίσης, αντιμετωπίζουν πρόβλημα ρευστότητας. Εκφράσαμε, λοιπόν, εμπράκτως αυτή μας την πολιτική βούληση, διαμορφώνοντας ένα πρόγραμμα, το οποίο είναι ακριβώς αυτό: μία ενδοφλέβια ένεση ρευστότητας σε αυτές τις επιχειρήσεις», επισημαίνει.
Αναφορικά με την πρακτική υπονόμευσης του προγράμματος από τις τράπεζες, ο κ. Τζαφέρης, σε αντιδιαστολή με τις μάλλον σκληρές δηλώσεις του της 17ης Δεκεμβρίου, περί «κραυγαλέας περίπτωσης τραπεζικής συντεχνίας», εμφανίστηκε πιο συγκρατημένος, δηλώνοντας: «Χρειαζόμαστε λίγο περισσότερο χρόνο ακόμα, για να διαπιστώσουμε εμπράκτως την υπονόμευση αυτή. Δεν είναι απολύτως βέβαιο ότι υπάρχει. Εκτιμούμε, όμως, με κάποια στοιχεία που έχουν μέχρι σήμερα φτάσει στο ΤΕΜΠΤΕ, ότι, αν δεν είναι συντονισμένη, τουλάχιστον είναι σημειακή˙ δηλαδή υπάρχουν στοιχεία, υπάρχουν σημεία στα οποία φαίνεται ως υπονόμευση». Δεν παραλείπει, όμως, να καλέσει τις τράπεζες: «Να τιμήσουν την υπογραφή τους και το ιδιωτικό συμφωνητικό που έχουν κάνει με το κράτος, με το ΤΕΜΠΤΕ εν προκειμένω».
Εξηγώντας μας τους λόγους αυτής της πιθανής υπονόμευσης σημειώνει: «Η πρακτική υπονόμευσης των τραπεζών, αν τέτοια υπάρχει και αποδειχτεί στο μέλλον, εδράζεται στο μικρό περιθώριο spread που τους έχουμε δώσει». Ο ίδιος, βεβαίως, θεωρεί ότι αυτό το περιθώριο δεν είναι καθόλου μικρό, αν υπολογίσει κανείς ότι «πριν την κρίση, για τους μεγάλους πελάτες το ποσοστό spread έφτανε το 1,4% και 1,5%. Άρα, λοιπόν, καθώς υπάρχει και η εγγύηση του ελληνικού δημοσίου για το δανεισμό, δεν έχει σημασία αν είμαστε μετά την κρίση˙ το ποσοστό είναι εξαιρετικά υψηλό, κατά τη γνώμη μας».
Το δεύτερο σημείο, κατά τον κ. Τζαφέρη, ενδεχομένως να είναι το 20% των δανείων, το οποίο οι τράπεζες θα πρέπει να παράσχουν χωρίς εγγυήσεις. «Γεγονός στο οποίο συμφώνησαν κατά τη διάρκεια της διαβούλευσης που είχαμε στην αίθουσα ενημέρωσης του Υπουργείου, στην οποία παρέστησαν όλοι οι εκπρόσωποι των ελληνικών τραπεζών, σε επίπεδο Διευθυντών και Γενικών Διευθυντών», επισημαίνει, για να συμπληρώσει ότι «σε αντιστάθμιση δώσαμε τη δυνατότητα στις τράπεζες να αξιολογήσουν –είναι υποχρέωση και δυνατότητα ταυτόχρονα, τονίζει–, τη χρηματοληπτική ικανότητα των δανειοληπτών». 
Για το Γενικό Γραμματέα, αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό για όλους. «Για μας, επειδή έχουμε εξαιρεθεί της διαδικασίας δίζησης και πληρώνουμε κατευθείαν την τράπεζα. Αλλά και για τις ίδιες τις τράπεζες, δεδομένου ότι τους παρέχεται η διακριτική δυνατότητα να μην εγκρίνουν όλο το ποσό που ο δανειολήπτης ονομαστικά δικαιούται, αλλά μέρος αυτού». Σχετικά ο κ. Τζαφέρης μας αναφέρει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: ο υποψήφιος δανειολήπτης να έχει τρεις κερδοφόρους ισολογισμούς, αλλά ταυτόχρονα να είναι καταχωρημένος στις λίστες του Τειρεσία. Σ’ αυτή την περίπτωση η τράπεζα μπορεί να αρνηθεί να του δώσει το ονομαστικό δάνειο των 100.000 ευρώ, για παράδειγμα, και να του εγκρίνει τα μισό ποσό, λόγω του Τειρεσία. 
«Τους δίνεται, λοιπόν, μία δυνατότητα να κάνουν τη δουλειά τους και να την κάνουν και καλά και όπως πρέπει», τονίζει με έμφαση. «Διότι αν εμείς δίναμε εγγύηση και για το 20%, δεν θα την έκαναν καλά. Και θα έρχονταν μετά από ένα ορισμένο διάστημα οι καταπτώσεις, οι οποίες θα ξεπερνούσαν όχι μόνο το μέσο όρο αλλά, όπως υπολογίζουμε, θα μπορούσαν να ξεπεράσουν και το μισό του μέσου όρου που έχουμε σήμερα».
Ο κ. Τζαφέρης συμπεραίνει ότι μάλλον οι τράπεζες «δεν έχουν κατανοήσει ακριβώς, ενδεχομένως και λόγω ανεπάρκειας των διοικητικών στελεχών, αυτά τα δύο στοιχεία, τα οποία και τα δύο είναι προς όφελός τους».
Απαντώντας σε σχετικό μας ερώτημα, θεωρεί ότι δεν υπάρχει μια συγκροτημένη αντίδραση των τραπεζών αυτή τη στιγμή στις πολιτικές πρωτοβουλίες της Κυβέρνησης, ή τουλάχιστον αυτή δεν είναι τεκμηριωμένη. «Απλά, από κάποια περιστατικά, βλέπουμε ότι υπάρχει ενδεχομένως μία ανησυχία», επισημαίνει. «Έχουν κάποιες δικαιολογίες οι τράπεζες, συμπληρώνει, άλλες πραγματικές, άλλες υποθετικές, κάποιες και θεμιτές, αφού για παράδειγμα, πρέπει να εκσυγχρονίσουν το λογισμικό τους, για να μπορέσουν να ανταποκριθούν». Ο ίδιος πάντως χαρακτηρίζει όλα όσα συμβαίνουν, «παιδικές ασθένειες ενός συστήματος, το οποίο θα λειτουργήσει τα επόμενα 4-5 χρόνια».
Το γεγονός πάντως είναι, και μας το τονίζει ο κ. Τζαφέρης, ότι «οι τράπεζες έσπευσαν να συμμετάσχουν στο ενημερωτικό φυλλάδιο που μοιράσαμε σε 1 εκατ. αντίγραφα μέσα από τις εφημερίδες της Παρασκευής και του Σαββατοκύριακου, επιταχύνοντας τις εσωτερικές διαδικασίες, ούτως ώστε να αναγράφεται το όνομά τους εκεί, για να μη χάσουν μερίδιο αγοράς και να μπούνε στο παιχνίδι». 
Αναρωτηθήκαμε και ρωτήσαμε τον κ. Γενικό αν το Κράτος διαθέτει, πέρα από τη βούληση, τους μηχανισμούς επιβολής κυρώσεων στις επιχειρήσεις που δεν συμμορφώνονται.
«Η αλήθεια είναι ότι δεν είμαι ο απολύτως ειδικός για να μιλήσω για την τραπεζική αγορά. Αυτή εποπτεύεται από την Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία αναφέρεται στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας», μας απαντά.«Θεωρώ, όμως, ότι, όπως συμβαίνει σε όλους τους τομείς οικονομικής, κοινωνικής, επιστημονικής δραστηριότητας, το κράτος έχει μόνο μία υποχρέωση: να εποπτεύει την αγορά. Εκτιμώ, λοιπόν, ότι το κράτος έχει μηχανισμούς να εποπτεύσει την αγορά και μέσω της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί να επιβάλλει κυρώσεις. Αντιθέτως, θα έλεγα στο σημείο αυτό ότι η ΤτΕ έχει δείξει, κατά τη γνώμη μου, απέναντι στις εισπρακτικές των τραπεζών εξαιρετική ελαστικότητα», συμπληρώνει. 
Με το θέμα των ευθυνών για τη μη υλοποίηση των εξαγγελιών και σε ποιον πρέπει να τις αποδώσει ο Πολίτης-Καταναλωτής έκλεισε η συζήτησή μας με τον κ. Τζαφέρη. 
Για το Γενικό Γραμματέα είναι σαφές πως για ό,τι συμβαίνει σε πρωτοβουλίες που παίρνει το κράτος την ευθύνη την έχει το ίδιο, και εν προκειμένω η κυβέρνηση. «Είναι σαφές ότι το πολιτικό κόστος θα το πάρει η κυβέρνηση», μας λέει. «Εκείνο που εμείς θέλουμε να πετύχουμε είναι να κάνουν οι τράπεζες σωστά τη δουλειά τους. Δεν θέλουμε τίποτα περισσότερο, καμία χάρη απολύτως. Θέλουμε να κάνουν καλά τη δουλειά τους και να επιτελέσουν το στόχο τους για τον οποίο λειτουργούν και βάσει του οποίου κερδίζουν», καταλήγει.