Της Δήμητρας Καζάντζα
Η ελληνική κοινωνία τα τελευταία 35 χρόνια πέτυχε να καλυτερεύσει το βιοτικό της επίπεδο, δημιουργώντας, όμως, παράλληλα, περισσότερες ανάγκες, άλλες ουσιαστικές, άλλες επίπλαστες (δεν είναι της παρούσης να το εξετάσουμε), και κατά συνέπεια μεγαλύτερες υποχρεώσεις για τους πολίτες της.
Σήμερα, που οι όποιες βεβαιότητες δημιουργήθηκαν, τα τελευταία χρόνια, ανατρέπονται, οι υποχρεώσεις μένουν, αλλά οι άνθρωποι αδυνατούν να τις εκπληρώσουν. Στη χειρότερη μοίρα είναι, βεβαίως, οι άνεργοι.
Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Eurostat, η ανεργία διαμορφώθηκε στο 16,7% του ενεργού πληθυσμού, ενώ ακόμα πιο απαισιόδοξες είναι οι προβλέπεις για το 2012 του Ινστιτούτου Εργασίας ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, που εκτιμά ότι η ανεργία στατιστικά θα αναρριχηθεί σε ποσοστό 21%, ενώ η πραγματική θα φτάσει στα επίπεδα του 26%.
Ένα πρώτο ερώτημα που τίθεται είναι: πώς μπορεί ένας άνθρωπος που χάνει τη δουλειά του να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις που έχει δημιουργήσει; Και ένα επόμενο, που αφορά στην ασφαλιστική αγορά: Υπάρχει στη χώρα μας κάποιο ασφαλιστικό πρόγραμμα που να ασφαλίζει τον κίνδυνο της ανεργίας;
Ρόλος της ασφαλιστικής βιομηχανίας είναι να δημιουργεί προϊόντα που να ανταποκρίνονται στις συνθήκες και στις ανάγκες κάθε εποχής, βοηθώντας τους ανθρώπους να αντιμετωπίσουν τις όποιες ανατροπές με τους μικρότερους δυνατούς κραδασμούς. Αυτό, όμως, δεν μπορεί να γίνει χωρίς μέτρηση και αξιολόγηση του κινδύνου, έτσι ώστε αυτός να μην καταστεί ασύμφορος ίσως και επικίνδυνος για τη βιωσιμότητα της εταιρείας που τον αναλαμβάνει.
Στο πλαίσιο αυτό, υπάρχουν προϊόντα που ασφαλίζουν τον κάτοχό τους στην περίπτωση που χάσει τη δουλειά του. Ωστόσο, τα προϊόντα αυτά ούτε απευθύνονται σε όλους ούτε διατίθενται από όλους.
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή.
Τι αφορά η ασφάλιση ακούσιας ανεργίας
Παραδοσιακά, η κάλυψη για ακούσια ανεργία δίνεται σε πελάτες τραπεζών ή άλλων χρηματοπιστωτικών οργανισμών, οι οποίοι θέλουν να προστατεύσουν τις μηνιαίες δόσεις των δανείων τους ή την αποπληρωμή της κάρτας τους. Από κει και πέρα, με ασφάλιση ακούσιας ανεργίας μπορούν να καλυφθούν (πράγμα που γίνεται ευρέως στο εξωτερικό) όλα τα έξοδα διαβίωσης, όπως το ενοίκιο, οι λογαριασμοί κινητού και συνδρομητικής τηλεόρασης, οι λογαριασμοί κοινής ωφελείας, καθώς και οι τακτικές καταβολές σε ασφαλιστικά προγράμματα, με βασική προϋπόθεση αυτοί να πληρώνονται μέσω μίας τράπεζας ή άλλου χρηματοπιστωτικού ιδρύματος.
Η κάλυψη αυτή είναι, επίσης, γνωστή ως ασφάλιση προστασίας πληρωμών (payment protection insurance-ppi) ή ασφάλιση Απώλειας Εισοδήματος και εκτός των τραπεζών μπορεί να δοθεί (και σε πολλές περιπτώσεις δίνεται) σε κάθε εταιρεία που διαθέτει μεγάλο πελατολόγιο ή/και δουλεύει με το σύστημα των δόσεων-τακτικών καταβολών.
Η επιλογή να δίνεται το συγκεκριμένο προϊόν σε μεγάλες ομάδες ατόμων δεν είναι τυχαία. Καθώς η ασφάλιση ακούσιας ανεργίας ενέχει έναν κίνδυνο που αναλογιστικά είναι δύσκολο να υπολογιστεί, είναι ασύμφορο να δοθεί μεμονωμένα. Αντίθετα, οι μεγάλες ομάδες είναι πιο εύκολα μετρήσιμες, ενώ το γεγονός, ότι ένα πρώτο “underwriting” γίνεται από τις εταιρείες των οποίων το πελατολόγιο ασφαλίζεται, αποτελεί μία επιπλέον δικλίδα ασφαλείας για τις ασφαλιστικές που το παρέχουν, αφού ο κίνδυνος για αυτές μειώνεται ακόμα περισσότερο. Η ασφάλιση απώλειας εισοδήματος λόγω ανεργίας διατίθεται συμπληρωματικά και ενισχυτικά με το πρόγραμμα Ασφάλισης Ζωής και ΜΟΑ. Βεβαίως, δεν απευθύνεται σε όλους τους δανειολήπτες. Αφορά μόνο μισθωτούς υπαλλήλους που, τη χρονική στιγμή της απώλειας εργασίας τους, έχουν σύμβαση αορίστου χρόνου ιδιωτικού δικαίου –οι υπόλοιπες κατηγορίες εργαζομένων (δημόσιοι υπάλληλοι, εργαζόμενοι με σύμβαση ορισμένου χρόνου και ελεύθεροι επαγγελματίες) ασφαλίζονται για απώλεια εισοδήματος μόνο στην περίπτωση πρόσκαιρης ολικής ανικανότητας από ατύχημα ή ασθένεια και νοσηλείας.
Τι ισχύει στη χώρα μας
Η κάλυψη ανεργίας, με τους όποιους περιορισμούς προαναφέραμε, άρχισε να δίνεται στη χώρα μας πριν από 7 χρόνια, μέσω Τραπεζών και άλλων χρηματοδοτικών οργανισμών, με ιδιαίτερη έμφαση τον τελευταίο ενάμιση χρόνο, οπότε και εκτιμήθηκε δεόντως η χρησιμότητά της από τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς.
Από τις πρώτες εταιρείες που πρόσφεραν τη συγκεκριμένη κάλυψη ήταν η Generali και η Genworth. Σήμερα, την προσφέρουν, επίσης, οι Allianz, AXA, Credit Agricole Insurance, Εθνική, Eurolife και ERGO, ενώ μεταξύ των τραπεζικών ιδρυμάτων μέσω των οποίων προσφέρονται είναι η Alpha Bank, η Citibank, η Credicom, η Εθνική Τράπεζα, η Εμπορική Τράπεζα, η Eurobank, η HSBC, η Τράπεζα Πειραιώς.
Αρχικά, η κάλυψη δόθηκε σε δανειολήπτες καταναλωτικών δανείων και στη συνέχεια σε δανειολήπτες στεγαστικών και άλλων δανείων (π.χ. δάνεια για αγορά αυτοκινήτου) αλλά και σε κατόχους πιστωτικών καρτών.
Εκτός από την κάλυψη δανειοληπτών, για μικρό χρονικό διάστημα, κάποιες τράπεζες πρόσφεραν, επίσης, τη δυνατότητα σε καταθέτες τους να παίρνουν ένα ποσοστό του μισθού τους για διάστημα κάποιων μηνών στην περίπτωση που έμεναν άνεργοι. Κρίθηκε, όμως, ασύμφορο και γρήγορα σταμάτησε. H κάλυψη δίνεται, επίσης, και σε αρκετές εταιρείες που πωλούν τα προϊόντα τους με το σύστημα των δόσεων, αλλά μάλλον δεν φαίνεται να είναι και οι πλέον επιθυμητές συνεργασίες για τις ασφαλιστικές.
Χαρακτηριστικά του προγράμματος ασφάλισης ακούσιας ανεργίας
Βασική προϋπόθεση για να ισχύει η κάλυψη, εκτός του να είναι ο ασφαλισμένος μισθωτός με σύμβαση αορίστου χρόνου, είναι η παραμονή του στον ίδιο εργοδότη για 6 ή 12 μήνες, ανάλογα με την εταιρεία.
Επίσης, υπάρχει μία περίοδος απαλλαγής 60 ή 90 ημερών, μετά την έναρξη του προγράμματος, ενώ για να δοθεί η αποζημίωση υπάρχει αναμονή 30-60 ημερών –ουσιαστικά, πρόκειται για το χρόνο που απαιτείται για να πιστοποιηθεί επίσημα η κατάσταση του ασφαλισμένου από τον ΟΑΕΔ.
Η προστασία απώλειας εισοδήματος λόγω ακούσιας ανεργίας, μπορεί να ισχύει για όλη τη διάρκεια του δανείου (καταναλωτικά) ή για συγκεκριμένο διάστημα –στα στεγαστικά, το σύνηθες χρονικό διάστημα για την κάλυψη στεγαστικών δανείων είναι τα πρώτα 5 έτη. Υπάρχουν όμως τράπεζες που η ασφάλιση λήγει με την εξόφληση του δανείου ή προηγουμένως, με τη συμπλήρωση του 75ου έτους της ηλικίας του ασφαλισμένου ή με τη συνταξιοδότησή του. Επίσης, μπορεί να διακοπεί σε περίπτωση που το επιθυμεί ο ασφαλισμένος ή καταβληθεί το μέγιστο πλήθος μηνιαίων παροχών ή δεν πληρώνονται κανονικά τα ασφάλιστρα ή διακοπεί το πρόγραμμα Ασφάλισης Ζωής ή ΜΟΑ στο οποίο είναι προσαρτημένο.
Όσον αφορά τις πιστωτικές κάρτες, το πρόγραμμα προστασίας πληρωμών σε περίπτωση ακούσιας ανεργίας καλύπτει, για διάστημα από 6 έως 12 μήνες, ένα προσυμφωνημένο ποσοστό του εκάστοτε χρεωστικού υπολοίπου της πιστωτικής κάρτας. Αυτό κυμαίνεται συνήθως από 3%-12%, με εξαίρεση την ERGO, η οποία καλύπτει το 15% του ανεξόφλητου υπολοίπου για 6 μήνες και με ανώτατο ποσό τα €1.000.
Κάποιες τράπεζες, μάλιστα, εκτιμώντας ότι τα αντισταθμιστικά οφέλη, όπως θα δούμε και παρακάτω, είναι πολλά, με κυριότερο την αποφυγή επισφαλειών, προσφέρουν την ασφάλιση στους πελάτες τους-κατόχους πιστωτικών καρτών δωρεάν.
Στις περιπτώσεις των δανείων, τα προγράμματα ακούσιας ανεργίας καλύπτουν για διάστημα από 3 μέχρι και 12 μήνες. Καθώς, όμως, έχει υπολογιστεί ότι 6 μήνες είναι περίπου ο μέσος χρόνος ανεύρεσης νέας εργασίας από τον εργαζόμενο, οι περισσότερες εταιρείες δείχνουν προτίμηση στην 6μηνη διάρκεια. Για όλη τη διάρκεια του δανείου ο δανειολήπτης καλύπτεται συνήθως μέχρι τρεις φορές (ERGO και Generali μέχρι δύο), ενώ για να καλυφθεί εκ νέου ο δανειολήπτης θα πρέπει να μεσολαβήσει ένα εύλογο χρονικό διάστημα, συνήθως 6 μηνών.
Το ανώτατο όριο της δόσης που καλύπτεται ποικίλλει. Σε κάποιες τράπεζες υπολογίζεται βάσει του μέσου όρου των δόσεων που έχει στο πελατολόγιό της η κάθε Τράπεζα, με μάξιμουμ συνήθως τα € 1.500 –συνήθως στα ανοιχτά στεγαστικά δάνεια το όριο είναι πιο χαμηλό, απ’ ό,τι στα τακτής λήξης δάνεια, ενώ στα καταναλωτικά είναι ακόμα χαμηλότερο.
Στην Εθνική Τράπεζα, για παράδειγμα, για τα τακτής λήξης δάνεια καλύπτεται δόση μέχρι και €1.500, ενώ για τα ανοιχτά μέχρι €1.250. Στην Πειραιώς, η ERGO καλύπτει μέχρι €1.650 τα στεγαστικά και μέχρι €1.250 τα καταναλωτικά. Στην Εμπορική, το ανώτατο όριο της δόσης που καλύπτει η Credit Agricole Insurance για τα στεγαστικά είναι τα €1.300, ενώ για τα καταναλωτικά με προσημείωση τα €1.000. Στη Eurobank, το ανώτατο όριο της δόσης που καλύπτεται φτάνει τα €3.000, με τη διαφορά ότι εδώ το στεγαστικό δάνειο στο οποίο είναι ενσωματωμένη η κάλυψη έχει υψηλότερο επιτόκιο.
Το κόστος είναι άμεσα συνδεδεμένο με τις παροχές του προγράμματος και το ύψος του δανείου και είτε υπολογίζεται ως ποσοστό του επιτοκίου είτε με βάση το αρχικό κεφάλαιο του δανείου και αφαιρείται με την εκταμίευση είτε σε μηνιαία βάση ως ποσοστό επί του εγκεκριμένου κεφαλαίου του δανείου, με μέγιστο το ποσό που έχει ορίσει κάθε τράπεζα (βλ. παραπάνω). Το συνολικό ασφάλιστρο μειώνεται με την πάροδο του χρόνου, ακολουθώντας τη φθίνουσα πορεία του άληκτου κεφαλαίου του δανείου.
Ποιος ωφελείται
Καθώς τα ποσοστά ανεργίας εκτινάσσονται, οι καταναλωτές είναι φυσικό να αναγνωρίζουν όλο και περισσότερο τη χρησιμότητα της συγκεκριμένης κάλυψης και να τη ζητούν.
Τα οφέλη είναι προφανή, αφού τους δίνεται η δυνατότητα να διατηρήσουν τα αγαθά και το επίπεδο ζωής των ιδίων και των οικογένειών τους. μπορούν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους χωρίς να χρειαστεί να καταφύγουν στις αποταμιεύσεις τους. διευκολύνονται στην αποπληρωμή των δόσεων, εξασφαλίζοντας, παράλληλα, τη διατήρηση της πιστοληπτικής τους ικανότητας και έχουν τη δυνατότητα απερίσπαστοι να ψάξουν για δουλειά.
Εξίσου σημαντικά, αν όχι σημαντικότερα, είναι τα οφέλη για τις τράπεζες, αφού διασφαλίζουν την ομαλή αποπληρωμή των δανείων, ενισχύοντας παράλληλα το κοινωνικό τους προφίλ. έχουν την ευκαιρία να αυξήσουν τα έσοδά τους και, παράλληλα, συνεισφέρουν στη μείωση των επισφαλειών τους. μετατοπίζουν χρονικά την αδυναμία αποπληρωμής της δόσης, με αποτέλεσμα να επιβραδύνεται ο ρυθμός αύξησης των προβλέψεων και να εξοικονομείται κόστος και, τέλος, μειώνεται το άληκτο κεφάλαιο των δανείων σε προσωρινή καθυστέρηση και εισπράττονται οι αντίστοιχοι τόκοι.
Στην κατεύθυνση αυτή, και καθώς γενικότερα στις τραπεζικές εργασίες που αφορούν δάνεια υπάρχει μία κάμψη, λόγω των συνθηκών, οι τράπεζες δίνουν ευρέως την κάλυψη με τις αναχρηματοδοτήσεις δανείων, μετά, όμως, από πολύ αυστηρό underwriting, όπως μας επισημάνθηκε.
Ασφάλιση ανεργίας υπό τη σκιά της ύφεσης
Η αξία, βεβαίως, της ασφάλισης δεν φαίνεται τόσο όταν τη συνάπτεις, αλλά όταν έρθει η ώρα της αποζημίωσης.
Ακριβή αριθμό ασφαλισμένων με το πρόγραμμα ασφάλισης ακούσιας ανεργίας κανείς δεν ήταν εφικτό να μας δώσει. Όχι μόνο λόγω της γνωστής περί ανταγωνισμού αντίληψης των εταιρειών, αλλά και γιατί ξεχωριστά παραγωγικά αποτελέσματα που να αφορούν το bancassurance δεν υπάρχουν –φέτος, για πρώτη χρονιά, η ΕΑΕΕ ζήτησε από τα μέλη της τέτοια στατιστικά στοιχεία.
Εξίσου ασαφής είναι και η εικόνα για το τι απαιτήσεις αποζημιώσεων έχουν δημιουργηθεί μέχρι στιγμής. Αυξητική τάση οπωσδήποτε υπάρχει (οι αποζημιώσεις του τελευταίου διαστήματος στα 2/3 τους αφορούν ανεργία και μόνο το 1/3 σε ασθένεια ή νοσηλεία). τάση, όμως, που εκτιμάται ότι δεν είναι ανησυχητική, αφού ο όγκος των ασφαλισμένων είναι τέτοιος που δεν θα αποτελέσει πρόβλημα.
Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι δεν αναμένουν ένα μεγάλο …μπαμ τους επόμενους μήνες.
Υπάρχει περίπτωση η κάλυψη να κριθεί ασύμφορη και να μη δίνεται πλέον;
Στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, όπου πρωτοδημιουργήθηκε και προσφέρθηκε η κάλυψη για ακούσια ανεργία, αρκετές είναι οι εταιρείες που δεν τη διαθέτουν πλέον.
Στην Ευρώπη και στη χώρα μας, τέτοιο θέμα δεν έχει τεθεί ακόμα. Οι εταιρείες, άλλωστε, που ασφαλίζουν ή αντασφαλίζουν την κάλυψη εκτιμούν ότι ως πολυεθνικές έχουν δυνατότητα διασποράς του κινδύνου και, επομένως, ισοσκελισμού των αποτελεσμάτων τους.
Ειδικά για την Ελλάδα, θετικά λειτουργεί το ότι η κάλυψη ανεργίας δεν διατίθεται πολλά χρόνια, οπότε δεν έχουν ενταχθεί σε αυτό δανειολήπτες παλιότερων ετών, ο έλεγχος της πιστοληπτικής ικανότητας των οποίων δεν ήταν τόσο αυστηρός. Επιπλέον, τα νέα δάνεια είναι λιγότερα, αφού και ο κόσμος δυσκολεύεται πλέον να πάρει το ρίσκο ανάληψης μιας τέτοιας υποχρέωσης αλλά και οι τράπεζες τα δίνουν πιο δύσκολα. Ταυτόχρονα, και το underwriting είναι πολύ πιο αυστηρό από τις ίδιες τις ασφαλιστικές, πράγμα που μειώνει τον κίνδυνο.
Επιπλέον, ας μην ξεχνάμε ότι αν και η αδυναμία πληρωμών είναι γενικευμένη στη χώρα μας, η κάλυψη περιορίζεται μόνο στους ιδιωτικούς υπαλλήλους αορίστου χρόνου. Επομένως, εξαιρούνται οι δημόσιοι υπάλληλοι (που με τα μέτρα της εργασιακής εφεδρείας κι αυτοί βρίσκονται ουσιαστικά ένα βήμα πριν την απόλυση), οι συμβασιούχοι (οι οποίοι ήταν από τα πρώτα θύματα της ανεργίας), οι ελεύθεροι επαγγελματίες (που επίσης έχουν χτυπηθεί αλύπητα από την κρίση).
Μια άλλη παράμετρος, που δεν πρέπει να αγνοηθεί, είναι οι αλλαγές στο εργατικό δίκαιο, που προβλέπουν προειδοποιήσεις όσον αφορά την απόλυση και επηρεάζουν και τη συγκεκριμένη κάλυψη, κάνοντάς την ουσιαστικά ανενεργή για πολύ μεγάλο μέρος του πληθυσμού, αφού θα ήταν αντεπιλογή για την ασφαλιστική να καλύψει κάποιον που ξέρει ότι σε 6 μήνες ή 1 χρόνο θα είναι άνεργος.
Τελικά σε ποιον είναι χρήσιμη η συγκεκριμένη κάλυψη;
Είναι σίγουρα για τις τράπεζες, αφού μπορούν να εξασφαλίσουν ένα μέρος των δανείων τους. Είναι για τους καταναλωτές, αφού ήδη είναι πολλοί εκείνοι που είδαν στην πράξη τη χρησιμότητά της. Είναι και για τις ασφαλιστικές, που θέλουν να διαφοροποιηθούν σε μια αγορά που κινείται σχεδόν αποκλειστικά στον αστερισμό του αυτοκινήτου.
Από κει και πέρα, όμως, το ερώτημα τίθεται αμείλικτο: Τι θα γίνει αν μπούμε ακόμα πιο βαθιά στην ύφεση, κατακρημνιστούν ακόμα πιο πολύ οι μισθοί και χαθούν ακόμα περισσότερες θέσεις εργασίας;
Τότε το θέμα δεν θα είναι τι μπορούν να προσφέρουν τράπεζες και ασφαλιστικές, αλλά τι θα μπορεί να αγοράσει ο Έλληνας καταναλωτής.
Και καθώς ούτε οι ασφαλιστικές, αλλά πολύ περισσότερο οι τράπεζες δεν “φτιάχτηκαν” από τους λίγους, αλλά από τους πολλούς, η αναζήτηση διεξόδου στο αδιέξοδο που οδηγούνται οι οικονομίες και κατά συνέπεια οι κοινωνίες επιβάλλεται πιο επιτακτική από ποτέ.



