Εν μέσω οικονομικής κρίσης, ο ρόλος του ασφαλιστικού συμβούλου επιχειρήσεων γίνεται δυσκολότερος, ιδιαίτερα στην πώληση εξειδικευμένων προϊόντων, όπως της ασφάλισης περιβαλλοντικής ευθύνης. Σε αυτή την περίοδο, οι επιχειρηματίες και τα στελέχη αυτών όχι μόνο δεν στρέφονται στην αναζήτηση νέων λύσεων, αλλά επανεξετάζουν τη διατήρηση υφιστάμενων ασφαλιστικών προϊόντων, συγκρίνοντας κόστος και προσδοκώμενο όφελος. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι επιχειρήσεις επιλέγουν την έκθεση στον κίνδυνο.
Mιλώντας συγκεκριμένα για την ασφάλιση περιβαλλοντικής ευθύνης επιχειρήσεων, το γεγονός της άγνοιας του οφέλους της κάλυψης φαίνεται και στις περιπτώσεις πελατών που υπόκεινται σε καθεστώς υποχρεωτικής ασφάλισης περιβαλλοντικής αστικής ευθύνης, οι οποίοι αντιμετωπίζουν το συγκεκριμένο ασφαλιστήριο ως μια βεβαίωση μόνο για την αρμόδια υπηρεσία του υπουργείου, υποβαθμίζοντας τη σημασία της κάλυψης στο επίπεδο μίας τυπικής γραφειοκρατικής διαδικασίας, όπως του χαρτοσήμου ή του παραβόλου, το οποίο απαιτείται για την έκδοση ή ανανέωση της άδειας.
Ωστόσο, η συγκεκριμένη συμπεριφορά έχει λογική, εάν αναλογιστούμε ότι η ενσωμάτωση της Κοινοτικής Οδηγίας 2004/35, γνωστή ως «Ο ρυπαίνων πληρώνει», δεν έχει εναρμονιστεί στην Ελληνική Νομοθεσία, κάτι που θα έπρεπε να είχε γίνει από τις 30 Απριλίου 2007.
Τι σημαίνει αυτό; Αυτό σημαίνει ότι ακόμα δεν έχουν ενεργοποιηθεί οι μηχανισμοί που υποχρεώνουν τις επιχειρήσεις που ρυπαίνουν να αποκαταστήσουν την περιβαλλοντική ζημία. Πιο απλά, σημαίνει ότι οι επιχειρηματίες έχουν βιώσει τα περιστατικά της περιβαλλοντικής ρύπανσης μόνο μέσα από την επιβολή χαμηλών προστίμων, είτε στους ίδιους είτε σε άλλες επιχειρήσεις, προστίμων το ύψος των οποίων δεν απειλεί την ομαλή συνέχιση της λειτουργίας των επιχειρήσεων. Έτσι, ο αντίλογος στην πρόταση ασφάλισης της περιβαλλοντικής ευθύνης είναι ότι η επιχείρηση καταβάλλει πρόστιμα, τα οποία αφ’ ενός δεν ασφαλίζονται και αφετέρου δεν έχει χρειαστεί να καταβάλει αποζημίωση, η οποία να σχετίζεται με αποκατάσταση της ρύπανσης στο περιβάλλον.
Η σημερινή πραγματικότητα είναι όμως διαφορετική!
Με την επικείμενη εναρμόνιση της Κοινοτικής Οδηγίας στην Ελληνική Νομοθεσία, κάθε επιχείρηση, η οποία προκαλεί περιβαλλοντική ζημία, θα έχει και την υποχρέωση να καλύψει το κόστος για την αποκατάσταση τέτοιων ζημιών.
Οι θεαματικές αυτές αλλαγές δημιουργούν αρκετά ερωτήματα από την πλευρά των επιχειρήσεων:
«Τι σημαίνει περιβαλλοντική ζημία και πώς μεταφράζεται σε συγκεκριμένες ενέργειες η αποκατάσταση της περιβαλλοντική ζημίας;»
Ως περιβαλλοντική ζημία ορίζεται η καταστροφή των υδάτων, εδαφών και της βιοποικιλότητας, όπως επίσης και προστατευόμενων ειδών και φυτών. Ως αποκατάσταση της περιβαλλοντικής ζημίας νοούνται όλες οι ενέργειες, στις οποίες πρέπει να προβεί η επιχείρηση, προκειμένου να επαναφέρει το περιβάλλον στην πρότερη κατάσταση.
Η επιχείρησή μου βρίσκεται μακριά από κάποιο αστικό κέντρο ή κατοικήσιμη περιοχή, το οποίο σημαίνει ότι οι αρνητικές επιπτώσεις στο περιβάλλον από τη λειτουργία αυτής δεν επηρεάζουν άμεσα τους πολίτες. Γιατί επομένως να ασφαλιστώ;
Σύμφωνα με την Οδηγία 2004/35, καταγγελία για ζημία στο περιβάλλον έχουν δικαίωμα να καταθέσουν όσοι έχουν έννομο συμφέρον, όπως για παράδειγμα πολίτες, ανεξαρτήτως εάν διαμένουν πλησίον της επιχείρησης ή όχι, μη κυβερνητικές οργανώσεις, κ.ά.
Η επιχείρησή μου έχει όλα τα συστήματα διασφάλισης προστασίας του περιβάλλοντος –μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων και έγκριση περιβαλλοντικών όρων– άρα δεν ρυπαίνει και δε χρειάζεται ασφαλιστήριο συμβόλαιο περιβαλλοντικής ευθύνης.
Είναι σαν να υποστηρίζουμε την άποψη πως μια επιχείρηση, η οποία έχει πυροσβεστικές φωλιές και πυροσβεστήρες, δεν χρειάζεται ασφαλιστήριο συμβόλαιο πυρός!
Η κάλυψη περιβαλλοντικής ευθύνης προσφέρεται όχι σε περιπτώσεις που η ρύπανση γίνεται ηθελημένα, αλλά για τις περιπτώσεις που θα συμβεί ένα ατύχημα σταδιακά ή ξαφνικά και θα προκληθεί ρύπανση. Η ύπαρξη των συστημάτων ασφαλείας ασφαλώς προστατεύει έναντι της πρόκλησης περιβαλλοντικών ατυχημάτων, δεν αποκλείει όμως την πιθανότητα πρόκλησης περιβαλλοντικού ατυχήματος.
Διατηρώ ασφαλιστήριο Αστικής Ευθύνης επί σειρά ετών. Γιατί θα πρέπει να ανησυχήσω τώρα;
Τα παραδοσιακά ασφαλιστήρια αστικής ευθύνης αφορούν ζημίες τρίτων. Το περιβάλλον δεν υπάγεται στην έννοια των τρίτων, άρα οι ζημιές στο περιβάλλον παραμένουν εκτός κάλυψης. Επιπλέον, η εξαίρεση πάσης φύσεως περιστατικών ρύπανσης, που έχουν αυτού του τύπου τα ασφαλιστήρια συμβόλαια, αφήνει ακάλυπτες τις επιχειρήσεις, από τις ζημίες στο περιβάλλον, αλλά και από όλες τις ζημίες από περιστατικά ρύπανσης. Ακόμα και στην περίπτωση που αίρεται η εξαίρεση της ατυχηματικής ρύπανσης στα ασφαλιστήρια αστικής ευθύνης, η κάλυψη προς το περιβάλλον εξακολουθεί να μην καλύπτεται, ενώ μένουν ακάλυπτα πολλά περιστατικά ζημιών σε τρίτους από σταδιακά γεγονότα, τα οποία είναι αρκετά συχνά. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την πιο αυστηρή περιβαλλοντική νομοθεσία και την έντονη ευαισθητοποίηση του κοινού, γεννάει την ανησυχία για την αναζήτηση νέων πληρέστερων ασφαλιστικών λύσεων.
Σήμερα, αρκεί να καλύψω την ευθύνη της επιχείρησης προς τρίτους από περιστατικά ρύπανσης. Σχετικά με τη ζημία στο περιβάλλον, γιατί να ανησυχώ αφού δεν έχει εναρμονιστεί η ελληνική νομοθεσία με την Κοινοτική Οδηγία και ως εκ τούτου δεν ισχύει υποχρεωτική ασφάλιση και, το σημαντικότερο, δεν ισχύει υποχρέωση αποκατάστασης της ζημίας;
Η πραγματικότητα είναι ότι η εναρμόνιση της ελληνικής νομοθεσίας με την ευρωπαϊκή έχει καθυστερήσει περισσότερο από δύο χρόνια. Ωστόσο, το προσχέδιο του Προεδρικού Διατάγματος που έχει δημοσιευθεί, προβλέπει όχι μόνο υποχρέωση αποκατάστασης της ζημίας στο περιβάλλον, αλλά και την υποχρέωση ασφάλισης για ορισμένες κατηγορίες κινδύνων. Η διαδικασία αυτή βρίσκεται στο τελικό στάδιο, το οποίο σημαίνει ότι, άμεσα, οι επιχειρήσεις αναμένεται να βρεθούν αντιμέτωπες με αξιώσεις πολιτών, μη κυβερνητικών οργανώσεων και γενικά όσων μπορεί να έχουν έννομο συμφέρον, σε περιπτώσεις περιβαλλοντικής ρύπανσης.
Ασφαλίζοντας έγκαιρα τις επιχειρήσεις τους έναντι των κινδύνων ρύπανσης, καλύπτουν ουσιαστικά, περιστατικά ρύπανσης προς τρίτους από ξαφνικά αλλά και από σταδιακά γεγονότα, απαιτήσεις των οποίων μπορεί να εγερθούν και σήμερα. Παράλληλα, καλύπτουν την ευθύνη προς το περιβάλλον από ένα περιστατικό ρύπανσης, το οποίο έχει ξεκινήσει από την ημερομηνία έναρξης της ασφάλισης αλλά εκδηλώθηκε σε μεταγενέστερο χρόνο, όταν θα έχει ενσωματωθεί η οδηγία 2004/35 στην ελληνική νομοθεσία. Με αυτόν τον τρόπο μπορούν να καλύψουν μια ιστορική ρύπανση. Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι, κατά τη σύναψη της ασφάλισης, μπορεί να συμφωνηθεί η κάλυψη να ενεργοποιείται από νέα περιστατικά ρύπανσης, δηλαδή από περιστατικά ρύπανσης που δημιουργήθηκαν και εκδηλώθηκαν κατά τη διάρκεια ισχύος της κάλυψης, αλλά και από προϋπάρχοντα περιστατικά ρύπανσης, τα οποία προϋπήρχαν τη στιγμή της σύναψης της ασφάλισης, χωρίς να το γνωρίζει η ασφαλιζόμενη επιχείρηση και εκδηλώθηκαν κατά τη διάρκεια ισχύος της ασφάλισης. Αυτή η δυνατότητα είναι ιδιαίτερα χρήσιμη σε περιπτώσεις εξαγορών.
Σε μια περιοχή που βρίσκονται περισσότερες από μία επιχειρήσεις, πώς καθορίζεται το ύψος της ευθύνης της κάθε επιχείρησης σε περίπτωση περιβαλλοντικής ζημίας;
Ο τρόπος εκτίμησης και αποτίμησης μίας περιβαλλοντικής ζημίας δεν είναι απλή διαδικασία. Απαιτεί εξειδικευμένη γνώση, εργαστηριακές αναλύσεις, νομική υποστήριξη και έξοδα τα οποία καλύπτονται από τα ασφαλιστήρια συμβόλαια περιβαλλοντικής ευθύνης. Ωστόσο, το οριστικό ύψος του κόστους αποκατάστασης εγκρίνεται από την αρμόδια κρατική υπηρεσία.
Άγνωστη, λοιπόν, η πρακτική της οδηγίας «Ο ρυπαίνων πληρώνει». Πολλές οι ερωτήσεις και οι προβληματισμοί των επιχειρήσεων, αφού δεν υπάρχουν πραγματικά παραδείγματα εταιρειών που έχουν υποχρεωθεί να αποκαταστήσουν περιβαλλοντικές ζημίες.
Η πρώτη περίπτωση αποκατάστασης περιβαλλοντικής ζημίας, η οποία θα επιβληθεί από την αρμόδια αρχή, θα αποτελέσει την έναρξη μιας νέας πραγματικότητας, κατά την οποία θα συνειδητοποιήσουν οι επιχειρήσεις την εξασφάλιση που τους προσφέρουν τα ασφαλιστήρια συμβόλαια περιβαλλοντικής ευθύνης, μετατρέποντάς τα από ασφαλιστικά προϊόντα πολυτελείας σε προϊόντα πρώτης ανάγκης.
Θα περιμένουμε, και σε αυτή την περίπτωση, να συμβεί το γεγονός και να το αντιμετωπίσουμε εκ των υστέρων με πολύ μεγαλύτερο κόστος;
Θα χρειαστεί να παραδειγματιστούμε από το πάθημα του ενός, όταν αυτό προκύψει; Διότι η ευρωπαϊκή εμπειρία δείχνει ότι είναι θέμα χρόνου να προκύψει. Η περιβαλλοντική ευαισθητοποίηση έχει ενταθεί σημαντικότατα τα τελευταία χρόνια από οργανώσεις, πολίτες, κοινωνικούς φορείς, μέσα μαζικής ενημέρωσης και όλες τις ευρωπαϊκές επιτροπές. Οι κυβερνήσεις δεν έχουν πλέον άλλη επιλογή, υπό το φως της σημερινής πραγματικότητας και του όψιμα εξεγερμένου πλέον κοινωνικού συνόλου, παρά να υποστηρίξουν δυναμικά οποιαδήποτε κίνηση γίνει ενάντια σε όποιον επιβαρύνει εκούσια ή ακούσια το περιβάλλον. Το κόστος από μια τέτοια διαδικασία είναι παραπάνω από σίγουρο ότι θα σημάνει για ορισμένους το κλείσιμο των βιομηχανιών τους και τον τερματισμό των δραστηριοτήτων τους.
Εάν, λοιπόν, είμαστε σίγουροι ότι, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, η επιχείρησή μας έχει τις εξειδικευμένες γνώσεις, τους οικονομικούς πόρους και την εμπειρία για να αντεπεξέλθει ανώδυνα σε ένα τέτοιο συμβάν, τότε ναι η ασφάλιση περιβαλλοντικής ευθύνης δεν μας αφορά!



