Η δημοσίευση των πρώτων προδιαγραφών για το QIS5 επιβεβαιώνει τον αρχικό σκοπό:
Το Solvency II στοχεύει στη δημιουργία ενός σύγχρονου ευρωπαϊκού συστήματος χρηματοοικονομικής εποπτείας, στο οποίο οι κίνδυνοι και στις δύο πλευρές του ισολογισμού των ασφαλιστικών εταιρειών αξιολογούνται με οικονομικά κριτήρια και κριτήρια επαρκή για τους κινδύνους. Ο στόχος είναι να υπάρχει μια συνολική εικόνα της κατάστασης κινδύνου μιας εταιρείας και των απαιτήσεων που προκύπτουν για την κεφαλαιοποίησή της. Συνεπώς, οι νέοι κανόνες –παρόλο που άρχισαν αρκετά χρόνια πίσω– περιλαμβάνουν μέτρα που συμβάλλουν στην αποφυγή ανεπαρκούς αξιολόγησης και υποεκτίμησης του κινδύνου. Ταυτόχρονα, οι προσωρινές ανησυχίες ότι τα “μαθήματα” από την οικονομική κρίση θα προκαλέσουν υπερβολικές αντιδράσεις και δρακόντειες ρυθμιστικές απαιτήσεις, έχουν καταλαγιάσει.
Όποια ερμηνεία κι αν δίνει ο καθένας για τη μορφή του μελλοντικού πλαισίου, ένα πράγμα είναι σίγουρο: θα υπάρξει βαθύτατη αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο οι ασφαλιστικές εταιρείες αξιολογούν και χειρίζονται όλους τους κινδύνους τους.
Το Solvency II θα λειτουργήσει ως καταλύτης για μία τάση η οποία αναπτύσσεται εδώ και καιρό και η οποία αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη σημασία εν όψει της τρέχουσας οικονομικής κρίσης: οι τεχνικές διαχείρισης επιχειρηματικών κινδύνων (ERM) πρόκειται να αντικαταστήσουν την παραδοσιακή προσέγγιση που βασίζεται στη λογιστική, με μεθόδους οικονομικής και ολιστικής αξιολόγησης.
Συνεπώς, το Solvency II θα βελτιώσει την ποιότητα αξιολόγησης και χειρισμού των κινδύνων σε όλες τις ευρωπαϊκές ασφαλιστικές αγορές.
Παραδοσιακά, οι ασφαλιστικές εταιρείες μεταφέρουν τον κίνδυνο, δηλ. αγοράζουν αντασφαλιστική κάλυψη για αρκετούς λόγους. Θεωρούμε ότι όλες οι βασικές λειτουργίες της αντασφάλισης θα παραμείνουν ανέπαφες στο πλαίσιο του Solvency II, καθώς και σε κάθε προηγμένο περιβάλλον διαχείρισης επιχειρηματικού κινδύνου. Ωστόσο, θα είναι δυνατή η μέτρηση, η οροθέτηση και η χρήση της αντασφάλισης κατά τρόπο εκτενέστερο και πιο στοχευμένο για τη δημιουργία αξίας. Για να είναι δυνατός ο πιο ακριβής υπολογισμός των απαιτούμενων και διαθέσιμων κεφαλαίων, τα εργαλεία μετριασμού κινδύνου μετατρέπονται σε εργαλεία διαχείρισης κεφαλαίων.
Οι σημαντικότερες παραδοσιακές λειτουργίες της αντασφαλιστικής κάλυψης είναι η κάλυψη του υπερβάλλοντος κεφαλαίου και η αύξηση της δυνατότητας ανάληψης κινδύνων. Οι λειτουργίες αυτές θα διευρυνθούν, καθώς δεν θα υπάρχει πλέον το όριο του 50% για την αντασφαλιστική προστασία, όπως ισχύει με το Solvency I. Ο οικονομικός αντίκτυπος σε διάφορα κονδύλια του ισολογισμού και στο συντελεστή φερεγγυότητας θα μπορεί να μετρηθεί με μεγαλύτερη ακρίβεια και η δομή της αντασφάλισης θα μπορεί να προσαρμοστεί έτσι ώστε να ικανοποιεί τις συγκεκριμένες απαιτήσεις του πελάτη.
Καθώς η αστάθεια είναι κυρίαρχη κινητήρια δύναμη της εντάσεως κεφαλαίου ενός δεδομένου κλάδου κινδύνου, η παραδοσιακή λειτουργία της αντασφάλισης, να ομαλοποιεί το τεχνικό αποτέλεσμα, αποκτά νέα σημασία: ο αντίκτυπος της έκθεσης σε υψηλές απαιτήσεις ή ο αντίκτυπος νέων ή εξαιρετικά ασταθών εργασιών στο τεχνικό αποτέλεσμα, μπορεί να μειωθεί μέσω της κατάλληλης αντασφαλιστικής προστασίας. Αυτό συμβάλλει επίσης και στην επίτευξη πιο σταθερών δεικτών φερεγγυότητας. Έτσι, ένας καλός συντελεστής φερεγγυότητας δεν θα είναι μόνο επωφελής εντός του ρυθμιστικού πλαισίου, αλλά θα είναι και ένας σημαντικός παράγων επιτυχίας, τον οποίο η ασφαλιστική εταιρεία θα μπορεί να αξιοποιήσει για να προσελκύσει πελάτες. Με δεδομένο ότι οι αντασφαλιστικές εταιρείες έχουν συνήθως πιο διαφοροποιημένα χαρτοφυλάκια και συνεπώς μπορούν, σε πολλές περιπτώσεις, να καλύπτουν τον κίνδυνο που αναλαμβάνουν με χαμηλότερο κόστος, η ασφαλιστική εταιρεία μπορεί να βελτιώσει την απόδοση του κεφαλαίου της όπως έχει αναπροσαρμοστεί από τους κινδύνους ίδιας κράτησης.
Κατά την άποψή μας, δεν έχει ακόμα εξεταστεί πλήρως ο αντίκτυπος των απαιτήσεων του Πυλώνα 2 του Solvency II στις δραστηριότητες διαχείρισης κινδύνου μιας ασφαλιστικής εταιρείας. Οι ασφαλιστικές εταιρείες θα χρειαστεί να υλοποιήσουν έναν πλήρη κύκλο διαχείρισης κινδύνου, από τη διασφάλιση της ποιότητας και του ελέγχου των διαδικασιών λειτουργίας, όπως τιμολόγηση, ανάληψη κινδύνων, διακανονισμός απαιτήσεων και αποθεματοποίηση απαιτήσεων –μία συμπληρωματική λειτουργία της αντασφάλισης ήταν πάντα η παροχή συμβουλών σε αυτά τα θέματα.
Σε ένα πιο στρατηγικό επίπεδο, οι ασφαλιστικές εταιρείες θα υποχρεωθούν να αναπτύξουν μία στρατηγική κινδύνου που να ταιριάζει στην επιχειρηματική τους στρατηγική. Η συνεργασία με μια αντασφαλιστική εταιρεία μπορεί να συνδράμει αρμοδίως σε αυτά τα θέματα και να βοηθήσει να αποφευχθούν κεφαλαιακές επιβαρύνσεις, εάν η εποπτική αρχή δεν είναι ικανοποιημένη με τη συνέπεια ή την πληρότητα της διαχείρισης κινδύνου μιας ασφαλιστικής εταιρείας.
Το εύρος της αναλογικής και μη αναλογικής συμβατικής αντασφάλισης μπορεί να διαρθρωθεί κατά τρόπο ώστε να ανταποκρίνεται σε ένα εύρος συγκεκριμένων αναγκών και απαιτήσεων.
Ο ορισμός της βέλτιστης δομής της αντασφάλισης –λαμβάνοντας υπόψη τόσο την ίδια τη φύση του χαρτοφυλακίου κινδύνων ενός πρωτασφαλιστή όσο και την ανάγκη του αντασφαλιζόμενου για στήριξη κεφαλαίου– μπορεί να βασιστεί σε δύο τύπους ανάλυσης χαρτοφυλακίου: Ο βασικός τύπος και ένα μερικό/πλήρες μοντέλο. Οι δύο επιλογές οδηγούν σε διαφορετικά νούμερα κεφαλαιακών απαιτήσεων και στήριξης κεφαλαίου:
– Ο βασικός τύπος μπορεί να θεωρηθεί ως επέκταση του παλιού Solvency I. Τα κεφάλαια εξακολουθούν να αντλούνται από τον όγκο ασφαλίστρων και αποθεματικών, που σημαίνει ότι η δυνατότητα ανάληψης είναι ένα διαφοροποιούμενο πολλαπλάσιο του διαθέσιμου κεφαλαίου. Ο αντίκτυπος της αντασφάλισης θα απεικονίζεται με μεγαλύτερη ακρίβεια στο QIS5 σε σχέση με τις προηγούμενες μελέτες QIS, χάρη στη χρησιμοποίηση μιας νέας και πιο αποτελεσματικής μεθόδου υπολογισμού της καθαρής έκθεσης στον κίνδυνο.
– Στη δεύτερη επιλογή, το εσωτερικό μοντέλο είναι προσαρμοσμένο και συνδέεται άμεσα με τη θέση κινδύνου. Γίνεται ακριβής μέτρηση των εισερχόμενων εργασιών και των εργασιών που εκχωρούνται. Συνεπώς, η στήριξη κεφαλαίου της αντασφάλισης αντικατοπτρίζει τον τύπο και τη διευθέτηση, περιλαμβανομένων των όρων και προϋποθέσεων.
Παρά τις βελτιώσεις που έγιναν για το QIS5, ο βασικός τύπος δεν μπορεί να αντικατοπτρίζει πλήρως την ποικιλία των ασφαλιστικών χαρτοφυλακίων και των απαιτήσεων. Ένα άλλο έλλειμμα είναι ότι η λειτουργία στήριξης κεφαλαίου των προγραμμάτων αντασφάλισης που είναι λίγο πιο εξεζητημένα από «απλές» συμβάσεις καθορισμένης συμμετοχής, αντικατοπτρίζεται μόνο σε περιορισμένο βαθμό.
Από την άλλη, η ανάπτυξη ενός εσωτερικού μοντέλου είναι κάτι παραπάνω από μια άσκηση και απαιτεί εις βάθος ένταξη του μοντέλου στις εταιρικές και καθημερινές πρακτικές και διαδικασίες της εταιρείας. Επιπλέον, οι εποπτικές αρχές θα χρειαστούν πιθανότατα περισσότερο χρόνο από το επίσημο εξάμηνο για να το εγκρίνουν.
Μια καλή συμβιβαστική λύση είναι η ανάπτυξη ενός μερικού μοντέλου για τον κίνδυνο ανάληψης κινδύνων: το απαιτούμενο κεφάλαιο φερεγγυότητας (SCR) για το μικτό κίνδυνο και η μείωση που επιφέρουν τα διάφορα προγράμματα αντασφάλισης μπορούν να υπολογιστούν με πολύ πιο ρεαλιστικό τρόπο.
Το λογισμικό ανοικτής πηγής www.pillarone.org, που χρηματοδοτεί η Munich Re και μπορεί να αποκτηθεί δωρεάν, παρέχει την απαραίτητη καθοδήγηση και βοήθεια.
Ένα ακόμα πρώτο βήμα στην κατεύθυνση ενός μερικού εσωτερικού μοντέλου, μπορεί να είναι και η συνεργασία με μία αντασφαλιστική εταιρεία, όπως η Munich Re, σε μία στοχαστική ανάλυση του χαρτοφυλακίου ζημιών και της επίδρασης του υφιστάμενου προγράμματος αντασφάλισης. Αυτή η ανάλυση μπορεί να δώσει πρώτες ιδέες για πιο αποτελεσματικές δομές αντασφάλισης και μπορεί επίσης να δώσει μια ιδέα για το βαθμό στον οποίο ο στοχαστικός υπολογισμός του απαιτούμενου κεφαλαίου φερεγγυότητας (SCR) διαφέρει από το αποτέλεσμα του βασικού τύπου. Αν υπάρχει μεγάλη διαφορά, η προσπάθεια καθιέρωσης ενός μερικού εσωτερικού μοντέλου θα μπορούσε να αποτελέσει πολύτιμη επένδυση.
Από τα παραπάνω σχόλια, είναι προφανές ότι ο προσδιορισμός των αναγκών και ο καθορισμός της κατάλληλης δομής αντασφάλισης θα βασίζεται σε πολλά δεδομένα. Στο μέλλον, η διαδικασία θα περιλαμβάνει μία περιεκτική ανάλυση των στοιχείων του ισολογισμού καθώς και πληροφορίες για τον κίνδυνο και τη στρατηγική διαχείρισης κεφαλαίου του αντασφαλιζόμενου. Ο ρόλος των αντασφαλιστικών εταιρειών θα διευρυνθεί και δεν θα αποτελούν πλέον μόνο παρόχους περαιτέρω δυνατότητας ανάληψης: θα τους διαφοροποιεί η ποιότητα της ανάλυσης και ο βαθμός στον οποίο μπορούν να αναπτύσσουν λύσεις προσαρμοσμένες στις απαιτήσεις των πελατών.



