Της Δήμητρας Καζάντζα
Η οικονομική κρίση που πλήττει τη χώρα, οι ανακατατάξεις-αναταράξεις που βιώνει η ασφαλιστική αγορά, ο έντονος και πολλές φορές αθέμιτος ανταγωνισμός μεταξύ των εταιρειών αλλά και των ίδιων των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών, οι αλλαγές που αναμένονται από την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου τόσο σε επίπεδο εταιρειών (solvency II) όσο και σε επίπεδο διαμεσολάβησης (αναθεώρηση της σχετικής οδηγίας) κάνουν το περιβάλλον στο οποίο δραστηριοποιούνται σήμερα οι μεσίτες και οι πράκτορες και γενικότερα οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές ιδιαίτερα
δύσκολο.
Πέρα από όλα τα άλλα προβλήματα όμως, και αυτή η επαγγελματική κατηγορία, όπως και όλες οι άλλες στη χώρα μας, αντιμετωπίζει την τάση –αν όχι την απειλή– μείωσης των εσόδων της, στην προκειμένη περίπτωση των προμηθειών της.
Με αφορμή και την έκδοση «Μεσίτες & Πράκτορες Ασφαλίσεων της Αθήνας 2010-Αυτοί που Ξεχωρίζουν», που κυκλοφορεί με το παρόν τεύχος της «Α.Α.», θελήσαμε να καταγράψουμε τις απόψεις των μεσιτών και των πρακτόρων πάνω σ’ αυτό το θέμα και να εξετάσουμε: πώς αξιολογούν και πώς αντιμετωπίζουν αυτή την τάση. πώς σχολιάζουν το γεγονός ότι η ίδια εταιρεία μπορεί να δίνει διαφορετικές προμήθειες στους διαμεσολαβητές με τους οποίους συνεργάζεται. αν οι προμήθειες αποτελούν το βασικό κριτήριο συνεργασίας και πώς τις διαπραγματεύονται.
Τέλος, επειδή, δεδομένων των δύσκολων συγκυριών, υπάρχουν ενδεχομένως και άλλα θέματα που τους απασχολούν –ίσως και περισσότερο– και θα ήθελαν να καταγραφούν τους θέσαμε σχετική ερώτηση.
Στα παραπάνω τοποθετήθηκαν οι μεσίτες Ασφαλειών κ.κ. Κοσμάς Ιατρόπουλος, Άγγελος Καρούσος και Γιάννης Χατζηθεοδοσίου.?οι ασφαλιστικοί πράκτορες από το Βόλο και τη Θεσσαλονίκη, αντίστοιχα, κα Δέσποινα. Δρακάκη και κ. Δημήτρης Παπαθανασόπουλος και οι συνάδελφοί τους από την Αθήνα, κ. Ευάγγελος Κατσίκας, κα Δήμητρα Λύχρου, κ. Αλέξανδρος Ραφαηλίδης, κ.κ. Λόπη και Σωτήρης Ρωμανάς και κ. Χρήστος Σοφός.
Μείωση προμηθειών: μύθος ή πραγματικότητα;
Ανοιχτή και επίσημη συζήτηση για μείωση των προμηθειών μέχρι στιγμής δεν έχει γίνει, συχνά, όμως, στο παρελθόν στελέχη ασφαλιστικών εταιρειών έχουν εγείρει το θέμα, έμμεσα τις περισσότερες φορές, θέλοντας ίσως να δουν αντιδράσεις.
Οι φήμες για μείωση των προμηθειών πήραν …φωτιά μετά την έλευση πολυεθνικών ασφαλιστικών ομίλων στη χώρα και σ’ αυτό συνέβαλε και σχετική αποστροφή της ομιλίας επικεφαλής πολυεθνικής εταιρείας, στα πλαίσια εκδήλωσης του πρακτορειακού της δικτύου, ένα χρόνο πριν.
Οι πληροφορίες μας λένε ότι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές, που είχαν την ατυχία να συνεργάζονται αποκλειστικά με εταιρείες που έκλεισαν πρόσφατα, αν και για ευνόητους λόγους δεν έχουν βγει να το καταγγείλουν επίσημα, αναγκάστηκαν να συνάψουν συμφωνίες με τις εταιρείες στις οποίες στράφηκαν για συνεργασία, με σαφώς μικρότερες προμήθειες απ’ ό,τι οι άλλοι συνάδελφοί τους.
Οι συνομιλητές μας, σύμφωνα με τα λεγόμενά τους, στην πράξη δεν έχουν αντιμετωπίσει σχετικό πρόβλημα με τις εταιρείες με τις οποίες συνεργάζονται, ενώ κάποιοι δεν βλέπουν γενικότερα να υπάρχει πρόβλημα.
«Η αγορά ασφαλειών, είναι μια ελεύθερη αγορά. Οι προμήθειες διαμορφώνονται βάσει της προσφοράς και της ζήτησης. Αν κάποια προμήθεια δεν συμφέρει το διαμεσολαβούντα θα οδηγήσει τη δουλειά σε άλλη εταιρεία και αν η προμήθεια δεν συμφέρει την ασφαλιστική εταιρεία απλά δεν θα τη δώσει», μας λέει ο κ. Α. Ραφαηλίδης.
Η κα Δ. Λύχρου εκφράζει την απορία της, γιατί όπως αναφέρει: «δεν έχω διαπιστώσει μία τέτοια τάση στην ασφαλιστική αγορά και πιστεύω ότι στην Ένωση Επαγγελματιών Ασφαλιστών Ελλάδος, στην οποία είμαι η Γενική Γραμματέας, θα είχε περιέλθει το μήνυμα αυτό εάν ήταν ένα σημείο των καιρών».
Πάντως, πολλοί είναι εκείνοι που το βλέπουν ως πιθανό μελλοντικό ενδεχόμενο, ακόμα κι αν θεωρούν ότι η συζήτηση είναι πρόωρη και θα αντιμετωπίσει πολλές δυσκολίες η προσπάθεια εφαρμογής της, ενώ άλλοι θεωρούν ότι η μείωση αυτή έχει ήδη δρομολογηθεί με έμμεσους τρόπους.
Πολλά τα βάρη των διαμεσολαβητών
Δεδομένης και της δύσκολης οικονομικά συγκυρίας, «όπως κάθε επιχείρηση έτσι και οι ασφαλιστικές εταιρείες προσπαθούν με όλους τους τρόπους να μειώσουν το κόστος, προκειμένου να αυξήσουν τα έσοδά τους», επισημαίνει χαρακτηριστικά η κα Δ. Δρακάκη, η οποία, όμως, θεωρεί ότι οποιαδήποτε ενδεχόμενη μείωση των εσόδων τους θα ήταν άδικη και μαζί της συμφωνούν οι περισσότεροι από τους ερωτηθέντες.
«Πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη μας ότι το τελευταίο χρονικό διάστημα η διεκπεραίωση αρκετών διαδικασιών έχει “περάσει” από τις εταιρείες στους Παραγωγούς, αυξάνοντας τα αντίστοιχα έξοδά τους», εξηγεί ο κ. Χρ. Σοφός, ο οποίος θεωρεί αναμενόμενη την «υιοθέτηση του “ευρωπαϊκού” αυτού μέτρου από την ελληνική ασφαλιστική αγορά, με πρωτεργάτες πάντα τις ξένες εταιρείες».
Ο κ. Κ. Ιατρόπουλος, από την άλλη, υποστηρίζει ότι την τάση για μείωση των προμηθειών έχουν οι εταιρείες που δεν ενδιαφέρονται για παραγωγή ή δεν είναι υγιείς και προσθέτει ότι «αφού ο διαμεσολαβών με οργανωμένο γραφείο, έχει αναλάβει από 80% και άνω τη διαχείριση για λογαριασμό της ασφαλιστικής, δεν είναι λογικό να μειωθεί η συμφωνηθείσα προμήθεια του διαμεσολαβητή, διότι θα πρέπει αυτός να κάνει ανάλογη μείωση προσωπικού, με αποτέλεσμα να μεταθέσει μέρος της διαχείρισης στην ασφαλιστική, και δεν νομίζω ότι κάτι τέτοιο τη συμφέρει».
Αιτία και αφορμή ο κλάδος αυτοκινήτου…
Ως παράλογη κρίνει την οποιαδήποτε μείωση των προμηθειών και ο κ. Δ. Παπαθανασόπουλος, ο οποίος θεωρεί ότι η συζήτηση αυτή περιστρέφεται γύρω από τον κλάδο αυτοκινήτου και δεν αφορά στους λοιπούς ασφαλιστικούς κλάδους.
Ο ίδιος πιστεύει ότι η υποχρεωτικότητα του κλάδου, στην οποία στηρίζεται αυτή η τάση μείωσης, «ειδικά στην Ελλάδα δεν αποτελεί επιχείρημα, όταν παραμένουν ανασφάλιστα άνω των 500.000 οχημάτων» και όταν «το 70% της διεκπεραίωσης μιας ζημίας αυτοκινήτου πέφτει στις πλάτες του διαμεσολαβητή». Ενός διαμεσολαβητή που στη χώρα μας πρέπει, όμως μας λέει, να είναι –και είναι– διαθέσιμος στους πελάτες του όλες τις ώρες, σε αντίθεση με τους Ευρωπαίους συναδέλφους του, οι οποίοι εργάζονται πιο ανθρώπινες ώρες.
Δικαίωμα συμβολαίου: ο δούρειος ίππος…
Στον κλάδο αυτοκινήτου εντοπίζει το πρόβλημα και ο κ. Γ. Χατζηθεοδοσίου, ο οποίος αν και από τα μέχρι στιγμής δεδομένα της αγοράς δεν διαπιστώνει ξεκάθαρα τάση μείωσης, θεωρεί όμως ότι η αύξηση του δικαιώματος συμβολαίου στο συγκεκριμένο κλάδο έχει ως άμεση συνέπεια τη μείωση των προμηθειών.
«Στην ελληνική αγορά, επισημαίνει, έχουμε φτάσει στο σημείο να αμειβόμαστε για το 65% του ασφαλίστρου, τη στιγμή που στην Ευρώπη η αμοιβή είναι επί του συνόλου. Η όποια, δε, αριθμητική διαφορά ανάμεσα στα ποσοστά αμοιβών της Ελλάδας και των αναπτυγμένων ασφαλιστικά αγορών μηδενίζεται, εάν απαλειφθεί το δικαίωμα συμβολαίου. Δεν μπορεί, λοιπόν, κανένας να ισχυρίζεται ότι αμειβόμαστε παραπάνω από τους Ευρωπαίους συναδέλφους μας», καταλήγει.
«Αν εξετάσουμε την αύξηση των δικαιωμάτων των συμβολαίων τα τελευταία χρόνια και συγκρίνουμε την πράγματι καταβαλλόμενη προμήθεια επί του συνόλου των ασφαλίστρων θα επιβεβαιώσουμε αυτή την τάση», προσθέτει και ο κ. Ευ. Κατσίκας. Υποστηρίζει επίσης ότι «οι Εταιρείες θα έπρεπε να έχουν μια πιο διάφανη πολιτική σε αυτό το θέμα και βέβαια θα έπρεπε να οργανωθούν διαφορετικά, ώστε οι διαμεσολαβητές να απολαμβάνουν καλύτερες υπηρεσίες χωρίς κοστοβόρες γραφειοκρατικές διαδικασίες, ώστε να μειώνονται και τα δικά τους γενικά έξοδα, για να μπορεί και να δικαιολογηθεί και να απορροφηθεί χωρίς κλυδωνισμούς αυτή η μείωση των προμηθειών».
Σύμφωνα με τον κ. Α. Καρούσο, η ασφαλιστική αγορά, που μέχρι σήμερα γνωρίζουμε, στα επόμενα 2-3 χρόνια θα είναι πλέον εντελώς διαφορετική και οι αλλαγές στις προμήθειες θα είναι σημαντικές. «Ταυτόχρονα με τη μείωση αυτή, όμως, οι εταιρείες πρέπει να στραφούν και σε μείωση του δικαιώματος συμβολαίου, προσθέτει, χρήματα τα οποία καλύπτουν το δικό τους διαχειριστικό έξοδο, για το οποίο είναι μόνο υπεύθυνες οι ίδιες και όχι οι διαμεσολαβητές, που πρέπει να επιβιώσουν σε αυτό το δύσκολο και πλέον εχθρικό περιβάλλον».
Το ύψος των προμηθειών
Οι συνομιλητές μας αναγνωρίζουν ότι ορισμένοι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές απολαμβάνουν πολύ υψηλές προμήθειες, ως αποτέλεσμα ιδιαίτερων συμφωνιών με τις εταιρείες, που αλλοιώνουν το μέσο όρο. «Αυτό, όμως, δεν μπορεί να λειτουργήσει ισοπεδωτικά, υποστηρίζει ο κ. Παπαθανασόπουλος, αφού «ο πραγματικός μέσος όρος προμήθειας της αγοράς, κατά την άποψή μου, είναι πολύ λογικός και δίκαιος, γιατί ο διαμεσολαβητής παρέχει συνεχή υπηρεσία και προς τον πελάτη αλλά και προς την ασφαλιστική εταιρεία, και πρέπει να αμείβεται ανάλογα».
Στην ίδια κατεύθυνση η κα Δ. Δρακάκη επισημαίνει: «Για μια ασφαλιστική εταιρεία η εισροή νέων εργασιών (συμβολαίων) είναι ένα μεγάλο αβαντάζ απέναντι στον ανταγωνισμό. Για το λόγο αυτό δελεάζουν πράκτορες ή μεσίτες που διαθέτουν μεγάλο πελατολόγιο, με τη μερίδα του λέοντος, αφήνοντας για τους υπόλοιπους ένα μικρό μόνο κομμάτι της προμηθειακής πίτας, το οποίο πρέπει και να μοιραστούν». Πάντως, προσθέτει: «οι περισσότερες ασφαλιστικές εταιρείες είναι αρκετά φειδωλές στα ποσοστά των προμηθειών με τις οποίες αμείβουν τους πράκτορές τους, χωρίς ουσιαστικά οι τελευταίοι να ικανοποιούνται πλήρως».
«Πρέπει να το δούμε σαν τους όρους ΛΙΑΝΙΚΗ και ΧΟΝΔΡΙΚΗ πώληση», υποστηρίζει ο κ. Ιατρόπουλος. «Αν ένας ασφαλιστής δώσει για ασφάλιση 500 αυτοκίνητα το χρόνο και ένας άλλος 10.000, δεν είναι το ίδιο. Φυσικό είναι ότι ο δεύτερος θα έχει πιο ευνοϊκή μεταχείριση, σαν επιβράβευση της μεγάλης προσπάθειας και εξόδων που έκανε, για να ασφαλίσει πολλαπλάσια του πρώτου», μας λέει χαρακτηριστικά.
Τα διαφορετικά τιμολόγια
Όλοι αναγνωρίζουν ότι το ύψος της παραγωγής είναι βασικό και όχι κατ’ ανάγκη κακό κριτήριο για το ύψος της προμήθειας ενός διαμεσολαβητή. Ειδικά αν συνδυάζεται με την ποιότητα του χαρτοφυλακίου, τη συνέπεια στην πληρωμή των ασφαλίστρων, το καλό αποτέλεσμα, το σωστό πρώτο underwriting του διαμεσολαβητή, την προστασία της εταιρείας από ηθικούς κινδύνους, όπως μας επισημαίνουν, μεταξύ άλλων, οι κ.κ. Ραφαηλίδης και Χατζηθεοδοσίου.
Οι “αδικαιολόγητα” υπερβολικά υψηλές προμήθειες είναι που δημιουργούν προβλήματα στην αγορά, σύμφωνα με τον κ. Σοφό, ο οποίος υποστηρίζει ότι «θα πρέπει να περάσουμε σε ένα πιο ορθολογικό σύστημα προμηθειών, αλλά σταδιακά, ούτως ώστε να μη δημιουργηθεί πρόβλημα».
«Αν υπάρχουν διάφανα κριτήρια, γνωστά σε όλους, νομίζω πως βοηθούν στο σωστό ανταγωνισμό και δημιουργούν ένα σωστό επαγγελματικό περιβάλλον», προσθέτει ο κ. Κατσίκας, ο οποίος όμως επισημαίνει ότι «αυτό που είναι απαράδεκτο και εντελώς αντιεπαγγελματικό είναι τα διαφορετικά τιμολόγια».
Στο ζήτημα αυτό στέκεται και η κα Λύχρου, η οποία θεωρεί ότι από εκεί ξεκινά το πρόβλημα στην ασφαλιστική αγορά, αφού το πεδίο του ανταγωνισμού γίνεται άδικο και ανεξέλεγκτο. «Ο ανταγωνισμός μεταξύ διαφορετικών ασφαλιστικών εταιρειών είναι αναμενόμενος, ελεύθερος και επιτρεπτός. Σε ελεύθερη οικονομία ζούμε, άλλωστε», μας λέει χαρακτηριστικά. «Ο ανταγωνισμός όμως που γίνεται από την ίδια την Εταιρεία με την οποία συνεργάζεσαι, μέσα από άλλον συνεργάτη, στον οποίο έχει δώσει τη δυνατότητα και το δικαίωμα να πουλά το ίδιο προϊόν σε διαφορετική τιμή, πολλές φορές και εν αγνοία σου, είναι κυνικός και ανεπίτρεπτα αθέμιτος», τονίζει.
Στη διαφορετικότητα στο επίσημο τιμολόγιο καλύψεων αναφέρεται και ο κ. Καρούσος, ο οποίος επισημαίνει χαρακτηριστικά: «προμήθειες-bonus-στοιχήματα παραγωγικά με οικονομικά κίνητρα χωρίς κανένα μέτρο.? η επιβράβευση των εταιρειών με μόνο ερωτηματικό “τι θα μας φέρεις;” μας οδήγησε στο σημερινό αδιέξοδο».
Τέτοιου είδους τακτικές, σύμφωνα με τον κ. Σοφό, οδηγούν την ασφαλιστική αγορά σε μαρασμό και άδικη κριτική, τις δε ασφαλιστικές εταιρείες σε προβλήματα βιωσιμότητας μακροπρόθεσμα.
Μαζί του συμφωνεί και ο κ. Χατζηθεοδοσίου, ο οποίος εντοπίζει αυτές τις …διακρίσεις, κυρίως, σε κρατικά ελεγχόμενες εταιρείες.
Δύσκολα θα εφαρμοστεί
«Με την “ανασφάλεια” που έχει δημιουργηθεί στον καταναλωτή σήμερα μετά τα “ευτράπελα” που έλαβαν χώρα τελευταία, θα είναι ιδιαίτερα δύσκολη η εφαρμογή του μέτρου “μείωση προμηθειών”», υποστηρίζει ο κ. Σοφός.
Και είναι λογικό, αφού οι διαμεσολαβητές είναι εκείνοι που έχουν την άμεση σχέση με τον πελάτη-καταναλωτή και σ’ αυτούς πέφτει το κύριο βάρος να άρουν το αίσθημα καχυποψίας που υπάρχει.
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η κα Δρακάκη: «Εμείς οι ασφαλιστές πρώτης γραμμής καταθέτουμε καθημερινά την ψυχή μας μπροστά στους υποψήφιους πελάτες μας, για να τους ενημερώσουμε, να τους ευαισθητοποιήσουμε, να εντοπίσουμε τις ανάγκες τους, αλλά κυρίως να κερδίσουμε την εμπιστοσύνη τους, όχι μόνο στο πρόσωπό μας αλλά και στην εταιρεία με την οποία συνεργαζόμαστε. Κάνουμε γέφυρα τον εαυτό μας».
Όλα για την προμήθεια;
Οι συνομιλητές μας παραδέχονται ότι οι προμήθειες είναι βασικό κριτήριο συνεργασίας με μία εταιρεία.
«Ανάλογα με τις προμήθειες που εισρέουν σχεδιάζεται και η επιχειρηματική δραστηριότητά μας, όπως και η προσωπική ζωή του κάθε διαμεσολαβητή», επισημαίνει ο κ. Παπαθανασόπουλος.
Σοβαρό δέλεαρ είναι σύμφωνα και με την κα Δρακάκη η προμήθεια για έναν επαγγελματία, «ο οποίος ζει αποκλειστικά από αυτή την ενασχόληση, που έχει επαγγελματικά έξοδα όπως ενοίκιο επαγγελματικής στέγης, πάγια, ασφαλιστικό φορέα δικό του και των υπαλλήλων του, μισθούς προσωπικού, εγγραφή στο επιμελητήριο, ασφάλιστρα συμβολαίου αστικής ευθύνης».
Παρόλα αυτά, για κανέναν, όπως υποστηρίζουν, δεν είναι το κυρίαρχο διαπραγματευτικό πεδίο.
Το βασικό είναι, τονίζουν, η φερεγγυότητα και η σιγουριά που αποπνέει η εταιρεία, με την οποία συνεργάζονται, και είναι απολύτως λογικό, ειδικά αν σκεφτεί κανείς τις πρόσφατες και δυστυχώς όχι ξεπεράσιμες ακόμα περιπέτειες στις οποίες έχει μπει η ασφαλιστική αγορά και οι ίδιοι οι διαμεσολαβητές.
«Ο επαγγελματίας ασφαλιστικός διαμεσολαβητής, χωρίς να παραβλέπει και το στοιχείο του κέρδους, θα πρέπει πρωτίστως να επιδιώκει μία σωστή σύμβαση με μία Εταιρεία που δεν έχει τουλάχιστον προφανή προβλήματα, και που γνωρίζει ότι είναι συνεπής στις υποχρεώσεις της, διότι είναι υπεύθυνος απέναντι στον πελάτη του για τις επιλογές που κάνει», επισημαίνει σχετικά η κα Λύχρου.
Εξίσου σημαντικά θεωρούν την εξυπηρέτηση και γενικότερα την υποστήριξη που παρέχει μια εταιρεία στο διαμεσολαβητή. την ευελιξία της εταιρείας στην ανάληψη κινδύνων και στην πληρωμή αποζημιώσεων –«η ταχύτητα στη διεκπεραίωση των αποζημιώσεων, σύμφωνα με τον κ. Χατζηθεοδοσίου, αποδεικνύει την οργάνωση και την οικονομική υγεία της κάθε εταιρείας»–.?την ποιότητα και ανταγωνιστικότητα των προϊόντων της –«Χωρίς καλό προϊόν δεν υπάρχουν πωλήσεις. Χωρίς τις πωλήσεις, δεν υπάρχει τίποτε από τα υπόλοιπα», μας λέει χαρακτηριστικά και ο κ. Παπαθανασόπουλος.
Συνεργασίες & διαπραγματεύσεις
Το ύψος της παραγωγής, η σύνθεση του χαρτοφυλακίου και το καλό αποτέλεσμα ζημιών είναι κυρίως η βάση πάνω στην οποία διαπραγματεύονται τις προμήθειές τους οι κυρίες και οι κύριοι που μας απάντησαν. Ο κ. Ιατρόπουλος δίνει μια άλλη διάσταση, θεωρώντας ότι «η διαπραγμάτευση των προμηθειών είναι συνάρτηση των ασφαλίστρων που ζητάς, διότι προέχει η δυνατότητα του ασφαλιζόμενου να πληρώσει ένα λογικό ασφάλιστρο, για καλύψεις που τον προστατεύουν από αρκετούς κινδύνους πέραν της Αστικής Ευθύνης».
Όσον αφορά τις συνεργασίες τους με τις ασφαλιστικές εταιρείες, οι περισσότεροι στηρίζουν ή προσπαθούν να στηρίξουν αυτή τη σχέση στην αμοιβαιότητα και στη μακροχρόνια προοπτική (οι περισσότεροι, άλλωστε, διατηρούν πολύχρονες συνεργασίες με κάποιες εταιρείες) και, μια και διανύουμε μια εποχή αβεβαιότητας, ποντάρουν σε «δυνατά χαρτιά», όπως μας λέει χαρακτηριστικά η κα Δρακάκη.
Οι επιλογές τους αυτές σαφώς θα κριθούν στο σχετικά σύντομο μέλλον, αφού οι ανακατατάξεις που βιώνει η ασφαλιστική αγορά και το δύσκολο οικονομικό περιβάλλον αλλάζουν τα δεδομένα, τόσο για τις εταιρείες όσο και για τους ίδιους τους ασφαλιστικούς διαμεσολαβητές.
Ασφαλιστές σε ανασφάλεια (;)
Όπως αποδεικνύεται, όμως, οι προμήθειες δεν είναι το μόνο που απασχολεί τους μεσίτες και τους πράκτορες σήμερα. Στην πραγματικότητα, τους απασχολεί στο βαθμό που από αυτές εξαρτάται η επιβίωσή τους, αλλά η επιβίωση αυτή, όπως εξελίσσονται τα πράγματα, εξαρτάται και από πολλά άλλα ακόμα.
Δύο είναι τα μείζονα προβλήματα που εντοπίζουν και με τα οποία βρίσκονται και θα συνεχίσουν να βρίσκονται αντιμέτωποι –άγνωστο για πόσο ακόμα: η γενικότερη οικονομική κρίση και η κρίση ταυτότητας, αξιών, ίσως και ύπαρξης της ασφαλιστικής αγοράς.
Η οικονομική κρίση
Η μεγάλη ένταση της κρίσης, παγκόσμιας και εγχώριας, «έχει ως συνέπεια τη δυσκολία ανάπτυξης των προαιρετικών κλάδων ασφάλισης. Επίσης, η έλλειψη ρευστότητας σε όλα τα επίπεδα, που αναμφισβήτητα πλήττει και το δικό μας κλάδο, δημιουργεί επισφάλειες τις οποίες καλούμαστε όλοι να διαχειριστούμε», επισημαίνει ο κ. Χατζηθεοδοσίου.
Ο κ. Σοφός εκτιμά ότι «η δημιουργία συναισθήματος “έντονης αμφισβήτησης” επί της “οικονομικής υφέσεως” θα μας ταλαιπωρήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα», ενώ κρίνει ως επιβεβλημένη ανάγκη το μακροχρόνιο στρατηγικό σχεδιασμό.
Η κρίση στην ασφαλιστική αγορά
Πολύ πιο έντονα, ωστόσο, φαίνεται να βιώνουν οι συνομιλητές μας την κρίση που περνά η ίδια η ασφαλιστική αγορά. Οι ανακλήσεις αδειών, οι επιτηρήσεις και οι φήμες για σοβαρά προβλήματα και σε άλλες εταιρείες, η ανυπαρξία οργανωμένου σχεδίου από την Πολιτεία για την εξυγίανση της αγοράς, σε συνδυασμό με τις αλλαγές που προωθούνται μέσω των ευρωπαϊκών οδηγιών, αλλά και τα πολλά “χτυπήματα κάτω από τη μέση”, δημιουργούν αβεβαιότητα και πολύ άσχημο κλίμα, ενώ θέτουν σε κίνδυνο την ίδια την επιβίωση των διαμεσολαβητών.
«Νιώθω ότι αξίες όπως τιμιότητα, ήθος και δικαιοσύνη τείνουν να εξαφανιστούν μέσα στη δίνη του οικονομικού πολέμου», μας λέει η κα Δρακάκη. «Οι ηγετικές φυσιογνωμίες των ασφαλιστικών εταιρειών δείχνουν να έχουν ξεχάσει ότι σκοπός της δουλειάς μας είναι η κάλυψη των αναγκών των πελατών μας και όχι ο προσωπικός πλουτισμός, αφήνοντας τα λάθη τους να μετακυλύσουν στις πλάτες των καταναλωτών», καταλήγει.
Ο κ. Καρούσος κάνει λόγο για υποκρισία των υπευθύνων και επισημαίνει ότι, αν δεν αρχίσουν οι ασφαλιστικές εταιρείες να βλέπουν τους διαμεσολαβητές ως συμμάχους και όχι ως αντιπάλους, το πρόβλημα δεν θα λυθεί.
«Δυστυχώς, φαίνεται ότι ο κλάδος μας είναι ο μοναδικός που δεν έχει συναδέλφους αλλά μόνο ανταγωνιστές», τονίζει ο κ. Παπαθανασόπουλος, ο οποίος καταδικάζει τη συνεχή δυσφήμιση της μιας εταιρείας από την άλλη, με όπλο τη συνεχή παραφιλολογία που αναπτύσσεται, την άνιση μεταχείριση των ίδιων των εταιρειών, αλλά και τον κοντόφθαλμο τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισαν οι ασφαλιστικές εταιρείες το θέμα της Ασπίδας, στην προσπάθειά τους να αποκτήσουν μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς.
Στο ίδιο μήκος κύματος και ο κ. Σοφός υποστηρίζει ότι «η ελληνική ασφαλιστική αγορά βρίσκεται σε ιδιαίτερα κρίσιμη καμπή, άσχετα αν κάποιες εταιρείες “κέρδισαν” από των υπολοίπων τις “απώλειες”», ενώ τονίζει και αυτός ότι «η διασπορά, συνήθως ανυπόστατων ειδήσεων, η άνευ αυτοκριτικής τοποθέτηση και η εξίσωση των πάντων μας οδήγησε σε αυτό το σημείο».
Σύμφωνα με την κα Λύχρου, «φαινόμενα που εξέθρεψε ο πλημμελής έλεγχος και η γνωστή ατιμωρησία πρέπει να εκλείψουν, γιατί μόνο τότε, θα γίνει δυνατόν να αποκατασταθεί η χαμένη αξιοπιστία και να επανέλθει η εμπιστοσύνη του κοινού στο θεσμό της Ιδιωτικής Ασφάλισης. Όλο αυτό το εγχείρημα όμως, υποστηρίζει, πρέπει να γίνει με ιδιαίτερη προσοχή, ώστε να μη δημιουργηθεί μία αγορά όπου θα έχουν θέση μόνο οι αλλοδαπές πολυεθνικές και οι θυγατρικές των τραπεζών, γιατί αυτή η εξέλιξη θα τιμωρήσει όλους μας».
Με την άποψη της κας Λύχρου συντάσσονται πολλοί από τους ερωτηθέντες, οι οποίοι στα πλαίσια αυτά θεωρούν απαραίτητη και επιβεβλημένη την εποπτεία, κρίνουν, όμως, ότι αυτή δεν μπορεί να λειτουργεί κατασταλτικά και επιλεκτικά, αλλά προληπτικά και δίκαια. Ταυτόχρονα, υπογραμμίζουν το σημαντικό ρόλο που οφείλει να παίξει η Πολιτεία, αφού πολλά απ’ όσα πρέπει να γίνουν για την εξυγίανση της αγοράς ουσιαστικά στη δική της αδιαφορία, αναβλητικότητα και ανεπάρκεια σκοντάφτουν.
Η κρίση αναδεικνύει πρωταγωνιστές
Μέσα στο δύσκολο αυτό περιβάλλον είναι πολύ ευχάριστο να διαπιστώνει κανείς ότι οι μεσίτες και οι πράκτορες –φύσει αισιόδοξοι άνθρωποι– βλέπουν ευκαιρίες ανάπτυξης της ασφαλιστικής συνείδησης του καταναλωτή και της δικής τους δουλειάς.
Το συνοψίζει επιγραμματικά ο κ. Χατζηθεοδοσίου: «Η κρίση αναδεικνύει τα πιο οργανωμένα και οικονομικά υγιή σχήματα της ασφαλιστικής διαμεσολάβησης, τα οποία θα ξεχωρίσουν και θα κληθούν να πρωταγωνιστήσουν την επόμενη μέρα, όταν κλείσει αυτός ο μεγάλος κύκλος αλλαγών που άνοιξε τα τελευταία χρόνια». Και είναι πράγματι μεγάλος και δύσκολος αυτός ο κύκλος αλλαγών. Κάποιοι θα “ματώσουν”, κάποιοι θα γονατίσουν, κάποιοι θα στραπατσαριστούν, κάποιοι θα αποχωρήσουν. Όσοι όμως, μακριά από τις παραφωνίες της αγοράς και κόντρα στην οικονομική κρίση, παλέψουν, με επαγγελματισμό, υπευθυνότητα και αίσθηση καθήκοντος, θα ξεχωρίσουν. Τους το ευχόμαστε.



