Οι θέσεις της ΕΑΕΕ επί του Σχεδίου Κανονιστικής Πράξης της Επ.Ε.Ι.Α.
Στα τέλη Φεβρουαρίου δόθηκε σε διαβούλευση το σχέδιο απόφασης του Δ.Σ. της ΕΠ.Ε.Ι.Α. για τη ρύθμιση θεμάτων Ασφαλίσεων Ζημιών. Με την εν λόγω προτεινόμενη απόφαση ρυθμίζονται θέματα τεχνικών αποθεμάτων ασφαλίσεων Ζημιών, καταργούμενης της προηγούμενης έ.Α. Κ3-4383/2001 για το ίδιο θέμα.
Η Ένωση Ασφαλιστικών Εταιριών Ελλάδος, στο σχετικό υπόμνημα που απέστειλε στην ΕΠΕΙΑ, το οποίο υπογράφουν ο Πρόεδρος κ. Φωκίων Μπράβος και ο Γενικός Γραμματέας κ. Θεόδωρος Κοκκάλας, διατυπώνει τις κρίσεις και τις παρατηρήσεις της επί του εν λόγω σχεδίου, το οποίο, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, «αποτελεί κανονιστική πράξη, αμιγώς μεταρρυθμιστικής φύσεως, με την οποία επιχειρείται, κατά τρόπο θετικό, καθολική αναδόμηση του υπάρχοντος συστήματος χρηματοοικονομικής λογιστικής και διοικητικής οργάνωσης των ελληνικών ασφαλιστικών επιχειρήσεων».
Σύμφωνα με την ΕΑΕΕ, «η εισηγούμενη από την ΕΠ.Ε.Ι.Α. αναμόρφωση του μηχανισμού υπολογισμού, τήρησης και αναφοράς των τεχνικών αποθεμάτων έχει σαφώς δικαιολογημένο στόχο την ενίσχυση της φερεγγυότητας των δραστηριοποιούμενων στην Ελλάδα ασφαλιστικών επιχειρήσεων, συντελώντας εξυγιαντικά σε όφελος της ανταγωνιστικότητας της αγοράς». Ωστόσο, σύμφωνα πάντα με την ΕΑΕΕ, «η υλοποίηση του παρόντος σχεδίου, δεδομένης της πολυπλοκότητάς του, συνεπάγεται πολλές υποχρεώσεις για τις εταιρίες, των οποίων το πλήθος και η συχνότητα είναι απολύτως βέβαιο ότι θα επιφέρουν, στην αρχή τουλάχιστον, σημαντική αύξηση των διαχειριστικών εξόδων».
H Ένωση Ασφαλιστικών Εταιριών επισημαίνει κατ’ αρχάς τα εξής:
«α. Είναι ευκόλως αντιληπτό ότι, οι προωθούμενες, ευρείας κλίμακας, διαδικασίες εταιρικής διακυβέρνησης, οι οποίες πράγματι κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση, επιβάλλουν εκ των πραγμάτων μια απαιτητική προετοιμασία εκ μέρους των εποπτευόμενων φορέων. Ειδικά όσον αφορά στην προβλεπόμενη στο άρθρο 13 του σχεδίου υποχρέωση τήρησης αναλυτικότατων αρχείων δεδομένων αναγόμενων σε βάθος χρόνου δεκαπενταετίας σε συνδυασμό με το άρθρο 19, με το οποίο ζητείται κοινοποίηση διαθέσιμων σχετικών με τα νέα αρχεία στοιχείων, θεωρούμε ενδεχόμενο να προκύψει πραγματική αδυναμία ορισμένων εταιριών να ανταποκριθούν επαρκώς σε αυτή. Η ως άνω παρατήρηση αφορά κατ’ αρχήν -αλλά όχι μόνον- τις ασφαλιστικές εταιρίες, οι οποίες δεν έχουν συμπληρώσει δεκαπενταετή διάρκεια ζωής και άρα δε διαθέτουν τα ανάλογα ιστορικά στοιχεία. Κατά συνέπεια, για λόγους ίσης μεταχείρισης όλων των εποπτευόμενων φορέων και προκειμένου να επιτευχθεί ομοιομορφία και συγκρισιμότητα στα τηρούμενα στοιχεία και κατ’ επέκταση μια αντικειμενική βάση ελέγχου αυτών, κρίνεται σκόπιμο και θεμιτό η οριζόμενη στο άρθρο 13 του σχεδίου υποχρέωση ειδικά ως προς την ιστορικότητα των δεδομένων να εφαρμοσθεί από τη θέση σε ισχύ της απόφασης και εφεξής.
β. Προβληματισμός επίσης γεννάται και ως προς τη δυνατότητα ορισμένων ασφαλιστικών εταιριών, βάσει της υπάρχουσας μηχανογραφικής τους υποδομής, να προβούν με τη θέση σε ισχύ της παρούσας κανονιστικής πράξης της ΕΠ.Ε.Ι.Α. στη νέα υποχρέωση συνεχούς τήρησης και επεξεργασίας του οριζόμενου στο άρθρο 13 του σχεδίου όγκου και πλήθους στοιχείων των αρχείων. Είναι δεδομένο ότι, η συμμόρφωση των εταιριών αυτών προς τις νέες απαιτήσεις προαπαιτεί μια συνολική αναδιοργάνωση με προσαρμογή τόσον των πληροφοριακών συστημάτων τους καθώς και των υφιστάμενων εφαρμογών τους όσον και με ανανέωση του ανθρώπινου δυναμικού τους.
γ. Περαιτέρω και για λόγους διασφάλισης της αναγκαίας τυπικής νομιμότητας και ασφάλειας δικαίου, διευκρινίζεται ότι η άμεση εφαρμογή των προωθούμενων με το σχέδιο ρυθμίσεων καθίσταται νομικά ανέφικτη και μη ισχυρά, εάν δεν προηγηθεί η αντίστοιχη τροποποίηση του υφιστάμενου νομοθετικού πλαισίου του ν.δ. 400/70 κατά τις πάγιες διοικητικές διαδικασίες. Προς αποφυγή νομοθετικών ανακολουθιών, τούτο θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη κατά τον καθορισμό του χρόνου έναρξης ισχύος των διατάξεων της υπό εξέταση απόφασης της Εποπτεύουσας Αρχής.
Ως γενική παρατήρηση μέρους των εταιριών μελών μας διατυπώνεται εξάλλου η ανάγκη συμπλήρωσης μέτρων τέτοιας σπουδαιότητας και με άλλες πρωτοβουλίες εκ μέρους της ΕΠ.Ε.Ι.Α. που διευκολύνουν τόσο τη λειτουργία των ασφαλιστικών εταιριών όσο και το έργο της εποπτείας συντελώντας αποφασιστικά στην εξυγίανση του ασφαλιστικού κλάδου. Ως τέτοιες πρωτοβουλίες αναφέρονται η αντικειμενικοποίηση της αποζημίωσης των χρηματικών ικανοποιήσεων λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης σε περίπτωση τροχαίου ατυχήματος και η εξασφάλιση εφαρμογής μέσω της εποπτείας της ισχύουσας νομοθεσίας για την απόδοση εισπραχθέντων ασφαλίστρων εκ μέρους των διαμεσολαβούντων στην ασφάλιση προσώπων».
Ι. Επιμέρους κατ’ άρθρο παρατηρήσεις
Πέραν των αρχικών ως άνω επισημάνσεων η ΕΑΕΕ υπέβαλε στην ΕΠ.Ε.Ι.Α. και τις ακόλουθες επιμέρους παρατηρήσεις και διευκρινίσεις:
1. Πεδίο εφαρμογής
Από μια συνολική θεώρηση του σχεδίου αφήνεται να εννοηθεί, κατά την άποψή μας, ότι ο χειρισμός των τεχνικών αποθεμάτων των Κλάδων Ασφαλίσεων κατά Ζημιών 1 «Ατυχήματα» και 2 «Ασθένειες», όταν αυτοί τελούν υπό το καθεστώς της παρ. 8 του άρθρου 17α του ν.δ.400/70, δεν εμπίπτει ευθέως στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας απόφασης. Η θέση αυτή ενισχύεται περαιτέρω και από την προοπτική έκδοσης της αντίστοιχης πράξης της Αρχής σχετικά με τις ασφαλίσεις ζωής, όπου θα έπρεπε ίσως να υπάρχει αυτοτελής σχετική ρύθμιση.
2. ¶ρθρο 3 παρ. 7 α) και β) του σχεδίου (Έξοδα Πρόσκτησης)
Με το άρθρο 3 του σχεδίου σκοπείται η παράθεση ορισμών βασικών εννοιών που διέπουν το κείμενο του σχεδίου και υπέχουν κατ’ ουσίαν ρόλο γενικών κατευθυντήριων γραμμών για την ερμηνευτική προσέγγιση και εφαρμογή των προτεινόμενων ρυθμίσεων.
Ως προς τις ως άνω ρυθμίσεις παρατηρείται ότι η κατηγοριοποίηση των εξόδων που επιχειρείται, μεταξύ άλλων, με τις διατάξεις των παρ. 6, 7 και 9 του άρθρου αυτού, δεν ταυτίζεται κατ΄ αρχήν τουλάχιστον με τη λογική της ισχύουσας Γενικής και Αναλυτικής Λογιστικής. Θεωρείται ως εκ τούτου αναγκαία η υιοθέτηση ενιαίας αντιμετώπισης από την Εποπτική Αρχή αποφεύγοντας τυχόν δυσλειτουργίες από την ύπαρξη δύο διαφοροποιημένων καθεστώτων.
Πέραν της προεκτεθείσας γενικής παρατήρησης επί του άρθρου 3 του σχεδίου, οι επιμέρους επισημάνσεις μας επί των διατάξεων αυτών έχουν ως εξής:
Στην παρ. 7 του άρθρου 3 του σχεδίου δίδεται ο γενικός ορισμός των «Εξόδων Πρόσκτησης», τα οποία διακρίνονται περαιτέρω σε ¶μεσα και Έμμεσα. Στο στοιχείο β της ως άνω παραγράφου επιχειρείται η απαρίθμηση των κατονομαζόμενων ως «έμμεσων (καταλογιζόμενων) εξόδων πρόσκτησης» δαπανών, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και οι αμοιβές και τα επιδόματα που παρέχονται, πέραν των προμηθειών, βάσει του όγκου -αλλά και της ποιότητας, η οποία δεν αναφέρεται- των νέων εργασιών των διαμεσολαβούντων. Ωστόσο, έχουμε την άποψη ότι από συστηματικής άποψης τα έξοδα αυτά και ειδικά τα προβλεπόμενα στους εκάστοτε ισχύοντες Κανονισμούς των ασφαλιστικών εταιριών θα έπρεπε να είχαν ενταχθεί στην κατηγορία των «άμεσων (καταλογιζόμενων) εξόδων πρόσκτησης», καθόσον λειτουργικά και επί της ουσίας δε διαφέρουν από τις εν γένει προμήθειες παραγωγής που καταβάλλονται στα διαμεσολαβούντα πρόσωπα.
Επιπλέον, στην ομάδα των «έμμεσων εξόδων πρόσκτησης» του στοιχείου β της παρ. 7 του άρθρου 3 του σχεδίου θα πρέπει, κατά την άποψή μας, να γίνει ρητή μνεία των δαπανών ενοικίου παραγωγικών χώρων, ήτοι των χώρων των ασφαλιστικών εταιριών όπου διενεργούνται κατ’ εξοχήν διαμεσολαβητικές εργασίες επιφέρουσες αύξηση παραγωγής (γραφεία πωλήσεων), προς αποφυγή τυχόν αλληλεπικαλύψεων με τα «Γενικά Διοικητικά Έξοδα».
Επίσης, όσον αφορά στην αυτή ομάδα εξόδων, θα πρέπει να προστεθούν, σε εναρμόνιση με την καθημερινή συναλλακτική πρακτική των εταιριών, και τα έξοδα για την κατάρτιση ασφαλιστικών εγγράφων και εντύπων παροχής πληροφοριών προς τους ασφαλισμένους που ανακύπτουν μετά τη σύναψη της σύμβασης, στο μέτρο κατά το οποίο συνδέονται άμεσα με πράξεις πρόσκτησης. Σημειώνεται ότι τα εν λόγω έξοδα χαρακτηρίζονται ως «Γενικά Διοικητικά Έξοδα», εντασσόμενα στο στοιχείο δ της παρ. 9 του άρθρου 3 του σχεδίου, χωρίς να γίνεται περαιτέρω διάκριση με βάση το συσχετισμό τους ή μη με έξοδα πρόκτησης, όπως προβλέπεται ειδικά για τα έξοδα προσωπικού και απόσβεσης των επίπλων και του εξοπλισμού των γραφείων.
Θεωρούμε τέλος ότι, η διαλαμβανόμενη στις διατάξεις της παρ.7 του άρθρου 3 του σχεδίου, καταγραφή των εξόδων τόσο των «άμεσων» όσο και των «έμμεσων» έχει όλως ενδεικτικό χαρακτήρα. Η αυτή επισήμανση αφορά και τις διατάξεις της παρ. 9 του ιδίου άρθρου σχετικά με τα «Διοικητικά Έξοδα».
Κατά συνέπεια, θα πρέπει να προστεθεί στις παραπάνω διατάξεις η φράση «ιδίως» έτσι ώστε να μην αμφισβητείται η ευχέρεια των εταιριών να συμπεριλαμβάνουν σε κάθε κατηγορία, βάσει της περιγραφόμενης στην Πολιτική Χαρακτηρισμού Εξόδων μεθοδολογίας και άρα κατά τρόπο διαφανή, λοιπά έξοδα, τα οποία δε μνημονεύονται στις διατάξεις αυτές.
3. ¶ρθρο 4 (Γενικές Αρχές)
Με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 4 του σχεδίου ορίζεται ότι «κάθε εταιρία μεριμνά, ώστε να είναι σε θέση, μετά από σχετικό αίτημα της ΕΠ.Ε.Ι.Α., να υπολογίσει αμελλητί ανά πάσα στιγμή τα τεχνικά αποθέματα του Χαρτοφυλακίου της». Προφανώς, η εν λόγω ρύθμιση τέθηκε σε εναρμόνιση με τον κανόνα του συνεχούς σχηματισμού και τήρησης τεχνικών αποθεμάτων, ο οποίος θεσπίζεται με τις διατάξεις της παρ.1 του ιδίου άρθρου. Ωστόσο, ο κανόνας αυτός υπάγεται με τις διατάξεις του άρθρου 17 του σχεδίου σε περαιτέρω εξειδίκευση υπό την έννοια ότι καθορίζεται ρητά η περιοδικότητα του επιβαλλόμενου από τον ως άνω κανόνα υπολογισμού σε μηνιαία βάση και το αργότερο εντός τριάντα ημερών από το κλείσιμο του μήνα. Κατά συνέπεια, προτείνουμε να διαγραφεί η φράση «αμελλητί» και να αναδιατυπωθεί η διάταξη, έτσι ώστε ακολουθούσα τη λογική της διάταξης του άρθρου 17 της απόφασης να ορίζει την εντός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος υποχρέωση της εταιρίας να απαντήσει στο αίτημα της Αρχής.
4. ¶ρθρο 5 (Απόθεμα Μη Δεδουλευμένων Ασφαλίστρων)
Σε αντίθεση με τα ανάλογα οριζόμενα στα λοιπά τεχνικά αποθέματα, στις διατάξεις του άρθρου 5 του σχεδίου σχετικά με τον τρόπο υπολογισμού του Αποθέματος Μη Δεδουλευμένων Ασφαλίστρων, ουδεμία αναφορά γίνεται ως προς το πρόσωπο το οποίο θα επιμελείται και υπό την ευθύνη του οποίου θα τελεί ο υπολογισμός των προβλέψεων βάσει της «συμβόλαιο προς συμβόλαιο» ήδη ισχύουσας μεθόδου. Κρίνουμε απαραίτητο να επέλθει πλήρης αποσαφήνιση του κύκλου καθηκόντων και ευθυνών μεταξύ έπευθύνου Αναλογιστή και έπευθύνου Διοίκησης προς αποφυγή τυχόν αλληλοεπικαλύψεων ή ακόμα και κενών αρμοδιοτήτων μεταξύ των δύο αυτών προσώπων, τα οποία είναι δυνατόν να προκαλέσουν προβλήματα στην ομαλή διεκπεραίωση των εργασιών και διαδικασιών που επιβάλλονται με τις διατάξεις του άρθρου 5 του σχεδίου. Βάσει των ανωτέρω, προτείνουμε να συμπληρωθούν οι διατάξεις του άρθρου 5 προκειμένου να καλυφθεί το υφιστάμενο κενό και ως εκ τούτου να διασφαλισθεί η πλήρης και σύννομη τήρηση των προβλεπομένων σε αυτές.
Στο ίδιο άρθρο, μια επιπλέον επισήμανση αφορά στη διάταξη της περ. β) της παρ. 3 του άρθρου 5 του σχεδίου σχετικά με τον κλάδο ασφάλισης 7 «Μεταφερόμενα Εμπορεύματα», για τον οποίον ορίζεται ότι το ΑΜΔΑ υπολογίζεται στο 20% των ασφαλίστρων της τελευταίας δωδεκάμηνης περιόδου για το σύνολο των ασφαλιστηρίων συμβολαίων που είναι σε ισχύ κατά την ημερομηνία του υπολογισμού. Η ρύθμιση αυτή αποτελεί μερική μεταφορά αντίστοιχης διάταξης της έ.Α. Κ3-4383/01, η δε διαφοροποίησή τους έγκειται στο ότι πλέον απαιτείται το συγκεκριμένο ποσοστό ασφαλίστρων να καλύπτει όλα τα ασφαλιστήρια, τα οποία είναι σε ισχύ κατά την ημερομηνία υπολογισμού. Εντούτοις, πρακτικές δυσκολίες που αναφέρονται κυρίως στον άκρως δυναμικό χαρακτήρα των ασφαλίσεων μεταφορών και στην ταχύτητα εξέλιξης των ασφαλισμένων εμπορικών συναλλαγών (ανοικτά συμβόλαια), καθιστούν την προτεινόμενη βάση υπολογισμού ανεφάρμοστη, υπό την έννοια ότι δεν είναι εφικτή η ασφαλής εξακρίβωση των εν ισχύι ασφαλιστηρίων συμβολαίων ανά μήνα. Κατά συνέπεια, θα ήταν προτιμότερο να διατηρηθεί ο ισχύων σήμερα τρόπος υπολογισμού τους.
5. ¶ρθρο 8 (Απόθεμα Εκκρεμών Ζημιών (ΑΕΖ) – Γενικά)
Στις διατάξεις του άρθρου 8 του σχεδίου εισάγονται οι γενικές αρχές που διέπουν τον τρόπο υπολογισμού του αποθέματος εκκρεμών ζημιών βάσει του αναμενόμενου κόστους, στο οποίο, όπως ρητώς αναφέρεται στην παρ. 2, συμπεριλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, και οι κατ’ εκτίμηση καταβολές αποζημιώσεων. Ωστόσο και παρά την επιχειρούμενη από την Αρχή αντικατάσταση των μαθηματικών τύπων της μέχρι σήμερα υφιστάμενης απόφασης Κ3-4383/2001 από ένα πλέγμα βασικών αρχών υπολογισμού των αποθεμάτων, θεωρούμε ότι η προτεινόμενη διατύπωση είναι μάλλον αόριστη, επισημαίνοντας την πιθανή ανάγκη να καταστεί πιο ακριβής και συγκεκριμένη εκ μέρους της Αρχής προς άρση τυχόν παρανοήσεων και μεθοδεύσεων.
6. ¶ρθρο 9 παρ.2, 5 και 7 (ΑΕΖ-Φάκελο προς Φάκελο)
Στην παρ. 2 του άρθρου 9 του σχεδίου, θεωρούμε αναγκαίο να προστεθεί νέο εδάφιο, με το οποίο να προβλέπεται ρητά ότι ο προσδιορισμός του αναμενόμενου κόστους της ζημίας, όταν διενεργείται με τη χρήση στατιστικών μεθόδων, τελεί υπό την ευθύνη του έπευθύνου Αναλογιστή. Και τούτο διότι αφορά πεδίο εργασίας, το οποίο ανήκει, κατά την άποψή μας, στον έπεύθυνο Αναλογιστή, δεδομένου ότι συνεπάγεται την εφαρμογή στατιστικών μεθόδων και αναλύσεων που εξ ορισμού εμπίπτουν στο γνωστικό αντικείμενο αυτού.
Η παραπάνω επισήμανση θα πρέπει, για τη νομοτεχνική αρτιότητα του κειμένου της απόφασης, να ενσωματωθεί και στις διατάξεις του άρθρου 18 του σχεδίου, με διαγραφή από το τέλος της παρ.1 του αριθμού 2.
Επιπροσθέτως, με τις διατάξεις της παρ. 5 του ιδίου άρθρου κατοχυρώνεται ρητά δυνατότητα στους εποπτευόμενους φορείς να αφαιρούν από το ποσό της πρόβλεψης για ασφαλιστικές αξιώσεις, τα ανακτήσιμα ποσά που απορρέουν είτε λόγω υποκατάστασής τους σε δικαιώματα των ασφαλισμένων έναντι τρίτων είτε λόγω κτήσης κυριότητας περιουσιακών στοιχείων αυτών. Πρόκειται για «φιλελεύθερη» διάταξη, η οποία επιτρέπει χειρισμούς καθ’ υπέρβαση της αρχής της σύνεσης που υπαγορεύουν οι οικείες διατάξεις. Κατά συνέπεια, προτείνεται η διαγραφή της ή άλλως η προσθήκη ενός ποσοστού, επί του οποίου θα ήταν επιτρεπτή η αφαίρεση, όπως ορίζεται σήμερα στην έ.Α. Κ3-4383/2001.
Στην παρ. 7 του άρθρου 9, προβλέπεται η απαγόρευση οιασδήποτε σιωπηρής μείωσης ή προεξόφλησης του αποθέματος εκκρεμών ζημιών (ΑΕΖ), την οποία όμως θεωρούμε εν μέρει ορθή. Ειδικότερα, η αναφορά στη μη σιωπηρή μείωση, κατά την άποψή μας, είναι περιττή, καθόσον εξ ορισμού υπαγορεύεται από το πνεύμα και τη λογική του συνόλου των διατάξεων που διαλαμβάνονται στην υπό εξέταση κανονιστική απόφαση και πρωτίστως από το αυστηρό πλαίσιο του ν.δ.400/70. Ως εκ τούτου, προτείνεται η διαγραφή της φράσης «σιωπηρή μείωση ή».
7. ¶ρθρο 10 (ΑΕΖ-Αναλογιστικές Στατιστικές Μέθοδοι)
Με την παρ. 1 του άρθρου 10 του σχεδίου ορίζεται ότι το κατ’ άρθρο 9 υπολογιζόμενο και σχηματιζόμενο ΑΕΖ, προσαυξάνεται ανά κλάδο ασφάλισης κατά το ποσό που απαιτείται προκειμένου για την κάλυψη των προβλέψεων που παρατίθενται ακολούθως στις περιπτώσεις α), β) και γ) της παραγράφου αυτής και τα οποία υπολογίζονται σε συλλογική βάση. Από το γράμμα των εισηγούμενων διατάξεων και ιδίως από τη φράση «σε συλλογική βάση» αντιλαμβανόμαστε ότι ο υπολογισμός του ως άνω αποθέματος εκ μέρους των εποπτευόμενων φορέων δεν θα διενεργείται για καθεμία πρόβλεψη αυτοτελώς, υπό την έννοια της τήρησης τριών ξεχωριστών αποθεμάτων. Με άλλα λόγια, θα αρκεί για την πληρότητα των διαδικασιών σχηματισμού του ΑΕΖ, ο υπολογισμός ενός συνολικού ποσού, το οποίο και θα προσαυξάνει κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 10, το προβλεπόμενο στις διατάξεις του άρθρου 9 ΑΕΖ.
8. ¶ρθρο 11 παρ. 5 (Απόθεμα Εξισορρόπησης)
Με την παρ. 5 του άρθρου 11 του σχεδίου προβλέπεται ότι το Απόθεμα Εξισορρόπησης θα αφαιρείται από το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας, εφόσον συντρέχει εφαρμογή λογιστικών κανόνων μη επιτρεπόντων τη λογιστική του καταχώρηση. Αντιλαμβανόμαστε ότι με τη εισηγούμενη ρύθμιση, προφανής πρόθεση του νομοθέτη είναι να προσαρμόσει την απόφαση περί τεχνικών αποθεμάτων προς τις αρχές των Δ.Λ.Π. Ωστόσο, παραμένει ασαφές και θα πρέπει να διευκρινιστεί το καθεστώς της φορολογικής μεταχείρισης του αποθέματος εξισορρόπησης στις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι εποπτευόμενοι φορείς εφαρμόζουν είτε υποχρεωτικά είτε προαιρετικά τα Δ.Λ.Π. έπό το σκεπτικό αυτό, θεωρούμε επιβεβλημένη τη συνδρομή και του καθ’ ύλην αρμοδίου έπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών με την προοπτική να υπάρξει ρητή νομοθετική διάταξη, η οποία να ρυθμίζει αυτοτελώς την υπαγωγή του αποθέματος εξισορρόπησης στις διατάξεις του άρθρου 31 του ΚΦΕ, ως ισχύουν.
9. ¶ρθρο 13 (Χαρτοφυλάκιο Εταιρίας)
Όπως έχει ήδη αναφερθεί, με τις διατάξεις του ανωτέρω άρθρου επιβάλλεται νέα υποχρέωση των ασφαλιστικών εταιριών προς τήρηση αναλυτικότατων αρχείων δεδομένων για διάρκεια χρόνου τουλάχιστον δεκαπενταετή. Παρά το θετικόν της ρύθμισης, έχουμε την πεποίθηση ότι ουδεμία σκοπιμότητα συνυφασμένη με προφανείς ανάγκες του εποπτικού ελέγχου υφίσταται, η οποία να δικαιολογεί την τήρηση των απαιτούμενων δεδομένων σε βάθος δεκαπενταετίας. Εξάλλου, σύμφωνα με την ισχύουσα φορολογική νομοθεσία (άρθρο 21 του π.δ.186/1992 σε συνδυασμό με το άρθρο 84 του ν.2238/1994), ο χρονικός ορίζοντας διαφύλαξης και διατήρησης φορολογικών στοιχείων και λοιπών δικαιολογητικών έχει οριστεί κατά κανόνα σε 5 έτη και υπό εξαιρετικές προϋποθέσεις μπορεί να επιμηκυνθεί σε δεκαπέντε έτη. Ως εκ τούτου, θα ήταν σκόπιμο να επαναπροσδιοριστεί ο χρόνος τήρησης των ασφαλιστικών δεδομένων με οροφή τα δέκα έτη, τουλάχιστον για τους κλάδους εκείνους για τους οποίους δε δικαιολογείται τεχνικά και νομικά η αναγκαιότητα της δεκαπενταετίας.
10. ¶ρθρο 15 [Αναλογιστική Έκθεση Τεχνικών Αποθεμάτων (ΑΝΕΤΑ)]
Με τις προωθούμενες από την Αρχή σας διατάξεις του άρθρου 15 του σχεδίου εισάγεται νέα βασική υποχρέωση των ασφαλιστικών εταιριών για υποβολή Αναλογιστικής Έκθεσης Τεχνικών Αποθεμάτων, άλλως ΑΝΕΤΑ, δις ετησίως και συγκεκριμένα έως την 28η Φεβρουαρίου εκάστου έτους για τα στοιχεία των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων και έως την 31η Αυγούστου εκάστου έτους για τα στοιχεία των εξαμηνιαίων οικονομικών καταστάσεων. Επισημαίνουμε ότι με την εν λόγω ρύθμιση εδραιώνεται, θετικά ίσως, η διπλή περιοδικότητα του συστήματος αναφοράς των εποπτευόμενων φορέων. Εντούτοις, φοβούμεθα ότι υπό τις τρέχουσες συνθήκες της αγοράς και δεδομένης της μη επαρκούς ύπαρξης εξειδικευμένων επί των γενικών ασφαλίσεων αναλογιστών θα προκύψει δυσκολία των εταιριών να αντεπεξέλθουν σε αυτήν. Βάσει των ανωτέρω, προτείνουμε η σχετική υποχρέωση των εποπτευομένων φορέων να περιοριστεί σε άπαξ ετησίως υποβολή της ΑΝΕΤΑ.
Σε κάθε δε περίπτωση και εφόσον διατηρηθεί η υποχρέωση για υποβολή της ΑΝΕΤΑ δύο φορές το χρόνο, κρίνουμε περιττή και άκρως δαπανηρή την εις διπλούν εμπλοκή του Ορκωτού Ελεγκτή, η οποία απαιτείται κατά την υποβολή της ΑΝΕΤΑ τόσο για στοιχεία των εξαμηνιαίων οικονομικών καταστάσεων όσο και για τα στοιχεία των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων. Προτείνουμε την εμπλοκή του μόνο για την ΑΝΕΤΑ που αφορά στα στοιχεία των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων.
11. ¶ρθρο 17 (Επικαιροποίηση Τεχνικών Αποθεμάτων)
Στο άρθρο 17 του σχεδίου καθορίζεται, πέραν του κανόνα περί μηνιαίου υπολογισμού τεχνικών αποθεμάτων, η τακτικότητα αναφοράς αυτών προς την Αρχή σας σε τριμηνιαία βάση. Στο σημείο αυτό επαναφέρουμε την τελευταία εισαγωγική μας επισήμανση, καθόσον πρόκειται για ρύθμιση, της οποίας η νομική ισχύς τελεί υπό την προυπόθεση ότι θα προηγηθεί κατάλληλη τροποποίηση του ν.δ. 400/70. Κατά συνέπεια, οι χρόνοι που θεσπίζονται με την υπόψη πράξη της ΕΠ.Ε.Ι.Α., θα πρέπει να είναι απολύτως συμβατοί και ενιαίοι με αυτούς που επίκειται να οριστούν με τις τροποποιήσεις του βασικού νόμου «περί ιδιωτικής επιχειρήσεως ασφαλίσεως», για τις οποίες η Ένωση έχει ήδη τοποθετηθεί, προκειμένου να διασφαλισθεί η αρχή της ενότητας του δικαίου.
12. ¶ρθρο 20 (Τελικές διατάξεις)
Όπως προαναφέρεται στην εισαγωγή της παρούσας, το υπόψη σχέδιο της Αρχής αποτελεί κατά γενική παραδοχή μια καινοτόμο κανονιστική πράξη, με την οποία επιδιώκεται και πράγματι επιτυγχάνεται σύγκλιση του υφιστάμενου νομοθετικού πλαισίου προς το επερχόμενο καθεστώς αρχών του Solvency II. Είναι όμως επίσης δεδομένο ότι η διαδικασία προσαρμογής των εταιριών εκ των πραγμάτων θα είναι έντονη και απαιτητική, γεγονός που υποδηλώνει ότι θα πρέπει να υπάρξει μια κατά το δυνατό πιο ομαλή και προοδευτικά εξελισσόμενη μετάβαση αυτών στις προωθούμενες υποχρεώσεις, ιδίως κατά τον πρώτο χρόνο εφαρμογής της απόφασης. Θεωρούμε καθ’ όλα δίκαιο και θεμιτό, χωρίς κατ’ αρχήν να θίγεται ο θεμελιώδης κανόνας της συνεχούς τήρησης τεχνικών αποθεμάτων, να προβλεφθεί ρητώς και μόνο για το πρώτο έτος ισχύος της απόφασης η δυνατότητα των εταιριών να υπολογίζουν τα τεχνικά τους αποθέματα αντί ανά μήνα, ανά τρίμηνο. Βάσει των ανωτέρω, προτείνουμε να προστεθεί νέο εδάφιο στις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 20 του σχεδίου ως εξής:
«2. Κατά παρέκκλιση της διάταξης της παρ. 1 του άρθρου 17 της παρούσας και για τον πρώτο χρόνο εφαρμογής αυτής, τα τεχνικά αποθέματα υπολογίζονται ανά τρίμηνο και το αργότερο εντός τριάντα ημερών από το κλείσιμο του τελευταίου μήνα του τριμήνου».
ΙΙ. Σχόλια προς διευκρίνιση – επεξηγήσεις σκοπιμότητας
Μια σειρά θεμάτων, κατά την ΕΑΕΕ, χρήζουν κατά περίπτωση είτε διευκρινίσεως είτε επιβεβαιώσεως εκ μέρους της Επ.Ε.Ι.Α., προκειμένου να καταστεί πιο σαφές και κατανοητό το περιεχόμενο του σχεδίου. Ειδικότερα, επισημαίνονται τα εξής:
«α) Όσον αφορά στον ορισμό των ΑΔΑ, που δίδεται με τη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 3 του σχεδίου, κρίνουμε σκόπιμο, δεδομένης της επικράτησης στην αγορά ποικίλων και ανομοιόμορφων πρακτικών καταχώρησης ασφαλίστρων σε περίπτωση τμηματικών καταβολών κατά τη διάρκεια ισχύος της ασφαλιστικής σύμβασης, να δοθούν προς τις εταιρίες επιπλέον διευκρινίσεις με αντίστοιχα παραδείγματα για τον ενδεδειγμένο τρόπο υπολογισμού τους.
β) Χρήζει επιβεβαίωσης ότι αρκεί ο κατά δήλωση του εκχωρητή υπολογισμός του ΑΜΔΑ στην περίπτωση αντασφαλιστικών συμβατικών αναλήψεων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 6 του άρθρου 5 του σχεδίου.
γ) Δεδομένου ότι η ευχέρεια ομαδοποίησης των κλάδων για τον υπολογισμό του ΑΚΕΙ, η οποία κατοχυρώνεται ρητώς στην παρ. 4 του άρθρου 6, έχει εξαιρετική πρακτική σημασία, θα πρέπει να αποσαφηνιστούν οι αρχές εκείνες βάσει των οποίων μπορεί να διενεργείται ομαδοποίηση κατά τρόπο κατ’ αρχήν αποδεκτό από την Αρχή.
δ) Θα πρέπει να εξετασθεί από την Αρχή εάν θα ήταν σκόπιμο να ρυθμίσει ειδικά την επιρροή που μπορεί να έχει στο προκύπτον μικτό ΑΕΖ η τυχόν συμμετοχή αντασφαλιστών σε περίπτωση εφαρμογής στατιστικών μεθόδων κατά τον υπολογισμό του αναμενόμενου κόστους ζημίας για το ΑΕΖ-Φάκελο προς Φάκελο.
ε) Ερωτήματα τίθενται για τη σκοπιμότητα τού να συμπεριλαμβάνονται τα Έμμεσα Έξοδα Διακανονισμού στη βάση υπολογισμού του
ΑΕΖ κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 8 του σχεδίου.
στ) Εξίσου σοβαρά ερωτηματικά ανακύπτουν για το λόγο για τον οποίο απαγορεύεται εξ ορισμού και ανελαστικά η προεξόφληση των υπολογιζόμενων κατά το άρθρο 10 προβλέψεων.
ζ) Τέλος, καθίσταται επιβεβλημένο να δοθούν λεπτομερέστερες διευκρινίσεις και μια γενικότερη καθοδήγηση των εταιριών, μετά παραδειγμάτων, σχετικά με τον ενδεδειγμένο τρόπο επιμερισμού των εξόδων, προκειμένου να καταρτίσουν οι εταιρίες σωστά την Πολιτική Χαρακτηρισμού Εξόδων του άρθρου 12 του σχεδίου».
Η Ε.Α.Ε.Ε., εν κατακλείδι, διατυπώνει την άποψη ότι εάν ληφθούν υπόψη οι παραπάνω παρατηρήσεις και προηγηθεί η συναφής τροποποίηση του ν.δ. 400/70, η εφαρμογή της παρούσας απόφασης της ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί να είναι άμεση, όπως προβλέπεται.



