Το δέον ή το δυνατόν γενέσθαι;

Γιάννης Λινός, Δ/νων Σύμβουλος CGU Insurance

Είναι γνωστό –και επιβεβαιωμένο από τις σχετικές έρευνες αγοράς– ότι ο θεσμός της ιδιωτικής ασφάλισης εμφανίζει έλλειμμα αξιοπιστίας στις σχέσεις του με την ελληνική κοινωνία. Αποτελεί, επομένως, υψηλή και επείγουσα προτεραιότητα του συλλογικού οργάνου των ασφαλιστικών επιχειρήσεων η κάλυψη αυτού του ελλείμματος και η καλλιέργεια κλίματος εμπιστοσύνης προς το θεσμό και τους φορείς του. Για το σκοπό αυτό μια αποτελεσματική επικοινωνιακή πολιτική είναι βεβαίως αναγκαία, όχι όμως και αρκετή. Απαιτούνται κυρίως κινήσεις ουσίας, είτε εκ μέρους των εποπτικών αρχών είτε ως αυτοδέσμευση της αγοράς. Μέχρι το σημείο αυτό κανείς δεν μπορεί να διαφωνεί.

Διαφορές απόψεων είναι πιθανό να προκύπτουν ως προς τους τρόπους και τα μέσα που πρέπει να χρησιμοποιηθούν για την επίτευξη του στόχου. Μπορεί να διακρίνει κανείς δύο “σχολές”. Η πρώτη πρεσβεύει ότι, επειδή το έδαφος που πρέπει να καλυφθεί είναι πολύ και η ανάγκη επείγουσα, απαιτούνται γρήγορα και αποφασιστικά βήματα. Για τους θιασώτες της είναι το «δέον γενέσθαι» εκείνο που προσδιορίζει τα μέσα επίτευξης του στόχου και την ταχύτητα εφαρμογής τους. Η δεύτερη –χωρίς να αρνείται το επείγον των περιστάσεων και τη μεγάλη απόσταση που μας χωρίζει από το στόχο– υποστηρίζει ότι δεν είναι ρεαλιστικό, στις σημερινές συνθήκες της ελληνικής ασφαλιστικής αγοράς, να “τρέξουμε”, δηλαδή να βαδίσουμε με ρυθμό που κάποιοι (πόσοι άραγε;) δεν θα μπορέσουν να παρακολουθήσουν και επομένως θα υποχρεωθούν να “εγκαταλείψουν”. Για τους οπαδούς αυτής της σχολής προέχει το “δυνατόν γενέσθαι” και όχι το δέον.

Στο δίλημμα υπεισέρχεται έτσι και το αίτημα για ενότητα του κλάδου. Αν –για παράδειγμα– δεχόμαστε ότι μεταξύ των κινήσεων ουσίας που πρέπει να γίνουν είναι και ο τρόπος χειρισμού των αποζημιώσεων εκ μέρους των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και ότι για το σκοπό αυτό πρέπει να τεθούν κάποιοι κανόνες (είτε από την εποπτική αρχή είτε ως αυτορύθμιση), πώς προσεγγίζουμε το θέμα; Διαμορφώνουμε τους κανόνες έτσι ώστε να “χωράει” σε αυτούς το Χ% των ασφαλιστικών επιχειρήσεων (όπου Χ το επιθυμητό “ποσοστό ενότητας” του κλάδου!) ή έτσι ώστε με την εφαρμογή τους να κερδηθεί το Ψ% της ελλείπουσας αξιοπιστίας; 
Στην πρώτη περίπτωση, πλάθουμε ρυθμίσεις χαλαρότερες ή αυστηρότερες, ανάλογα με την αντοχή των επιχειρήσεων που θέλουμε να βρεθούν στο “όριο πρόκρισης”. Όσο χαλαρότερες οι ρυθμίσεις, τόσο πιο κερδισμένη θα είναι η ενότητα του κλάδου. Έτσι και κανόνες θα διαθέτουμε, και οι περισσότεροι (αν όχι όλοι) θα είναι ευχαριστημένοι. Αντίθετα, όσο αυστηρότερες οι ρυθμίσεις, τόσο εντονότερα τα ερωτηματικά και οι ψίθυροι για τυχόν σκοπιμότητες αποκλεισμού ορισμένων. Έτσι, κάποιοι θα θεωρούνται ευνοημένοι και κάποιοι υπό διωγμό, ανάλογα με το πού τραβήχτηκε η γραμμή. Αλλά η αξιοπιστία –που είναι και το ζητούμενο– πώς προάγεται;

Στη δεύτερη περίπτωση, μόνο κριτήριο για τον αναγκαίο βαθμό αυστηρότητας των ρυθμίσεων είναι η συνεισφορά στην κατάκτηση του επιθυμητού επιπέδου αξιοπιστίας. Και το επίπεδο αυτό δεν μπορεί να είναι χαμηλότερο από αυτό που ήδη υφίσταται κατά μέσο όρο στην E.E. (δεν χρειάζεται να συζητήσουμε εδώ τους τρόπους μέτρησης). Έτσι, οι συγκρίσεις των δεικτών της ελληνικής ασφαλιστικής αγοράς με τους αντίστοιχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης –πέρα από την ποσοτική διάσταση που σωστά επικαλούμαστε για να ζητήσουμε κίνητρα ή να καταδείξουμε τα αναπτυξιακά της περιθώρια– θα αποκτήσουν και ποιοτική διάσταση. Αυτού του είδους η σύγκλιση δεν θα αναβαθμίσει μόνο την αξιοπιστία της ιδιωτικής ασφάλισης στην Ελλάδα ως θεσμού. Θα αποβεί ιδιαίτερα επωφελής για τις ελληνικής ιδιοκτησίας ασφαλιστικές επιχειρήσεις κατά τη σύγκρισή τους με τις άλλες ευρωπαϊκές, είτε αυτές λειτουργούν και στην Ελλάδα είτε όχι. 

Η ενότητα είναι επιθυμητή και αναγκαία ως μέσο επίτευξης στόχων, αλλά μπορεί να αποτελέσει τροχοπέδη ή και βρόχο στην πρόοδο του κλάδου, αν μετατραπεί σε αυτοσκοπό. Βρισκόμαστε ήδη στην εποχή της διαφάνειας και της συγκρισιμότητας. Στην ενίσχυση αυτών των εννοιών κατατείνουν τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα και το εποπτικό πλαίσιο Solvency II. Η θέσπιση κανόνων και προτύπων και η παρακολούθηση της εφαρμογής τους θα προετοιμάσει την αγορά για μια κατά το δυνατόν πιο ομαλή μετάβαση στη νέα εποχή. Ο ανταγωνισμός θα εμπλουτιστεί και με στοιχεία πέρα από το χαμηλότερο ασφάλιστρο. Οι βραδυπορούντες θα κατανοήσουν την ανάγκη να επιταχύνουν το βήμα τους, ώστε να μην αποκοπούν από το σώμα της πορείας. Οι εκ συστήματος αμελείς θα αποχωρήσουν. Η κοινωνία θα γευτεί θετικότερες εμπειρίες από την επαφή της με την ιδιωτική ασφάλιση και θα άρει ευκολότερα τις σημερινές της επιφυλάξεις.