Η Ασφάλιση Αυτοκινήτου (σε αναζήτηση νέου τρόπου λειτουργίας)

Του Π. Σίμιτσεκ, Οικονομολόγου

Η ασφάλιση της Αστικής Ευθύνης Αυτοκινήτου είναι σήμερα ο μόνος κλάδος της Ιδιωτικής Ασφάλισης που παρέχει προστασία από αυτό που στη γλώσσα της ασφαλιστικής τεχνικής ονομάζουμε «γενικευμένο κίνδυνο». Έναν κίνδυνο, δηλαδή, που δεν αφορά μια μικρή ή μεγαλύτερη ομάδα πολιτών, λ.χ. τους ιδιοκτήτες αυτοκινήτων, τους πολιτικούς μηχανικούς, τους πλοιοκτήτες ή τους εμπόρους, όπως όλοι οι άλλοι ασφαλιστικοί κλάδοι, αλλά το σύνολο των πολιτών της χώρας.

Στα πλαίσια των βιομηχανικών κοινωνιών μας, η συχνότητα του αυτοκινητιστικού ατυχήματος, τα τελευταία εκατό χρόνια, αυξήθηκε παράλληλα με τη ραγδαία διάδοση της χρήσης του παντός είδους μηχανοκίνητου οχήματος, για να πάρει σήμερα διαστάσεις “γενικευμένης απειλής”.
Ενδεικτικό αυτής της εξέλιξης αποτελεί το γεγονός ότι το 2008 κυκλοφορούσαν στη χώρα μας πάνω από 7,5 εκατ. οχήματα, όσα δηλαδή και ο πληθυσμός της Ελλάδας, με την εξαίρεση των νηπίων και υπερηλίκων.
Κάθε χρόνο, δηλώνονται περισσότερα από 500.000 αυτοκινητιστικά ατυχήματα, ενώ οι νεκροί και οι βαριά τραυματίες της ασφάλτου ξεπερνούν τα 3.500 άτομα. Έτσι ο κίνδυνος του τροχαίου ατυχήματος κοινωνικοποιείται, δεν περιορίζεται μόνο στους κατόχους οχημάτων αλλά απειλεί το σύνολο των πολιτών, εποχούμενους και πεζούς, αφού όλοι εξίσου μπορεί να εμπλακούν σαν θύτες ή σαν θύματα στο ζημιογόνο συμβάν.
Αυτήν ακριβώς την ιδιαιτερότητα του κινδύνου αναγνώριζε και ο νομοθέτης, όταν ήδη από τη δεκαετία του 1930 κατέστησε την ασφάλιση της Αστικής Ευθύνης του αυτοκινήτου υποχρεωτική ασφαλιστική κάλυψη. Επέβαλε μάλιστα έκτοτε και ελάχιστα όρια προστασίας για τις προκαλούμενες σε τρίτους σωματικές βλάβες και υλικές ζημιές, που αναπροσαρμοζόμενα έφτασαν σήμερα τα 500.000 ευρώ ανά θύμα σε περίπτωση σωματικής βλάβης και τα 500.000 ευρώ ανά ατύχημα σε περίπτωση υλικών ζημιών.
Όσο το Τιμολόγιο των τεχνικών ασφαλίστρων συγκροτείτο σε εθνική βάση και ήταν ενιαίο για όλες τις ασφαλιστικές εταιρείες που λειτουργούσαν στη χώρα, ο τρόπος διαχείρισης του κινδύνου ανταποκρινόταν στις βασικές απαιτήσεις του κοινωνικοποιημένου χαρακτήρα του.
Το μέγεθος του στατιστικού πληθυσμού σύμφωνα με το Νόμο των μεγάλων αριθμών, επέτρεπε σε κάθε χρήση, την ακριβή προσέγγιση των αναγκαίων ασφαλίστρων για να εξασφαλίζεται, μεσοπρόθεσμα τουλάχιστον, το βασικό ισοζύγιο ασφαλίστρων-ζημιών στην αγορά.
Η συχνότητα και το ύψος των ζημιών καθόριζαν τα ασφάλιστρα που αναλογούσαν σε κάθε τιμολογιακή θέση, έτσι που να εκλείπουν αμφισβητήσεις, αφού ο υπολογισμός ήταν για όλους απόλυτα διαφανής.
Πρέπει ίσως να υπενθυμίσουμε ότι η διαφάνεια, προϋπόθεση του ελέγχου και αντίδοτο στην αυθαιρεσία, στην περίπτωση της ασφάλισης είναι αναγκαία για έναν ακόμα ιδιαίτερο λόγο.
Επιτρέπει στους ασφαλισμένους να συνειδητοποιήσουν την άμεση εξάρτηση του ύψους της επιβάρυνσης που τους αναλογεί ως ασφάλιστρα, από τις ζημιές που οι ίδιοι έχουν προκαλέσει, ενώ ταυτόχρονα τους προτρέπει για το ατομικό και το συλλογικό συμφέρον, στη συνετή οδική συμπεριφορά.
Ο υποχρεωτικός χαρακτήρας του Τιμολογίου των τεχνικών ασφαλίστρων δεν επέβαλλε τη στασιμότητα της αγοράς, αποκλείοντας τον ανταγωνισμό μεταξύ των ασφαλιστικών εταιρειών του κλάδου, όπως κατά κόρον έχει συκοφαντηθεί.
Ο ανταγωνισμός, όμως, περιοριζόταν στους ελαστικούς συντελεστές του ασφαλίστρου, δηλαδή στα Γενικά Έξοδα και το Κόστος Πρόσκτησης των εργασιών, που προστιθέμενα στα Τεχνικά Ασφάλιστρα συνθέτουν τη συνολική επιβάρυνση του ασφαλιζόμενου.
Υπ’ αυτούς τους όρους, βέβαια, το περιθώριο κέρδους ήταν περιορισμένο, αφού κάθε φορά ήταν ανάλογο με τις οικονομίες που πραγματοποιούντο στο κόστος διαχείρισης του κινδύνου. Σε μερικές μάλιστα χώρες όπως η Γερμανία και η Ελβετία, λόγω του υποχρεωτικού χαρακτήρα της ασφάλισης, ο καθορισμός ανώτατου ποσοστού κέρδους επέβαλλε την επιστροφή στους ασφαλισμένους κάθε υπερβάλλοντος στο τέλος κάθε χρήσης.
Η προσαρμογή της ασφάλισης στο νέο σύστημα μακροοικονομικής ισορροπίας που έκανε την εμφάνισή του στην Ευρώπη τη δεκαετία του ’80 με επίκεντρο την απελευθέρωση της οικονομίας και την αντικατάσταση του Κεϋνσιανικού προτύπου στη δημιουργία της ζήτησης από τη χρηματιστηριακή λογική που περνά στην καρδιά της πραγματικής οικονομίας, γρήγορα θα μεταβάλει το χαρακτήρα της ασφαλιστικής προστασίας και θα ευνοήσει την ανάδειξη της σύγχρονης ασφαλιστικής πρακτικής.
Η κατάργηση κάθε προληπτικού ελέγχου στα ασφάλιστρα και η αντικατάσταση του ενιαίου Τιμολογίου Τεχνικών Ασφαλίστρων από ελεύθερα διαμορφωμένα εταιρικά τιμολόγια, οξύνει τον ανταγωνισμό μεταξύ εταιρειών για την κατάκτηση μεριδίου αγοράς και τον επεκτείνει πέραν από τους ελαστικούς συντελεστές του κόστους και στα τεχνικά ασφάλιστρα.
Τα ασφάλιστρα έτσι, χειραφετημένα από τους κανόνες της επιστημονικής μέτρησης, μεταβάλλονται σε εμπειρικό υπολογισμό, προσαρμοσμένο στις ανάγκες της εταιρικής πολιτικής. Ενώ η ασφαλιστική προστασία, απαλλαγμένη από τη συλλογική της διάσταση, ουσιαστικά μεταλλάσσεται σε εξατομικευμένο προϊόν εμπορίας, που κάθε φορά αποτιμάται με βάση το νόμο της προσφοράς και της ζήτησης.
Ιδιαίτερα στην περίπτωση της ασφάλισης της αστικής ευθύνης αυτοκινήτου που λόγω της υποχρεωτικότητας της κάλυψης αποτελεί και την πιο σημαντική πηγή ασφαλίστρων (30% του συνόλου στην ελληνική αγορά), σ’ αυτές τις συνθήκες, γρήγορα θα αναπτυχθεί η πρακτική ενός ιδιότυπου “ντάμπινγκ” στα ασφάλιστρα με την εκ συστήματος παροχή ασφαλιστικής προστασίας κάτω του διαπιστωμένου κόστους αποκατάστασης των ζημιών, πρακτική που θα θέσει σε μόνιμο κλονισμό το ισοζύγιο της αγοράς.
Ενδεικτικό αυτής της εξέλιξης αποτελεί το γεγονός ότι από το 1995, χρονιά που άρχισε η εφαρμογή της “νέας πρακτικής”, σε μια δεκαετία, έχουμε την πτώχευση 27 ελληνικών εταιρειών με κύρια δραστηριότητα την ασφάλιση αυτοκινήτου, και μόλις φέτος, ανακοινώθηκε επίσημα η υποψηφιότητα άλλων 16, ενώ ήδη από το 2006 το διαπιστωμένο έλλειμμα του κλάδου ξεπέρασε τα 600 εκατ. ευρώ.
Το ντάμπινγκ βέβαια στα ασφάλιστρα για να μην αποτελέσει βέβαιο αυτοχειριασμό έχει ανάγκη από εξωγενή χρηματοδότηση.
Έτσι η μπονάντζα που χαρακτηρίζει τα χρηματιστήρια διεθνώς την ίδια περίοδο θα αποτελέσει τον «από μηχανής θεό», που ενθαρρύνει την υιοθέτηση της «παράτολμης πρακτικής».
Γρήγορα, λοιπόν, θα αναπτυχθεί μια αμφίδρομη σχέση μεταξύ ασφαλιστικών εταιρειών και χρηματιστηρίου, προς το συμφέρον και των δύο μερών.
Η μαζική προσφυγή ασφαλίστρων στα χρηματιστήρια ενισχύει την ανάπτυξη της χρηματιστηριακής φούσκας, που με τη σειρά της παρέχει όλο και πιο ισχυρά κίνητρα για την προσέλκυση νέων ασφαλίστρων.
Η διαδικασία αυτή εντείνει την αλληλεξάρτηση των μερών και σε τελευταία ανάλυση μεταβάλλει την ασφαλιστική προστασία σε «χρηματιστηριακό παιχνίδι».
Κατόπιν εορτής βέβαια η επισφάλεια αυτής της πρακτικής είναι τώρα σε όλους προφανής, πόσο μάλλον όταν πρόκειται για τη διαχείριση ενός ασφαλιστικού κλάδου όπως η Αστική Ευθύνη Αυτοκινήτου, με αντικείμενο την προστασία των πολιτών από ένα γενικευμένο κίνδυνο.
Σήμερα, το πρόσφατο χρηματιστηριακό κραχ και η συνακόλουθη παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, μας επιβάλλουν την αναζήτηση μιας νέας ισορροπίας στον τρόπο λειτουργίας της Ιδιωτικής Ασφάλισης.
Στην προσπάθεια αυτή, όλα δείχνουν πως η αποκατάσταση του συλλογικού χαρακτήρα της ασφαλιστικής κάλυψης στον κλάδο της Αστικής Ευθύνης Αυτοκινήτου έχει άμεση προτεραιότητα, αν βέβαια το ζητούμενο παραμένει, η προστασία των πολιτών από ένα γενικευμένο κίνδυνο, να αποτελεί στην κυριολεξία κοινωνικό αγαθό.