Η Ασφαλιστική Πίστη θύμα της ασφαλιστικής Aπάτης

Της Σούλας Κορμά

Μια εξαιρετικού ενδιαφέροντος νομική ημερίδα είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε στις 19 Ιανουαρίου, με θέμα: «Μορφές απάτης στην Ιδιωτική Ασφάλιση και οι συνέπειες αυτής για το Κοινωνικό Σύνολο». Συνδιοργανωτές ήταν η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος, η Ένωση Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος και το Γραφείο Διεθνούς Ασφάλισης. Στόχος ήταν να αναδειχθεί το φαινόμενο της απάτης στον ασφαλιστικό κλάδο και να διερευνηθούν τρόποι αντιμετώπισής του.
Χαιρετισμούς απηύθυναν ο κ. Ι. Τέντες, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου, ο κ. Χ. Αθανασίου, Αρεοπαγίτης, 
Πρόεδρος της  Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, ο κ. Π. Μπρακουμάτσος, Αντεισαγγελέας Εφετών, 
Πρόεδρος της  Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος, και η κα Ι. Καλαντζάκου, Αντιπρόεδρος του Δικηγορικού 
Συλλόγου Αθηνών. Με τις εισηγήσεις τους φώτισαν το θέμα οι κ.κ. Π. Ρουμπής, Αρεοπαγίτης, Ν. Ορνεράκης, Αντεισαγγελέας Πρωτοδικών, Στ. Παπαγεωργίου-Γονατάς, Αναπλ. Καθηγητής Ποινικού Δικαίου, 
Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, και Θ. Κοκκάλας, Αντιπρόεδρος της ΕΑΕΕ. Χαιρετισμούς, τέλος, 
στο κλείσιμο των εργασιών της ημερίδας, απηύθυναν ο Πρόεδρος της ΕΑΕΕ, κ. Γ. Κώτσαλος,
 και ο Πρόεδρος του Γραφείου Διεθνούς Ασφάλισης, κ. Γ. Τζανής.

Ειδική περίπτωση εγκλήματος η ασφαλιστική απάτη 
Ιδιώνυμο έγκλημα
 χαρακτήρισε την ασφαλιστική απάτη ο κ. Μ. Σταθόπουλος, Ομότιμος Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών, που ήταν ο συντονιστής των εργασιών της ημερίδας, ενώ ο κ. Ορνεράκης επισήμανε ότι η απάτη σχετικά με τις ασφάλειες αποτελεί ειδική περίπτωση εγκλήματος, μη καλυπτόμενη από το έγκλημα της απάτης του άρθρου 386 Π.Κ. «Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του Ποινικού Κώδικα, η διάταξη αυτή (σ.σ. του άρθρου 388 του Π.Κ.) συνδέεται με την προστασία του θεσμού της ασφάλισης, ο οποίος συνιστά σημαντική προτεραιότητα για την εθνική οικονομία», ανέφερε χαρακτηριστικά. 
Το άρθρο 388 του Π.Κ. αναφέρει τα εξής: «1. Όποιος με σκοπό να εισπράξει ο ίδιος ή κάποιος άλλος το ποσόν για το οποίο έχει ασφαλιστεί ένα αντικείμενο κινητό ή ακίνητο, επιφέρει την πραγμάτωση του κινδύνου για τον οποίο έχει γίνει η ασφάλιση, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών. 2. Στην ίδια ποινή υπόκειται όποιος για τον παραπάνω σκοπό προξενεί στον εαυτό του σωματική βλάβη ή επιτείνει τις συνέπειες σωματικής βλάβης που επήλθε από ατύχημα».
Ποιο είναι, λοιπόν, το έννομο αγαθό που προστατεύει η εν λόγω διάταξη του Π.Κ.; Πέραν από την περιουσία των ασφαλιστικών εταιρειών, εκείνο που κυρίως πλήττεται από τις περιπτώσεις ασφαλιστικής απάτης είναι η ασφαλιστική πίστη –αυτό κατέστη σαφές από τις εισηγήσεις που παρακολουθήσαμε. «Αντικείμενο του εγκλήματος είναι η ασφαλιστική πίστη, σύμφωνα με την πάγια άποψη της νομολογίας και της θεωρίας», σημείωσε χαρακτηριστικά ο κ. Ορνεράκης. Αντίστοιχη ήταν και η άποψη του κ. Παπαγεωργίου-Γονατά, ο οποίος μεταξύ άλλων ανέφερε: «(…) ενώ το βασικό έγκλημα της απάτης τιμωρείται με ελάχιστο όριο ποινής τους τρεις μήνες, η απάτη περί τις ασφάλειες έχει minimum ποινή τους έξι μήνες, γεγονός που από μόνο του αποδεικνύει ότι ο νομοθέτης κάποιο άλλο έννομο αγαθό ήθελε να προστατεύσει, το οποίο, ενώ έχει ως σημείο αναφοράς την περιουσία της κάθε ασφαλιστικής εταιρείας, έχει ιδίαν υπόσταση εγκείμενη στην προστασία ενός άλλου σημαντικότατου μεγέθους, θεμελιώδους σημασίας για την προστασία του θεσμού της ασφάλειας. Και αυτό δεν είναι άλλο από την ασφαλιστική πίστη, η οποία αποτυπώνεται ως προστατευτέο έννομο αγαθό (…)».

Χαρακτηριστικές περιπτώσεις ασφαλιστικής απάτης 
Το πρόβλημα της απάτης στον ασφαλιστικό χώρο δεν είναι φυσικά φαινόμενο της εποχής μας ούτε “ελληνικό φαινόμενο”. Υπάρχει από την εποχή που εμφανίστηκαν οι πρώτες ασφάλειες και συναντάται σε όλες τις ασφαλιστικές αγορές. Υποτιθέμενα ναυάγια, βυθίσεις πλοίων, εμπρησμοί ασφαλισμένων αντικειμένων, σκηνοθετημένες διαρρήξεις, εικονικές κλοπές και πολλές άλλες περιπτώσεις έχουν δει κατά καιρούς το φως της δημοσιότητας. Σήμερα, ωστόσο, το μέγεθος του προβλήματος είναι εντυπωσιακό, ενώ ιδιαίτερα  ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι, πολλές φορές, διαπιστώνεται η δράση οργανωμένων κυκλωμάτων, στα οποία συμμετέχουν επαγγελματίες διαφόρων κλάδων. 

Ο κ. Ρουμπής παρατήρησε σχετικά ότι, πέραν της ευκαιριακής απάτης, η σημαντικότερη πρόκληση έρχεται με τη μορφή της οργανωμένης απάτης. «Σκηνοθετημένα ατυχήματα και εξελιγμένες συμβιβαστικές συμφωνίεςοργανώνονται από μεγάλα κυκλώματα, που περιλαμβάνουν δικηγόρους, κέντρα υγειονομικής περίθαλψης και φυσικά ιδιώτες και επιχειρήσεις που επιθυμούν να εισπράξουν χρήματα από αποζημιώσεις», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Η ασφαλιστική απάτη, όπως σημείωσε ο κ. Κοκκάλας, μπορεί να διαπράττεται ευκαιριακά ή οργανωμένα, είτε στο στάδιο της ανάληψης κινδύνου είτε στο στάδιο καταβολής της αποζημίωσης. Συνήθως, εκδηλώνεται με τη μορφή: απόκρυψης/παραποίησης στοιχείων, υπερβάλλουσας απαίτησης αποζημίωσης, εικονικής/φανταστικής απαίτησης αποζημίωσης και δόλιας πραγμάτωσης της ασφαλιστικής περίπτωσης.

O μεγαλύτερος σε παραγωγή κλάδος ασφάλισης κατά ζημιών και δεδομένης της υποχρεωτικής ασφάλισης αστικής ευθύνης οχημάτων φαίνεται να συγκεντρώνει πολλές και διαφορετικές μορφές ασφαλιστικής απάτης. Ο κ. Ρουμπής, μάλιστα, απαρίθμησε δέκα χαρακτηριστικές περιπτώσεις απάτης στον εν λόγω κλάδο. Μεταξύ άλλων, αναφέρθηκε και στις ακόλουθες: “Φούσκωμα” λογαριασμού (ο ασφαλισμένος από κοινού με τον επισκευαστή του οχήματος διογκώνουν το ύψος των ζημιών, προκειμένου ο κάτοχος του αυτοκινήτου είτε να εισπράξει υψηλότερη αποζημίωση είτε χωρίς κόστος να καλύψει και άλλες επισκευές)? Ψευδής δήλωση (ως οδηγός του αυτοκινήτου που ενεπλάκη σε τροχαίο ατύχημα δηλώνεται τρίτο πρόσωπο) “Στημένο” τροχαίο,έχουν εντοπιστεί μαντράδες ή επισκευαστές αυτοκινήτων να αγοράζουν τρακαρισμένα αυτοκίνητα, τα οποία στη συνέχεια εξαφανίζουν, απαιτώντας την καταβολή αποζημίωσης για κλοπή? Ψευδή εισοδήματα (το θύμα του τροχαίου, στην προσπάθειά του να διεκδικήσει δικαστικά υψηλότερη αποζημίωση λόγω τραυματισμού του, δηλώνει, με εικονικά παραστατικά, ψευδή εισοδήματα)? Ψευδή στοιχεία αυτοκινήτου (ο ασφαλιστής από σφάλμα του δεν ελέγχει το προς ασφάλιση όχημα, ο δε ασφαλισμένος φροντίζει αρχικά να το δηλώσει ως ακριβότερο και στη συνέχεια να το “εξαφανίσει”, διεκδικώντας αποζημίωση για κλοπή), Εικονική κλοπή,Πλαστά συμβόλαια (η ασφαλιστική εταιρεία ακόμη και αν “συρθεί” στα δικαστήρια, είναι υποχρεωμένη να αποζημιώσει τον “πελάτη” της, όταν αυτός προσκομίσει πλαστό συμβόλαιο και στη συνέχεια να διεκδικήσει τα χρήματά της πίσω, προσφεύγοντας η ίδια αυτή τη φορά στη δικαιοσύνη).

Ο κλάδος υγείας, επίσης, έτυχε ιδιαίτερου σχολιασμού από τον κ. Ρουμπή, καθώς αναφέρθηκε σε πρακτικές που ακολουθούν όσοι επιδιώκουν να αποζημιωθούν, ενώ δεν προβλέπεται κάτι ανάλογο από το συμβόλαιό τους. Συνηθισμένες περιπτώσεις ασφαλιστικής απάτης στον εν λόγω κλάδο είναι και οι εξής: στα ομαδικά ασφαλιστήρια συμβόλαια, παρατηρείται το φαινόμενο κάποιοι ασφαλισμένοι να χρησιμοποιούν τις καλύψεις της πρωτοβάθμιας περίθαλψης προς όφελος συγγενικών τους προσώπων, χρησιμοποιώντας το δικό τους όνομα ή των προστατευόμενων μελών τους. Στα ατομικά ασφαλιστήρια, σε πολλές περιπτώσεις οι ασφαλισμένοι προσπαθούν να κρύψουν προϋπάρχουσες ασθένειες, χρησιμοποιώντας συγκεκριμένα τεχνάσματα, όπως το να δηλώνουν απώλεια του βιβλιαρίου ασθενείας, ώστε να εκδοθεί ένα “καθαρό” καινούριο. 
Μια άλλη περίπτωση ασφαλιστικής απάτης είναι οι «κατά φαντασίαν ασθενείς», οι οποίοι δηλώνουν συμπτώματα ασθένειας που χρήζουν άμεσης εισαγωγής σε νοσοκομείο για εξετάσεις. Με τον τρόπο αυτό καλύπτονται από την ασφαλιστική τους εταιρεία για εξετάσεις, τις οποίες κανονικά θα έπρεπε να κάνουν σε κάποιο διαγνωστικό κέντρο και όχι ως εσωτερικοί ασθενείς νοσοκομείου.
Ο κ. Ρουμπής αναφέρθηκε ακόμα σε υπέρογκες αμοιβές χειρουργών ιατρών, σε εικονικά εξιτήρια από κρατικά νοσοκομεία, προκειμένου οι ασφαλισμένοι να εισπράξουν το προβλεπόμενο από το ασφαλιστήριό τους επίδομα, σε υπερβολικές χρεώσεις νοσοκομείων που «φθάνουν σε επίπεδα παραλογισμού», κ.λπ. Ανέφερε επίσης πως, σύμφωνα με σχετικές αναφορές ασφαλιστών, «σε άλλες “καλοστημένες” υποθέσεις απάτης, οι ασφαλιστικές εταιρείες, μην μπορώντας να αντιδράσουν με αποδεικτικά στοιχεία, υποχρεώθηκαν να καλύψουν πλήρως τον ασφαλισμένο, χωρίς να έχουν ούτε το περιθώριο της διαπραγμάτευσης, καθότι ο ασφαλισμένος γνώριζε ότι, πέρα από την όποια υποψία, το ασφαλιστήριο συμβόλαιο είναι αυτό το οποίο υπερισχύει και αυτό η εταιρεία θα υποχρεωνόταν τελικά να “τιμήσει”».
Τέλος, ο κ. Ρουμπής αναφέρθηκε και στο μερίδιο ευθύνης που αναλογεί στις ασφαλιστικές εταιρείες για την εικόνα του κλάδου υγείας. Ανέφερε χαρακτηριστικά: «Βέβαια, δεν πρέπει να παροράται η αρνητική εικόνα της αγοράς στον κλάδο της υγείας εξαιτίας των απατών στις ασφαλιστικές συμβάσεις, οφείλεται και στον ανταγωνισμό των ασφαλιστικών εταιρειών, αφού στην προσπάθειά τους να κερδίσουν μερίδια αγοράς, λανσάρουν πολλές φορές δελεαστικά προγράμματα με ελλειμματικό ασφάλιστρο».

Το κόστος της ασφαλιστικής απάτης 
Επικαλούμενος στοιχεία σχετικών ερευνών που έχουν γίνει στην Ευρώπη, ο κ. Κοκκάλας ανέφερε ότι οι ψευδείς ασφαλιστικές απαιτήσεις εκτιμήθηκε ότι ζημιώνουν τους ασφαλιστές ασφαλίσεων Ζημιών της Μ. Βρετανίας περίπου £1.9 δις ετησίως. Κατά το έτος 2008, η αξία των εξακριβωμένων περιπτώσεων ασφαλιστικής απάτης ανήλθε σε £730 εκατ., με το 50% αυτών των περιπτώσεων να αφορούν στον Κλάδο Αυτοκινήτου, ο οποίος εκτιμήθηκε ότι ζημιώνεται περίπου £350 εκατ. ετησίως. Σύμφωνα με στοιχεία της CEA (Fraud & Crime Prevention Taskforce – report έτους 2009), στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες εκτιμάται ότι οι εξακριβωμένες περιπτώσεις απατηλών απαιτήσεων αποζημίωσης ανέρχονται σε 5%-10% του συνόλου των αποζημιώσεων που καταβάλλονται ετησίως για τις ασφαλίσεις ζημιών.
Ο κ. Ρουμπής στην εισήγησή του αναφέρθηκε σε σχετικά ενδιαφέροντα στοιχεία, τόσο από την Ευρώπη όσο και από τις ΗΠΑ. Μεταξύ άλλων, ανέφερε ότι στις ΗΠΑ εκτιμάται ότι οι ετήσιες απώλειες της ασφαλιστικής απάτης στους κλάδους ζημιών και ατυχημάτων φθάνουν τα $30 δισ. Στη Μ. Βρετανία, οι ασφαλιστές εκτίμησαν ότι από τις απάτες η επιβάρυνση των ασφαλίστρων, κατά μέσο όρο και ανά ασφαλισμένο, ανέρχεται στις £44 ετησίως. 
Βάσει σχετικών ερευνών: στη Φιλανδία, το 20% των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι γνωρίζουν κάποιον που διέπραξε ασφαλιστική απάτη? στην Ολλανδία, το 12% των ερωτηθέντων ομολόγησαν ότι στο παρελθόν διέπραξε ασφαλιστική απάτη και στη Γερμανία, το 28% των ερωτηθέντων θεωρούν ότι η υποβολή απατηλής ασφαλιστικής αξίωσης δεν είναι έγκλημα.

Πώς αντιμετωπίζουν οι ασφαλιστικές εταιρείες το πρόβλημα
Παρόλο που οι ασφαλιστικές εταιρείες επιχειρούν να ελέγξουν το πρόβλημα, οι μορφές ασφαλιστικής απάτης που εκδηλώνονται είναι τόσο πολλές, ποικίλες και μεταβαλλόμενες, που είναι ουτοπικό να μιλάμε για επιτυχή πρόληψη του φαινομένου. 
Οι ασφαλιστικές εταιρείες, όπως ανέφερε ο κ. Κοκκάλας, προσπαθούν να αναδείξουν το πρόβλημα, με ενημέρωση και εκπαίδευση του προσωπικού και των συνεργατών τους, καθώς και με σχετική ενημέρωση των πολιτών και των δημόσιων αρχών. Ανέφερε, επίσης, τη δημιουργία Ειδικών Εσωτερικών Τμημάτων για τη διαχείριση του κινδύνου της ασφαλιστικής απάτης, τα οποία εστιάζουν στην πρόληψη (διαδικασίες που να μειώνουν τις πιθανότητες εμφάνισης), στην ανίχνευση (μηχανογραφικά συστήματα antifraud) και στην ποινική δίωξη (εξειδικευμένο νομικό πλαίσιο). 
Στην Ευρώπη, πιο συγκεκριμένα, έχουν αναληφθεί συστηματικές και στοχευμένες πρωτοβουλίες, προκειμένου να περιοριστεί και να εκλείψει το πρόβλημα της απάτης στις ασφαλιστικές συμβάσεις. Αναφερόμενος σ’ αυτές τις πρωτοβουλίες ο κ. Ρουμπής, σημείωσε ως την πλέον χαρακτηριστική τη σύσταση του Insurance Fraud Bureau (IFB), το 2006, στη Μ. Βρετανία. Είναι γραφείο μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, χρηματοδοτείται από την ασφαλιστική αγορά και ασχολείται αποκλειστικά και μόνο με την πρόληψη και ανίχνευση της ασφαλιστικής απάτης, συνεργαζόμενο στενά με τους δημόσιους φορείς και την αστυνομία. Αντίστοιχα, στη Γαλλία και το Βέλγιο υφίσταται το Anti – Fraud Association (ALFA), οργανισμός μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα που χρηματοδοτείται από την ασφαλιστική αγορά, με στόχο την ενημέρωση και εκπαίδευσή της ή την ενίσχυση της συνεργασίας με τους δημόσιους φορείς και την κατά το δυνατόν μεγαλύτερη συλλογή των αναγκαίων στοιχείων. Παράλληλα με τα προαναφερόμενα, ο κ. Ρουμπής επισήμανε ότι, σε μεγάλες ευρωπαϊκές αγορές, έχει επιδιωχθεί η ενίσχυση της συνεργασίας του δημόσιου με τον ιδιωτικό τομέα. Στη Μ. Βρετανία, για παράδειγμα, υπεγράφη συμφωνία συνεργασίας της ασφαλιστικής αγοράς και της αστυνομίας, για την παροχή οδηγιών και τον καθορισμό των κριτηρίων για την παραδοχή και αναφορά των ύποπτων ασφαλιστικών απαιτήσεων αποζημίωσης στην αστυνομία. Στη Γαλλία, το Βέλγιο, τη Δανία και τη Φιλανδία έχει επίσης εξασφαλισθεί η συμμετοχή της ασφαλιστικής αγοράς στα προγράμματα εκπαίδευσης της αστυνομίας, ενώ σε όλη την Ευρώπη, όπως σημείωσε χαρακτηριστικά ο κ. Ρουμπής, «καταβάλλεται προσπάθεια να αναγνωρισθεί από τις δημόσιες αρχές η σοβαρότητα του φαινομένου και η ανάγκη εφαρμογής του νόμου για την ασφαλιστική απάτη, η θέσπιση δηλαδή διαδικασιών που να επιτρέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών και τη διερεύνηση των υποθέσεων, χωρίς αυτό να αντίκειται στις διατάξεις για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα». 
Στην Ελλάδα, ωστόσο, η κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική. Όπως παρατήρησε ο κ. Ρουμπής, «οι σχετικές διαδικασίες έχουν απλοποιηθεί έως εγκαταλειφθεί. Στη χώρα μας, πέρα από τις ίδιες τις ασφαλιστικές εταιρείες κανείς δεν φαίνεται να ασχολείται με το ζήτημα της ασφαλιστικής απάτης. (…) δεν έχει υπάρξει καμία αντίδραση από τις αρμόδιες αρχές, οι οποίες φαίνεται πως δεν επιδεικνύουν τη δέουσα προσοχή για τις συνέπειες της ασφαλιστικής απάτης στις ασφαλιστικές εταιρείες και στους ίδιους τους ασφαλισμένους. Εξάλλου, θα πρέπει να πούμε ότι και από την πλευρά της  Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος δεν έχει χαραχθεί συγκεκριμένη στρατηγική αντιμετώπισης της ασφαλιστικής απάτης και οι εμπλεκόμενοι σε ανάλογες υποθέσεις θα γίνονται περισσότερο ευρηματικοί. Το φαινόμενο, χρόνο με το χρόνο, θα λαμβάνει μεγαλύτερες διαστάσεις και από κάποιο σημείο και μετά, το σίγουρο είναι ότι δεν θα μπορεί να ελεγχθεί».

Γιατί η ασφαλιστική απάτη έχει δραστικές συνέπειες στο κοινωνικό σύνολο;
Με απόλυτη σαφήνεια τοποθετήθηκε σχετικά ο κ. Παπαγεωργίου-Γονατάς: «Η ιδιαιτερότητα του σχετικού εγκλήματος προκύπτει από αυτό καθ΄αυτό το χαρακτηρισμό της ως επικίνδυνης πράξης. 
Ο πρώτος λόγος είναι ότι η πραγμάτωση του ασφαλιστικού κινδύνου διαπράττεται μέσω μιας άλλης εγκληματικής πράξης (συνήθως εμπρησμού) και σχετικώς ο κίνδυνος αναφέρεται σε τρίτα άτομα, όπως όταν π.χ. η πυρκαγιά κινδυνεύει να κάψει περιουσιακές ιδιοκτησίες τρίτων ή και ανθρώπινες ζωές, κίνδυνος που μπορεί να μετουσιωθεί και σε απώλειες ανθρωπίνων ζωών (αρ.264ΠΚ). Γι’ αυτό και σε αυτές τις περιπτώσεις πρόκειται για αληθινή συρροή μεταξύ εμπρησμού και απάτης περί τις ασφάλειες. 
Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με την ιδιαιτερότητα ότι, ενώ η απάτη περί τις ασφάλειες είναι ολοκληρωμένη με την πραγμάτωση μόνο του ασφαλιστικού κινδύνου, ήδη από τη στιγμή της αναγγελίας του συμβάντος επέρχεται δέσμευση της περιουσίας της ασφαλιστικής εταιρείας. Έτσι από τη στιγμή αυτή η ασφαλιστική εταιρεία είναι υποχρεωμένη από το νόμο να δημιουργήσει συγκεκριμένα τεχνικά αποθέματα, αντίστοιχα με τη ζημία που της αναγγέλλεται. Εδώ πρόκειται όχι για απλή διακινδύνευση, αλλά για βλάβη – δέσμευση της περιουσίας της θιγόμενης ασφαλιστικής εταιρείας. (…).
Ο τρίτος λόγος έχει να κάνει, πέρα από τη μείωση του κύρους και της φερεγγυότητας της ασφαλιστικής εταιρείας απέναντι στους ειλικρινείς ασφαλισμένους, που βλέπουν τα ασφάλιστρα που έχουν πληρώσει αυτοί να κινδυνεύουν να τα καρπωθούν επιτήδειοι, και την πραγματική μείωση των διαθέσιμων ποσών  της εταιρείας που, αντί να τα διαθέτει για να πληρώνει τις ασφαλιστικές αποζημιώσεις σε αυτούς που τις δικαιούνται, αναγκάζεται να προβεί σε υποχρεωτική δέσμευσή τους προς βλάβη των νομίμων δικαιούχων. Έτσι καταλήγουμε σε μια μορφή τριγωνικής απάτης, όπου εκτός από το δράστη και την ασφαλιστική εταιρεία, συμπροσβάλλεται η προσδοκία/η αξίωση του συνόλου των λοιπών ασφαλισμένων για ικανοποίηση των πραγματικών ζημιών που έχουν αυτοί υποστεί. 
Από τα παραπάνω οδηγούμαστε στο συμπέρασμα για ποιο λόγο μια απάτη κατά ασφαλιστικής εταιρείας έχει δραστικές συνέπειες για το κοινωνικό σύνολο».
Ο κ. Ρουμπής έθιξε μια άλλη σημαντική παράμετρο, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Από την πλευρά τους οι ασφαλιστικές εταιρείες, μέχρι τώρα, δεν είχαν άλλο τρόπο να αντιμετωπίσουν το αυξημένο αυτό πρόβλημα, παρά μετακυλύοντας το κόστος της απάτης στα ασφάλιστρά τους». Σημείωσε μάλιστα ότι, σύμφωνα με σχετικές εκτιμήσεις, οι απάτες κοστίζουν στους ασφαλισμένους περίπου 4% των ασφαλίστρων που καταβάλλουν σε ετήσια βάση. 
Ο κ. Κοκκάλας, στην εισήγησή του, παρατήρησε σχετικά πως δεν είναι καθόλου εύκολο να μετακυλύονται οι ζημιές που προκαλούνται από την ασφαλιστική απάτη στα ασφάλιστρα, ειδικά σε εποχές όπως η σημερινή. «Είναι σαν να “πριονίζεις” το ίδιο σου το οικοδόμημα», είπε χαρακτηριστικά.

Προτάσεις αντιμετώπισης του φαινομένου στη χώρα μας
Η νομοθετική πρόταση που διατύπωσε ο κ. Παπαγεωργίου-Γονατάς έχει ως εξής: «(…)θα πρότεινα τη δημιουργία μιας ενιαίας ποινικής διάταξης, η οποία θα συνδύαζε και τα δυο προστατευόμενα έννομα αγαθά για το θέμα της απάτης κατά ασφαλιστικής εταιρείας: α) η βασική μορφή του εγκληματικού σχεδίου να υλοποιείται με τη σκόπιμη πραγμάτωση του ασφαλιστικού κινδύνου από το δράστη, που καλύπτει το άρθρο 388 ΠΚ και β) η διακεκριμένη μορφή να επεκτείνεται στην εν γνώσει παράθεση ψευδών αποδεικτικών στοιχείων, ώστε να μεγιστοποιηθεί και η περιουσιακή βλάβη της ασφαλιστικής εταιρείας, με κάρπωση από το δράστη του αντίστοιχου περιουσιακού κέρδους. Και αν το άρθρο 388 ΠΚ τιμωρεί τους δράστες με ένα πλημμέλημα διακεκριμένης μορφής, η δεύτερη περίπτωση υπάγεται αναμφισβήτητα στις κακουργηματικές μορφές απάτης του άρθρου 386 ΠΚ, είτε λόγω ποσού είτε λόγω της κατ’ επάγγελμα τέλεσης της απάτης. Στην περίπτωση δε ειδικότερα της κατ’ επάγγελμα τέλεσης σύμφωνα με το άρθρο 13ΠΚ, οι δράστες διαπράττουν τέτοιες απάτες κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια, και αν ακόμα δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι είχαν διαπράξει αντίστοιχες απάτες στο παρελθόν. Αρκεί να αποδειχθεί ότι έχουν διαμορφώσει την ΥΠΟΔΟΜΗ και το ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΟ ΣΧΕΔΙΟ για τη διάπραξη του εγκλήματος». 
Σύμφωνα με τον Αρεοπαγίτη κ. Ρουμπή, για να περιορισθεί το φαινόμενο της απάτης στην ιδιωτική ασφάλιση στη χώρα μας ενδείκνυται: 
«1. Οι ασφαλιστικές εταιρείες να μειώσουν τις προκλητικές προσφορές τους με τις δελεαστικές προτάσεις, που επιδιώκουν ως έμποροι την αύξηση των κερδών τους.
2. Οι ασφαλιστικοί σύμβουλοι, πράκτορες και αντιπρόσωποι των ασφαλιστικών εταιρειών, επιδιώκοντας την ανάδειξή τους και την αύξηση της αμοιβής τους, να μην παρασύρουν τους ασφαλιζόμενους σε υπογραφή ασφαλιστικών συμβάσεων χωρίς προηγούμενη πλήρη και σαφή ενημέρωση για όλους τους όρους αυτών.
3. Οι ασφαλισμένοι και οι τρίτοι, επιδιώκοντας την καταβολή του ασφαλίσματος ή αποζημίωσης, αντίστοιχα, να μην επιζητούν την επιδίκαση χρηματικών ποσών που δεν αντιστοιχούν σε πραγματικές ζημίες, παρασύροντας επισκευαστές αυτοκινήτων, ιατρούς και λοιπά πρόσωπα στην τέλεση αξιοποίνων πράξεων και εξαπατώντας τα δικαστήρια.
4. Ο νομικός κόσμος να συμβάλλει ουσιαστικά στην εξωδικαστική επίλυση – συμβιβαστική λύση των διαφορών που προκύπτουν από τις κάθε είδους ασφαλιστικές συμβάσεις».
Ο κ. Κοκκάλας, από την πλευρά του, έθιξε ειδικότερα θέματα που αποτελούν αντικείμενο προβληματισμού της ελληνικής ασφαλιστικής αγοράς, ως προς την αντιμετώπιση της ασφαλιστικής απάτης. Ειδική αναφορά έκανε στη νομοθεσία για την Προστασία Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, διατυπώνοντας το ερώτημα: «Μήπως θέτει ανυπέρβλητα εμπόδια στη διερεύνηση και καταπολέμηση της ασφαλιστικής απάτης;». Από τη στιγμή που είναι αναγκαία η λήψη ειδικής συγκατάθεσης του ασφαλισμένου για την επεξεργασία των ευαίσθητων δεδομένων του, μετά την επέλευση του ασφαλιστικού γεγονότος, «μήπως έχουμε μία αναιτίως ευνοϊκή μεταχείριση των επιχειρούντων ή πραγματοποιούντων ασφαλιστική απάτη;», διερωτήθηκε. Επιπρόσθετα, σημείωσε ότι είναι αναγκαίο να αναγνωριστεί ο ιδιαίτερος τρόπος λειτουργίας της ασφαλιστικής σύμβασης, μέσω αλλαγών στο νομοθετικό πλαίσιο, που θα διευκολύνουν την ασφαλιστική εταιρεία κατά τη διερεύνηση ενδεχόμενης ασφαλιστικής απάτης. Μιλώντας για την ποινική διαδικασία, ανέφερε ότι προκύπτει ανάγκη απλοποίησής της, μέσω της δρομολόγησης αυτεπάγγελτης έρευνας για την εξακρίβωση της ασφαλιστικής απάτης.  
Η διαμόρφωση αντικειμενικών κριτηρίων στο σύστημα υπολογισμού των “μη οικονομικής φύσεως” ζημιών είναι ένα ακόμα θέμα που τίθεται προς συζήτηση από τις ασφαλιστικές εταιρείες. Σύμφωνα με όσα υπογράμμισε ο κ. Κοκκάλας, η έλλειψη αντικειμενικών κριτηρίων δημιουργεί σοβαρά προβλήματα διαφάνειας και δυσχεραίνει την εξωδικαστική επίλυση διαφορών με σωματικές βλάβες ή θάνατο, γεγονός που συνεπάγεται αύξηση του πραγματικού κόστους αποζημίωσης, λόγω τόκων υπερημερίας, δικαστικών εξόδων, κ.λπ. Τέλος, πρότεινε τη Σύσταση Επιτροπής, με εκπροσώπους από τον ασφαλιστικό, το δικαστικό και το νομικό κόσμο, με αντικείμενο την επεξεργασία προτάσεων για την αντιμετώπιση της ασφαλιστικής απάτης.

Όλοι “πληρώνουμε” την ασφαλιστική απάτη 
Στα πλαίσια του δυσοίωνου οικονομικού περιβάλλοντος που βιώνουμε, το πρόβλημα της ασφαλιστικής απάτης ενδέχεται να επιταθεί και να “εφευρίσκονται” όλο και πιο ευρηματικοί τρόποι εξαπάτησης των ασφαλιστικών εταιρειών. Σήμερα, περισσότερο παρά ποτέ, η ενημέρωση και η ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης για το θέμα είναι απολύτως απαραίτητη. Αυτό που κυρίως πρέπει να συνειδητοποιηθεί είναι ότι η ασφαλιστική απάτη δεν αφορά το “μικρόκοσμο” των ασφαλιστικών εταιρειών, όπως εσφαλμένα κάποιοι θεωρούν. Αφορά την κοινωνία των ασφαλισμένων ειδικά αλλά και όλο το κοινωνικό σύνολο, δεδομένου ότι η ασφάλιση είναι κοινωνικό αγαθό, που εξυπηρετεί το συμφέρον της ολότητας έναντι οποιουδήποτε ατομικού συμφέροντος. 
Με άλλα λόγια, κάθε φορά που λαμβάνει χώρα μια ασφαλιστική απάτη, προκαλείται βλάβη (οικονομική και ηθική) στους νομοταγείς και συνεπείς ασφαλισμένους, στην κοινωνία συνολικά και στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, ειδικότερα. 
Αν θέταμε, λοιπόν, το ερώτημα: «Ποιος πληρώνει τη ζημιά, σε περίπτωση ασφαλιστικής απάτης; Η “πλούσια” ασφαλιστική εταιρεία ή όλοι εμείς, οι ασφαλισμένοι;», η απάντηση είναι περισσότερο από προφανής.