Ο καλύτερος τρόπος, σύμφωνα με την Insurance Europe, για να εξασφαλιστεί η αύξηση του επιπέδου προστασίας των καταναλωτών είναι ο εξής: η πρόταση για την αναθεώρηση της οδηγίας για την ασφαλιστική διαμεσολάβηση (IMD2) να αναγνωρίζει την ποικιλομορφία των αγορών διανομής ασφαλιστικών προϊόντων σε όλη την ΕΕ και τις διαφορετικές απαιτήσεις και ανάγκες των καταναλωτών που προκύπτουν.
Oι παρατηρήσεις της Ένωσης Ευρωπαίων Ασφαλιστών για την οδηγία IMD2, που δόθηκαν στη δημοσιότητα αρχές Οκτωβρίου, εστιάζουν ειδικότερα σε 5 σημεία:
1 Ο σκοπός της IMD2 πρέπει να περιορίζεται στις δραστηριότητες ασφαλιστικής διαμεσολάβησης
Η Insurance Europe δεν συμφωνεί με την προτεινόμενη επέκταση του πεδίου εφαρμογής της IMD2 στις δραστηριότητες που αφορούν τη διαχείριση και επέκταση των ασφαλιστικών συμβάσεων από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις και ειδικότερα σε περιπτώσεις διακανονισμού ζημιών ή της αξιολόγησής τους από εμπειρογνώμονες. «Οι δραστηριότητες αυτές, όταν πραγματοποιούνται από ασφαλιστική επιχείρηση, αποτελούν μέρος των βασικών δραστηριοτήτων της και ως εκ τούτου υπάγονται στο πλαίσιο των γενικών απαιτήσεων του Solvency ΙΙ και των διατάξεων που αφορούν τις εργασίες που μεταβιβάζονται σε τρίτους», τονίζει η Insurance Europe.
Επιπλέον, επισημαίνει ότι «ο διακανονισμός ζημιών και η αξιολόγησή τους από εμπειρογνώμονες είναι καθαρά τεχνικές δραστηριότητες και δεν συνιστούν δραστηριότητα ασφαλιστικής διαμεσολάβησης. Ως εκ τούτου, δεν θα πρέπει να ρυθμίζονται από τις διατάξεις της IMD2, ο πρωταρχικός σκοπός της οποίας είναι να ρυθμίζει τις πρακτικές πωλήσεων ασφαλιστικών προϊόντων».
Η Insurance Europe συμφωνεί τα κράτη μέλη να έχουν σε εθνικό επίπεδο τις ισχύουσες διατάξεις, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται ένα σταθερό επίπεδο επαγγελματισμού για τους διακανονιστές ζημιών και τους εμπειρογνώμονες.
2 Οι κανόνες σχετικά με τις συγκρούσεις συμφερόντων και τις αμοιβές πρέπει ξεκάθαρα να ωφελούν τον καταναλωτή και να έχουν μία προσέγγιση βασισμένη στους κινδύνους
Η Insurance Europe υποστηρίζει ότι «κάθε νέα ρύθμιση πρέπει ξεκάθαρα να ωφελεί τους καταναλωτές και να μην αποκλείει ή περιορίζει την πρόσβασή τους στα προϊόντα», ωστόσο, πιστεύει ότι οι κανόνες όσον αφορά τις συγκρούσεις συμφερόντων και τις αμοιβές θα πρέπει, αφενός, να προσαρμοστούν και να ισορροπούν μεταξύ των ενδιαφερόμενων καναλιών διανομής, ανάλογα με το επίπεδο πολυπλοκότητας των προϊόντων που πωλούνται, και αφετέρου, να είναι προσαρμοσμένοι στις ανάγκες των καταναλωτών.
Πιο συγκεκριμένα, οι Ευρωπαίοι Ασφαλιστές τονίζουν:
– Η προτεινόμενη από την οδηγία IMD2 απαίτηση γνωστοποίησης των ποικίλων αμοιβών των εργαζομένων στις ασφάλειες δεν θα ωφελήσει τους καταναλωτές, αλλά μόνο θα προσθέσει βάρος και κόστος, τόσο στην ασφαλιστική βιομηχανία όσο και στους καταναλωτές. Υπάρχουν ήδη διασφαλίσεις σε ισχύ αλλά και προτεινόμενοι κανόνες για την αντιμετώπιση μιας ενδεχόμενης σύγκρουσης συμφερόντων. Όσον αφορά την άμεση και τη συνδεδεμένη πώληση (direct and tied sales), το προσωπικό των πωλήσεων προωθεί μόνο τα προϊόντα των δικών του εταιρειών. Επιπλέον, δεν υφίστανται παρόμοιες διατάξεις στην προτεινόμενη οδηγία MiFID2, η οποία θα είχε ως αποτέλεσμα αυστηρότερους κανόνες για τα επενδυτικά προϊόντα ασφάλισης απ’ ό,τι για άλλους τύπους επενδυτικών προϊόντων.
– Παρομοίως, οι διατάξεις της IMD2 που αφορούν τη διαφάνεια στις αμοιβές δεν είναι το πλέον ενδεδειγμένο μέσο για να αντιμετωπιστεί η σύγκρουση συμφερόντων. Η πρόσφατη μελέτη επιπτώσεων για την IMD, που διεξήχθη για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής από την PricewaterhouseCoopers, διαπιστώνει ότι οι υπερβολικά λεπτομερείς γνωστοποιήσεις μπορεί να προκαλέσουν σύγχυση και παραπλάνηση των καταναλωτών. αναφέρει, μάλιστα, αρκετές μελέτες της αγοράς, σχετικά με τις επιπτώσεις από την αποκάλυψη της αμοιβής. Από τις μελέτες αυτές προκύπτει ότι το όφελος για τους καταναλωτές από την ενημέρωση για την προμήθεια που κέρδισε ο διαμεσολαβητής ήταν μικρό ή και ανύπαρκτο. Η έρευνα έδειξε, επίσης, ότι ο παράγοντας που καθορίζει την επιλογή του καταναλωτή είναι η τιμή και η Insurance Europe δεν πιστεύει ότι οι πρόσθετες πληροφορίες, όπως η δημοσιοποίηση των αμοιβών στο σημείο πώλησης, θα οδηγήσουν σε επίπεδα αλλαγών που να δικαιολογούν το κόστος της παροχής των πληροφοριών αυτών. Επίσης, πιστεύει ότι περαιτέρω δημοσιοποίηση της αμοιβής στο σημείο της πώλησης θα αποσπάσει την προσοχή του καταναλωτή από τις σημαντικές πληροφορίες του συμβολαίου, όπως οι καλύψεις, οι εξαιρέσεις και οι υπερβάσεις (excesses).
Σύμφωνα με την Insurance Europe, η IMD2 θα πρέπει:
α) Να αντιμετωπίσει τις συγκρούσεις συμφερόντων μέσω της υποχρεωτικής δημοσιοποίησης από τους ασφαλιστικούς διαμεσολαβητές της επαγγελματικής τους θέσης και του ρόλου τους σε σχέση με τον καταναλωτή και την ασφαλιστική εταιρεία. Οι καταναλωτές θα πρέπει πάντα να ενημερώνονται για το συγκεκριμένο ρόλο του διαμεσολαβητή κατά τη διαδικασία πώλησης.
β) Να ενθαρρύνει αυτόματα την υποχρεωτική διαφάνεια όσον αφορά τη μορφή (αμοιβή ή προμήθεια) και την πηγή της αμοιβής των διαμεσολαβητών (ασφαλιστική επιχείρηση, ασφαλισμένος ή άλλος διαμεσολαβητής), ανεξάρτητα από τον τύπο του ασφαλιστικού προϊόντος. Αυτό έχει το πλεονέκτημα να εξασφαλίζει πως ο καταναλωτής είναι ενήμερος και γνωρίζει, από το προσυμβατικό στάδιο, πώς και από ποιον αμείβεται ο διαμεσολαβητής.
γ) Να έχει μία ελάχιστη προσέγγιση εναρμόνισης, επιτρέποντας στα κράτη μέλη να διατηρήσουν ή να θεσπίσουν πρόσθετους κανόνες, προσαρμοσμένους στις ιδιαιτερότητες των εθνικών τους αγορών. Αρκετά κράτη μέλη έχουν ήδη βρει τους δικούς τους τρόπους, που ταιριάζουν καλύτερα στις αγορές τους, ώστε να διευθετήσουν το θέμα των αμοιβών. Για παράδειγμα, μέσω της απαγόρευσης της προμήθειας όσον αφορά τους ανεξάρτητους συμβούλους ή της γνωστοποίησης ενός ενιαίου ποσοστού για όλες τις δαπάνες διανομής, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι αμοιβές του διαμεσολαβητή. Αυτό τονίζει περαιτέρω την ποικιλομορφία των αγορών σε όλη την ΕΕ.
3 Οι καταναλωτές θα πρέπει να είναι σε θέση να αγοράζουν οποιοδήποτε ασφαλιστικό προϊόν και χωρίς συμβουλή
Σε πολλές περιπτώσεις, οι καταναλωτές δεν χρειάζονται ή δεν θέλουν συμβουλή και τυχόν περιορισμοί θα μπορούσαν να επηρεάσουν τις επιλογές τους και να παρεμποδίσουν τη δυνατότητά τους να έχουν πρόσβαση σε προϊόντα, ειδικά αν δεν είναι σε θέση να αγοράσουν μια τέτοια συμβουλή.
«Η IMD2 θα πρέπει ρητώς να επιτρέπει οι πωλήσεις χωρίς συμβουλή να είναι δυνατόν να πραγματοποιηθούν για όλα τα ασφαλιστικά προϊόντα, συμπεριλαμβανομένων και των επενδυτικών», υποστηρίζει η Insurance Europe, επισημαίνοντας, ωστόσο, ότι «σε κάθε περίπτωση, ακόμα και σε εκείνη που η πώληση θα γίνεται χωρίς συμβουλή, όλες οι απαιτούμενες πληροφορίες θα πρέπει να εξακολουθούν να διατίθενται».
4 Επιπλέον κανόνες επαγγελματικής δεοντολογίας για τα ασφαλιστικά επενδυτικά προϊόντα (insurance PRIPs) πρέπει να αποφεύγονται
«Οι κανόνες δεοντολογίας στην IMD2 ισχύουν για όλες τις ασφαλιστικές συμβάσεις και τα ενισχυμένα πρότυπα για τις πωλήσεις ασφαλιστικών επενδυτικών προϊόντων έχουν αθροιστικό χαρακτήρα», επισημαίνει η Ένωση Ευρωπαίων Ασφαλιστών, τονίζοντας ότι «αυτές οι απαιτήσεις είναι επαχθείς και επαναλαμβανόμενες και θα οδηγήσουν σε όρους μη ισότιμου ανταγωνισμού, αφού η πώληση επενδυτικών προϊόντων διέπεται από την οδηγία MiFID2».
Όπως υποστηρίζει «θα πρέπει να αποσαφηνιστεί στην IMD2 πως η πώληση επενδυτικών προϊόντων ασφάλισης δεν θα πρέπει να επιβαρυνθεί με επιπλέον κανόνες δεοντολογίας ούτε θα υπόκειται σε πιο αυστηρούς κανόνες απ’ ό,τι τα MiFID προϊόντα».
5 Οι πρακτικές cross-selling θα πρέπει να αντιμετωπιστούν με συνέπεια σε όλη τη νομοθεσία της ΕΕ για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες
Ο συνδυασμός ασφαλιστικών προϊόντων με άλλα προϊόντα ή υπηρεσίες προσφέρει περισσότερες επιλογές στους καταναλωτές, δίνοντάς τους πρόσβαση σε οικονομικά συμφέρουσα ασφαλιστική κάλυψη και παρέχοντάς τους πρόσθετη προστασία. Ωστόσο, σύμφωνα με την Insurance Europe, «οι προτεινόμενες στην IMD2 διατάξεις που αφορούν το cross-selling θα περιορίσουν αρκετά αυτές τις πρακτικές, λόγω της απαίτησης ο διαμεσολαβητής να προσφέρει κάθε διαφορετικό στοιχείο του ασφαλιστικού πακέτου ξεχωριστά».
Αυτή η απαίτηση, επίσης, δεν συμβαδίζει με τα όσα προτείνονται για το cross-selling στην οδηγία MiFID2, όπου υπάρχει μία μόνο υποχρέωση: να ενημερώνεται ο πελάτης κατά πόσο είναι δυνατό να αγοράσει ξεχωριστά το κάθε προϊόν. «Η οδηγία IMD2 πηγαίνει ακόμα πιο μακριά από ό,τι η MiFID2, χωρίς να υπάρχει λόγος», υποστηρίζει η Insurance Europe.
Η Ένωση των Ευρωπαίων Ασφαλιστών ανησυχεί, επίσης, για την αυξημένη εξουσία που δίνεται στην EIOPA να αναπτύξει τις κατευθυντήριες γραμμές για την αξιολόγηση και την εποπτεία των cross-selling πρακτικών, καθώς αυτό είναι κάτι που θα πρέπει, όπως υποστηρίζει, να εμπίπτει στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών ανταγωνισμού.
«Είναι σημαντικό η IMD2 να μην εμποδίζει τους ασφαλιστές να προσφέρουν επιπλέον προϊόντα, συχνά σε μειωμένες για τους καταναλωτές τιμές. Συνεπώς, η διάταξη για τις cross-selling πρακτικές που προτείνεται στην IMD2 θα πρέπει να αλλάξει, ώστε να επιτρέψει στους καταναλωτές να αγοράζουν προϊόντα ασφάλισης υπό τις καλύτερες δυνατές συνθήκες», καταλήγει η Insurance Europe.




