Καρκίνος παχέος εντέρου και πρόληψη

Του Δημήτριου Ταμπακόπουλου*

Ο καρκίνος του παχέος εντέρου είναι μία συχνή και θανατηφόρος ασθένεια. Είναι ο τρίτος πιο συχνός καρκίνος (στους άνδρες μετά τον προστάτη και τον πνεύμονα και στις γυναίκες μετά το μαστό και τον πνεύμονα). Ετησίως στις ΗΠΑ, αναμένονται 140.000 νέα περιστατικά και 60.000 θάνατοι, ποσοστό που αντιστοιχεί στο 10% των θανάτων από καρκίνο. Κάθε άνθρωπος έχει 6% πιθανότητα κινδύνου να νοσήσει από καρκίνο παχέος εντέρου στη διάρκεια της ζωής του.

Η αύξηση της ηλικίας είναι ο πιο σημαντικός παράγοντας κινδύνου, αφού η νόσος σπάνια εμφανίζεται προ των 40 ετών, ενώ 90% των περιστατικών εκδηλώνονται σε άτομα άνω των 50. Κάθε δεκαετία ζωής σχεδόν διπλασιάζει τον κίνδυνο προσβολής. 

Επιδημιολογικές μελέτες εκτιμούν ότι διατροφή πλούσια σε φρούτα, λαχανικά και ασβέστιο καθώς και η τακτική σωματική άσκηση έχουν προστατευτικό ρόλο, σε αντίθεση με το κάπνισμα, την παχυσαρκία και την πλούσια σε λιπαρά διατροφή. Ιδιαίτερη βαρύτητα έχει η κληρονομική προδιάθεση. Άτομα με πάσχοντα συγγενή πρώτου βαθμού διατρέχουν 15% κίνδυνο προσβολής στη διάρκεια της ζωής τους, σε σύγκριση με 6% στα άτομα του γενικού πληθυσμού.

Μεγάλος όγκος μελετών αποδεικνύει ότι η διαδικασία της καρκινογένεσης στο παχύ έντερο χαρακτηρίζεται από δύο στάδια. Στο 10 στάδιο, δημιουργούνται στο έντερο καλοήθη αδενώματα (πολύποδες), που αναπτύσσονται συνήθως ασυμπτωματικά. Μετά από χρόνια ακολουθεί το 2ο στάδιο καρκινογένεσης, που οδηγεί στην εξαλλαγή των αδενωμάτων σε καρκίνο. Στην πλειοψηφία των περιστατικών, η χρονική διάρκεια εξαλλαγής ενός πολύποδα σε καρκίνο εκτιμάται ότι είναι από 5 έως 10 χρόνια, με αποτέλεσμα να υπάρχει ένα μεγάλο παράθυρο χρόνου, που προσφέρει την ευκαιρία για έγκαιρη ανίχνευση των προκαρκινικών βλαβών οδηγώντας σε μεγαλύτερο προσδόκιμο ζωής. Αυτός είναι ο στόχος της εφαρμογής προγραμμάτων προληπτικού ελέγχου στο γενικό πληθυσμό. 

Σήμερα, η ενδοσκοπική εξέταση του παχέος εντέρου (κολονοσκόπηση) αποτελεί τη μέθοδο επιλογής προληπτικού ελέγχου. Πολλές μελέτες αναφέρουν ότι 25%-40% ασυμπτωματικών ατόμων άνω της ηλικίας των 50, έχουν πολύποδα (ή πολύποδες) στο παχύ έντερο (10 στάδιο), ενώ κάποιες μελέτες αναφέρουν ακόμα μεγαλύτερα ποσοστά. 

Η κολονοσκόπηση διενεργείται ανώδυνα, επιτυγχάνει την αναγνώριση των προκαρκινικών βλαβών και, παράλληλα, δίνει τη δυνατότητα για λήψη βιοψιών αλλά και αφαίρεση των βλαβών με την τεχνική της ενδοσκοπικής πολυποδεκτομής. Σε περιστατικά όπου ήδη υπάρχει καρκίνος, η έγκαιρη ανίχνευση της βλάβης σε πρώιμο στάδιο αυξάνει τα ποσοστά επιβίωσης (80%-95% σε στάδιο I ή II). 

Σύμφωνα με τις οδηγίες της Αμερικανικής Γαστρεντερολογικής Εταιρείας (AGA), η προληπτική κολονοσκόπηση αρχίζει από την ηλικία των 50 και διενεργείται ανά 5-10 έτη, με το μεσοδιάστημα των εξετάσεων να ποικίλλει ανάλογα με τους προδιαθετικούς παράγοντες και τα ιδιαίτερα προβλήματα των ατόμων. Ο έλεγχος του παχέος εντέρου είναι δυνατόν να γίνει και μέσω ακτινολογικών-απεικονιστικών εξετάσεων, όπως ο βαριούχος υποκλυσμός και η αξονική κολονοσκόπηση. Οι τεχνικές αυτές  καλύπτουν το διαγνωστικό στόχο της πρόληψης, όμως αδυνατούν να εξυπηρετήσουν τη λήψη βιοψιών ή την αφαίρεση των βλαβών.

Επειδή η αιμορραγία είναι το πλέον συχνό σύμπτωμα του καρκίνου, η έγκαιρη ανίχνευση μικροσκοπικής αιμορραγίας σε δείγματα κοπράνων (Fecal occult blood test – FOBT) προσφέρει μία εναλλακτική δυνατότητα πρόληψης. Τα σύγχρονα τεστ είναι ανοσοδοκιμασίες που επιτυγχάνουν ταχεία, εύκολη και εξαιρετικά ακριβή ποιοτική ανίχνευση της αιμοσφαιρίνης. 

Ένα θετικό αποτέλεσμα δεν πρέπει να χρησιμοποιείται ως μοναδικό κριτήριο στη διάγνωση γαστρεντερικής παθολογίας ή αιμορραγίας και θα πρέπει άμεσα να ερευνηθεί περαιτέρω, για την ανακάλυψη της πηγής και της αιτίας της απώλειας αιμοσφαιρίνης. Οι μελέτες αναφέρουν ότι η ετήσια διενέργεια εξέτασης των κοπράνων για αιμοσφαιρίνη, που συνοδεύεται από άμεση κολονοσκόπηση στις περιπτώσεις θετικών δειγμάτων, οδηγεί σε μείωση της θνητότητας από τον καρκίνο παχέος εντέρου κατά 30%. Η εξέταση κοπράνων για DNA είναι μία αρκετά νέα υποσχόμενη μέθοδος ανίχνευσης προκαρκινικών βλαβών στο παχύ έντερο, όμως, η αποδοτικότητά της στην καθημερινή κλινική πράξη δεν έχει ακόμα πλήρως μελετηθεί. 

Δεν υπάρχουν αιματολογικές εξετάσεις που να εξυπηρετούν τον προληπτικό έλεγχο, διότι οι δείκτες που παράγονται από τα καρκινικά κύτταρα του παχέος εντέρου είναι πολύ δύσκολο να ανιχνευθούν στα πρώιμα στάδια και έτσι δεν εξυπηρετούν στην επίτευξη καλύτερης πρόγνωσης. Το καρκινοεμβρυικό αντιγόνο (CEA) είναι ο πλέον χρησιμοποιούμενος καρκινικός δείκτης, αλλά εξυπηρετεί μόνον στον έλεγχο της αποτελεσματικότητας της χειρουργικής θεραπείας και στην ανίχνευση πιθανής υποτροπής της νόσου.

Στα τελευταία χρόνια, μελέτες από τις χώρες που έχουν ήδη υιοθετήσει την εφαρμογή προγραμμάτων πρόληψης για τον καρκίνο του παχέος εντέρου, παρουσιάζουν αποτελέσματα που δείχνουν ότι η έγκαιρη ανίχνευση των πρώιμων βλαβών οδηγεί στην καλύτερη πρόγνωση και στη μείωση της θνητότητας.

* Ο κ. Δημήτριος Ταμπακόπουλος είναι Διευθυντής Γ’ Γαστρεντερολογικής Κλινικής Ευρωκλινικής Αθηνών.