Καταπέλτης το πόρισμα Πολυβίου για την τραγωδία στο Μαρί

Θεσμικές και προσωπικές οι ευθύνες του Προέδρου και των Υπουργών Εξωτερικών και Άμυνας

«Το γενικό συμπέρασμα που προκύπτει από την έρευνα που διεξήγαγα είναι ότι η Κυπριακή Πολιτεία επέδειξε πολύ σοβαρή ανεπάρκεια, ολιγωρία, αμέλεια και ανευθυνότητα στο χειρισμό του όλου θέματος», επισημαίνει στο πόρισμά του ο κ. Πόλυς Πολυβίου, καταλογίζοντας θεσμική αλλά και προσωπική ευθύνηστον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας, κ. Δημήτρη Χριστόφια, και στους τέως υπουργούς Εξωτερικών και Άμυνας, κ.κ. Μάρκο Κυπριανού και Κώστα Παπακώστα.

Το πόρισμα
Εννέα ημέρες (στις 20 Ιουλίου) μετά την τραγική έκρηξη της 11ης Ιουλίου στη ναυτική βάση «Ευάγγελος Φλωράκης» στο Μαρί, το Υπουργικό Συμβούλιο με διάταγμά του διόρισε την υπό τον κ. Πόλυ Πολυβίου Μονομελή Ερευνητική Επιτροπή, προκειμένου να διερευνήσει όλα τα σχετικά γεγονότα καθώς και το θέμα της ευθύνης/ευθυνών για την έκρηξη και τα συνεπακόλουθά της. Ο κ. Πολυβίου, ομολογουμένως σε πολύ σύντομο χρόνο, ολοκλήρωσε το έργο που του είχε ανατεθεί και στις 3 Οκτωβρίου επέδωσε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, στον Πρόεδρο της Βουλής και στο Γενικό Εισαγγελέα το ογκωδέστατο πόρισμά του (διαιρείται σε 13 κεφάλαια και αποτελείται από 643 σελίδες). Σ’ αυτό καταγράφονται λεπτομερώς τα γεγονότα, όπως προέκυψαν από το υλικό που τέθηκε ενώπιον της Επιτροπής, τόσο υπό μορφή εγγράφων όσο και ως προφορική μαρτυρία που δόθηκε στο πλαίσιο των δημόσιων ακροάσεων. 
Στο 12ο Κεφάλαιο του Πορίσματος ο κ. Πολυβίου παραθέτει την τελική σύνοψη των γεγονότων, διαπιστώσεων και ευρημάτων της έρευνάς του και αναφέρει συγκεκριμένα τα εξής:

«Αυτό είναι το κατάλληλο σημείο για μια πολύ περιληπτική παράθεση των βασικών γεγονότων, διαπιστώσεων και ευρημάτων, που κατά την άποψή μου προκύπτουν τόσο από τη λεπτομερή καταγραφή των γεγονότων όσο και από τις πιο εξειδικευμένες αξιολογήσεις διαφόρων πτυχών του θέματος. Η παρούσα σύνοψη κρίνεται χρήσιμη για τις απόψεις, κρίσεις και συμπεράσματα που θα ακολουθήσουν.

1. Η έκρηξη/καταστροφή δεν προκλήθηκε από δολιοφθορά, αλλά από αυτοανάφλεξη που με τη σειρά της οφείλεται στον τρόπο φύλαξης του φορτίου, και ιδιαίτερα στο ότι τα εμπορευματοκιβώτια είχαν αφεθεί εκτεθειμένα σε υπαίθρια στοιβάδα χωρίς καμιά προφύλαξη, για σημαντική χρονική περίοδο.

2. Ο τρόπος φύλαξης των εμπορευματοκιβωτίων, που περιείχαν εκρηκτικά/πυρομαχικά/πυρίτιδα και άλλα συναφή αντικείμενα, ήταν αντίθετος προς κάθε κανόνα φύλαξης πυρομαχικών και/ή εκρηκτικών. Ο τρόπος φύλαξης ήταν παντελώς ανεύθυνος.

3. Τα εμπορευματοκιβώτια και το περιεχόμενό τους είχαν απλώς τοποθετηθεί στη Ναυτική Βάση στο Μαρί.  Ήταν εκτός κάθε συστήματος επιθεώρησης ή ελέγχου. Ουδέποτε τα περιεχόμενά τους υπεβλήθησαν σε χημικές αναλύσεις για να διαπιστωθεί η ακριβής σύνθεσή τους, ουδέποτε επιθεωρήθηκαν και ουδέποτε λήφθηκε οποιοδήποτε μέτρο ασφάλειας σε σχέση με τη συνεχιζόμενη παραμονή τους στη Ναυτική Βάση.

4. Φαίνεται ότι η αρχική τοποθέτηση των εμπορευματοκιβωτίων στη Ναυτική Βάση οφειλόταν στην εντύπωση ότι ο χώρος εκείνος ήταν ο πιο κατάλληλος για να αποτραπεί οποιαδήποτε δολιοφθορά και/ή κλοπή σε σχέση με το φορτίο, πρώτιστα από τη θάλασσα. Ουδέποτε λήφθηκε υπόψη είτε η γειτνίαση με τον Ηλεκτροπαραγωγό Σταθμό της ΑΗΚ είτε το ότι ο χώρος και ο τρόπος τοποθέτησής τους ενδεχόμενα παρουσίαζαν σοβαρό κίνδυνο για το προσωπικό της Ναυτικής Βάσης ή για τα πρόσωπα που φρουρούσαν το φορτίο.

5. Η απόφαση για κατακράτηση, εκφόρτωση και αποθήκευση του φορτίου στην Κύπρο λήφθηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Η διατήρηση του φορτίου στην Κύπρο πέρα από μια μεταβατική/ προσωρινή περίοδο οφείλεται σε απόφαση/αποφάσεις του Προέδρου της Δημοκρατίας. Η απόφαση για τοποθέτηση του φορτίου στη Ναυτική Βάση λήφθηκε ή τουλάχιστον εγκρίθηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, μετά από εισήγηση του Υπουργού Άμυνας, ο οποίος ενήργησε με βάση τη σύσταση των προσώπων που είχαν επιθεωρήσει τρία στρατόπεδα (προτού να καταλήξουν στη Ναυτική Βάση στο Μαρί).  Έστω και εάν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν υπέγραψε έγγραφο με το οποίο να επιλέγεται το Μαρί, και έστω και εάν η υπηρεσιακή πρωτοβουλία για επιλογή του Μαρί ανήκει στο ΓΕΕΦ ή/και στον Υπουργό  Άμυνας, η τελική απόφαση για εναπόθεση στη Ναυτική Βάση στο Μαρί αποδίδεται στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

6. Η κατάσχεση του φορτίου από την Κυπριακή Δημοκρατία έγινε σύμφωνα με τα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών. Πολιτικά, κρίνεται ως ορθή απόφαση.

7. Ο χειρισμός του φορτίου μετά την εκφόρτωση και την κατάσχεσή του συνιστά μια θλιβερή ιστορία ανικανότητας, ολιγωρίας, αμέλειας, παραγνώρισης σαφών και προβλεπτών κινδύνων, ανευθυνότητας. Το φορτίο αποτελούσε από την αρχή μια εν δυνάμει ωρολογιακή βόμβα που είχε τοποθετηθεί σε ένα από τα πιο ακατάλληλα σημεία της Κύπρου, εντός στρατοπέδου της Εθνικής Φρουράς και δίπλα από τον Ηλεκτροπαραγωγό Σταθμό της ΑΗΚ στο Βασιλικό. Αυτά ήταν γνωστά ή θα έπρεπε να ήταν  γνωστά όχι μόνο στους Υπουργούς Άμυνας και Εξωτερικών αλλά και στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

8. Η επικινδυνότητα του φορτίου ήταν επαρκώς γνωστή από την αρχή σε όλους τους εμπλεκομένους, συμπεριλαμβανομένων των Υπουργών  Άμυνας και Εξωτερικών και του Προέδρου της Δημοκρατίας (στην τελευταία περίπτωση, τόσο μέσω των συνεργατών του όσο και από άμεση προσωπική εμπλοκή). Η σταδιακή αλλοίωση της πυρίτιδας και οι συναφείς με αυτή κίνδυνοι κατέστησαν γνωστοί (στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας) το αργότερο το Σεπτέμβριο του 2010. Από το Φεβρουάριο του 2011 το αργότερο, έπρεπε να είναι κατανοητό πλέον σε όλους ότι είχε αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση και ότι θα λάμβανε χώρα συμβάν απροβλέπτων διαστάσεων, εκτός αν αποφασίζονταν και υλοποιούνταν χωρίς καθυστέρηση τα ενδεδειγμένα μέτρα (με τη βοήθεια ξένων εμπειρογνωμόνων ή της Ομάδας Εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής Κυρώσεων των Ηνωμένων Εθνών, η οποία όχι μόνο δεν ενθαρρύνθηκε αλλά ουσιαστικά εμποδίστηκε από τον Υπουργό Εξωτερικών να επισκεφθεί την Κύπρο και να επιθεωρήσει το φορτίο).

9. Υπήρχαν προσφορές για βοήθεια και αρωγή από τρίτες χώρες καθώς και από την Ευρωπαϊκή  Ένωση. Η Κυβέρνηση ουδόλως εκμεταλλεύτηκε αυτές τις προσφορές.

10. Το ΓΕΕΦ και το Υπουργείο Άμυνας εξέφρασαν ανησυχίες για την αυξανόμενη επικινδυνότητα του φορτίου. Ο Υπουργός Εξωτερικών, ενεργώντας στο πλαίσιο της εξωτερικής πολιτικής του κράτους, επικαλέστηκε κατ’ επανάληψη «πολιτικούς λόγους» με σκοπό τη συνέχιση της υφισταμένης κατάστασης, κάτι που αναπόφευκτα ερμηνεύθηκε από το ΓΕΕΦ και το Υπουργείο Άμυνας ως εντολή/οδηγία για παραμονή του φορτίου εκεί, όπου και όπως είχε τοποθετηθεί, δηλαδή στη Ναυτική Βάση στο Μαρί.

11. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έδωσε «διαβεβαιώσεις» στον Πρόεδρο Assad της Συρίας ότι το φορτίο θα παρέμενε στην Κύπρο, μέχρις ότου καταστεί εφικτή η επιστροφή του στη Συρία ή το Ιράν. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν είχε πρόθεση να στείλει το φορτίο πίσω στη Συρία ή το Ιράν, στόχευε, όμως, στην επίτευξη «πολιτικών ισορροπιών» μεταξύ των «εμπλεκομένων χωρών και δυνάμεων», που σήμαινε την παραμονή του φορτίου στην Κύπρο χωρίς αυτό να εκποιείται ή/και να καταστρέφεται εκτός μετά την εξασφάλιση της συναίνεσης της Συρίας και του Ιράν. Η πολιτική προσέγγιση του Προέδρου και της Κυβέρνησης στο όλο θέμα (δηλαδή η θέση ότι δεν έπρεπε «να δυσαρεστηθεί» η Συρία και το Ιράν, ιδιαίτερα η Συρία) συνέτεινε στην αδικαιολόγητα μακρά παραμονή του φορτίου στην Κύπρο.

12. Ο πολιτικός χειρισμός του όλου θέματος, συμπεριλαμβανομένων κατάσχεσης, εκφόρτωσης και τοποθέτησης στη Ναυτική Βάση στο Μαρί, ανήκει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τόσο λόγω της πραγματικής εμπλοκής του στο θέμα από την αρχή όσο και θεσμικά (υπό την έννοια ότι ο ίδιος έλαβε ή θεωρείται ότι έλαβε όλες τις βασικές αποφάσεις, εφόσον ουδεμία απόφαση λήφθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο).

13. Οι υπεύθυνοι αξιωματικοί της Ναυτικής Βάσης στο Μαρί ουδέποτε ενημερώθηκαν επαρκώς για το περιεχόμενο και την επικινδυνότητα του φορτίου. Σίγουρα, γνώριζαν ότι επρόκειτο για ένα ιδιάζον φορτίο μεγάλης «εθνικής και πολιτικής σημασίας», το οποίο εξ ανάγκης είχε τοποθετηθεί στη Ναυτική Βάση. Δεν ανήκε ούτε στον εξοπλισμό ούτε στα πυρομαχικά της Βάσης. Δεν είχαν πρόσβαση στο περιεχόμενό του, αλλά τους ανατέθηκε μόνο η φρούρησή του. Δεν γνώριζαν πώς ακριβώς έπρεπε να αντιμετωπισθεί οποιοδήποτε πρόβλημα το οποίο, ενδεχόμενα, να παρουσιαζόταν στο φορτίο, όπως π.χ. ανάφλεξη ή έκρηξη αυτού.

14. Κατά τη σύσκεψη του Φεβρουαρίου του 2011 έπρεπε να ληφθούν πολύ σοβαρά οι ανησυχίες για ενδεχόμενη έκρηξη. Το αποτέλεσμα της οποιασδήποτε σύσκεψης έπρεπε να είναι σαφής οδηγία για καταστροφή του φορτίου, ενδεχομένως με τη βοήθεια ξένων εμπειρογνωμόνων. Κάτι τέτοιο δεν έγινε, με αποτέλεσμα να παρατηρηθεί περαιτέρω καθυστέρηση πέντε μηνών.

15. Η επιστημονική ανάλυση και εξέταση του περιεχομένου των εμπορευματοκιβωτίων μπορούσε και έπρεπε να γίνει από το Κρατικό Χημείο της Κύπρου, που διαθέτει την αναγκαία εμπειρογνωμοσύνη.

16. Όταν διαπιστώθηκε η διόγκωση και η ανάφλεξη/έκρηξη ενός εμπορευματοκιβωτίου στις 4.7.2011 έπρεπε να δοθεί αμέσως εντολή για εκκένωση της περιοχής (συμπεριλαμβανομένης της Ναυτικής Βάσης και του Ηλεκτροπαραγωγού Σταθμού της ΑΗΚ). Επεκράτησε χάος και σύγχυση, με αποτέλεσμα το μοιραίο να μην αποφευχθεί.

17. Ιδιαίτερα ελλιπής ήταν η «ανταπόκριση» της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας. Η Υπηρεσία αυτή δεν έτυχε της κατάλληλης πληροφόρησης και αναγκαίας ενημέρωσης πριν την 6.7.2011. Μεσολάβησαν 4 ημέρες μεταξύ της επιτόπιας επιθεώρησης και της έκρηξης. Η Πυροσβεστική Υπηρεσία αμέλησε να λάβει τα αναγκαία μέτρα είτε για αντιμετώπιση κάποιου συμβάντος μέσω της εκπόνησης ειδικού σχεδίου δράσης είτε για να εφοδιάσει τα στελέχη της με την απαραίτητη πληροφόρηση για το πώς έπρεπε να αντιμετωπισθεί ενδεχόμενη ανάφλεξη και/ή πυρκαγιά και/ή έκρηξη των συγκεκριμένων εμπορευματοκιβωτίων.

18. Μεταξύ 4.7.2011 και 11.7.2011, υπήρχε επαρκής χρόνος για να γίνουν τα δέοντα, δηλαδή προσπάθεια για απομάκρυνση του διογκωμένου εμπορευματοκιβωτίου, εκκένωση της Ναυτικής Βάσης και εκκένωση και διακοπή της λειτουργίας του Ηλεκτροπαραγωγού Σταθμού. Οι αρμόδιοι, σε όλα τα επίπεδα, παρέλειψαν να πράξουν το οφειλόμενο καθήκον τους».

Στο 13ο κεφάλαιο του Πορίσματος, υπό τον τίτλο «Κατάληξη – Αδυσώπητα Ερωτήματα και Αναπόφευκτα Συμπεράσματα», ο κ. Πολυβίου παραθέτει αρχικά το γενικό συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε, το οποίο είναι το εξής:
«Το γενικό συμπέρασμα που προκύπτει από την έρευνα που διεξήγαγα είναι ότι η Κυπριακή Πολιτεία επέδειξε πολύ σοβαρή ανεπάρκεια, ολιγωρία, αμέλεια και ανευθυνότητα στο χειρισμό του όλου θέματος». 
Ακολούθως και μετά από τη συνοπτική αναφορά των γεγονότων που παρέθετε, καταλήγει στα εξής: «Η κατάληξή μου έχει ως ακολούθως: Ο Υπουργός Άμυνας βαρύνεται με πολύ σοβαρές ευθύνες (θεσμικές και προσωπικές), όπως έχει επεξηγηθεί λεπτομερώς πιο πάνω. Επίσης, ο Υπουργός Εξωτερικών βαρύνεται με πολύ σοβαρές ευθύνες (θεσμικές και προσωπικές), όπως έχει επεξηγηθεί λεπτομερώς πιο πάνω. Η κύρια ευθύνη, όμως, ανήκει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο οποίος προΐσταται του Κράτους και της Κυβέρνησης. Ο Πρόεδρος είχε το γενικό πρόσταγμα καθώς και την κυριαρχική εξουσία σε σχέση με το υπό κρίση θέμα. Ο Πρόεδρος έχει τη μεγίστη ευθύνη για την ανεπάρκεια, την αμέλεια και την ολιγωρία που επιδείχθηκαν.  Έχει συνεπώς την πιο μεγάλη ευθύνη για το τι συνέβη. Σαφώς, η τύχη του φορτίου ανήκε στην Εκτελεστική Εξουσία του Κράτους. Η Εκτελεστική Εξουσία, της οποίας προΐσταται ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, απέτυχε οικτράνα λάβει τα αναγκαία μέτρα για το χειρισμό του θέματος, συμπεριλαμβανομένης της ασφαλούς φύλαξης του φορτίου στην Κύπρο. Ανεξάρτητα από θέματα εξωτερικής πολιτικής (όπως εγείρονται από τη συνάντηση των Προέδρων Χριστόφια και Assad στις 31.8.2009 και τις διαβεβαιώσεις που εκεί δόθηκαν), εν όψει της σημασίας του θέματος και αυξανόμενης επικινδυνότητας του φορτίου, πράγματα που ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει, ήταν απόλυτα αναγκαίο να ληφθούν αποτελεσματικά μέτρα, με βασικό στόχο τη διασφάλιση των ζωτικών συμφερόντων της πολιτείας και των πολιτών. Το θέμα δεν έπρεπε να αφεθεί να συζητείται για δύο και πλέον χρόνια από επιτροπές και από εκπροσώπους διαφόρων κρατικών υπηρεσιών, χωρίς συντονισμό και χωρίς αποτέλεσμα. Το υπό κρίση θέμα δεν έπρεπε να αφεθεί στο έλεος των συνήθων γραφειοκρατικών διαδικασιών, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η αυξανόμενη επικινδυνότητα του φορτίου που ήταν ή έπρεπε να είναι εμφανής σε όλους, και ιδιαίτερα στον επικεφαλής της Εκτελεστικής Εξουσίας του Κράτους, δηλαδή στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Επαναλαμβάνω ότι πέραν του πολιτειακού του αξιώματος και της θεσμικής του ιδιότητας, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είχε ο ίδιος αναλάβει τη διαχείριση του επικίνδυνου φορτίου (τόσο στην πραγματικότητα όσο και στα μάτια των άλλων εμπλεκομένων), έχοντας τον υπέρτατο έλεγχο αυτού.
Ήταν ο Πρόεδρος που ήταν υπεύθυνος για τη λήψη των ουσιωδών αποφάσεων επί του θέματος. Ήταν οι αποφάσεις και η πολιτική του Προέδρου που οδήγησαν στη μακρά παραμονή του φορτίου στην
Κύπρο, υπό τις απαράδεκτες συνθήκες φύλαξής του. Κρίνω ότι οι ενέργειες, πράξεις και αποφάσεις του Προέδρου ουδόλως ανταποκρίνονται στο ελάχιστο επίπεδο της αναμενόμενης από αυτόν
επιμέλειας (τόσο για το δημόσιο συμφέρον, για την οικονομία του τόπου αλλά κυρίως για την ασφάλεια των πολιτών της Δημοκρατίας).
Η ουσία του πράγματος είναι ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, στην υπό εξέταση περίπτωση, απέτυχε να μεριμνήσει ή έστω και να λάβει στοιχειώδη μέτρα για την ασφάλεια πολιτών της ΚυπριακήςΔημοκρατίας, και ιδιαίτερα στρατιωτών και πυροσβεστών.
Τονίζω, διευκρινίζω και καταλήγω ότι δεν αναφέρομαι απλώς σε θεσμική και εξ αξιώματος πολιτική ευθύνη, που πάντα υπάρχει. Στην προκειμένη περίπτωση, καταλογίζω στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας σοβαρότατες προσωπικές ευθύνες για το τραγικό συμβάν και τις συνέπειες του».

Οι πρώτες αντιδράσεις
Αμέσως μετά τη δημοσιοποίηση του πορίσματος του κ. Πολυβίου, στην Κύπρο ξέσπασε πολιτική θύελλα, με τα κόμματα πλην ΑΚΕΛ (το ΑΚΕΛ ανέθεσε σε ομάδα ειδικών να εξετάσει το Πόρισμα στην ολότητά του, επισταμένα και εξαντλητικά. Ανακοίνωσε, δε, ότι τα συμπεράσματα αυτής της μελέτης θα τα δώσει στη δημοσιότητα, «ώστε να μπορεί ο κυπριακός λαός να κρίνει αντικειμενικά και τεκμηριωμένα τα γεγονότα») να ζητούν την παραίτηση του Προέδρου. 
Ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας απέρριψε κατηγορηματικά ότι υπέχει οποιασδήποτε προσωπικής ευθύνης για την τραγωδία στο Μαρί, υπογράμμισε ότι έχει αναγνωρίσει δημόσια τη θεσμική του ευθύνη, διεμήνυσε ότι δεν πρόκειται να παραιτηθεί και σχολίασε αναφορικά με τον κ. Πολυβίου ότι «έχει υπερβεί τους όρους εντολής του». 
Πιο συγκεκριμένα, στο περιθώριο εκδήλωσης που γινόταν στη Λεμεσό στις 3 Σεπτεμβρίου, ο κ. Χριστόφιας δήλωσε αναφορικά με το πόρισμα ότι «χρήζει ενδελεχούς μελέτης». Απορρίπτοντας κατηγορηματικά ότι υπέχει προσωπική ευθύνη για το συμβάν, σημείωσε ότι «αυτό το συμπέρασμα από μέρους του κ. Πολυβίου δεν τεκμηριώνεται από τις μαρτυρίες και από το υλικό που παρουσιάστηκε ενώπιον της Διερευνητικής Επιτροπής. Αντίθετα! Πολλοί συλλογισμοί και συμπεράσματα του κ. Πολυβίου στο πόρισμά του, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την εμπλοκή του Προέδρου της Δημοκρατίας στο υπό διερεύνηση θέμα, φαίνονται έκδηλα και εκ πρώτης όψεως να στερούνται της απαραίτητης τεκμηρίωσης, είναι αστήρικτοι ή ακόμα και ενάντια στο ενώπιον του κ. Πολυβίου παρουσιασθέν μαρτυρικό υλικό, έρχονται σε αντίθεση. Χωρίς αμφιβολία μπορεί κάποιος με ασφάλεια να υποστηρίξει ότι ο κ. Πολυβίου έχει υπερβεί τους όρους εντολής του, προβαίνοντας ακόμα σε υποδείξεις και αξιολογήσεις αναφορικά με τον καθορισμό της εξωτερικής πολιτικής και της εν γένει πολιτικής του κράτους και της Κυβέρνησης και των διπλωματικών χειρισμών».
Με πιο οξύ λόγο στη συνέχεια, υπογράμμισε μεταξύ άλλων: «Δεν είναι δουλειά του κ. Πολυβίου να μας πει ποια θα πρέπει να είναι η εξωτερική, ακόμη και η εσωτερική πολιτική, που αφορά τους καθημερινούς χειρισμούς των θεμάτων της οικονομίας, των θεμάτων του εσωτερικού μετώπου. Παράλληλα, ο κ. Πολυβίου προβαίνει σε αναφορές και εκτιμήσεις καθαρά πολιτικές, οι οποίες άπτονται μάλιστα της διαχείρισης λεπτών εθνικών συμφερόντων, πτυχή που ουδόλως σχετίζεται με τους όρους εντολής που έλαβε.
»Σε μια ευνομούμενη, σύγχρονη πολιτεία, η διαφάνεια είναι στοιχείο που εμβαθύνει τη δημοκρατία – εξ ου και το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε να δώσει στη δημοσιότητα το πόρισμα του κ. Πολυβίου. Το ίδιο και η ελεύθερη άσκηση κριτικής. Ουδείς, εξάλλου, είναι υπεράνω κριτικής. Σε αυτά τα πλαίσια, δυστυχώς, πρέπει να επισημάνω ότι το πόρισμα, μέσα από επαναλαμβανόμενες, εκτενείς αναφορές, επικεντρώνεται σχεδόν αποκλειστικά στο πρόσωπο του Προέδρου της Δημοκρατίας, στον οποίο αποδίδεται σχεδόν η αποκλειστική ευθύνη». 
Στη συνέχεια σημείωσε: «Εξακολουθώ να έχω τη θέση ότι δεν υπέχω προσωπική ευθύνη. Οι ευθύνες μου, ως επικεφαλής της Κυβέρνησης και του κράτους, είναι θεσμικές, με την έννοια ότι φυσιολογικά κάθε θετικό ή αρνητικό αντανακλά και στον επικεφαλής του κράτους. Αυτό το δέχομαι. Τη θεσμική ευθύνη με παρρησία έχω αναγνωρίσει δημόσια ενώπιον και του κ. Πολυβίου. Δεν θέλω να καταπιαστώ με ζητήματα που έγιναν εκεί στην Επιτροπή και, αν θέλετε, το σκηνικό που δημιουργήθηκε εκεί. Τα ξεπερνώ αυτά τα πράγματα. 
Στις 11 Ιουλίου έγινε ένα τραγικό γεγονός που στοίχισε τη ζωή σε 13 συνανθρώπους μας. Για ακόμα μια φορά θέλουμε να εκφράσουμε τη θλίψη και τη συμπαράστασή μας προς τους συγγενείς των ανθρώπων που χάθηκαν.
Για ακόμα μια φορά εκφράζουμε τη συγγνώμη και τις απολογίες της Κυβέρνησης και εμού προσωπικά για τις ελλείψεις, τα λάθη και τις αδυναμίες που οδήγησαν στην τραγωδία, που είναι και μακρόχρονες οι αδυναμίες αυτές και θεσμικές και που δεν δημιουργήθηκαν τα τελευταία τρία χρόνια.
Ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, έχω την πρώτιστη πολιτική ευθύνη να εξυπηρετώ και να υπερασπίζομαι τα ζωτικά συμφέροντα της Κύπρου και του λαού μας, και στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Διερχόμαστε μια περίοδο εξαιρετικά κρίσιμη ως χώρα.
Η Τουρκία, με αφορμή την προώθηση των ερευνών για εντοπισμό και εκμετάλλευση κοιτασμάτων υδρογονανθράκων, απειλεί και προκαλεί ένταση και κινδύνους στην περιοχή.
Στο Κυπριακό η τουρκική πλευρά παρουσιάζεται με αναβαθμισμένη αρνητικότητα, δυστυχώς, και επιχειρεί να φορτώσει την ευθύνη για την έλλειψη προόδου στην ελληνοκυπριακή πλευρά. 
Στην οικονομία υπάρχει η πιεστική ανάγκη για συνέχιση της λήψης μέτρων για δημοσιονομική εξυγίανση και επίλυση των διαρθρωτικών προβλημάτων. 
Η Κυπριακή Δημοκρατία τον ερχόμενο Ιούλιο αναλαμβάνει την προεδρία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, για την οποία οι προπαρασκευαστικές εργασίες βρίσκονται σε εξέλιξη. Η Ευρώπη μας παρακολουθεί και αναμένει δείγματα γραφής. 
Η ανάληψη της πρώτιστης πολιτικής ευθύνης για εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος επιβάλλει στην παραμονή του κράτους τη διαχείριση όλων αυτών των εξαιρετικής σημασίας θεμάτων». 
Εν κατακλείδι, ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, υπογράμμισε: «Η Κύπρος χρειάζεται όσο ποτέ άλλοτε πολιτική σταθερότητα, ηρεμία και ενότητα. Ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχω την ευθύνη αυτά να τα διασφαλίσω και θα αγωνιστώ με όλες μου τις δυνάμεις να τα διασφαλίσω. Η παραίτηση από την Προεδρία και η είσοδος της Κύπρου σε μια παρατεταμένη προεκλογική αντιπαράθεση θα οδηγήσει σε περίοδο αστάθειας και εντάσεων που είναι ό,τι χειρότερο για την Κύπρο, για την πατρίδα μας τούτη την ώρα.
Καλώ όλους σε ενότητα. Οι καιροί για την Κύπρο αυτό απαιτούν. Σας λέω ξανά, θα παραμείνουμε όρθιοι στις επάλξεις».  

Αστική Ευθύνη & Ανάκτηση αποζημιώσεων
Ο κ. Πολυβίου στο πόρισμά του, σε επιμέρους κεφάλαιο που τιτλοφορείται «Αστική Ευθύνη», σημειώνει μεταξύ άλλων: 
«(…) Αισθάνομαι ότι μπορώ να είμαι ιδιαίτερα σαφής αναφορικά με το θέμα της αστικής ευθύνης.
Εδώ, έχει επισυμβεί ένα ιδιαίτερα σοβαρό και τραγικό συμβάν, με επιπτώσεις τόσο για τη ζωή ανθρώπων όσο και για την 
περιουσία τους. Όπως και να αντιμετωπισθούν οι επί μέρους ευθύνες, πολιτικές και ποινικές, η ευθύνη στο αστικό δίκαιο ανήκει στην Κυπριακή Δημοκρατία. Η Κυπριακή Δημοκρατία έχει την υποχρέωση να αποζημιώσει τα πρόσωπα που έχουν πληγεί σαν αποτέλεσμα του συμβάντος και των επιπτώσεών του. Οι νομικές προϋποθέσεις ανάκτησης αποζημιώσεων στο αστικό δίκαιο ικανοποιούνται πλήρως και η ευθύνη της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν μπορεί ούτε και πρέπει να αμφισβητηθεί.
Ήδη, η Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω της Κυβέρνησης, έχει ουσιαστικά αποδεχθεί τη νομική ευθύνη για να αποζημιώσει τους παθόντες. Εισηγούμαι να συσταθεί Επιτροπή Αποζημιώσεων, της οποίας να προΐσταται πρώην δικαστικός ή νομικός εγνωσμένου κύρους, και η οποία σε περίπτωση που δεν επιτυγχάνεται συμφωνία μεταξύ Δημοκρατίας και κάποιου συγκεκριμένου παραπονούμενου για το ύψος των αποζημιώσεων, να εκδίδει εισήγηση/σύσταση. Αναγνωρίζω φυσικά ότι δεν μπορεί ο οποιοσδήποτε παθών να εμποδιστεί από το να προσφύγει στα Δικαστήρια για απόδοση σε αυτόν οποιασδήποτε θεραπείας πιστεύει ότι δικαιούται, αλλά γνωρίζω τις καθυστερήσεις που θα υπάρξουν με την έγερση δικαστικών διαδικασιών.
Είναι γι’ αυτό που εισηγούμαι τη σύσταση της Επιτροπής Αποζημιώσεων, με σκοπό να δοθούν οι ενδεικνυόμενες αποζημιώσεις χωρίς καθυστέρηση».