To άρθρο του Krzysztof Ostaszewski, Research Director, Life and Pensions, The Geneva Association αποτελεί μια ολιστική προσέγγιση σχετικά με την ανάγκη συντονισμού των τεσσάρων πυλώνων του συνταξιοδοτικού συστήματος.
1. Ο κόσμος των χρηματοοικονομικών και ο πραγματικός κόσμος
Η σχέση του κόσμου των χρηματοοικονομικών με τον κόσμο της πραγματικής οικονομίας υπήρξε πάντα μία σχέση αγάπης και μίσους, με την πλευρά του μίσους να κάνει συχνότερα την εμφάνισή της πρόσφατα. Ο κόσμος των χρηματοοικονομικών έχει δύο πτυχές:
– το ερώτημα του πώς παρέχονται και διοχετεύονται τα ποσά που είναι απαραίτητα για την εκτέλεση οικονομικών έργων, και
– το ερώτημα του πώς κατανέμονται τα αποτελέσματα της οικονομικής δραστηριότητας.
Της πιστωτικής κρίσης του 2008 προηγήθηκαν κύματα δραστηριότητας που θεωρήθηκαν ευρέως ως μεγάλη χρηματοοικονομική καινοτομία στη στεγαστική αγορά των ΗΠΑ. Σύμφωνα με τους υποστηρικτές της άποψης αυτής, ο χρηματοοικονομικός τομέας συνέβαλε στην πραγματική οικονομία, δίνοντας τη δυνατότητα στους μέχρι πρότινος αποκλειόμενους φτωχούς να είναι σε θέση να απολαύσουν το Αμερικανικό Όνειρο: την κατοχή του δικού τους σπιτιού. Μετά την κατάρρευση που προκάλεσε η πιστωτική κρίση, οι πολέμιοι της χρηματοοικονομικής καινοτομίας την παρουσίασαν ως κακοδιαχείριση, στην καλύτερη περίπτωση, και ως απάτη στη χειρότερη. Υπό αυτό το πρίσμα, ο χρηματοοικονομικός κόσμος κατέστρεψε την οικονομική αξία. Φυσικά, οι δύο αυτές απόψεις “πριν και μετά” είναι αντιφατικές: η μέθοδος της χρηματοδότησης της κατοικίας μπορεί να καταστρέψει την αξία ή να προσθέσει αξία, όχι όμως να κάνει και τα δύο ταυτόχρονα. Ανεξαρτήτως άποψης, πρέπει να σημειωθεί ότι, καίτοι εμείς αποφασίζουμε για τη χρηματοοικονομική δομή ενός οικονομικού εγχειρήματος στην αρχή του, η αξία του θα μας αποκαλυφθεί αργότερα, όταν θα γίνει γνωστή η επίδραση στην πραγματική οικονομία.
Ο σχεδιασμός ενός συνταξιοδοτικού συστήματος δεν διαφέρει ιδιαίτερα από το σχεδιασμό άλλων μερών οικονομικών συστημάτων. Αποφασίζουμε στην αρχή για τη χρηματοδότηση και μετά από κάποιο χρονικό διάστημα βιώνουμε τις οικονομικές συνέπειες.
Οι τέσσερις πυλώνες του συνταξιοδοτικού προγραμματισμού –το υποχρεωτικό διανεμητικό σύστημα κρατικής σύνταξης, η συμπληρωματική επαγγελματική σύνταξη, η ατομική αποταμίευση (προσωπική σύνταξη και περιουσία και ασφάλεια ζωής) και η ευέλικτη επέκταση της εργάσιμης ζωής, κυρίως με μερική απασχόληση– είναι το αποτέλεσμα νομικού και θεσμικού σχεδιασμού, περιλαμβανομένου του τμήματος χρηματοδότησης για τα τρία πρώτα, και δίνονται σε κάθε γενιά καθώς εισέρχεται στην αγορά εργασίας. Οι πραγματικές όμως οικονομικές συνέπειες του σχεδιασμού αυτού, περιλαμβανομένου του τμήματος της χρηματοδότησης, καθίστανται πλήρως ορατές αργότερα, όταν η γενιά μπει στα χρόνια της συνταξιοδότησης.
Στο κεφάλαιο “The financial crisis: impact on the four pillars of old age protection” του The Geneva Report No. 6, με τίτλο: Addressing the Challenge of Global Ageing—Funding Issues and Insurance Solutions, συζητήσαμε το θεωρητικό υπόβαθρο του Πλαισίου των Τεσσάρων Πυλώνων και τονίσαμε ότι η πρόσφατη πιστωτική κρίση και η συνεπακόλουθη κρίση χρέους έχουν επηρεάσει αρνητικά και τους τέσσερις πυλώνες. Προτείναμε, επίσης, τρόπους για τη βελτίωση της τρέχουσας κατάστασης. Στο κεφάλαιο αυτό προτείνουμε την άποψη ότι ένας θεσμικός σχεδιασμός κατά τον οποίο και οι τέσσερις πυλώνες λειτουργούν συντονισμένα, πιθανόν να έχει καλύτερα αποτελέσματα στην πραγματική οικονομία, ενώ σχεδιασμοί που θέτουν τους πυλώνες σε μεταξύ τους αντιπαράθεση είναι πιθανό να προκαλέσουν ανισορροπία και αδυναμίες στην πραγματική οικονομία.
Δεν θα πρέπει να θεωρούμε ότι τα συνταξιοδοτικά συστήματα δεν μπορούν να επιφέρουν αρνητικό αντίκτυπο στην πραγματική οικονομία και ότι δεν μπορούν να διαδραματίσουν έναν παρόμοια καταστροφικό ρόλο με αυτόν της στεγαστικής αγοράς στις ΗΠΑ. Θα πρέπει, λοιπόν, να δημιουργήσουμε ένα σύστημα τεσσάρων πυλώνων, του οποίου ο σχεδιασμός και η οικονομική δομή θα έχει θετικό αντίκτυπο στην πραγματική οικονομία.
2. Ελλάδα: ένα εμπόδιο στο δρόμο ή “είμαστε όλοι Έλληνες τώρα”;
Από τις αρχές του 2012, η Ελλάδα κυριαρχεί στα πρωτοσέλιδα της παγκόσμιας ειδησεογραφίας (The New York Times, 2012). Μετά από μήνες διαπραγματεύσεων, οι υπουργοί οικονομικών της ευρωζώνης ενέκριναν το δεύτερο πακέτο διάσωσης της Ελλάδας, με αντάλλαγμα την επιβολή σκληρών μέτρων λιτότητας και αυστηρών προϋποθέσεων στη χώρα. Όταν η Ελληνική Βουλή συζητούσε επί της συμφωνίας, δεκάδες χιλιάδες ανθρώπων διαδήλωναν στους δρόμους της Αθήνας, εκφράζοντας την αγανάκτησή τους, ότι ο λαός καλείται να πληρώσει για οικονομικές συναλλαγές του παρελθόντος, που έθεσαν σε κίνδυνο τις δουλείες τους, τις ζωές τους αλλά και το μέλλον τους. Γι’ αυτούς, το χρηματοοικονομικό κομμάτι καταλήστεψε την πραγματική οικονομία.
Η Ελληνική Κυβέρνηση, από την άλλη, βρέθηκε στην ανέφικτη θέση τού να πρέπει να καλύψει χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις με μειούμενα έσοδα και να βλέπει την αύξηση των χρηματοοικονομικών της υποχρεώσεων, καθώς, λόγω του αυξανόμενου βαθμού επικινδυνότητας του ελληνικού κρατικού χρέους, τα επιτόκια για νέο δανεισμό αυξήθηκαν δραματικά. Στην Ελλάδα ο “κόσμος των χρηματοοικονομικών” επηρέασε την πραγματική οικονομία με πολύ αρνητικό τρόπο.
Συχνά, γίνεται η παραδοχή ότι, καθώς η Ελλάδα είναι μια μικρή χώρα στις παρυφές των μεγάλων οικονομιών του κόσμου, τα προβλήματά της μπορούν να αντιμετωπιστούν και θα αντιμετωπιστούν, αν συγκεντρωθούν επαρκείς πόροι. Ωστόσο, θεωρούμε ότι τα προβλήματα της Ελλάδας στις αρχές του 2012 δεν απέχουν πολύ από αυτά που ενδεχομένως να αντιμετωπίσουν στο μέλλον ακόμα και οι πλέον ανεπτυγμένες οικονομίες. Και καθώς τα συστήματα και οι πολιτικές συνταξιοδότησης επηρεάζονται σε μεγάλο βαθμό από ό,τι συμβαίνει στον κόσμο των χρηματοοικονομικών, θα πρέπει να διασφαλίζουμε ότι ο κόσμος αυτός έχει θετικό αντίκτυπο στην πραγματική οικονομία, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στην Ελλάδα. Από τη δική μας οπτική γωνία, αυτό που έγινε στην Ελλάδα ήταν μία μη ισορροπημένη εξάπλωση του πρώτου πυλώνα συνταξιοδοτικών συστημάτων, που αφαίρεσε τα κίνητρα δημιουργίας των λοιπών τριών πυλώνων καθώς και ανάπτυξης επιχειρηματικής δραστηριότητας.
Για όσους απασχολούνται στο χρηματοοικονομικό τομέα μιας οικονομίας, η χρηματοοικονομική φαντάζει συχνά σαν το υψηλότερο και ευγενέστερο κάλεσμα, κάτι σαν να είσαι ο καπετάνιος ενός οικονομικού πλοίου. Για πολλούς φτωχούς ανθρώπους, που δεν έχουν καμία σχέση με τις παγκόσμιες αγορές και έχουν μόνο επαφή με την πραγματική οικονομία, τα χρηματοοικονομικά μοιάζουν συχνά σαν ένα άθλιο στοιχηματζίδικο, που αναγκάζει τους πάντες να συμμετέχουν και τυχαία πετάει πολυάριθμα θύματα έξω από τα σπίτια τους, σε περιόδους οικονομικής αναταραχής. Τα θύματα αυτά μπορεί επίσης να γίνουν εκ νέου θύματα ιδεολογιών που υπόσχονται έναν ονειρικό κόσμο, όπου το χρήμα θα είναι εύκολα προσβάσιμο, χάρη στις προσπάθειες ενός νέου τύπου πολιτικού ηγέτη, ο οποίος θα καταργήσει τον τεχνητό κόσμο των χρηματοοικονομικών τερτιπιών και θα επιτρέπει στον εργαζόμενο λαό να δρέπει τους καρπούς της δουλειάς του.
Φευ, τέτοιος κόσμος δεν υπάρχει! Κάθε πραγματική οικονομία πάει πακέτο με μία εικονική χρηματοοικονομική οικονομία. Και οι δύο αυτές αλληλοεπηρεάζονται. Το ερώτημα της σχέσης ανάμεσα στη “χρηματοοικονομική” και την “πραγματική” πτυχή μιας επιχείρησης έχει, φυσικά, ανακύψει στις σελίδες της θεωρητικής χρηματοοικονομικής βιβλιογραφίας. Θεραπεύεται στο Θεώρημα Modigliani-Miller (Modigliani and Miller, 1958). Το συγκεκριμένο πόνημα, που καλύπτει τις περισσότερες πτυχές του σύγχρονου χρηματοοικονομικού κόσμου, δείχνει ότι, υπό συγκεκριμένες συνθήκες, η αξία μιας εταιρείας παραμένει γενικά αμετάβλητη, αναφορικά με την πολιτική μόχλευσης ή τη μέθοδο χρηματοδότησης της εταιρείας.
Το κύριο θέμα του θεωρήματος (Stiglitz, 1974, Braouezec, 2008) είναι ότι, βγάζοντας εκτός φόρους, κόστη πτώχευσης και λειτουργικά έξοδα, η αξία μιας εταιρείας προσδιορίζεται θεμελιωδώς από τα έσοδά της και όχι από τον τρόπο που χρηματοδοτείται. Φυσικά, το θεώρημα παρουσιάζεται εν κενώ, γιατί στον πραγματικό κόσμο οι φόροι έχουν σημασία, η πτώχευση έχει σχέση, γιατί ακόμα και η απειροελάχιστη πιθανότητα να συμβεί αυξάνει το κόστος δραστηριοποίησης και εξασφάλισης κεφαλαίων και, φυσικά, τα λειτουργικά έξοδα (δηλ. αυτά που προκύπτουν από τη διαχείριση ή/και χρήση πόρων από πρόσωπα εκτός των ιδιοκτητών) είναι σημαντικότατα.
Έτσι, αποδεικνύεται ότι τα χρηματοοικονομικά έχουν σημασία στον πραγματικό κόσμο. Και αυτό μπορεί να γίνεται έκδηλο με τρόπους που συχνά φαντάζουν ότι αντιβαίνουν την κοινή λογική. Γιατί υπάρχει αυξανόμενη κοινωνική αναταραχή στην Ελλάδα; Όπως πάντα συμβαίνει στην πολιτική, οι διαμαρτυρίες μπορεί να εμπεριέχουν μία πτυχή πολιτικού οπορτουνισμού, αλλά θα αποτολμούσαμε να πούμε ότι από μόνος του ο πολιτικός οπορτουνισμός δεν μπορεί να προκαλέσει τα επίπεδα αγανάκτησης και απόγνωσης που παρατηρούμε στην Ελλάδα σήμερα. Ο λαός διαμαρτύρεται για τις απολύσεις, τα υψηλότερα τέλη και τη φορολογία, καθώς η ανεργία έχει ξεπεράσει το 20% και πολλοί άνθρωποι δεν μπορούν να εξασφαλίσουν εισόδημα. Όχι μόνο θα ήθελαν η κυβέρνηση να χαλάρωνε την οικονομική πίεση αντί να την αυξάνει, αλλά επιπλέον κατηγορούν την κυβέρνηση ότι αυτή ευθύνεται για τα δεινά τους.
Τότε, γιατί η κυβέρνηση επιβάλλει μέτρα λιτότητας σε έναν ήδη εξαθλιωμένο και συχνά άνεργο πληθυσμό; Γιατί τα φορολογικά έσοδα της κυβέρνησης μειώθηκαν δραματικά, λόγω της χαμηλής απασχόλησης και των μειωμένων κερδών, ενώ η συρρικνούμενη οικονομία οδηγεί σε μειωμένες εισπράξεις φόρου μισθωτών υπηρεσιών (και, όπως υπογραμμίζουν ορισμένοι επικριτές, υπάρχουν και σοβαρές ελλείψεις στη φοροεισπρακτική δυνατότητα στην Ελλάδα). Επιπλέον, καλείται να δαπανήσει περισσότερα σε κοινωνικές δαπάνες και για το κόστος του χρέους. Η κυβέρνηση βρίσκεται παγιδευμένη στην ίδια πτωτική τάση με τους πολίτες της χώρας.
Τα χρηματοοικονομικά προβλήματα μιας κυβέρνησης μεταφράζονται σε προβλήματα πραγματικής οικονομίας για το λαό –και αυτά με τη σειρά τους επιδεινώνουν ακόμα περισσότερο τα χρηματοοικονομικά βάσανα της κυβέρνησης. Πρέπει να σημειωθεί ότι τα ιδιωτικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στην Ελλάδα δεν αποτελούν μέρος της λύσης του προβλήματος, όπως καταδεικνύουν οι μαζικές αναλήψεις μετρητών από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Από μακροοικονομικής άποψης, τα ιδιωτικά χρηματοπιστωτικά συστήματα υπάρχουν για να αξιοποιούν αποτελεσματικά τα αποταμιευτικά κεφάλαια στον επιχειρηματικό κλάδο. Οι Έλληνες ωστόσο, δεν εμπιστεύονται τις αποταμιεύσεις τους στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, οπότε ακόμα και το πρώτο βήμα αυτής της κρίσιμης οικονομικής διεργασίας δεν μπορεί να συμβεί.
Συχνά, γίνονται χρηματοοικονομικές αναλύσεις των συνταξιοδοτικών συστημάτων, ιδιαίτερα από οργανισμούς όπως οι τράπεζες και οι ασφαλιστικές εταιρείες. Από την άλλη, η θεώρηση των κοινωνικών επιστημόνων λαμβάνει υπόψη αποκλειστικά το κοινωνικό κόστος, συχνά αποσυνδεδεμένο από την πραγματικότητα της αγοράς. Η οδυνηρή ιστορία της τρέχουσας οικονομικής κατάστασης στην Ελλάδα σκιαγραφεί μια σημαντική αρχή: Ο νοητικός κόσμος των χρηματοοικονομικών και ο κοινωνικός κόσμος των ανθρώπινων αναγκών συγκρούονται στην πραγματική οικονομία και ο στόχος της δημόσιας πολιτικής αλλά και το αντικείμενο εργασίας της ιδιωτικής ασφάλισης είναι να αντικαθιστούν αυτή τη σύγκρουση με αρμονία.
Θα έλεγε κανείς ότι το βασικό πρόβλημα στην Ελλάδα είναι το γεγονός ότι διαχρονικά οι κυβερνήσειςδαπανούσαν υπερβολικά. Αυτό, ωστόσο, είναι μόνο το σύμπτωμα μιας μεγαλύτερης ασθένειας: η κυβέρνηση στην Ελλάδα προσπάθησε να χειριστεί και τους τέσσερις πυλώνες του συνταξιοδοτικού συστήματος (με μία νοσηρή έμφαση στον πρώτο) καθώς και πολλούς άλλους τομείς της οικονομίας. Η κυβέρνηση, συνεπώς, κάνει πάρα πολλά, και αυτή η ανισορροπία δεν καταφέρνει να καλύπτει τις ανάγκες του λαού. Θα πρέπει να ανακτηθεί η σωστή ισορροπία του συστήματος των τεσσάρων πυλώνων.
Ο Nassim Taleb (2012) υπογραμμίζει ότι τα σύγχρονα χρηματοοικονομικά συστήματα, ιδιαίτερα λόγω της αλληλεπίδρασης μεταξύ μεγάλων επενδυτικών τραπεζών και κυβερνήσεων, αλλά και της λογικής “too big to fail”, δημιούργησαν μία κατάσταση όπου το χρηματοοικονομικό σύστημα και οι τράπεζες έχουν καταστεί πιο ευάλωτα σε μία κρίση. Αυτό που, σύμφωνα με τον Taleb, χρειάζεται ο κόσμος, είναι αυτό που ο ίδιος ορίζει ως “antifragility” (αντίσταση στην ευπάθεια, σε ελεύθερη απόδοση), δηλαδή ένα χρηματοοικονομικό σύστημα που καθίσταται ολοένα και ισχυρότερο και σταθερότερο αντιδρώντας σε μία κρίση. Το πρόβλημα ενός βρόχου ανατροφοδότησης μεταξύ χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, που αυξάνει τους παγκόσμιους χρηματοοικονομικούς κινδύνους, είναι κάτι που σήμερα βρίσκεται υπό εξέταση, κάτω από τη σημαία του συστημικού κινδύνου. θεωρούμε, όμως, ότι ο άλλος βρόχος ανατροφοδότησης, αυτός ανάμεσα στον κόσμο των χρηματοοικονομικών και στην πραγματική οικονομία, είναι αυτός που έχει μεγαλύτερη σημασία.
Το χρηματοοικονομικό σύστημα θα έπρεπε –και μπορεί– να γίνει πηγή antifragility για την οικονομία, και η ιδιωτική ασφάλιση είναι βασικός παράγων στη διαδικασία αυτή. Η Geneva Association (2010) υπογραμμίζει ότι ο συστημικός κίνδυνος δεν προκύπτει από τις βασικές ασφαλιστικές εργασίες των ασφαλιστικών εταιρειών. Μάλιστα, οι ασφαλιστικές εταιρείες ενήργησαν ως πυλώνας σταθερότητας κατά τη μεγάλη ύφεση των ΗΠΑ–προωθώντας την antifragility, για να χρησιμοποιήσουμε την ορολογία του Taleb (Ciment, 2001, Black and Skipper, 1982, και Porterfield, 1956).
Όπως έχει ήδη αναφερθεί προηγούμενα, η πρόσφατη χρηματοοικονομική κρίση έχει εξασθενίσει και τους τέσσερις πυλώνες, σε τομείς που σχετίζονται με την πραγματική οικονομία. Πρέπει να προσπαθήσουμε να δημιουργήσουμε ένα σύστημα όπου οι τέσσερις συνεργάζονται αρμονικά, καθώς μια τέτοια αλληλεπίδραση θα επέφερε σταθερότητα στην πραγματική οικονομία. Προτείνοντας, λοιπόν, τη μεταρρύθμιση των συνταξιοδοτικών συστημάτων, θα πρέπει να κάνουμε τις εξής δύο ερωτήσεις:
– Ποιο αντίκτυπο θα έχουν οι χρηματοοικονομικές πτυχές της μεταρρύθμισης στην επίδοση και τα κίνητρα της πραγματικής οικονομίας;
– Πώς οι αλλαγές σε έναν πυλώνα επηρεάζουν τους άλλους τρεις και ποια τα συνεπακόλουθα αποτελέσματα στην πραγματική οικονομία;
Ο σχεδιασμός ενός συνταξιοδοτικού συστήματος είναι μέρος του χρηματοοικονομικού συστήματος και του γενικότερου σχεδιασμού και νομικού σχεδιασμού μιας οικονομίας. Τα αποτελέσματά του, ωστόσο, δεν θα κριθούν από τις χρηματοοικονομικές παραμέτρους ή τις αναλογιστικές ισορροπίες, αλλά από την επίδοση της πραγματικής οικονομίας κατά τη στιγμή καταβολής των παροχών. Στη μελλοντική οικονομία, θα πρέπει να παρέχονται πραγματικά αγαθά και υπηρεσίες στους συνταξιούχους, όταν αυτοί δεν θα έχουν πλέον τη δυνατότητα να επανασχεδιάσουν τα συνταξιοδοτικά τους σχέδια. Η ιδιωτική ασφάλιση θα φέρει, επίσης, μέρος της ευθύνης για τα αποτελέσματα. (…)
Το πλήρες άρθρο του κ. Krzysztof Ostaszewski στο οποίο περιλαμβάνονται το κεφάλαιο με τίτλο “Οι τέσσερις πυλώνες δεν είναι ξεχωριστά τμήματα αλλά εξυπηρετούν τον ίδιο σκοπό” και τα συμπεράσματα του άρθρου, βρίσκονται δημοσιευμένα στο τ. Νοεμβρίου του περιοδικού Ασφαλιστική Αγορά
*To άρθρο δημοσιεύτηκε στο “The Geneva Association’s Four Pillars Newsletter n°51, September 2012”




