«Προνόμιο» απολυμένων ασφαλιστικών υπαλλήλων

Ομοσπονδία Ασφαλιστικών Συλλόγων Ελλάδος

Στις 14 Σεπτεμβρίου, η Ομοσπονδία Ασφαλιστικών Συλλόγων Ελλάδος εξέδωσε την ακόλουθη ανακοίνωση, την οποία υπογράφουν ο Πρόεδρος, κ. Χρήστος Παπαδόγιαννης, 
και ο Γενικός Γραμματέας, κ. Μανώλης Χατζάκης. Όπως μαρτυρεί και ο τίτλος, παραθέτουν χρήσιμα για κάθε ενδιαφερόμενο στοιχεία σχετικά με το «προνόμιο» των εργαζομένων. Την παραθέτουμε αυτούσια…

«Όπως είναι γνωστό, όλοι οι εργαζόμενοι που απολύονται όταν κλείσει η επιχείρηση που εργάζονταν έχουν «προνόμιο» στις απαιτήσεις τους από την επιχείρηση. Δηλαδή, προηγούνται κάθε άλλου πιστωτή, προκειμένου να εισπράξουν τις αποζημιώσεις και ό,τι άλλο τους οφείλεται από τη σχέση εξηρτημένης εργασίας τους. Το μέτρο αυτό, που μόνο κατ’ ευφημισμό μπορεί κάποιος να το χαρακτηρίσει προνόμιο, είναι απόλυτα δίκαιο και ικανοποιεί κατ’ ελάχιστον τις αυξημένες ανάγκες του άνεργου πλέον υπαλλήλου, μέχρι να προσαρμοστεί στις νέες δυσμενείς συνθήκες και να πιάσει μια νέα δουλειά, πράγμα πολύ δύσκολο στις σημερινές συνθήκες, ιδιαίτερα, δε, αν είναι και κάποιας ηλικίας.
Μέχρι το 1997, από όλους τους εργαζόμενους, μόνο οι ασφαλιστικοί υπάλληλοι δεν μπορούσαν να διεκδικήσουν κατά προτεραιότητα τις αποζημιώσεις τους. Για πρώτη φορά εφαρμόστηκε με το ν. 2496/1997 (Χρυσοχοΐδης) και καταργήθηκε πάλι με το Π.Δ. 332/2003 (Κουλούρης), με πρόσχημα την εναρμόνιση με την Οδηγία 2001/17 Ε.Κ. Επανήλθε σε ισχύ, μερικώς, με το ν. 3557/2007  (Παπαθανασίου) και ισχύει μέχρι σήμερα. Με το ίδιο πρόσχημα (της εναρμόνισης με τη σχετική Οδηγία της ΕΕ) επιχειρείται εκ νέου η αμφισβήτησή του.
Η Ομοσπονδία μας, επί δύο δεκαετίες τώρα, αγωνίζεται για την εφαρμογή και τη διατήρηση των σχετικών διατάξεων που, όπως σε όλους τους άλλους εργαζόμενους, δίνουν το δικαίωμα στους απολυμένους συναδέλφους μας να διεκδικούν κατά προτεραιότητα το δικαίωμα είσπραξης των οφειλομένων μισθών και αποζημιώσεών τους, έτσι ώστε να αντεπεξέλθουν στις ανάγκες επιβίωσης οι ίδιοι και οι οικογένειές τους, στη δύσκολη περίοδο της ανεργίας.
Κάποιοι, βέβαια, εντελώς αβασάνιστα αντιδρούν, λέγοντας: «Μα όλη η περιουσία της ασφαλιστικής εταιρείας ανήκει στους ασφαλισμένους της». Συμφωνούμε ότι και οι ασφαλισμένοι πρέπει να προστατεύονται και να εξασφαλίζουν τις απαιτήσεις τους (εξάλλου, αυτό είναι και το πνεύμα της σχετικής Οδηγίας των Ε.Κ.). Βέβαια, μια ασφαλιστική εταιρεία κλείνει ακριβώς επειδή δεν έχει την απαιτούμενη επάρκεια των σχετικών αποθεμάτων (ασφαλιστικές προβλέψεις). 

Για το λόγο αυτό σε όλη τη σχετική νομοθεσία (νόμοι, οδηγίες, κ.λπ.) επιτρέπεται στον εκκαθαριστή της και σε κάθε αρμόδιο να μειώνει απαιτήσεις, να κάνει συμβιβασμούς και γενικά να προσπαθεί στο μέτρο του εφικτού, έστω και μερικώς, να ικανοποιεί κατά προτεραιότητα όλες τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από την πράξη της ασφάλισης, μέσω της διάθεσης στοιχείων του ενεργητικού, που είναι όμως τοποθετημένα σε ασφαλιστικές προβλέψεις. 
Η περιουσία της ασφαλιστικής εταιρείας, όμως, δεν έχει δημιουργηθεί μόνο από το κεφάλαιο που κατέθεσαν ως ασφάλιστρα οι ασφαλισμένοι της. Δημιουργήθηκε και από το αποτέλεσμα των επενδύσεων της εταιρείας και, μάλιστα, κατά μεγάλο ποσοστό σε πολλές περιπτώσεις. Στη διαδικασία, λοιπόν, της διεξαγωγής των εργασιών μιας ασφαλιστικής εταιρείας, οι εργαζόμενοι, προσφέροντας ως “κεφάλαιο” την εργασία τους, έχουν συμβάλει και αυτοί σημαντικά στη δημιουργία της περιουσίας της. Δεν δικαιούνται, λοιπόν, τουλάχιστον τις αποζημιώσεις τους, οι οποίες σε τελευταία ανάλυση αφορούν ένα ελάχιστο ποσοστό της τάξης του 1%-2% των συνολικών ασφαλιστικών προβλέψεων μιας ασφαλιστικής εταιρείας; Εξάλλου, υπεύθυνες για την πορεία μιας εταιρείας είναι οι επιλογές των διοικήσεων και η ελλιπής εποπτεία του κράτους. Οι εργαζόμενοι, αντίθετα, προκειμένου να διαφυλάξουμε τις θέσεις εργασίας μας, έχουμε επανειλημμένα ζητήσει από τους αρμόδιους την εφαρμογή αυστηρών εποπτικών κανόνων, έτσι ώστε με την πρόληψη να αντιμετωπίζονται τα όποια προβλήματα ή και οι “κακές” επιχειρηματικές επιλογές.
Τα παραπάνω, βέβαια, αφορούν μία διάσταση του προβλήματος. Το ζήτημα, όμως, είναι ακόμη πιο σοβαρό. Έχει μια τεράστια κοινωνική σημασία. Όταν κλείνει μια ασφαλιστική εταιρεία, οι υπάλληλοι χάνουν και αυτό ακόμα το δικαίωμα να ανταποκριθούν στις ανάγκες επιβίωσης. 
Ακριβώς για το λόγο αυτό, εξετάζοντας και τη νομική του διάσταση, διαπιστώνουμε ότι το ίδιο το Σύνταγμα της χώρας μας προστατεύει την εργασία και τα δικαιώματα που προκύπτουν από τη σχέση μισθωτής εργασίας. Το δικαιϊκό μας σύστημα, επίσης, προβλέπει την κατά προτεραιότητα ικανοποίηση των εργατικών απαιτήσεων. Διάφοροι νόμοι και προεδρικά διατάγματα που καθορίζουν τις λειτουργίες των επιχειρήσεων, ιδιαίτερα των ΑΕ, καθορίζουν την τήρηση αποθεμάτων και λογιστικών προβλέψεων που έχουν σχέση με τις υποχρεώσεις προς τους εργαζόμενους.

Όλα τα παραπάνω καταδεικνύουν την προτεραιότητα που θέτει η κοινωνία στην εξασφάλιση του δικαιώματος κάθε εργαζόμενου, να διεκδικεί την επιβίωσή του όταν μείνει άνεργος. 
Η ίδια η Οδηγία 2001/17/Ε.Κ. όπως και η 2009/138/Ε.Κ. (solvency II), που θα την αντικαταστήσει όταν εφαρμοστεί, μεριμνά για τα συμφέροντα των ασφαλισμένων, προβλέποντας ταυτόχρονα και μεθόδους για την προάσπιση των συμφερόντων των εργαζομένων, δίνοντας τη δυνατότητα στα κράτη μέλη να επιλέξουν τον τρόπο χειρισμού των θεμάτων αυτών.
Έτσι, προτείνει δύο εναλλακτικές μεθόδους για τη μεταχείριση των απαιτήσεων των ασφαλισμένων:
α) Να έχουν οι ασφαλισμένοι απόλυτο προνόμιο επί του τμήματος της περιουσίας που αποτελεί τις ασφαλιστικές προβλέψεις (αποθέματα κλάδων) και οι υπόλοιποι πιστωτές να ικανοποιούνται, με τη σειρά προτεραιότητας που ορίζει η νομοθεσία του κράτους μέλους, από τη λοιπή περιουσία της. 
β) Να έχουν οι ασφαλισμένοι απόλυτη προτεραιότητα επί του συνόλου της περιουσίας, με μόνες δυνατές εξαιρέσεις αυτές που αφορούν τις υποχρεώσεις προς τους εργαζόμενους, τα ασφαλιστικά ταμεία, το κράτος και τους ενυπόθηκους δανειστές. 

Γνωρίζουμε ότι εκτός από τα στοιχεία του ενεργητικού μιας ασφαλιστικής εταιρείας, που είναι τοποθετημένα σε ασφαλιστικές προβλέψεις, υπάρχουν και αυτά που αποτελούν την «ελεύθερη» περιουσία της. Θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει ότι από αυτήν θα μπορούν να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις τόσο των εργαζομένων (κατά προτεραιότητα) όσο και των υπολοίπων πιστωτών. Όμως, όπως επισημαίνει και ο καθηγητής του Εμπορικού Δικαίου κ. Ι. Ρόκας σε σχετικό σημείωμά του, πριν ανακληθεί η άδεια λειτουργίας μιας επιχείρησης η ίδια η Εποπτική Αρχή, χρησιμοποιώντας το νόμο που της το επιτρέπει, δίνει εντολή, το σύνολο της περιουσίας της εταιρείας να μεταφέρεται στις «ασφαλιστικές προβλέψεις», ώστε να μειωθούν τα ελλείμματά τους. Με αυτή την πράξη, το σύνολο της περιουσίας προορίζεται αποκλειστικά για τους ασφαλισμένους (και τα έξοδα εκκαθάρισης), αποκλείοντας τους εργαζόμενους. Εξάλλου, πολλές φορές η «ελεύθερη» περιουσία είναι ελάχιστη, οι δε δαπάνες εκκαθάρισης λόγω των πολύχρονων διαδικασιών μεγεθύνονται υπέρμετρα. Σημειώνουμε ότι η ΟΑΣΕ έχει επανειλημμένα τονίσει ότι πρέπει να αλλάξει και το πλαίσιο λειτουργίας της διαδικασίας εκκαθάρισης, προκειμένου να ελαχιστοποιηθούν οι σχετικές δαπάνες.    

Για το λόγο αυτό και η σχετική Οδηγία επιτρέπει στα κράτη μέλη να επιλέξουν μεταξύ των δύο μεθόδων ή ακόμη και τις δύο (ανάλογα τους κλάδους ασφάλισης) για την προστασία τόσο των ασφαλισμένων όσο και των εργαζομένων. Αυτό έγινε επί της ουσίας με το ν. 3557/2007 που επιχείρησε μια μερική προστασία των εργαζομένων, ορίζοντας την προτεραιότητα για τις απαιτήσεις τους επί όλης της περιουσίας της εταιρείας, εκτός από αυτήν που είναι “τοποθετημένη” στα μαθηματικά αποθέματα του κλάδου Ζωής.
Σημειώνουμε, επίσης, ότι στην αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου που αφορούσε την παρ. 1 του άρθρου 48 (που αποσύρθηκε) υποστηριζόταν, εντελώς εσφαλμένα, ότι υπάρχει στη χώρα μας «σύστημα προστασίας» των απαιτήσεων των εργαζομένων σύμφωνα με το Π.Δ. 1/1990. Όμως, με αυτό εξασφαλίζονται (υπό προϋποθέσεις) μόνο τρεις μισθοί από τα οφειλόμενα δεδουλευμένα του τελευταίου εξαμήνου πριν κλείσει η εταιρεία. Σε καμία περίπτωση δεν προβλέπεται η καταβολή των αποζημιώσεων ή άλλων οφειλομένων. 
Η Ομοσπονδία μας, με γνώμονα τα παραπάνω, αντέδρασε άμεσα, απέδειξε το άστοχο και άδικο της ρύθμισης και πέτυχε την απόσυρση της παραγράφου 1 του άρθρου 48 που αναφερόταν στο «προνόμιο» των εργαζομένων, έτσι ώστε να δοθεί η ευκαιρία για ουσιαστική διαβούλευση και διάλογο με το υπουργείο για την εξέτασή του. Πάγια θέση μας είναι ότι κάθε θέμα που αφορά τους συναδέλφους μας να το συζητά η Πολιτεία μαζί μας και να λαμβάνει υπόψη της και τις δικές μας θέσεις. Δυστυχώς, για μια ακόμη φορά επιχειρήθηκε να περάσει αιφνιδιαστικά μια διάταξη που θίγει άμεσα και με άδικο και αντικοινωνικό τρόπο τα στοιχειώδη δικαιώματά μας. Η Ομοσπονδία, το αμέσως επόμενο διάστημα, θα προσπαθήσει με κάθε τρόπο να προκαλέσει το διάλογο με το υπουργείο για το παραπάνω θέμα.
Με την ευκαιρία της αναφοράς στο θέμα της προτεραιότητας των απαιτήσεων των εργαζομένων που περιλαμβάνονταν στην παρ. 1 του άρθρου 48, θα θέλαμε να τονίσουμε, προς κάθε κατεύθυνση, ότι η ΟΑΣΕ δεν επενέβη στο θέμα των ρυθμίσεων του Επικουρικού Κεφαλαίου, που αναφέρονταν στην 2η παράγραφο του άρθρου 48 του νομοσχεδίου (που επίσης αποσύρθηκαν).
Εκτιμούμε ότι η Πολιτεία πρέπει να αναλάβει την ευθύνη της για την ελλιπή εποπτεία που επί πολλά έτη ασκούσε στον κλάδο μας, με αποτέλεσμα το κλείσιμο πολλών εταιρειών και την υπέρμετρη οικονομική επιβάρυνση του Επικουρικού Κεφαλαίου. 
Η απόσυρση των σχετικών διατάξεων από το νομοσχέδιο δείχνει την ελλιπή προετοιμασία που έγινε, με ευθύνη των αρμοδίων παραγόντων της Πολιτείας, για ένα καίριας σημασίας και άμεσης προτεραιότητας πρόβλημα της ασφαλιστικής αγοράς. 
Το Ε.Κ. πρέπει να συνεχίσει απρόσκοπτα τη λειτουργία του, προκειμένου να εκπληρώνει τον κοινωνικό του ρόλο. Γι’ αυτό καλούμε το υπουργείο να πάρει άμεσα όλα τα κατάλληλα μέτρα για το σκοπό αυτό. Για πολλοστή φορά δηλώνουμε προς όλους ότι είμαστε στη διάθεσή τους να συνδράμουμε στην επίλυση ενός τόσο ζωτικού προβλήματος. Η θέση μας αυτή εκπορεύεται από την πάγια άποψή μας ότι τα προβλήματα της Ασφαλιστικής Αγοράς πρέπει να αντιμετωπίζονται με τη συνεργασία όλων των φορέων της, προκειμένου να εξυπηρετούνται τα συμφέροντα των ασφαλισμένων, των εργαζομένων και των εταιρειών.