Πτώση του βιοτικού επιπέδου κατά 30% “βλέπει” το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ

“Σοκ και δέος” προκαλούν τα στοιχεία που περιέχονται στην Ετήσια Έκθεση 2010 «Η ελληνική οικονομία και η απασχόληση» του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ. Το ΙΝΕ προβλέπει ότι «τα μέτρα λιτότητας που θα γνωρίσουν οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι την προσεχή τριετία θα επιδεινώσουν το βιοτικό τους επίπεδο τουλάχιστον κατά 30% και θα μειώσουν σημαντικά το επίπεδο ζήτησης και κατανάλωσης».

Το σκηνικό, όπως περιγράφεται από το ΙΝΕ, είναι ιδιαίτερα ζοφερό: ανεργία άνω του 20%, μείωση αποδοχών, μείωση των μόνιμα απασχολούμενων, μείωση επενδύσεων, μείωση ιδιωτικής κατανάλωσης και εγχώριας ζήτησης (και πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά;), ενώ η εφαρμοζόμενη πολιτική για τη δημοσιονομική προσαρμογή της ελληνικής οικονομίας, σε περιβάλλον βαθιάς και παρατεταμένης ύφεσης, ακολουθεί «τροχιά αυτοϋπονόμευσης»… Τα μέτρα που ελήφθησαν στο πεδίο της αγοράς εργασίας και των εργασιακών σχέσεων δημιούργησαν ένα νέο τοπίο, το οποίο, όπως υποστηρίζεται στην  Έκθεση, «ανατρέπει το περιεχόμενο της εργασίας και των δικαιωμάτων της, όπως αυτά διαμορφώθηκαν από τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα και δομήθηκαν σταδιακά στη μακρά περίοδο της μεταπολεμικής και μεταπολιτευτικής περιόδου». 
Ανατρέχοντας στα πιο σημαντικά συμπεράσματα της  Έκθεσης, παραθέτουμε χαρακτηριστικά αποσπάσματα:

1 εκατ. άνεργοι & μειώσεις αποδοχών
– Στα υψηλότερα επίπεδα της πεντηκονταετίας προβλέπεται να ανέλθει το ποσοστό της πραγματικής ανεργίας. Σύμφωνα με τις προβλέψεις του ΟΟΣΑ, το ποσοστό ανεργίας θα αυξηθεί σε 12,1% το 2010 και σε 14,3% το 2011, ενώ το ποσοστό της πραγματικής ανεργίας θα υπερβεί το 20% (1 εκατ. άτομα). Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στην τριετία 2009-2011 θα έχουν χαθεί σωρευτικά 175.000 θέσεις εργασίας και ο αριθμός των απασχολούμενων θα έχει υποχωρήσει κατά μια πενταετία, δηλ. θα έχει επανέλθει στο επίπεδο του 2006. 

– Οι μέσες πραγματικές αποδοχές ανά απασχολούμενο στην Ελλάδα αναμένεται να μειωθούν κατά 4,4% το 2010, μετά από αύξηση 4,2% κατά το 2009 και 1,1% το 2008. Η σωρευτική αύξηση των μέσων πραγματικών αποδοχών επί σειρά ετών είχε οδηγήσει την αγοραστική δύναμη των μέσων αποδοχών σε επίπεδα 20% περίπου ανώτερα σε σύγκριση με το έτος 1999. Το . αυτής της προόδου που είχε συντελεσθεί στη διάρκεια μίας δεκαετίας εκτιμάται ότι θα αναιρεθεί εντός της διετίας 2010 – 2011. Τη διετία αυτή, επίσης, θα ανακοπεί η ανοδική πορεία της σύγκλισης των αποδοχών και ο δείκτης αναμένεται να μειωθεί από το 82,5% του μέσου όρου της Ε.Ε.-15 στο 78%, οπισθοχωρώντας κατά μία πενταετία και φθάνοντας στο επίπεδο των ετών 2004 – 2007.

Μείωση των μόνιμα απασχολούμενων
– Το κύριο βάρος της οικονομικής κρίσης και ύφεσης επωμίζεται η μισθωτή εργασία και η απασχόληση των συμβοηθούντων και μη αμειβόμενων μελών, όπως σημειώνεται στην Έκθεση. Για πρώτη φορά μετά το 1991 μειώνεται η μισθωτή απασχόληση, μείωση που υπερβαίνει ακόμη και αυτή της συνολικής μείωσης της απασχόλησης. Η μείωση της μισθωτής απασχόλησης οφείλεται στη μείωση των μόνιμα απασχολούμενων, οι οποίοι μειώνονται για πρώτη φορά από το 1968, καθώς ο αριθμός των προσωρινά, μερικά και ευέλικτα απασχολούμενων αυξάνεται. Η μείωση που επήλθε στην απασχόληση της χώρας (2009) σε σχέση με τον προηγούμενο χρόνο (2008) κατά 50.215 άτομα, οφείλεται κατά τα 2/3 στη μείωση του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας (33.515 άτομα, 66,8%). Επιπλέον, οι εξελίξεις αυτές της απασχόλησης, τόσο στον ευρύτερο δημόσιο τομέα όσο και στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, αναφέρονται στη μείωση θέσεων πλήρους απασχόλησης και αύξησης θέσεων μερικής απασχόλησης.

Μείωση επενδύσεων 
– Οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου, σε σταθερές τιμές, παρουσίασαν κάμψη κατά το 2008, η οποία συνεχίστηκε το 2009 – 2010 και αναμένεται να επιδεινωθεί κατά 0,8% το 2011. Ειδικότερα, οι καθαρές συνολικές επενδύσεις υποχώρησαν το 2008 στο 8% του ΑΕΠ, δηλαδή κατά 4,5 εκατοστιαίες μονάδες έναντι του 2007, και κατέρρευσαν κατά το 2009 – 2010 στο 3% περίπου του ΑΕΠ. Ο όγκος των ακαθάριστων επενδύσεων σε μηχανολογικό εξοπλισμό υποχώρησε στη διετία 2009 – 2010 κατά 25%.
– Οι ιδιωτικές επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου κατά το 2008 – 2010 μειώθηκαν, για πρώτη φορά από το 1990, ακόμη και σε τρέχουσες τιμές κατά 30% περίπου. Σημαντική είναι η πτώση των καθαρών ιδιωτικών επενδύσεων παγίου κεφαλαίου, που έχουν πλέον περιοριστεί στο 1/3 περίπου του ύψους των αντίστοιχων επενδύσεων των ετών 2002 – 2008.
– Οι δημόσιες επενδύσεις, ως ποσοστό του ΑΕΠ, διατηρούνται σχεδόν αμετάβλητες από το 2005 (ανέρχονται σε 3% του ΑΕΠ ετησίως). Από το ΙΝΕ επισημαίνεται η μεγάλη μείωση των επενδύσεων κατά το 2008 – 2010 και η αναμενόμενη πτώση του 2011.

Μείωση κατανάλωσης & εγχώριας ζήτησης
– Κατά τη διετία 2009 – 2010 ο όγκος της ιδιωτικής κατανάλωσης συρρικνώθηκε κατά 5,5%, παρασύροντας σε ύφεση την ελληνική οικονομία. Η συρρίκνωση του όγκου της ιδιωτικής κατανάλωσης αναμένεται να συνεχιστεί το 2011 κατά 2,4%. Έτσι, αθροιστικά στην τριετία 2009 – 2011 η συνολική μείωση θα ανέρχεται σε 8% έναντι του 2008 και το επίπεδο κατανάλωσης σε πραγματικούς όρους θα έχει επιστρέψει στο επίπεδο του πρώτου εξαμήνου του 2006.
t Η εγχώρια ζήτηση, που αποτέλεσε τον κινητήρα της ελληνικής οικονομίας την περίοδο 1995-2009, αναμένεται να μειωθεί και στο τέλος του 2011 επιστρέφοντας στα επίπεδα του έτους 2000.

Βαθιά ύφεση & το …«ελληνικό παράδοξο»
– Η ελληνική οικονομία, μετά την επιβράδυνση της τετραετίας 2005-2008 και την υποχώρηση του ΑΕΠ κατά 4% το 2009, βρίσκεται πλέον σε βαθιά ύφεση. Ο ΟΟΣΑ προβλέπει παράταση της ύφεσης κατά το 2010 και το 2011 (-3,7% μείωση του ΑΕΠ το 2010, με επίπεδο ανεργίας 12,1% και -2,5% μείωση του ΑΕΠ το 2011, με επίπεδο ανεργίας 14,3%). Η αθροιστική μείωση του ΑΕΠ, σε σταθερές τιμές, κατά την τριετία 2009-2011 αναμένεται να ανέλθει σε 5,5%.

– Η οικονομική κρίση και ύφεση και η σημαντική πτώση της οικονομικής δραστηριότητας έχουν, όπως αναμενόταν, δυσμενείς επιπτώσεις και στα δημόσια οικονομικά των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής  Ένωσης. Όμως, για την ελληνική οικονομία το «παράδοξο» συνίσταται στο γεγονός ότι, ενώ κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών διατηρούσε υψηλά επίπεδα αύξησης του ΑΕΠ και έντονη ανισοκατανομή του εισοδήματος, ταυτόχρονα προσέφευγε σε δανεισμό, σε διεύρυνση του δημόσιου ελλείμματος και σε συνεχή αύξηση του δημόσιου χρέους και του χρέους του ιδιωτικού τομέα (νοικοκυριά και επιχειρήσεις). Όπως σημειώνεται στην  Έκθεση, η εξήγηση του «ελληνικού παράδοξου» μπορεί να δοθεί μόνο εάν εστιάσει κανείς την ανάλυσή του στο σύνολο της εφαρμοζόμενης οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής στη χώρα. Στο επίπεδο των δημόσιων εσόδων, τα φορολογικά έσοδα εξαρτώνται από τα εισοδηματικά μερίδια και τους φορολογικούς συντελεστές που τους αντιστοιχούν. Η οικονομική πολιτική που ασκήθηκε στην Ελλάδα τα τελευταία είκοσι χρόνια οδήγησε, αφενός μεν, στην πρωτογενή αναδιανομή του εισοδήματος σε βάρος των εργαζομένων, αφετέρου δε, μείωσε τους φορολογικούς συντελεστές επί των κερδών και αύξησε τους φορολογικούς συντελεστές επί των εισοδημάτων της εργασίας. Εφήρμοσε, δηλαδή, μειωμένους φορολογικούς συντελεστές στο αυξανόμενο μερίδιο των κερδών (1990 – 2008) και αυξημένους συντελεστές στο μειούμενο, κατά την ίδια περίοδο, μερίδιο της εργασίας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τα φορολογικά έσοδα να μειώνονται συνεχώς έναντι αυτών που θα υπήρχαν εάν οι αυξημένοι φορολογικοί συντελεστές εφαρμόζονταν επί του αυξημένου μεριδίου του ΑΕΠ (δηλαδή επί των κερδών, των τόκων και τον προσόδων).

Η πολιτική δημοσιονομικής προσαρμογής σε τροχιά αυτοϋπονόμευσης…
– Η εφαρμοζόμενη πολιτική για τη δημοσιονομική προσαρμογή της ελληνικής οικονομίας έχει εισέλθει σε τροχιά αυτοϋπονόμευσης, υποστηρίζεται στην  Έκθεση του ΙΝΕ. Επιπρόσθετα, σημειώνεται ότι η πολιτική συρρίκνωσης της οικονομικής δραστηριότητας, των εισοδηματικών και κοινωνικών δικαιωμάτων που απορρέει από το Μνημόνιο για την ενεργοποίηση του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας, παρατείνει την ύφεση και δεν προβλέπεται να έχει αποτρεπτικά αποτελέσματα σε σχέση με τη διαχείριση του δημόσιου χρέους. 

– Κατά το ΙΝΕ, το πρόγραμμα προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας καθίσταται αδύναμο ως προς την επίτευξη των στόχων του, είτε επειδή η προκαλούμενη ύφεση μειώνει σε μεγαλύτερο βαθμό τα φορολογικά έσοδα σε σύγκριση με τις περικοπές των δημοσίων δαπανών αυξάνοντας το δημόσιο έλλειμμα, είτε επειδή, σε μια καλύτερη εκδοχή, η μείωση του ελλείμματος αποδεικνύεται μια εξαιρετικά βραδεία διαδικασία, με ιδιαίτερα αυξημένο κοινωνικό κόστος, χωρίς παράλληλα να επιτυγχάνεται ικανοποιητική μείωση του δημόσιου χρέους, εξαιτίας της αναιμικής ανάπτυξης.

Το βασικό αίτιο της παρούσας οικονομικής κρίσης και ύφεσης
– Κατά το ΙΝΕ, τα κύρια χαρακτηριστικά της οικονομικής κρίσης και ύφεσης στην Ελλάδα δεν είναι μόνο το δημόσιο έλλειμμα, το δημόσιο χρέος και το εξωτερικό έλλειμμα. Επιπλέον, είναι η έντονη ανισοκατανομή του εισοδήματος, η υψηλή ανεργία, η τεχνολογική και καινοτομική υποβάθμιση της παραγωγικής βάσης της χώρας και η απαξίωση των γνώσεων και των δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού.

– Το βασικό αίτιο της παρούσας δημοσιονομικής και οικονομικής κρίσης και ύφεσης υποστηρίζεται ότι είναι το χαμηλό επίπεδο της εθνικής αποταμίευσης (7% του ΑΕΠ το 2008 και 5% του ΑΕΠ το 2009), εξαιτίας των υψηλών δημοσιονομικών ελλειμμάτων και της ταχείας αύξησης της ιδιωτικής κατανάλωσης. Η  Έκθεση για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση του έτους 2010 αναδεικνύει ότι τα βασικά αίτια ήταν η δανειακή μεγέθυνση της δημόσιας κατανάλωσης και της ιδιωτικής κατανάλωσης των υψηλών εισοδημάτων, οι υπερτιμολογήσεις των κρατικών προμηθειών, οι φοροαπαλλαγές προς τις επιχειρήσεις που στέρησαν από έσοδα τον Κρατικό Προϋπολογισμό, η ανισοκατανομή του εισοδήματος, η απελευθέρωση της φοροδιαφυγής και η κατάρρευση του μηχανισμού ελέγχου είσπραξης των εσόδων του κράτους, η εισφοροδιαφυγή, η ευέλικτη, η αδήλωτη και ανασφάλιστη εργασία, η συρρίκνωση του τεχνολογικού και καινοτομικού δυναμικού της χώρας και η εγκατάλειψη της παραγωγής προϊόντων υψηλής ποιότητας και υψηλής προστιθέμενης αξίας, με δυναμική διείσδυση και διαρκή παρουσία στις διεθνείς αγορές.

Απαιτείται ριζικός αναπροσανατολισμός…
– Όπως υποστηρίζεται στην  Έκθεση, το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας απαιτείται να αξιολογηθεί με όρους αναδιανεμητικούς, ως αναπτυξιακό και κοινωνικό, με την έννοια της κατάρρευσης του υπάρχοντος αναπτυξιακού μοντέλου. Απαιτείται, επομένως, παραγωγική και καινοτομική ανασυγκρότηση του ιδιωτικού τομέα για την παραγωγή πρωτογενών πλεονασμάτων, με σεβασμό στην εργασιακή και ασφαλιστική νομιμότητα. Η μη αποδοχή του αναπτυξιακού και κοινωνικού κόστους του «προγράμματος στήριξης» που επιβάλλεται από τους διεθνείς οργανισμούς στην ελληνική οικονομία και οι επιφυλάξεις που διατυπώνονται για την αποτελεσματικότητά του στη χώρα μας, έγκειται ακριβώς στο γεγονός ότι η κατανόηση και τα περιοριστικά μέτρα πολιτικής εστιάζονται μόνο στο δημόσιο έλλειμμα και στο δημόσιο χρέος, δηλαδή μόνο στο χώρο του δημόσιου τομέα και διόλου στα ελλείμματα (τεχνολογικό, παραγωγικό, καινοτομικό) και χρέη του ιδιωτικού τομέα (επιχειρήσεις και νοικοκυριά).

– Η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και η αποτροπή της όξυνσης της κρίσης δανεισμού, χρέους και ανεργίας προϋποθέτει το ριζικό αναπροσανατολισμό της αναπτυξιακής και οικονομικής πολιτικής, στην κατεύθυνση αντικατάστασης της πολιτικής που προωθεί την ευελιξία της εργασίας (μικρο-επίπεδο), την ενίσχυση της προσφοράς και την απελευθέρωση των αγορών (μακρο-επίπεδο) και την κεφαλαιοποίηση του κοινωνικού κράτους (κοινωνικό επίπεδο), από μία πολιτική που θα προωθεί το νέο αναπτυξιακό πρότυπο της ρύθμισης της εργασίας και των εργασιακών σχέσεων (μικρο-επίπεδο), της ενίσχυσης της ζήτησης και της καινοτομικής και παραγωγικής ανάπτυξης διαμέσου της αύξησης των δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων (μακρο-επίπεδο) και της ενδυνάμωσης της αναδιανομής του εισοδήματος και της αναδιανεμητικότητας του κοινωνικού κράτους (κοινωνικό επίπεδο).

– Κατά το ΙΝΕ, είναι απαραίτητο να ακολουθηθούν πολιτικές που θα αυξάνουν τα φορολογικά έσοδα (σύλληψη της μεγάλης φοροδιαφυγής, αύξηση της φορολογίας σε υψηλά εισοδήματα και στη μεγάλη ακίνητη περιουσία) αλλά και μεταφορά πόρων από τη δημόσια κατανάλωση, προς τη δημόσια και ιδιωτική επένδυση σε τομείς προτεραιότητας και πολλαπλασιαστικής ισχύος. Κυρίως, όμως, είναι ανάγκη να σχεδιαστούν και να εφαρμοστούν νέες στρατηγικές οικονομικής ανάπτυξης, με την υιοθέτηση ενός νέου αναπτυξιακού υποδείγματος, που θα στρέφεται προς την τεχνολογία, την καινοτομία, την ποιότητα και θα δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας.