Σχέδιο Νόμου για την προαγωγή της διαφάνειας στη λειτουργία της ασφαλιστικής αγοράς

Η Γενική Γραμματεία Καταναλωτή του Υπουργείου Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας έδωσε σε κοινή διαβούλευση το σχέδιο νόμου για την προστασία των ασφαλισμένων.
Η ιδιωτική ασφάλιση αναγνωρίζεται ως μέσο κάλυψης των κινδύνων που αντιμετωπίζει ο μέσος καταναλωτής στην ιδιωτική του ζωή αλλά και στην επιχειρηματική του δραστηριότητα από τις οικονομικές συνέπειες τις οποίες δεν μπορεί να αντιμετωπίσει με τα μικρά ποσά που διαθέτει. Επιπρόσθετα, τα σύγχρονα προϊόντα ασφαλίσεων ζωής που συνδυάζουν την ασφαλιστική κάλυψη με την επένδυση, ο υποψήφιος ασφαλισμένος δεν μπορεί να τα αντιμετωπίσει ως επενδυτής, με τη συνήθη έννοια του όρου, λόγω του ότι η πλειονότητα δεν είναι εξοικειωμένη με τα επενδυτικά προϊόντα.

Βαρύτητα στην πλήρη ενημέρωση 
Ιδιαίτερη βαρύτητα αποδίδεται στην πλήρη και ορθή ενημέρωση του υποψήφιου ασφαλισμένου κατά το προσυμβατικό στάδιο αλλά και μετά από αυτό, έτσι ώστε να γνωρίζει με επάρκεια τα χαρακτηριστικά του ασφαλιστικού προϊόντος που του προτείνεται, εάν είναι κατάλληλο για τις ανάγκες του και για όλη τη διάρκειά ισχύος του. Επίσης, να γνωρίζει τις οικονομικές υποχρεώσεις που αναλαμβάνει για όλη τη διάρκεια του συμβολαίου. Να γνωρίζει αν τα πρόσωπα που τον προσεγγίζουν είναι κατάλληλα και ικανά, με γνώσεις και επαγγελματική κατάρτιση, να παρέχουν τις πληροφορίες σχετικά με το ασφαλιστικό προϊόν που του προτείνουν, για την πραγματική κάλυψη των αναγκών του.                                                       
Οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές δεν μπορούν να προσφέρουν ασφάλειες ζωής που συνδέονται με επενδύσεις, αν δεν διαθέτουν σχετικό πιστοποιητικό επαγγελματικής επάρκειας, που χορηγείται από την οικεία εποπτική αρχή των ασφαλιστικών εταιρειών.
Η ενημέρωση του υποψήφιου ασφαλισμένου κατά το προσυμβατικό στάδιο καθώς και του ασφαλισμένου κατά τη διάρκεια ισχύος της ασφάλισής του θα γίνεται με έγγραφες και επαρκείς πληροφορίες. 
Στο σχέδιο αυτό του νόμου συγκεντρώνονται και συστηματοποιούνται όλες οι πληροφορίες και γενικά οι υποχρεώσεις προσυμβατικής ενημέρωσης του υποψήφιου ασφαλισμένου που προβλέπονται από το  ν. 2496/1997 και το ν.δ. 400/1970.
Τα διαμεσολαβούντα πρόσωπα, επίσης, θα πρέπει να δίνουν όλες εκείνες τις πληροφορίες, οι οποίες είναι απαραίτητες για τη διαμόρφωση από τον υποψήφιο ασφαλισμένο πλήρους εικόνας για το προϊόν το οποίο του προτείνεται.                                                                                       
Επίσης, πριν τη σύναψη ασφάλισης ζωής ο ασφαλιστής οφείλει να συλλέξει επαρκείς πληροφορίες: 
α) για να αξιολογήσει την ικανότητα του λήπτη ασφάλισης να ανταποκριθεί στις οικονομικές και συμβατικές υποχρεώσεις της συγκεκριμένης ασφάλισης?                                                                                                            
β) για να εκτιμήσει αν η προτεινόμενη ασφάλιση είναι κατάλληλη για τις ανάγκες του λήπτη ασφάλισης ή του ασφαλισμένου και αν συνάδει με τους στόχους και τις προσδοκίες του.
Η προστασία του ασφαλισμένου και του υποψήφιου ασφαλισμένου καθίσταται ακόμα πιο αναγκαία μετά τη διεθνή χρηματοοικονομική κρίση, κατά την οποία φάνηκε ότι δεν υφίσταται επαρκές πλαίσιο για την προστασία του, τόσο στο διεθνή χώρο όσο και στην ευρωπαϊκή αγορά.

Τυποποιημένες οι πληροφορίες των διαφημίσεων 
Οι διαφημιστικές ανακοινώσεις θα πρέπει να πληρούν τις προϋποθέσεις ακρίβειας, σαφήνειας και να μην είναι παραπλανητικές.
Κάθε διαφήμιση για ασφάλιση ζωής θα πρέπει να περιλαμβάνει τυποποιημένες πληροφορίες σχετικά με: α) το συνολικό κόστος πρόσκτησης και διαχείρισης της ασφάλισης, β) την εγγυημένη απόδοση και τον κίνδυνο απώλειας κεφαλαίου, γ) τη σύνδεση της ασφάλισης με επενδύσεις οποιασδήποτε φύσης και αντικειμένου, την ενδεχόμενη διακύμανση των επενδύσεων και την ενδεχόμενη αδυναμία εξασφάλισης των μελλοντικών αποδόσεων.
Η πληροφόρηση πρέπει να είναι επαρκής και κατανοητή από το μέσο αποδέκτη.

Με μέθοδο οι αναπροσαρμογές στα ασφάλιστρα των νοσοκομειακών
Σε συμβάσεις ασφάλισης νοσοκομειακών ή ιατρικών εξόδων με δυνατότητα μεταβολής της ετήσιας δόσης του ασφαλίστρου, η ασφαλιστική επιχείρηση οφείλει να ακολουθεί μία από τις ακόλουθες μεθόδους αναπροσαρμογής του ασφαλίστρου:
α) Η ασφαλιστική επιχείρηση προσδιορίζει με αναλυτική κατάσταση, που περιλαμβάνεται στο ασφαλιστήριο, την καταβαλλόμενη σε κάθε έτος δόση του ασφαλίστρου για όλη τη διάρκεια της ασφάλισης.
β) Η ασφαλιστική επιχείρηση προσδιορίζει την αναπροσαρμογή του ασφαλίστρου με βάση το δείκτη νοσηρότητας, την ηλικία και τη μεταβολή του κόστους νοσηλείας, όπως αυτό αντικατοπτρίζεται με βάση τον αντικειμενικό στατιστικό δείκτη που επιλέγεται με τη σύμβαση.  
Σε περίπτωση που ο μέσος δείκτης ζημιών της τελευταίας πενταετίας, του συγκεκριμένου προγράμματος ασφάλισης, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων πρόσκτησης και διαχείρισης της ασφάλισης, υπερβαίνει το 90%, η αρμόδια για την εποπτεία των ασφαλιστικών εταιρειών αρχή μπορεί, μετά από αίτηση της ασφαλιστικής επιχείρησης, στην οποία επισυνάπτονται τα στοιχεία που την τεκμηριώνουν, να επιτρέψει την αύξηση του ασφαλίστρου μέχρι 15%. Δεν επιτρέπεται άλλη αύξηση του ασφαλίστρου για την αιτία αυτή, αν δεν μεσολαβήσουν τουλάχιστον έξι έτη από την προηγούμενη. 
Για τις υφιστάμενες ασφαλίσεις νοσοκομειακών ή ιατρικών εξόδων που προβλέπουν τη δυνατότητα αναπροσαρμογής των ασφαλίστρων, η ασφαλιστική επιχείρηση υποχρεούται, αν δεν συμφωνηθεί διαφορετικά, να ακολουθήσει τη δεύτερη από τις μεθόδους προσδιορισμού του ασφαλίστρου. 
Είναι σαφές ότι, με τη ρύθμιση αυτή, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις θα σχεδιάζουν τα προγράμματα αυτά με τεχνικοαναλογιστικές μεθόδους και αξιόπιστα στατιστικά δεδομένα –τα οποία η ασφαλιστική αγορά διαθέτει από τη μέχρι σήμερα εμπειρία της για τα προγράμματα αυτά– και όχι κάτω από την πίεση της αύξησης του μεριδίου αγοράς και των απαιτήσεων των πωλήσεων.

Έξοδα πρόσκτησης και λύση/λήξη πρακτορειακών συμβάσεων
Στις ασφαλίσεις ζωής με περιοδική καταβολή ασφαλίστρου, τα έξοδα πρόσκτησης που αποσβένονται στο πρώτο έτος της ασφάλισης δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερα του 25% του ετήσιου ασφαλίστρου και το υπόλοιπο αυτών αποσβένεται ισομερώς στα έτη που ακολουθούν μέχρι τη λήξη της ασφάλισης. Η αξία εξαγοράς δεν επηρεάζεται από μελλοντικές αποσβέσεις. 
Με τη ρύθμιση αυτή δίνεται με σαφήνεια η πρόθεση του νομοθέτη, να σχεδιάζονται τα προγράμματα ασφάλισης ζωής με τα έξοδα πρόσκτησης να καταβάλλονται εντός χρονικού διαστήματος ίσου με το χρονικό διάστημα είσπραξης των εμπορικών ασφαλίστρων, σύμφωνα και με την ισχύουσα τεχνική Υπουργική Απόφαση. Επακόλουθο της ρύθμισης αυτής είναι ο σχηματισμός αποθέματος από το πρώτο έτος της ασφάλισης και η δυνατότητα εξαγοράς καθώς και η ενίσχυση του προϊόντος της υπεραπόδοσης.  
Το θέμα αυτό έχει άμεση σύνδεση με την επόμενη αναφορά, σχετικά με τη συνεργασία των διαμεσολαβούντων με τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις.
Αν για οποιονδήποτε λόγο λυθεί ή λήξει η πρακτορειακή σύμβαση, η ασφαλιστική επιχείρηση καταβάλλει στον πράκτορα την προμήθεια που αναλογεί στην παραγωγή του κάθε χρόνο και για όσο χρονικό διάστημα αυτή παραμένει στην επιχείρηση. Ο πράκτορας, εφόσον δεν εναντιωθεί η ασφαλιστική επιχείρηση, δικαιούται να συνεχίσει την εξυπηρέτηση των συμβάσεων ασφάλισης που παραμένουν στην ασφαλιστική επιχείρηση. Από την ανάθεση της εξυπηρέτησης των ασφαλιστικών συμβάσεων για οποιονδήποτε λόγο σε άλλον, η κατά το πρώτο εδάφιο προμήθειά του περιορίζεται στο 85% αυτής. 

Οι δύο αυτές ρυθμίσεις αλλά και το νομοσχέδιο αυτό στο σύνολό του δίνει χαρακτηριστικά ανεπτυγμένης αγοράς. Ενισχύει την παραγωγή με ποιοτικά στοιχεία και αυξάνει το ποσοστό διατηρησιμότητας των συμβολαίων ζωής. Αποθαρρύνεται η μεταφορά των συμβολαίων από εταιρεία σε εταιρεία και μειώνονται τα αναπόσβεστα έξοδα παραγωγής (κόστος πρόσκτησης).
Η ενημέρωση των ασφαλισμένων, τόσο κατά το προσυμβατικό στάδιο όσο και κατά τη διάρκεια της ασφάλισης, ενισχύει τη διαφάνεια και τον επαγγελματισμό των διαμεσολαβούντων και συμβάλλει στην εξυγίανση της ασφαλιστικής αγοράς.