Τα γεγονότα στο Μαρί και τον Η/Π Σταθμό Βασιλικού, Οι αντιδράσεις της ασφαλιστικής βιομηχανίας

Του Κωνσταντίνου Π. Δεκατρή*

Ο φετινός Ιούλιος επεφύλασσε μία πρωτόγνωρη και συνάμα τραγική έκπληξη για τους Κυπρίους. Η έκρηξη των 98 εμπορευματοκιβωτίων που περιείχαν εκρηκτική ύλη στη ναυτική Βάση στο Μαρί δεν επέφερε απλώς το θάνατο 13 προσώπων και τον τραυματισμό δεκάδων άλλων. Κατάστρεψε, μέσα σε λίγα λεπτά, το μεγαλύτερο τμήμα του ηλεκτροπαραγωγικού σταθμού της νήσου, στο Βασιλικό, μειώνοντας άμεσα τη δυνατότητα παραγωγής ηλεκτρισμού παγκύπρια κατά 50%, και προκάλεσε ανυπολόγιστες συνέπειες για την οικονομική δραστηριότητα.

Οι επιπτώσεις της μεγαλύτερης ανθρωπογενούς ασφαλιστικής ζημιάς στην ιστορία της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν περιορίζονται, ωστόσο, στις απώλειες σε έμψυχο και άψυχο υλικό. Η συνειδητοποίηση από ένα μεγάλο ποσοστό της κοινωνίας ότι η τραγωδία ούτε αναπόφευκτη ήταν αλλά ούτε και απρόβλεπτη, αφού οι κίνδυνοι έκρηξης από τα εκτεθειμένα στα στοιχεία της φύσης εμπορευματοκιβώτια είχαν διαπιστωθεί από καιρό, δημιούργησε θύελλα αντιδράσεων και διαμαρτυριών κατά των Αρχών.

Τα γεγονότα έθεσαν ευθέως υπό αμφισβήτηση κρατικούς θεσμούς, ζητώντας επιτακτικά την τιμωρία των ενόχων και την εξυγίανση της κρατικής μηχανής, η οποία στάθηκε αδύναμη να διαχειριστεί το θέμα των εμπορευματοκιβωτίων: από το σημείο της κατάσχεσής τους από την Κυπριακή Δημοκρατία, στις αρχές του 2009, μέχρι και τα τραγικά γεγονότα της έκρηξης της 11ης Ιουλίου 2011. Οι υποβληθείσες παραιτήσεις των υπουργών Άμυνας και Εξωτερικών, οι ανακοινώσεις για τη διαθεσιμότητα αρκετών μονίμων κρατικών αξιωματούχων αλλά και οι κυβερνητικές δεσμεύσεις για παραδειγματική τιμωρία των ενόχων και για διαφανείς ερευνητικές διαδικασίες δεν μπόρεσαν να κατευνάσουν τις αντιδράσεις μεγάλης μερίδας της κοινής γνώμης.
Μοναδική εξαίρεση μέσα σε αυτό το γενικό κλίμα κοινωνικής απαξίωσης των πολιτειακών θεσμών αποτελεί η επιδοκιμαστική τοποθέτηση της κοινής γνώμης στο έργο της ερευνητικής επιτροπής για το συμβάν, η οποία φαίνεται να αποτελεί και μία φωτεινή ελπίδα για ανάκτηση της χαμένης αξιοπιστίας των κρατικών θεσμών. Και ενώ αναμένεται σύντομα με έντονο ενδιαφέρον το πόρισμα της επιτροπής, η Βουλή προχωρεί σε νομοθετική τροποποίηση, ώστε το έγγραφο αυτό να δοθεί στη δημοσιότητα, (σ.σ.: το παρόν άρθρο συντάχθηκε στις 29/9. Βλ. ακολούθως θέμα σχετικό με το πόρισμα).

Μέσα σε αυτό το βεβαρημένο κοινωνικό και συνάμα οικονομικό σκηνικό, με την οικονομία να προβλέπεται ότι θα παρουσιάσει φέτος συρρίκνωση 2,4% λόγω των συνεπειών της προκύψασας ενεργειακής κρίσης, η κυπριακή ασφαλιστική βιομηχανία έχει βρεθεί αντιμέτωπη με μία από τις σοβαρότερες προκλήσεις στην ιστορία της. Οι αρχικές αποτιμήσεις τοποθετούσαν το ύψος των ασφαλισμένων ζημιών στον ηλεκτροπαραγωγικό σταθμό Βασιλικού στα €850 εκατ. 
Για τις υπόλοιπες των ζημιών, που αφορούν στην ευρύτερη περιοχή του Βασιλικού, υπεβλήθησαν μέχρι τα μέσα Αυγούστου 435 απαιτήσεις για αποζημιώσεις, συνολικού ύψους €5,69 εκατ. Οι 342 αφορούν ζημιές σε περιουσίες (κόστος γύρω στα €3 εκατ.) οι 25 συνδέονται με τον κλάδο ζωής (κόστος €2,49 εκατ.), ενώ άλλες 68 απαιτήσεις αφορούν ζημιές σε οχήματα (έναντι κόστους €208.238).

Η αντίδραση της ασφαλιστικής βιομηχανίας στη διαχείριση των απαιτήσεων υπήρξε άμεση και συντονισμένη. Κάποια αρνητικά σχόλια και τοποθετήσεις, που είχαν διατυπωθεί δημόσια σε σχέση με την αξιοπιστία της βιομηχανίας και έτυχαν της άμεσης απάντησης από το ΣΑΕΚ, διαψεύστηκαν στη συνέχεια και από τα ίδια τα γεγονότα. Από την πρώτη στιγμή οι εταιρείες οργάνωσαν ειδικές ομάδες για την έγκαιρη διαχείριση της αιφνίδιας υποβολής αυξημένων απαιτήσεων, αρκετές από τις οποίες έχουν ήδη διευθετηθεί.

Αναμφίβολα, οι μεγαλύτερες υλικές ζημιές και απαιτήσεις συνδέονται με το σταθμό Βασιλικού. Υπάρχουν δύο βασικά ασφαλιστήρια συμβόλαια που καλύπτουν έναντι όλων των κινδύνων τα κτήρια και όλες τις εγκαταστάσεις του ηλεκτροπαραγωγικού σταθμού. Το πρώτο συμβόλαιο καλύπτει ουσιαστικά το κυρίως μέρος των κτηρίων και εγκαταστάσεων της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, με ασφαλισμένα ποσά ύψους €1,8 δισ. και περιλαμβάνει, με επιλογή της ΑΗΚ, ρήτρα περιορισμού της ευθύνης σε ανώτατο ποσό κατά περιστατικό της τάξης των €600 εκατ. Το ασφαλιστήριο αυτό συμβόλαιο υποστηρίζεται από 100% αντασφαλιστική κάλυψη από 16 εταιρείες του εξωτερικού, που έτυχαν όλες της έγκρισης της ΑΗΚ. 

Το δεύτερο ασφαλιστήριο συμβόλαιο παρέχει κάλυψη για δύο αεριοστρόβιλους και δύο ατμολέβητες που τελούσαν υπό κατασκευή. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, παρά το γεγονός ότι η κατασκευή των εγκαταστάσεων του σταθμού είχε σχεδόν ολοκληρωθεί, η συγκεκριμένη φάση του έργου (δηλαδή η 5η μονάδα του σταθμού) βρισκόταν ακόμη υπό την ευθύνη του εργολάβου. Το σχετικό ασφαλιστήριο Ανέγερσης Όλων των Κινδύνων Εργολάβων (CAR) για τη μονάδα αυτή καλύπτει ποσό ύψους €250 εκατ. 

Αναμένεται ότι σύντομα οι πραγματογνώμονες, που ήδη εργάζονται επί τόπου διερευνώντας το όλο περιστατικό και καταγράφοντας τις ζημιές, θα έχουν μία σαφέστερη εικόνα για το ύψος των υλικών καταστροφών στο σταθμό της ΑΗΚ. Οι τελευταίες ενδείξεις από την έρευνα, πάντως, φαίνεται να τοποθετούν το κόστος της ζημιάς στο σταθμό αρκετά πιο κάτω από τις αρχικές εκτιμήσεις των €850 εκατ. και γύρω στα €550 εκατ. Θα πρέπει, επίσης, να αναφερθεί ότι μέχρι στιγμής έχει καταβληθεί, ως ενδιάμεση πληρωμή, από την ασφαλιστική εταιρεία του συμβολαίου Ανέγερσης  Όλων των Κινδύνων Εργολάβων (CAR) ποσό ύψους €1,5 εκατ. προς τον εργολάβο του έργου.  

Αναφορικά τώρα με τη στάση που αναμένεται να τηρήσουν οι ασφαλιστικές εταιρείες μετά την ανακοίνωση του πορίσματος της επιτροπής και του καταμερισμού ευθυνών, θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι αυτές θα επιδιώξουν ανάκτηση των αποζημιώσεων που έχουν καταβάλει στους πελάτες τους από το πρόσωπο/α εκείνο/α που ευθύνεται/νονται για το συμβάν. Σ’ ό,τι αφορά, όμως, στις ασφαλιστικές εταιρείες που εμπλέκονται στον ηλεκτροπαραγωγικό σταθμό, επί του παρόντος, τόσο οι ασφαλιστές όσο και οι αντασφαλιστές του σταθμού της ΑΗΚ δεν έχουν εκδηλώσει επίσημα την τελική τους θέση για ανάληψη ευθύνης καθώς επίσης και για την πρόθεσή τους να προβούν σε τυχόν ανακτήσεις. Θα πρέπει, συνεπώς, σε σχέση με αυτές τις εταιρείες να αναμένουμε την επίσημη κατάληξη των ερευνών των πραγματογνωμόνων και την ανακοίνωση του πορίσματος της ερευνητικής επιτροπής προτού εκδηλωθεί και η αντίδραση των αντασφαλιστών. Παραμένει, πάντως, ανοικτό το ενδεχόμενο να κινηθούν δικαστικά, σε περίπτωση που υπάρξει στοιχειοθέτηση της θέσης για σοβαρή κυβερνητική αμέλεια, ώστε να διεκδικήσουν ανάκτηση των αποζημιώσεων που τυχόν θα καταβάλουν στους πελάτες τους. Παραμένει, επίσης, άγνωστο αν υπάρχει πρόνοια στα συμβόλαια που περιορίζει ή αποτρέπει μία τέτοια αντίδραση από πλευράς τους.

Σ’ ό,τι αφορά στην ΑΗΚ, το σίγουρο είναι ότι ο οργανισμός προσδοκά ότι η χρηματοδότηση της αποκατάστασης των ζημιών του σταθμού θα επέλθει μέσα από την ασφαλιστική αποζημίωση, δεδομένου μάλιστα ότι τα οικονομικά του ημικρατικού οργανισμού έχουν, σαν αποτέλεσμα, σοβαρά επιβαρυνθεί αλλά και η διαθέσιμη ρευστότητα είναι σοβαρά μειωμένη, για να αναλάβει ο ίδιος τη διενέργεια δαπανών ανακατασκευής των εγκαταστάσεων. Από την άλλη, δεν μπορεί να προβλεφθεί κατά πόσον η κυβέρνηση είναι διατεθειμένη να καταβάλει αποζημιώσεις στην ΑΗΚ, με δεδομένη την εξαιρετικά επιβαρημένη κατάσταση που βρίσκονται τα δημόσια οικονομικά. 

Σε ένα δεύτερο επίπεδο, η ΑΗΚ αξιολογείται θετικά ως προς την αντίδρασή της μετά την έκρηξη. Η υλοποίηση του εκτάκτου σχεδίου κρίσεων του οργανισμού, και μία σειρά ενέργειες που ακολούθησαν το συμβάν της 11ης Ιουλίου, αποδείχθησαν ευεργετικές για την τιτάνια προσπάθεια αντιμετώπισης της τεράστιας πτώσης στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, σε μία περίοδο μάλιστα μέγιστης ζήτησης. Οι δράσεις αυτές της ΑΗΚ, πάντως, έτυχαν επιδοκιμασίας από πλευράς των καταναλωτών, τόσο των οικιακών χρηστών όσο και των επιχειρηματιών. Η υπεύθυνη αντίδρασή τους στις εκκλήσεις της ΑΗΚ για περιστολή της ζήτησης για ηλεκτρική ενέργεια ξεπέρασε κάθε προσδοκία, όπως καταμαρτυρεί και ο δραστικός περιορισμός της χρήσης κλιματιστικών, φωτεινών επιγραφών των καταστημάτων και γραφείων, κ.λπ.

Βέβαια, μετά από μία καταστροφή σαν και αυτή όλοι αντλούμε διδάγματα. Έτσι και η ΑΗΚ αναμένεται ότι θα προχωρήσει σε επαναξιολόγηση του ασφαλιστικού της προγράμματος και του εύρους των εξασφαλισμένων καλύψεων, του σχεδίου διαχείρισης κινδύνων αλλά και του σχεδίου αντιμετώπισης κρίσεων, με βάση πια τα συμπεράσματα που τα γεγονότα ανέδειξαν. Φυσιολογικά θα κινηθεί προς μία τέτοια κατεύθυνση στον απόηχο των γεγονότων του περασμένου Ιουλίου. 
Κάποια πρώτα και αναμενόμενα ερωτήματα από πλευράς της ηγεσίας του ημικρατικού οργανισμού που θα μπορούσαν να εγερθούν είναι και τα ακόλουθα:
l Θα πρέπει μήπως να εξετασθεί σοβαρά το ενδεχόμενο αναθεώρησης του ορίου ασφαλιστικής ευθύνης ανά περιστατικό; Για παράδειγμα, μπορεί σήμερα να φαίνεται ότι το όριο των €600 εκατ. αποδεικνύεται επαρκές για την έκταση των ζημιών που υπέστη ο σταθμός, ωστόσο, πόσο ικανοποιητικό θα ήταν το ποσό αυτό αν η ζημιά είχε επεκταθεί σε όλες τις μονάδες παραγωγής ενέργειας και όχι μόνο σε ένα μέρος τους;

– Πόσο ορθή αποδεικνύεται η απόφαση της ΑΗΚ να μη διευρύνει την ασφαλιστική κάλυψη που θα της παρείχε προστασία για απώλεια κερδών και συνεπακόλουθης ζημιάς; 

– Μήπως η ΑΗΚ θα έπρεπε να διασφαλίσει πρόσωπα που ταυτίζονται με τον ημικρατικό οργανισμό, περιορίζοντας το δικαίωμα ανάκτησης; 

– Θα μπορούσε να τεθεί υπό αμφισβήτηση η αποτελεσματικότητα του σχεδίου διαχείρισης κινδύνων της ΑΗΚ, ή τουλάχιστον κάποιων πτυχών του, με δεδομένη τη γειτνίαση του σταθμού με τον όγκο των συγκεντρωμένων εμπορευματοκιβωτίων με εκρηκτικά;

 Επί του παρόντος, οι ιθύνοντες της ΑΗΚ υποστηρίζουν ότι δεν γνώριζαν αλλά ούτε και μπορούσαν να γνωρίζουν (στην απουσία εξειδικευμένων γνώσεων) για το βαθμό επικινδυνότητας του παρακείμενου φορτίου πυρίτιδας. Υποστηρίζεται, επίσης, από τον οργανισμό ότι οι αρμόδιοι για το θέμα του στρατιωτικού φορτίου είχαν δώσει διαβεβαιώσεις ότι το περιεχόμενο των εμπορευματοκιβωτίων αποτελείτο, ως επί το πλείστον, από ανενεργά στοιχεία.
Αφήσαμε τον τελευταίο λόγο στην ασφαλιστική βιομηχανία. Κάθε καλόπιστος και αντικειμενικός κριτής δεν μπορεί παρά να αναγνωρίσει την αμεσότητα αλλά και υπευθυνότητα με την οποία η βιομηχανία αντέδρασε μετά την καταστροφή στο Μαρί και το Βασιλικό. Κατ’ αρχάς, διέψευσε εκείνους που πίστευαν ότι δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει με επάρκεια καταστροφικά γεγονότα της έκτασης του συγκεκριμένου περιστατικού. Επέδειξε επαγγελματισμό, σοβαρότητα και υπευθυνότητα απέναντι σε ένα ασφαλιστικό συμβάν χωρίς προηγούμενο στην κυπριακή επικράτεια. Επιπρόσθετα, στο επίπεδο της δημόσιας εικόνας της, η βιομηχανία κέρδισε την αρχική μάχη των εντυπώσεων και της κοινής γνώμης, ενισχύοντας το δημόσιο προφίλ της. Είναι δύσκολο μετά τη στάση που επέδειξε η βιομηχανία να επανέλθουν κάποιες πλευρές, είτε πολίτες είτε μέσα ενημέρωσης, για να εγείρουν, όπως στο παρελθόν, ερωτηματικά για την ποιότητα ή ακόμη την αναγκαιότητα της ασφαλιστικής κάλυψης στην κυπριακή αγορά. Αυτή η έμμεση αναγνώριση της σπουδαιότητας του ασφαλιστικού θεσμού θα πρέπει ασφαλώς να διατηρηθεί και πάνω σε αυτή να κτίσει τις προσπάθειές της η βιομηχανία για αναβάθμιση και διεύρυνση της παρουσίας της στην εγχώρια αγορά.
Σε τέτοιες ακραίες στιγμές, ανθρώπινου πόνου, βιβλικής καταστροφής και αβεβαιότητας για το μέλλον, είναι που κρίνεται η αξιοπιστία και η ωφελιμότητα του ασφαλιστικού θεσμού. Είναι σε τέτοιες στιγμές που αναδεικνύεται η κοινωνική διάσταση της ασφάλισης και κερδίζεται ακόμη και ο πιο κακόπιστος επικριτής του θεσμού. Σε αυτή, λοιπόν, την ώρα της κρίσης, η κυπριακή ασφαλιστική βιομηχανία φαίνεται να κερδίζει κατά κράτος την κοινή γνώμη και να διεκδικεί με αξιώσεις ένα μεγαλύτερο ρόλο στο οικονομικό και κοινωνικό γίγνεσθαι.  

* Ο κ. Κωνσταντίνος Π. Δεκατρής είναι Διευθύνων Σύμβουλος του Ομίλου Commercial General Insurance Ltd 
και Αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Συνδέσμου Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου.

Δείτε εδώ την τελική σύνοψη των γεγονότων, διαπιστώσεων και ευρημάτων της έρευνας Πολυβίου, τα συμπεράσματα και τις πρώτες αντιδράσεις των κομμάτων και του Προέδρου της Κυπριακής Δημολρατίας