1. Ο ρόλος της ασφάλισης στη βιώσιμη ανάπτυξη
Η ασφάλιση παίζει σημαντικότατο ρόλο στην αποτελεσματική και βιώσιμη ανάπτυξη των σύγχρονων οικονομιών, αξιοποιώντας εμπειρογνωμοσύνη που δεν είναι διαθέσιμη αλλού. Η ασφάλιση κινδύνων σε μία σύγχρονη εγχώρια οικονομία αποτελεί πολυδιάστατο εγχείρημα. Είναι μία πολύπλοκη διαδικασία, που αφορά σε πολλές πτυχές της ζωής των ανθρώπων. Η σημασία του ασφαλιστικού κλάδου για μια οικονομία μπορεί εν μέρει να ποσοτικοποιηθεί από τον αριθμό υπαλλήλων, τα υπό διαχείριση κεφάλαια ή τη συνεισφορά του στο ΑΕΠ. Στην πραγματικότητα διαδραματίζει έναν ακόμα πιο θεμελιώδη ρόλο, στηρίζοντας τη λειτουργία μιας σύγχρονης κοινωνίας, καθώς αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για πολλές δραστηριότητες, που δεν θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν χωρίς την ασφάλιση. Διευκολύνει τις νέες επιχειρηματικές προσπάθειες και είναι συνυφασμένη με τις απολύτως στοιχειώδεις ανθρώπινες ανάγκες και προσδοκίες. Η διαθεσιμότητα της ασφάλισης έχει πολύ σημαντικές θετικές επιδράσεις και εξελίξεις πέραν των αμιγώς οικονομικών.1
Ο ασφαλιστικός κλάδος μπορεί να είναι ένας σημαντικός εργοδότης μέσα σε μία εγχώρια οικονομία, παρέχοντας υψηλής εξειδίκευσης και ποιότητας θέσεις εργασίας, με καλές συνθήκες εργασίας, ενώ παράγει σημαντική έμμεση εργασία για μεσίτες, πράκτορες και άλλους διαμεσολαβούντες και εταιρείες παροχής υπηρεσιών, όπως πληροφορικής, μεταφορών, λογιστικής και συμβουλευτικής. Επιπλέον, κρίσιμος είναι ο ρόλος της ασφάλισης και για τις επιχειρήσεις που θέλουν να εξασφαλίσουν κάλυψη για σωρεία κινδύνων, από πυρός μέχρι συνέχισης εργασιών. Ορισμένα πολύ μεγάλα κεφάλαια διατηρούνται πολύ μακροπρόθεσμα, ακόμα και για γενιές ολόκληρες, γεγονός το οποίο λειτουργεί προστατευτικά σε περιπτώση απότομης αύξησης των οικονομικών αναγκών από φυσικές καταστροφές.
Συνοπτικά, οι κύριοι ρόλοι που διαδραματίζει ο κλάδος της ασφάλισης για την οικονομία είναι οι εξής:
– προωθεί την οικονομική σταθερότητα και ασφάλεια σε εθνικό αλλά και προσωπικό επίπεδο.
– κινητοποιεί τις αποταμιεύσεις και παρέχει ένα κανάλι για την αποτελεσματική χρήση κεφαλαίων, ενεργώντας ως σημαντικός θεσμικός επενδυτής.
– διευκολύνει την παροχή πίστωσης, παρέχοντας ασφάλεια στους τραπεζικούς δανειστές σε περίπτωση αδυναμίας του δανειζομένου.
– ενθαρρύνει τις παραγωγικές επενδύσεις και την καινοτομία, μετριάζοντας τις επιπτώσεις μιας οικονομικής ατυχίας.
– διευκολύνει το διεθνές εμπόριο αγαθών.
– επιτρέπει την αποτελεσματική διαχείριση κινδύνου, διαφοροποιώντας τόσο τον προσωπικό κίνδυνο όσο και τον κίνδυνο ενεργητικού.
– ενθαρρύνει τις τεχνικές μεθόδους μείωσης του κινδύνου.
– καθιστά εφικτή την προσωπική ευθύνη για ορισμένες ασφαλιστικές προβλέψεις, απαλλάσσοντας έτσι τα προγράμματα του κρατικού συστήματος πρόνοιας από το βάρος αυτό, όπως για παράδειγμα, ασφάλιση ζωής, αποζημίωση εργαζομένων ή κάλυψη υγείας.
– δημιουργεί πρόσθετα κίνητρα ελέγχου των ζημιών, και
– εξυπηρετεί τα νοικοκυριά με καλύψεις για αυτοκίνητα, σπίτια και περιεχόμενο, αλλά και με προϊόντα ζωής και σύνταξης.
2. Μεγέθη καλυπτόμενων κινδύνων και αντασφάλιση
Οι ασφαλιστικές εταιρείες δεν καλύπτουν πολύ μικρούς κινδύνους, που θα ήταν σχετικά πολύ ακριβοί στη διαχείρισή τους, ούτε τους πολύ μεγάλους, που θα μπορούσαν να τις οδηγήσουν σε κατάρρευση. Οργανισμοί που συγκεντρώνουν διάφορες κατηγορίες κινδύνων μπορούν να καλύψουν αυτούς που προκύπτουν σε ένα μέρος ή σε μια ολόκληρη γεωγραφική περιοχή ή και σε μερικές χώρες ή σε παγκόσμιο επίπεδο, σε περίπτωση που μερικοί αντασφαλιστές ασφαλίζουν μια πρωτασφαλιστική εταιρεία.
Οι ασφαλιστικές εταιρείες συχνά αναθέτουν μέρος των κινδύνων τους σε αντασφαλίστριες εταιρείες, οι οποίες αναλαμβάνουν κινδύνους από πολλές χώρες, διαφοροποιώντας τους παγκοσμίως και μειώνοντας τον αντίκτυπό τους σε κάθε καλυπτόμενη περιοχή. Με τη σειρά τους, οι αντασφαλίστριες εταιρείες μπορεί να αναθέσουν, μέσω συμβολαίων επανεκχώρησης, μέρος των κινδύνων σε άλλες αντασφαλίστριες που δραστηριοποιούνται σε παγκόσμιο επίπεδο.
3. Η αντεστραμμένη εμπορική ακολουθία της ασφάλισης
Ένας τρόπος να κατανοήσει κανείς πώς λειτουργεί η ασφάλιση είναι να δει ότι οι ασφαλιστικές εταιρείες ουσιαστικά πωλούν την υπόσχεση πληρωμής σε περίπτωση που επέλθει μελλοντικό γεγονός, το οποίο είναι πέραν του ελέγχου τόσο της ασφαλιστικής εταιρείας όσο και του ασφαλισμένου, όπως για παράδειγμα θάνατος, καταστροφή περιουσίας από πυρκαγιά, ατυχήματα και αναπηρίες. Αρχικά, το κόστος της υπόσχεσης είναι άγνωστο και οι ασφαλιστικές εταιρείες πρέπει να κάνουν εκτιμήσεις με βάση την εμπειρία τους, χρησιμοποιώντας παραδοχές για τις μελλοντικές εξελίξεις }ιδιαίτερα σημαντικές στην ασφάλιση ζωής και στα συμβόλαια προσόδου, καθώς ο κίνδυνος μπορεί να αυξηθεί σε βάθος χρόνου.
Η κύρια λογική της ασφάλισης είναι η διάχυση της οικονομικής ζημίας μέσω της συγκέντρωσης κινδύνων. Οι ασφαλισμένοι αγοράζουν ασφαλιστήρια συμβόλαια, για να προστατευτούν από την εμφάνιση συγκεκριμένων συμβάντων, και οι ασφαλιστές κάνουν προβλέψεις για το ενδεχόμενο τέτοιων απαιτήσεων. Έτσι, η συνήθης ακολουθία του εμπορίου αντιστρέφεται, καθώς η τιμή }με τη μορφή καταβολής ασφαλίστρου} ορίζεται πριν από την παροχή της υπηρεσίας, ανεξαρτήτως της τελικής έκτασης του κόστους. Πράγματι, το συνολικό κόστος ενδέχεται να μη γίνει γνωστό πριν περάσει μεγάλο χρονικό διάστημα από την επέλευση του συμβάντος που οδήγησε στην απαίτηση.
Τα ασφάλιστρα που εισπράττονται τίθενται υπό ενεργή διαχείριση και επειδή οι ασφαλιστικές εργασίες δεν υπόκεινται σε πιθανές άμεσες αναλήψεις μετρητών, οι ασφαλιστικές εταιρείες μπορούν να έχουν καλό έλεγχο των στοιχείων ενεργητικού και των υποχρεώσεών τους. Οι κίνδυνοι που αναλαμβάνουν οι ασφαλιστικές εταιρείες είναι ως επί το πλείστον ανεξάρτητοι του οικονομικού κύκλου, παρόλο που ο όγκος των καλυπτόμενων κινδύνων μπορεί να αντικατοπτρίζει το επίπεδο οικονομικής δραστηριότητας. Η προστατευτική λειτουργία της ασφάλισης στη σύγχρονη οικονομία εξομαλύνει απότομες αυξήσεις οικονομικών αναγκών που συνδέονται με κάποια καταστροφή, για όλους τους ασφαλισμένους, που διαφορετικά θα αντιμετώπιζαν την πτώχευση. Η ύπαρξη της ασφάλισης δίνει τη δυνατότητα να γίνονται σχέδια για το μέλλον με μεγαλύτερη σιγουριά, αποφεύγοντας ή μετριάζοντας συγκεκριμένους κινδύνους που θα μπορούσαν να απειλήσουν την εμπορική βιωσιμότητα.
4. Τιμολόγηση ασφαλιστικών προϊόντων και διαχείριση κινδύνων
Η τιμολόγηση της ασφάλισης παίζει σημαντικό πληροφοριακό ρόλο μέσα σε μια οικονομία, αποκαλύπτοντας την ύπαρξη, τη συχνότητα και το εύρος των κινδύνων. Τα ασφάλιστρα βάσει κινδύνου θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη αξιόπιστους δείκτες διαφόρων κινδύνων. Συνήθως, η βαθμολόγηση βασίζεται σε σχετικούς παράγοντες, όπως ηλικία, φύλο, τοποθεσία, τύπος οχήματος και ιστορικό οδηγού, οικογενειακή κατάσταση, εισόδημα, φυλή και εθνικότητα. Όταν οι ασφαλιστικές εταιρείες δίνουν συμβουλές για τη βελτίωση της ασφάλειας και της ποιότητας, βασίζονται στις βάσεις δεδομένων τους, για να αντλήσουν πολύτιμες πληροφορίες από την εμπειρία τους.
Στην ουσία, η ασφάλιση είναι μια υπηρεσία διαχείρισης κινδύνων, είτε παρέχεται σε ιδιώτες, είτε σε επιχειρήσεις, είτε σε κυβερνήσεις. Πρόκειται για μία διευθέτηση που παρέχει επιμέρους προστασία κατά του κινδύνου ζημίας από διάφορες πηγές. Η ασφάλιση είναι κοινωνικά και οικονομικά πολύτιμη. Η ανάγκη για ασφάλιση εμφανίζεται σε κοινωνίες και οικονομίες και εντελώς διαφορετικές οργανωτικές δομές.
5. Κοινωνικές προτιμήσεις που επηρεάζουν την ασφάλιση
Ο ασφαλιστικός μηχανισμός μπορεί, επίσης, να αποτελεί βασικό αναμεταδότη των προτιμήσεων σε μία κοινωνία. Πολύ συχνά, προωθούνται συγκεκριμένα ασφαλιστικά προγράμματα για συγκεκριμένες δομές συμπεριφορών που μία κοινωνία θεωρεί ότι πρέπει να επηρεάσει. Φοροαπαλλαγές για την αγορά ασφάλισης ζωής, υποχρεωτική ασφάλιση ευθύνης τρίτων ή ασφάλιση μακροχρόνιας φροντίδας, είναι μερικά από τα παραδείγματα. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η ασφαλιστική κάλυψη αποτελεί προαπαιτούμενο για ορισμένες εργασίες. Και κάποιες φορές, το προαπαιτούμενο αυτό δεν είναι φθηνό: αν κάποιος αναλογιστεί τις εργασίες αεροπορικών εταιρειών, για παράδειγμα, η ασφάλιση είναι πολύ ακριβή, ιδιαίτερα όταν καλύπτουν μεγάλα αεροσκάφη που πετούν πάνω από κατοικημένες περιοχές. Άλλα παραδείγματα είναι η ασφάλιση δραστηριοτήτων εξόρυξης πετρελαίου ή μεταφοράς καυσίμων με υπερδεξαμενόπλοια.
6. Κάλυψη των μεγαλύτερων κινδύνων, περιλαμβανομένης της κλιματικής αλλαγής
Τα μεγάλα φαινόμενα υψηλότατου κινδύνου αλλά χαμηλής συχνότητας, όπως οι φυσικές καταστροφές και οι τρομοκρατικές ενέργειες, καλύπτονται συνήθως από ένα συνδυασμό ασφάλισης και δημόσιων πόρων. Παρόλο που οι μη χρηματοοικονομικοί κίνδυνοι έχουν χαμηλό βαθμό συσχετισμού, καθώς διαφορετικά άτομα πλήττονται σε διαφορετική στιγμή και σε διαφορετικό βαθμό, αυτό δεν ισχύει σε περιπτώσεις καταστροφών μεγάλης κλίμακας και επιδημιών.
Αναφορικά με την κλιματική αλλαγή, η ασφάλιση δεν αποτελεί μονάχα εργαλείο αντιμετώπισης των μεγάλων προκλήσεων για την εκτίμηση και διαχείριση του κινδύνου ενώπιόν μας, αλλά μπορεί να αποτελέσει και έναν πανίσχυρο μηχανισμό για τον εντοπισμό σωστών συμπεριφορών και την παροχή αντίστοιχων κινήτρων. Η ασφάλιση αποτελεί βασική συνιστώσα της οικονομικής ανάπτυξης και ως τέτοια συνδέεται στενά με πτυχές σχετικές με το κλίμα. Αν υπάρχει ένας κλάδος που κατανοεί την ανάγκη αντιμετώπισης των κλιματικών θεμάτων και σχετικών κινδύνων, αυτός είναι η ασφάλιση —ο κλάδος των κινδύνων.3
7. Όρια κάλυψης ιδιωτικού τομέα και διασύνδεση με τη δημόσια ασφάλιση
Μία εθνική ιδιωτική ασφαλιστική αγορά έχει πεπερασμένες ικανότητες και τα ίδια τα έθνη-κράτη πρέπει να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις των μεγαλύτερων ανθρωπογενών και φυσικών καταστροφών, όπως σεισμοί, τσουνάμι, τυφώνες, οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής και η ζημιά στη βιοποικιλότητα, όπου δεν υπάρχει πρόσβαση στη σημαντική παγκόσμια ικανότητα των αντασφαλιστριών εταιρειών για την ανάληψη αυτών των καταστροφικών κινδύνων.
Οι θεμελιώδεις λόγοι που περιορίζουν ή ακόμα και εμποδίζουν την ιδιωτική ασφαλισιμότητα είναι οι εξής: ανεπαρκές εύρος συγκέντρωσης κινδύνων (σωρευτικά συσχετιζόμενοι κίνδυνοι), απουσία ή ασάφεια πληροφόρησης και (υπερβολικοί) ηθικοί κίνδυνοι ή δυσμενής επιλογή.
Για μεγάλο χρονικό διάστημα, η δημόσια ή “κοινωνική” ασφάλιση έχει διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στις περισσότερες κοινωνίες. Σε ορισμένες από αυτές τις περιπτώσεις, δεν πρόκειται για μία θεμελιώδη ανικανότητα των ιδιωτικών αγορών να παράσχουν αποδοτικές λύσεις, αλλά μάλλον για την επιθυμία της κοινωνίας να συνδυάσει την ασφάλιση με το αίσθημα της ισότητας και της αναδιανομής, που οδηγούν στην εμπλοκή των κυβερνήσεων.
Η εξεύρεση της κατάλληλης ισορροπίας ανάμεσα στην ιδιωτική και τη δημόσια ασφάλιση παραμένει ένα από τα βασικά ανοικτά θέματα, στο πλαίσιο των κανονισμών που διέπουν την ασφαλιστική αγορά. Ως κατευθυντήριες αρχές θα μπορούσαν να θεωρηθούν αυτές σύμφωνα με τις οποίες οι ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες θα πρέπει να αναμένεται να ασχολούνται με τους κινδύνους εκείνους που καλύπτουν τις απαιτήσεις ασφαλισιμότητας. Τυχόν υποχρέωση υπέρβασης αυτού του ορίου θα προκαλούσαν μόνο απογοήτευση και, τελικά, απόσυρση από την αγορά. Από την άλλη, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να μην παρεμβαίνουν στις αγορές εκείνες όπου η ιδιωτική ασφάλιση είναι εφικτή και λειτουργεί καλά. Ο συνδυασμός της ασφάλισης με την αναδιανομή εισοδήματος θα ήταν καλό να μην επιδιώκεται, αν όμως υπάρχει σχετική πολιτική βούληση, θα ήταν καλό να αναζητηθεί μέσω άλλων μηχανισμών.
Υπάρχουν ορισμένοι μεγάλοι κίνδυνοι που είναι δύσκολο να καλυφθούν ασφαλιστικά είτε από εταιρείες είτε από το κράτος και χρήζουν διαφορετικών λύσεων, όπου αυτές υπάρχουν. Μεταξύ αυτών είναι η απώλεια καίριου προσωπικού, φήμης αλλά και της εμπιστοσύνης των καταναλωτών ή πελατών ως αποτέλεσμα καταστροφών.
Ο ασφαλιστικός κλάδος, αντίθετα με άλλες χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, είναι μάλλον απίθανο να προκαλέσει μεγάλες οικονομικές κρίσεις. Το ασφαλιστικό επιχειρηματικό μοντέλο }που περιλαμβάνει τόσο ασφαλιστικές όσο και αντασφαλίστριες εταιρείες} έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, που το καθιστούν πηγή σταθερότητας στο χρηματοοικονομικό σύστημα. Η ασφάλιση χρηματοδοτείται από την προκαταβολική πληρωμή ασφαλίστρων, κάτι που δίνει στις ασφαλιστικές εταιρείες μεγάλη λειτουργική ταμειακή ροή χωρίς να απαιτείται μεγάλης κλίμακας τραπεζική χρηματοδότηση. Τα ασφαλιστήρια συμβόλαια είναι, σε γενικές γραμμές, μακροπρόθεσμα, με ελεγχόμενες εκροές, και έτσι επιτρέπουν στις ασφαλιστικές εταιρείες να ενεργούν ως σταθεροποιητές του χρηματοοικονομικού συστήματος. Στην πρόσφατη χρηματοοικονομική κρίση, οι ασφαλιστικές εταιρείες διατήρησαν σε σχετικά σταθερά επίπεδα την ικανότητα ανάληψης, τους όγκους εργασιών και τις τιμές.4
Συνεπώς, μία κρίση στον ασφαλιστικό κλάδο θα εξελισσόταν πολύ διαφορετικά από μία κρίση στον τραπεζικό, λόγω του χαμηλότερου κινδύνου ρευστότητας και του συνήθως περισσότερου διαθέσιμου χρόνου αντίδρασης. Οι περισσότεροι ασφαλιστικοί κίνδυνοι }περιλαμβανομένων των κλιματικών κινδύνων} δεν μπορούν να προκληθούν από τον κάτοχο του ασφαλιστηρίου. Ή, όπως στην περίπτωση των ασφαλιστηρίων ζωής, ατυχημάτων ή υγείας, συνήθως δεν προκαλούνται, γιατί συνεπάγονται σοβαρότατη προσωπική βλάβη. Ακόμα και στα αποταμιευτικά προϊόντα, οι ασφαλιστικές εταιρείες συχνά ενσωματώνουν ένα κόστος απόσυρσης από το πρόγραμμα, που σταθεροποιεί το σύστημα σε δυσμενείς περιόδους, καθώς καθιστά την ακύρωση συμβολαίων πιο δαπανηρή για τον ασφαλισμένο.
8. Κρατική παροχή ασφάλισης
Το κράτος μπαίνει στα “χωράφια” της ασφάλισης για την ανάληψη κινδύνων σε συγκεκριμένες περιπτώσεις: για παράδειγμα, τη χρηματοδότηση της παροχής υγείας και πρόνοιας, καίτοι ορισμένες φορές με ορισμένα όρια, τα οποία γίνονται όλο και πιο περιοριστικά, ανάλογα με τη δημοσιονομική κατάσταση και τις βλέψεις αναφορικά με τη δομή της κοινωνικής πολιτικής.
Ενδέχεται, επίσης, να επιβάλλει υποχρεωτική κάλυψη ευθύνης έναντι τρίτων στην ασφάλιση αυτοκινήτου και απασχόλησης και να παράσχει φορολογικά κίνητρα για την αγορά ιδιωτικών συνταξιοδοτικών προγραμμάτων, καθώς, συνήθως, οι εθνικοί προϋπολογισμοί δεν μπορούν να προσφέρουν αρκετά με βάση τα κρατικά συνταξιοδοτικά προγράμματα.
Τέλος, το κράτος λειτουργεί ως διαχειριστής κινδύνων σε περιπτώσεις ακραίων συμβάντων, μετά από μεγάλες καταστροφές.
9. Δημόσια-ιδιωτική παροχή ασφάλισης
Στις περιπτώσεις κάλυψης κινδύνων, όπως τρομοκρατία, πυρηνικές καταστροφές, άλλα μεγάλα συμβάντα, σεισμοί, ηφαιστειακές εκρήξεις και τσουνάμι, το κράτος μπορεί να ενεργήσει ως συμπληρωματικός φορέας ανάληψης κινδύνου και πιθανός συνεργάτης των ασφαλιστικών εταιρειών. Έτσι εξασφαλίζεται η κρατική δράση και μπορούν να διευρυνθούν τα όρια της εμπορικής ασφαλισιμότητας.
Η ασφάλιση με κοινωνικό προσανατολισμό, όπως για παράδειγμα για την τρίτη ηλικία, διαφέρει κάπως αλλά είναι εξίσου σημαντική στο κομμάτι αυτό. Οι κλάδοι στους οποίους το κράτος ενδεχομένως να αναζητήσει την από κοινού ασφαλιστική κάλυψη είναι μάλλον η υγεία και τα ιατρικά έξοδα, η αναπηρία και οι συντάξεις γήρατος.
Αφού εξαντληθεί η εμπορική κάλυψη, το κράτος θα αναλάβει το μεγαλύτερο μέρος του κινδύνου από τρομοκρατικές ενέργειες και ανθρωπογενείς ή φυσικές καταστροφές.
Έτσι παρέχεται ένας μοχλός για την εισαγωγή κοινωνικών πολιτικών και προτιμήσεων στην οικονομία, χρησιμοποιώντας ασφαλιστικούς μηχανισμούς. Εντούτοις, χρειάζεται προσοχή, καθώς η ασφάλιση είναι από τη φύση της δραστηριότητα του ιδιωτικού τομέα. Οι κανονιστικές παρεμβάσεις και ειδικοί περιορισμοί πρέπει να επιτυγχάνουν μία προσεκτική ισορροπία με την αποτελεσματικότητα των μηχανισμών της αγοράς και τις απαραίτητες προϋποθέσεις που τίθενται σε ασφαλιστικές εταιρείες για να ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα.
10. Οι νομικές αρχές της ασφάλισης
Η νομική αρχή που διέπει τις ασφαλιστικές συμβάσεις είναι αυτή της “απόλυτα καλής πίστης” (uberrima fides). Τόσο ο αγοραστής όσο και ο πωλητής ενός ασφαλιστικού προϊόντος πρέπει να κάνουν πλήρη δήλωση των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών από την αρχή, σε αντίθεση με τη συνήθη κατάσταση στην αγορά, όπου ο κανόνας είναι ότι ο “αγοραστής πρέπει να προσέχει” (caveat emptor). Η αρχή της uberrima fides δεν μεταβάλλει την επί ίσοις όροις φύση της συμφωνίας, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να εισαγάγει σχέση θεματοφυλακής.
Η σχέση ασφαλιστικής εταιρείας-ασφαλισμένου είναι συμβατική }είναι οι συμβαλλόμενοι μιας επί ίσοις όροις σύμβασης} και τα ασφαλιστήρια συμβόλαια αποτελούν “υπό όρους συμβάσεις”, με την έννοια ότι υποχρεώνουν την ασφαλιστική εταιρεία να πληρώσει μόνο εάν επέλθουν ορισμένες συνθήκες. Αποτελούν, επίσης, “συμβάσεις αποζημίωσης”, καθώς η ασφαλιστική εταιρεία αντισταθμίζει τη ζημία που υπέστη ο ασφαλισμένος. Η αρχή εδώ είναι ότι ο ασφαλισμένος δεν θα αποκομίσει κέρδος από την εμφάνιση ενός συμβάντος που καλύπτεται από τη σύμβαση. Μάλιστα, σύμφωνα με πολλά ήδη ασφαλιστηρίων, ο ασφαλισμένος οφείλει να επωμισθεί ένα μέρος της ζημίας (για παράδειγμα το ποσό της “απαλλαγής” στην ασφάλιση αυτοκινήτου).
Το ασφαλιστήριο συμβόλαιο αποτελεί μία νόμιμη σύμβαση, όπου περιγράφονται οι όροι και οι προϋποθέσεις, αναλύεται το εύρος της κάλυψης (ποσό αποζημίωσης) σε περίπτωση πρόκλησης ζημίας από τους καλυπτόμενους κινδύνους για το χρονικό διάστημα (περίοδος) αποζημίωσης. Όταν ένας ασφαλισμένος υποστεί ζημία από ασφαλισμένο κίνδυνο, υποβάλλει μία “απαίτηση” κατά της ασφαλιστικής εταιρείας για το ποσό που ορίζεται στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο. Με την έναρξη ισχύος ενός ασφαλιστηρίου συμβολαίου από την πληρωμή του ασφαλίστρου, η ασφαλιστική εταιρεία δεσμεύεται από τις συμβατικές υποχρεώσεις για μελλοντική εκπλήρωση. Έτσι η ασφαλιστική εταιρεία, σε αντίθεση με τον ασφαλισμένο, μπορεί να κατηγορηθεί για παραβίαση σύμβασης και να υποχρεωθεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της (εξ ου και ο όρος “μονομερής σύμβαση”). Εάν υπάρχουν τυχόν ασάφειες που πρέπει να επιλυθούν δικαστικώς, κατά κανόνα επιλύονται υπέρ του ασφαλισμένου, γιατί ο ασφαλισμένος δεν έχει καμία ή έχει ελάχιστη διαπραγματευτική ικανότητα, και αναγκάζεται να δεχθεί την προσφορά της ασφαλιστικής εταιρείας (εξ ου ο όρος “σύμβαση προσχώρησης” για ορισμένες καλύψεις).
Ένας ασφαλισμένος κίνδυνος είναι εξωγενής και μπορεί να απαιτηθεί ο μετριασμός του με την ανάληψη συγκεκριμένων δράσεων (όπως για παράδειγμα την εγκατάσταση συστήματος ασφαλείας ή συστήματος αυτόματης κατάσβεσης πυρκαγιάς), δεν υπάρχει όμως προοπτική κέρδους. Η εκτίμηση και ο έλεγχος του κινδύνου είναι σημαντικές παράμετροι, ώστε οι ασφαλισμένοι να μην αυξάνουν την έκθεσή τους στον κίνδυνο από την ίδια τη συμπεριφορά τους (περιγράφεται ως “ηθικός κίνδυνος”).
1. Για περισσότερες πληροφορίες, βλ. P.M. Liedtke (2007) “What’s Insurance to a Modern Economy?”, The Geneva Papers on Risk and Insurance—Issues and Practice, 32(2): 211-221.
2. Η εκτενής έρευνα του The Geneva Association για τον κλάδο ασφάλισης διατίθεται στον ιστοτόπο www.genevaassociation.org (βλ. ενότητα Publications).
3. C. Bosse and P.M. Liedtke (2009) “The relevance of insurance to climate-sensitive economic development”, in The insurance industry and climate change—Contribution to the global debate, The Geneva Reports No 2, pp. 9-22 Geneva: The Geneva Association.
4. The Geneva Association (2010) Systemic Risk in Insurance—an analysis of insurance and financial stability (March). Βλ. επίσης Key Financial Stability Issues in Insurance (July).
Μέτρηση του μεγέθους και της σημασίας του ασφαλιστικού κλάδου παγκοσμίως
Tα ασφαλιστικά κεφάλαια παγκοσμίως για το 2010 υπολογίζονται σε περίπου US$24,6 τρις, που αντιπροσωπεύει περίπου το 31% των παγκόσμια διαχειριζόμενων στοιχείων ενεργητικού.5 Στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), η Comite Εuropeen des Αssurances (CEA) εκτιμά τις ασφαλιστικές επενδύσεις σε περίπου €7.300 δις για το 2010.6
Το σημαντικό μέγεθος και η σημασία του ασφαλιστικού κλάδου ως θεματοφύλακα των κεφαλαίων αυτών και διαχειριστή των χαρτοφυλακίων για την απόδοση των οικονομιών αυτών είναι προφανή, όπως επίσης και η συμμετοχή του στην παροχή πολλών άμεσων και έμμεσων θέσεων εργασίας από τις ασφαλιστικές εταιρείες. Για την ΕΕ, η CEA εκτιμά ότι ο αριθμός των θέσεων άμεσης απασχόλησης ανέρχεται στις 950.000 το 2010. Το Information Insurance Institute (III) εκτιμά ότι τον Αύγουστο του 2011 ο κλάδος απασχολούσε περίπου 1,3 εκατομμύρια υπαλλήλους στις ΗΠΑ, και επιπλέον 937.000 σε πράκτορες, μεσίτες και άλλες εταιρείες παροχής παρεμφερών υπηρεσιών.7 Ο ασφαλιστικός κλάδος είναι σημαντικός οικονομικός κλάδος, με μεγάλο ποσοστό υψηλής ποιότητας και καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας.
Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση της Swiss Re, τα παγκόσμια ασφάλιστρα το 2010 ανήλθαν σε US$4.339 δις, όπως φαίνεται στον Πίνακα I. Στην ασφάλιση ζωής αντιστοιχούν US$2.520 δις (58 %), ενώ στην κάλυψη ζημιών (ή περιουσίας) το υπόλοιπο 42%.
Στον Πίνακα Ι είναι εμφανής η σημαντική περιφερειακή διαφορά στην έκταση της ασφαλιστικής κάλυψης. Το μεγαλύτερο μέρος των παγκόσμιων ασφαλίστρων, με μερίδιο 85%, προέρχονται από τις βιομηχανοποιημένες χώρες, όπου είναι άμεσα διαθέσιμες πολλές ασφαλιστικές λύσεις και η ασφάλιση είναι πιο διαδεδομένη στον πληθυσμό. Στις χώρες G-7, ο λόγος ασφαλίστρων προς ΑΕΠ (ασφαλιστική διείσδυση) είναι 8,76% και τα κατά κεφαλήν ασφάλιστρα (ασφαλιστική πυκνότητα) είναι US$3.775. Στις αναδυόμενες αγορές, η ασφάλιση δεν είναι τόσο διαδεδομένη. Τα συνολικά ασφάλιστρα στις αναδυόμενες αγορές το 2010 ήταν $650 δις, που ισούται με διείσδυση μόλις 2,99% και συγκριτικά χαμηλή ασφαλιστική πυκνότητα στα μόλις US$110 κατά κεφαλήν.
Οι αναδυόμενες αγορές έχουν τη μεγαλύτερη αναπτυξιακή προοπτική για τις ασφαλιστικές υπηρεσίες, όπως επιβεβαιώνουν πρόσφατα στοιχεία. Αυτό είναι εμφανές στον πρόσφατο ρυθμό ανάπτυξης σε αποπληθωρισμένες τιμές (βλέπε πίνακα ΙΙ) και έρχεται σε συνέχεια της αύξησης της παραγωγής ασφαλίστρων κατά τα προηγούμενα χρόνια.
5. TheCityUK (2011) Fund Management (October). Σημείωση: τα ασφαλιστικά κεφάλαια των ΗΠΑ ανέρχονται σε US$6,4 τρις, ή 26 τοις εκατό του συνόλου.
6. CEA (2011) European Insurance—Key Facts (September).
7. III (2011) Insurance Industry Employment Trends: 1990-2011 (October). Το III είναι ένας αμερικανικός κλαδικός φορέας με στόχο “τη βελτίωση της κατανόησης του κοινού για την ασφάλιση, τι κάνει και πώς λειτουργεί.”.
Πηγή: Julian Arkell (2011) The Essential Role of Insurance Services for Trade Growth and Development—
A Primer from The Geneva Association’s Programme on Regulation and Supervision (PROGRES).
Είναι διαθέσιμο στο: http://www.genevaassociation.org/PDF/BookandMonographs/GA2011-The_Essential_Role_of_Insurance_Services.pdf .




