Ετήσια Έκθεση του Συνηγόρου του Καταναλωτή

Το 76,5% των καταγγελιών για ασφαλιστικές εταιρίες έχουν θετική για τον καταναλωτή έκβαση

Στις 14/11 ο Συνήγορος του Καταναλωτή, κ. Γιάννης Αδαμόπουλος, παρέδωσε στον έφυπουργό Ανάπτυξης, κ. Γιώργο Βλάχο, τη δεύτερη κατά σειρά Ετήσια  Έκθεση της Ανεξάρτητης Αρχής, μέσα από την οποία προβάλλονται με αναλυτικό τρόπο τα πεπραγμένα της για το χρονικό διάστημα από τον Ιούνιο 2006 έως τον Μάιο 2007. 
Ο αριθμός των αναφορών-καταγγελιών που υποβλήθηκαν φέτος από πολίτες-καταναλωτές προς διερεύνηση από το Συνήγορο του Καταναλωτή αυξήθηκε θεαματικά κατά 706% σε σχέση με την περσινή περίοδο. 
Οι υπηρεσίες μαζικής ωφέλειας και κοινωνικού ενδιαφέροντος (στις οποίες συμπεριλαμβάνονται οι ηλεκτρονικές επικοινωνίες), το λιανικό εμπόριο, οι υπηρεσίες και οι τράπεζες αποτελούν τους εμπορικούς κλάδους που συγκεντρώνουν τις περισσότερες διαμαρτυρίες των καταναλωτών, φτάνοντας σχεδόν σε ποσοστό 70% επί του συνόλου των υποβληθεισών αναφορών. 
Όσον αφορά τις καταγγελίες για ασφαλιστικές εταιρίες, αυτές αφορούσαν κυρίως συμβάσεις ασφάλισης ζωής και ευθύνης αυτοκινήτου, όπως αναλυτικά καταγράφονται στη συνέχεια.
Αξιοσημείωτο είναι, πάντως, ότι το 76,5% των καταγγελιών για ασφαλιστικές εταιρίες έχουν θετική για τον καταναλωτή έκβαση.

Οι αναφορές για ασφαλιστικές εταιρίες
– Συμβάσεις ασφάλισης ζωής
Σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην Έκθεση, ο Συνήγορος του Καταναλωτή δέχθηκε σημαντικό αριθμό αναφορών για μονομερείς (από την πλευρά των ασφαλιστικών εταιριών) τροποποιήσεις όρων συμβάσεων ασφάλισης ζωής. 
Καταναλωτές καταγγέλλουν στην Αρχή την υψηλή αναπροσαρμογή των ετήσιων ασφαλίστρων τους, ενώ άλλοι αναφέρουν ότι κάποιες φορές οι εταιρίες καταγγέλλουν τα ασφαλιστήρια συμβολαίων ζωής με την αιτιολογία ότι οι περί υγείας δηλώσεις των ασφαλισμένων, πάνω στις οποίες στηρίχθηκε κατά το παρελθόν η σύναψη των συμβολαίων, ήταν αναληθείς.
Όπως επισημαίνεται στην Έκθεση της Αρχής, «Σύμφωνα με τον ν. 2496/1997, κατά τη σύναψη της σύμβασης ο λήπτης της ασφάλισης υποχρεούται να δηλώσει στον ασφαλιστή κάθε στοιχείο ή περιστατικό που γνωρίζει, το οποίο είναι αντικειμενικά ουσιώδες για την εκτίμηση του κινδύνου, καθώς επίσης να απαντήσει σε κάθε σχετική ερώτηση του ασφαλιστή. Στοιχεία και περιστατικά για τα οποία ο ασφαλιστής έθεσε σαφείς γραπτές ερωτήσεις τεκμαίρεται ότι είναι τα μόνα που επηρεάζουν την από μέρους του εκτίμηση και αποδοχή του κινδύνου.
Εάν ο ασφαλιστής συνάψει τη σύμβαση με βάση γραπτές ερωτήσεις, δεν μπορεί να επικαλεστεί το γεγονός ότι συγκεκριμένες ερωτήσεις έμειναν αναπάντητες, ότι δεν ανακοινώθηκαν περιστάσεις που δεν αποτελούσαν αντικείμενα ερώτησης ή ότι δόθηκε καταφανώς ελλιπής απάντηση σε γενική ερώτηση, εκτός αν ο αντισυμβαλλόμενος ενήργησε κατά τον τρόπο αυτό με πρόθεση να εξαπατήσει τον ασφαλιστή».
Ορισμένες άλλες καταναλωτικές διαφορές, που καλείται να επιλύσει η Αρχή, ανακύπτουν από τη διάσταση απόψεων ανάμεσα σε καταναλωτές και εταιρίες επί του ακόλουθου θέματος: οι ασφαλιστικές εταιρίες ισχυρίζονται ότι ενημερώνουν τους ασφαλισμένους για τις ληξιπρόθεσμες δόσεις τους και τις εξ αυτού του γεγονότος συνέπειες με ταχυδρομικές επιστολές που αποστέλλουν, τις οποίες όμως οι καταναλωτές δηλώνουν κατηγορηματικά ότι ουδέποτε έλαβαν. 
«Όπως όμως έχει κριθεί από τη νομολογία, δεν αρκεί η αποστολή της ειδοποίησης, αλλά η πραγματική περιέλευση αυτής στον ασφαλισμένο», υπογραμμίζεται σχετικά στην Έκθεση. «Ο Συνήγορος του Καταναλωτή απευθύνεται κατά περίπτωση στις αρμόδιες υπηρεσίες των Ελληνικών Ταχυδρομείων για την πιστοποίηση ή όχι της αποστολής αυτών των επιστολών από τις ασφαλιστικές εταιρίες προς τους ασφαλισμένους, ώστε να υπάρχει απόδειξη σχετικά με το αν: (α) οι εταιρίες ορθώς και δικαιολογημένα κατά το νόμο προέβησαν στη λύση της ασφαλιστικής σύμβασης, ή αν (β) πρόκειται για αυθαίρετη και καταχρηστική πράξη τους, σε βάρος των συμφερόντων των αντισυμβαλλόμενων».

– Ασφάλιση ευθύνης εξ αυτοκινήτων
Οι περισσότερες αναφορές προέρχονται από καταναλωτές που διαμαρτύρονται για σημαντικές καθυστερήσεις στην αποκατάσταση ζημιών που προκλήθηκαν από ατύχημα. Πιο συγκεκριμένα, καταγγέλλεται ότι οι εν λόγω καθυστερήσεις υπερβαίνουν κατά πολύ τη νόμιμη προθεσμία των τριάντα (30) ημερών από τη δήλωση του ατυχήματος που έχει ο ασφαλιστής στη διάθεσή του, προκειμένου να προβαίνει στην ολοκλήρωση του διακανονισμού της ζημιάς.
Άλλες καταγγελίες που έχουν υποβληθεί στο Συνήγορο του Καταναλωτή αφορούν τη μη καταβολή πλήρους αποζημίωσης ποσών που αντιστοιχούν στα τιμολόγια επισκευής αυτοκινήτων για ζημιές που προκλήθηκαν από οδηγό που έκανε θετική δήλωση στην ασφαλιστική εταιρία του. Και στις περιπτώσεις αυτές, η Αρχή ακολούθησε την προβλεπόμενη διαδικασία, καλώντας σε ακρόαση τα εμπλεκόμενα μέρη, με στόχο την εξωδικαστική επίλυση της διαφοράς.
Έχουν υπάρξει, ακόμη, αιτιάσεις για τη μη επισκευή ζημιών σε αυτοκίνητα που ενεπλάκησαν σε τροχαίο ατύχημα, αλλά και για άρνηση κάλυψης υλικών ζημιών σύμφωνα με τους επίσημους πίνακες αξιών του έπουργείου Ανάπτυξης, προς το οποίο ο Συνήγορος του Καταναλωτή έχει διαβιβάσει τις σχετικές καταγγελίες.
Καταναλωτές διαμαρτύρονται, επιπλέον, για την επιφύλαξη ορισμένων εταιριών να υπαγάγουν προκληθείσες εκ τροχαίου ατυχήματος ζημιές στην ευνοϊκή διαδικασία του Φιλικού Διακανονισμού. Στις περιπτώσεις αυτές, ο Συνήγορος του Καταναλωτή πληροφόρησε τους πολίτες για το χαρακτήρα της διαδικασίας φιλικού διακανονισμού ζημιών, ως μιας συμφωνίας μεταξύ ορισμένων μόνο ασφαλιστικών εταιριών προς εξυπηρέτηση του καταναλωτή, η οποία ισχύει κατά κανόνα μόνο για περιπτώσεις χωρίς σωματικές βλάβες και προβλέπει ανώτατο όριο αποζημίωσης.
Επίσης, έχουν υποβληθεί ενώπιον της Αρχής αρκετές αναφορές που αφορούν άρνηση ικανοποίησης αξιώσεων ατόμων που έχουν εμπλακεί σε τροχαία ατυχήματα και στρέφονται όχι κατά των ασφαλιστικών εταιριών στις οποίες είναι οι ίδιοι ασφαλισμένοι, αλλά κατά των ασφαλιστικών εταιριών στις οποίες είναι ασφαλισμένοι οι οδηγοί που, κατά δήλωσή τους, προκάλεσαν το ατύχημα.
Στις περιπτώσεις αυτές, ο Συνήγορος του Καταναλωτή θεωρεί ότι δεν υπάρχει αρμοδιότητα παρέμβασής του βάσει του άρθρου 3 του ιδρυτικού του νόμου 3297/2004, αφού δεν πρόκειται για καταναλωτική διαφορά, ελλείψει συμβατικής σχέσης μεταξύ του ζημιωθέντος από το ατύχημα καταναλωτή και του ασφαλιστή του φερομένου ως υπαιτίου της σύγκρουσης οδηγού. Σ’ αυτή την περίπτωση, η Αρχή διαβιβάζει τους συναφείς φακέλους στην αρμόδια εποπτική Αρχή, δηλ. το έπουργείο Ανάπτυξης.

Έκβαση Καταγγελιών για ασφαλιστικές εταιρίες: 
Σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην ετήσια έκθεση, το 76,5% των καταγγελιών έχουν έκβαση υπέρ του καταναλωτή, ενώ το 23,5% έχουν έκβαση υπέρ του προμηθευτή.

Κατηγορίες καταγγελιών σχετικά με ασφαλιστικές εταιρίες: 
29,8% για καταχρηστικούς ΓΟΣ (μονομερείς τροποποιήσεις σε συμβάσεις ασφάλισης ζωής, υψηλή αναπροσαρμογή ετήσιων ασφαλίστρων, μονομερείς καταγγελίες ασφαλιστηρίων συμβολαίων, κ.λπ.), 17,0% για καθυστερήσεις στην καταβολή ασφαλιστικών αποζημιώσεων και 53,2% είναι άλλες καταγγελίες.