Γη – Όταν οι δυνάμεις της φύσης γίνονται κίνδυνος

Tου Dr. Anselm Smolka, Μόναχο

Ανασκόπηση σεισμών 1994-2006
 
Για τρίτη φορά από το 1983, το Schadenspiegel κάνει μία ανασκόπηση της σεισμικής δραστηριότητας, εστιάζοντας αυτή τη φορά στα τελευταία 13 χρόνια. Παίρνοντας τις μεγαλύτερες καταστροφές ως βάση, αναλύεται η σημερινή κατάσταση του κινδύνου, περιγράφεται το τι έχει γίνει στην έρευνα και πρόληψη και εξηγείται το πώς προσαρμόζεται ο ασφαλιστικός κλάδος στο φυσικό αυτό κίνδυνο σήμερα.

Tα δύο πρώτα χρόνια της υπό εξέταση περιόδου, συνέβησαν δύο από τις μεγαλύτερες αστικές σεισμικές καταστροφές των τελευταίων δεκαετιών, σε πολύ ανεπτυγμένες χώρες: στις ΗΠΑ και την Ιαπωνία. Στις 17 Ιανουαρίου 1994, η κοιλάδα του Σαν Φερνάντο, 30 χλμ. βορειοανατολικά του Λος Άντζελες, συνταράχθηκε από ένα σεισμό μεγέθους 6,8 βαθμών, με επίκεντρο το Νόρθριτζ. 61 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους. Οι συνολικές οικονομικές απώλειες ανήλθαν σε 44 δισ. δολ. ΗΠΑ, ενώ οι ασφαλισμένες σε 15,3 δισ. δολ. ΗΠΑ. Οι μέχρι τότε αποζημιώσεις για σεισμό δεν πλησίαζαν καν το ποσό αυτό. 
Ακριβώς ένα χρόνο αργότερα, στις 17 Ιανουαρίου 1995, σεισμός μεγέθους 6,8 βαθμών έπληξε το Κόμπε της Ιαπωνίας. Πάνω από 6.000 άνθρωποι σκοτώθηκαν. Οι συνολικές οικονομικές απώλειες ήταν υπερδιπλάσιες του Νόρθριτζ. Καθώς όμως η αναλογία ασφαλισμένων αξιών ήταν πολύ χαμηλότερη, οι ασφαλιστικές εταιρίες κλήθηκαν να πληρώσουν ένα λογαριασμό “μόλις” 3 δισ. ευρώ. 
Και στις δύο περιπτώσεις, δεν προκλήθηκαν ρήγματα στην επιφάνεια της γης. Σε τέτοιους σεισμούς, οι δυνάμεις επιτάχυνσης είναι ιδιαίτερα υψηλές. Και στα δύο συμβάντα παρατηρήθηκε ένα φαινόμενο κατά το οποίο παρουσιάζεται ένας μακροπερίοδος παλμός ενέργειας, που είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος για τα ψηλά κτήρια κοντά στο ρήγμα. 
Η υπό εξέταση περίοδος περιλαμβάνει επίσης και το τσουνάμι που προκλήθηκε από το σεισμό στον Ινδικό Ωκεανό, ανοικτά της Νότιας Σουμάτρα στις 26 Δεκεμβρίου 2004. Το τσουνάμι προκάλεσε τη δεύτερη μεγαλύτερη καταστροφή από φυσικό κίνδυνο, μετά από το σεισμό στην Τανγκσάν της Κίνας το 1976. Τουλάχιστον 210.000 άνθρωποι σκοτώθηκαν. Οι συνολικές οικονομικές απώλειες ανήλθαν σε 10 δισ. δολ. ΗΠΑ, ενώ οι ασφαλισμένες σε περίπου 1 δισ. δολ. ΗΠΑ. 
Μία ανάλυση των 13 τελευταίων ετών αποκαλύπτει ξεκάθαρα τις διαφορές ως προς τις απώλειες σε αναδυόμενες χώρες και χώρες του τρίτου κόσμου, και στις ιδιαίτερα αναπτυγμένες περιοχές. Σε περιοχές με μεγάλη συγκέντρωση αξιών και υψηλή διείσδυση αγοράς, ο αριθμός των θυμάτων είναι σχετικά χαμηλός, ενώ στις άλλες, ο φόρος αίματος είναι άνω του μέσου όρου, με συγκριτικά χαμηλές ασφαλισμένες απώλειες.

Ελαχιστοποίηση απωλειών μέσω αντισεισμικών κατασκευών
Στις λιγότερο αναπτυγμένες περιοχές της γης, ο αριθμός των θυμάτων είναι πολύ υψηλός γιατί τα κτήρια είναι ιδιαίτερα ευάλωτα. Όμως, τεράστιες απώλειες σημειώνονται και στις βιομηχανικές χώρες –και δεν πλήττονται μόνο τα παλαιότερα κτήρια. Στην περίπτωση του σεισμού του Νόρθριτζ, για παράδειγμα, οι μηχανικοί εξεπλάγησαν όταν είδαν ότι ακόμα και τα κτήρια με μεταλλικό σκελετό, που θεωρούνταν πολύ σταθερά, είχαν υποστεί σημαντικές ζημιές. Αυτό διαπιστώθηκε μήνες μετά το συμβάν και προκάλεσε παγκόσμιο αντίκτυπο στον αντισεισμικό σχεδιασμό των κτηρίων αυτών.
Η τροποποίηση των οικοδομικών κανονισμών έχει αποτέλεσμα, στο βαθμό που τηρούνται οι νέοι κανονισμοί. Στο Κόμπε, για παράδειγμα, τα κτήρια που είχαν ανεγερθεί μετά την αναθεώρηση του οικοδομικού κώδικα το 1981, επιβίωσαν, σε μεγάλο βαθμό, του σεισμού του 1995. Από την άλλη, όσα κτήρια είχαν ανεγερθεί πριν από την αναθεώρηση, υπέστησαν εκτενέστατες ζημιές, λόγω ανεπαρκούς ολκιμότητας. Ένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικό στοιχείο των απωλειών αυτών είναι ότι οι ενδιάμεσοι όροφοι κτηρίων με 10-15 ορόφους, κατέρρευσαν ως αποτέλεσμα συντονισμού, με περιόδους συντονισμού δεύτερης τάξης ή κατακόρυφες μεταβολές στο χάλυβα οπλισμού.
Στην Ιαπωνία ισχύουν πολύ αυστηρά πρότυπα αντισεισμικής προστασίας. Οι ακραία υψηλές απώλειες από ένα σεισμό ενδιάμεσου μεγέθους προκάλεσαν πολύ μεγάλη έκπληξη, καθιστώντας το συμβάν αυτό ακόμα σημαντικότερο ως βάση αξιολόγησης των επιπτώσεων ενός πιθανού σεισμού στην ευρύτερη περιοχή του Τόκιο, όπου η συγκέντρωση αξιών είναι κατά πολύ μεγαλύτερη από το Κόμπε.
Τον Αύγουστο του 1999, ο σεισμός στη Νικομήδεια της Τουρκίας έδειξε τη σοβαρότητα των επιπτώσεων όταν δεν τηρούνται οι οικονομικοί κανονισμοί. Τα παράνομα οικοδομήματα των κατώτερων τμημάτων της κοινωνίας επλήγησαν λιγότερο από τις πολυώροφες πολυκατοικίες των μεσαίων τάξεων, που είχαν ανεγερθεί γρήγορα και με αντίστοιχα χαμηλή ποιότητα, ακολουθώντας αμφισβητούμενες, μερικές φορές, διαδικασίες εγκρίσεων. 
Ένα ακόμα αρνητικό παράδειγμα είναι ο σεισμός που έπληξε την Αθήνα, την ίδια χρονιά. Παρά το μέγεθος των μόλις 5,9 βαθμών, ο σεισμός προκάλεσε συνολικές απώλειες ύψους 4,2 δισ. δολ. ΗΠΑ. Οι λόγοι: ακατάλληλες κατασκευαστικές μέθοδοι και μη τήρηση των οικοδομικών κανονισμών. Από την Αθήνα, ωστόσο, έρχονται και νέα για χρήση καινοτόμων λύσεων. Τρέχοντα έργα περιλαμβάνουν την Ωνάσειο Στέγη Γραμμάτων και Καλών Τεχνών και το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης. Και τα δύο αυτά κτίσματα κατασκευάζονται επάνω σε ολισθαίνοντα έδρανα και συνεπώς απομονώνονται από το υπέδαφος, χάρη στην παθητική μόνωση βάσης. 
Σε ό,τι αφορά τους ουρανοξύστες, οι συμπαγείς κατασκευές από χάλυβα προτιμώνται ακόμα για την αποφυγή έντονων κραδασμών. Παράδειγμα αποτελεί ο ουρανοξύστης Taipei 101 στην Ταϊβάν, ο οποίος, ωστόσο, “σταθεροποιείται” από ένα εκκρεμές 660 τόνων. 
Στο μεταξύ, σε περιπτώσεις πιο πολύπλοκων κτηρίων, στα οποία οι κανονικοί οικοδομικοί κανονισμοί δεν έχουν εφαρμογή, η ολοένα και δημοφιλέστερη προσέγγιση είναι ο “σχεδιασμός βάσει απόδοσης”. Η προσέγγιση αυτή δεν βασίζεται αυστηρά σε πρότυπους κανόνες, αλλά απαιτεί εξατομικευμένες λύσεις. Ουσιαστικά, οι αρχιτέκτονες και μηχανικοί είναι αυτοί που πρέπει να διασφαλίσουν ότι το κτήριο θα παραμείνει ανέπαφο μετά από ένα σεισμό μεσαίου μεγέθους, και ότι δεν θα καταρρεύσει μετά από ισχυρό σεισμό. Ωστόσο, αυτό προϋποθέτει στενή συνεργασία ανάμεσα στους αρχιτέκτονες και τους μηχανικούς. 
έπάρχουν πολλές διαθέσιμες επιλογές για μείωση της τρωτότητας κτηρίων –όλες, όμως, απαιτούν ένα βαθμό δέσμευσης. Επιπλέον, χρειάζεται να θεσπιστούν, να υιοθετηθούν και να ενισχυθούν νόμοι. Φυσικά, χρειάζεται χρόνος για την εφαρμογή τροποποιήσεων και νέων οικοδομικών κωδίκων. Συνεπώς, θα πρέπει να εξετάζονται και τα παλαιότερα κτήρια, ώστε να διαπιστώνεται το κατά πόσο μπορούν να αντέξουν ένα σεισμό, ή το κατά πόσο θα μπορούσε να αυξηθεί το επίπεδο ασφάλειάς τους με βελτιώσεις.
Σε λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες, συχνά δεν υπάρχει ούτε η απαραίτητη τεχνογνωσία ούτε οι οικονομικές ευκαιρίες. Για να υπάρξει μεγαλύτερη ασφάλεια στο μέλλον, χρειάζεται εντατικότερη ανταλλαγή και μεταφορά γνώσεων. Για το σκοπό αυτό, η Munich Re συμμετέχει στο GeoHazards International (GHI), έναν οργανισμό που συμβάλλει στη μείωση των απωλειών από φυσικές καταστροφές, ιδίως σε αναπτυσσόμενες χώρες, μέσα από την εκπαίδευση, την ετοιμότητα αντιμετώπισης και την πρόληψη απωλειών.

Διαχείριση Καταστροφών
Ο μεγάλος σεισμός στο Σαν Φρανσίσκο, το 1906, απέδειξε τη σημασία της διαχείρισης καταστροφών. Σε μία διάσκεψη που έγινε στο Σαν Φρανσίσκο το 2006, για την 100ή επέτειο του σεισμού, προέκυψε ότι παρόλο που υπάρχουν τα σχέδια αντιμετώπισης μιας καταστροφής αμέσως μετά το συμβάν, δεν είναι ακόμα σαφές το πώς πρέπει να προχωρήσουμε αναφορικά με την αποκατάσταση των περιοχών που έχουν πληγεί και των υποδομών. Καθώς πρόβλεψη ενός σεισμού και των επιπτώσεών του μπορεί να γίνει μόνο μέχρι κάποιο βαθμό, η βέλτιστη λύση θα ήταν ένα μείγμα συστηματικής και ρεαλιστικής δράσης. Αυτό δεν ισχύει μόνο για το Σαν Φρανσίσκο, αλλά για όλες τις σεισμογενείς περιοχές. 
Τι συμβαίνει, όμως, όταν δεν υπάρχει επαρκής προετοιμασία, όπως μας έδειξαν οι καταστροφικές επιπτώσεις του σεισμού στη Νικομήδεια, που στοίχισε τη ζωή σε 15.000 ανθρώπους; Τουλάχιστον, βγήκαν κάποια συμπεράσματα και αναπτύχθηκαν έντονες συζητήσεις για το κατά πόσο απειλείται η Κωνσταντινούπολη από έναν ακόμα σεισμό δυτικότερα. Θα είναι η πόλη κατάλληλα προετοιμασμένη για τον επόμενο σεισμό; Μέχρι ενός σημείου, η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι καταφατική. Για παράδειγμα, το νέο δίκτυο παροχής αερίου σχεδιάστηκε λαμβάνοντας υπόψη το ενδεχόμενο σεισμού. Επιπλέον, στα σχέδια υπάρχει και ένα σύστημα προειδοποίησης, που θα διασφαλίζει ότι οι κρίσιμες εγκαταστάσεις θα απενεργοποιούνται.
Μετά τα τσουνάμι του 2004, λήφθηκαν κάποια μέτρα. Στην πιο κρίσιμη, γεωλογικά, περιοχή του Ινδικού Ωκεανού, το Τόξο Σούντα, έχει αρχίσει η εγκατάσταση ενός Συστήματος Έγκαιρης Προειδοποίησης για Τσουνάμι (TEWS). Καλύπτοντας την τεχνολογική πτυχή, το έργο αποσκοπεί στην ευαισθητοποίηση του πιθανά εμπλεκόμενου πληθυσμού και των κέντρων λήψης αποφάσεων και δημιουργεί την απαραίτητη υποδομή για την εξασφάλιση της προειδοποίησης και της κατάλληλης ανταπόκρισης.

Προβλεψιμότητα
Και ενώ επιτυγχάνεται σαφής πρόοδος στις σύγχρονες τεχνολογίες μέτρησης και την εγκατάσταση συστημάτων έγκαιρης προειδοποίησης, εξακολουθεί να υπάρχει το στοιχείο της έκπληξης. Για παράδειγμα, ο σεισμός της Αθήνας ήρθε εντελώς απροσδόκητα. Εξάλλου, στη μακρά ιστορία της πόλης, που υπερβαίνει τις 2,5 χιλιετίες, δεν είχε ποτέ καταγραφεί αντίστοιχο συμβάν. Οι εμπειρογνώμονες εξεπλάγησαν, επίσης, και από το σεισμό στην Ταϊβάν το 1999, καθώς η πιθανότητα εμφάνισης σεισμού τέτοιου μεγέθους στην περιοχή του επικέντρου, είχε εκτιμηθεί σε μία φορά στα 10.000 ή 100.000 χρόνια. 
Ο ισχυρισμός ότι αμέσως μετά από ένα σεισμό, υπάρχει απότομη μείωση των πιθανοτήτων εμφάνισης κι άλλου σεισμού, έχει ήδη καταρριφθεί σε πολλές περιπτώσεις. Μάλιστα, οι πιθανότητες αυξάνουν στη γύρω περιοχή της ζώνης του ρήγματος. Για παράδειγμα, το 2001, το Σαν Σαλβαδόρ επλήγη από δύο σεισμούς, σε διάστημα ενός μήνα. Το επίκεντρο του πρώτου, που ήταν μεγέθους 7,7 βαθμών, ήταν στα ανοικτά της ακτής του Ειρηνικού, ενώ του δεύτερου, μεγέθους 6,5 βαθμών, ήταν στην ενδοχώρα. Αυτό συνέβη γιατί οι δυνάμεις που απελευθερώθηκαν από τον πρώτο σεισμό, συσσωρεύτηκαν ξανά σε άλλη περιοχή, με αποτέλεσμα την εμφάνιση νέου σεισμού λίγο αργότερα. Το ίδιο ισχύει και για τους δύο σεισμούς που έπληξαν διαδοχικά τη Νικομήδεια και το Duzce στην Τουρκία, το 1999.
Και στο Gujarat, ο σεισμός ήρθε πολύ νωρίτερα από το αναμενόμενο. Μετά από μία ισχυρότατη δόνηση το 1819, δεν αναμενόταν συμβάν παρόμοιου μεγέθους για περίπου 1.000 χρόνια. Ωστόσο, δεν είχαν καν περάσει 200 χρόνια και το έδαφος συνταράχθηκε ξανά, με παρόμοιας έντασης απελευθέρωση ενέργειας. 
Από πολλές απόψεις, έκπληξη αποτέλεσε και ο μεγάλος σεισμός μεγέθους 9,2 βαθμών που προκάλεσε το τσουνάμι και είχε επίκεντρο στο βορειοδυτικό άκρο της Σουμάτρα. Το τσουνάμι που προκλήθηκε από την μετατόπιση του θαλάσσιου βυθού, διέσχισε ολόκληρο τον Ινδικό Ωκεανό. Επίσης, στο συγκεκριμένο σημείο δεν αναμενόταν σεισμός τόσο μεγάλου μεγέθους. Παρόλο που γεωλογικές έρευνες στην ακτή της Κεντρικής Σουμάτρα είχαν αποκαλύψει ενδείξεις σεισμού μεγέθους περίπου 9 βαθμών το 1833, το γεγονός ότι το ρήγμα του επικέντρου του 2004 απλώθηκε σε απόσταση 1.200-1.300 χλμ. προς το βορρά, δεν συνάδει προς τις προηγούμενες θεωρίες, αναφορικά με την τεκτονική συμπεριφορά τέτοιων πολύ μεγάλων σεισμών.

Όλο και μεγαλύτερες απώλειες
Τις τελευταίες δεκαετίες, οι συνολικές και ασφαλισμένες απώλειες έχουν αυξηθεί δραματικά. Αυτό αποδίδεται, κυρίως, στη γενική αύξηση του πληθυσμού, τη συγκέντρωση κατοίκων και αξιών σε άκρως εκτεθειμένες πόλεις και την αυξανόμενη χρήση σύγχρονης, και συχνά εξαιρετικά ευπαθούς, υψηλής τεχνολογίας. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι μέγιστες δυνατές απώλειες έχουν φτάσει σε νέες τάξεις μεγέθους. Ένας μεγάλος σεισμός στο Τόκιο, σαν και αυτόν του 1923, θα προκαλούσε σήμερα συνολικές απώλειες περίπου 1.000 δισ. δολ. ΗΠΑ.
Ο σεισμός στη Νικομήδεια κατέστησε ακόμα πιο ξεκάθαρα τα προβλήματα που αντιμετωπίζει μια μεγαλούπολη όπως η Κωνσταντινούπολη. Από το 1990, η πόλη έχει μεγαλώσει κατά περίπου 3 εκατομμύρια κατοίκους. Λόγω της πολύ μεγάλης ανάγκης στέγασης όλων αυτών των ανθρώπων, η μόνιμη μάχη με το χρόνο έχει οδηγήσει, σχεδόν αναπόφευκτα, σε κατασκευαστικές ατέλειες. Το μάθημα του σεισμού στη Νικομήδεια είναι παγκόσμιο, κάτι που επιβεβαιώθηκε από το σεισμό που έπληξε την Bhuj, στην επαρχία Γκουζαράτ της Ινδίας, περιοχή που σήμερα γνωρίζει έντονη οικονομική άνθηση.
Από την άλλη, ο σεισμός του 1999 στην Ταϊβάν αποκάλυψε ξεκάθαρα τα σημαντικά προβλήματα στις υποδομές της χώρας, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τα βοηθητικά συστήματα στο δίκτυο παροχής ενέργειας. Όταν ο σεισμός έπληξε το βιομηχανικό πάρκο υψηλής τεχνολογίας Hsinchu, διακόπηκε η λειτουργία ενός από τους βασικότερους βιομηχανικούς κλάδους της χώρας. Η τροφοδοσία του πάρκου με ηλεκτρικό ρεύμα γινόταν μέσω μίας και μοναδικής γραμμής μετάδοσης, η οποία έσπασε σε ιδιαίτερα δυσπρόσιτο σημείο. Καθώς δεν υπήρχαν αρκετές γεννήτριες για να διατηρηθεί η παροχή, η παραγωγή διακόπηκε για αρκετές εβδομάδες, με αποτέλεσμα να υπάρξουν σημαντικές ελλείψεις στοιχείων ημιαγωγών σε ολόκληρο τον κόσμο. Η διακοπή εργασιών αποτέλεσε το 45% των συνολικών απωλειών, επίπεδο-ρεκόρ.

Εξελίξεις στην ασφάλιση
Η πορεία των απωλειών έχει οδηγήσει σε μεγαλύτερη –όχι όμως αρκετή– δέσμευση για διαχείριση κινδύνου και εκτενέστερη χρήση εναλλακτικής μεταφοράς κινδύνου. Κατά τα πρόσφατα χρόνια έχουν δημιουργηθεί αρκετές ασφαλιστικές κοινοπραξίες για οικιακούς και μικρούς εμπορικούς κινδύνους, ενώ η ασφάλιση σεισμού επιβάλλεται ολοένα και περισσότερο ως υποχρεωτική κάλυψη για την εξασφάλιση στεγαστικών δανείων. Επίσης, χρειάστηκε να υπάρξει πλήρης αναθεώρηση των διαδικασιών διακανονισμού ζημιών. Ένας από τους κύριους λόγους που οι πληρωμές απαιτήσεων μετά το σεισμό του Νόρθριτζ ήταν τόσο υψηλές, είναι ότι οι ασφαλιστικές εταιρίες καταπονήθηκαν από περισσότερες από 500.000 επιμέρους απαιτήσεις. Εν όψει της εξέλιξης αυτής –και της υποχρέωσης για διακανονισμούς φιλικούς προς τους καταναλωτές– οι ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρίες περιόρισαν το εύρος της κάλυψης σεισμού. Αυτό, με τη σειρά του, οδήγησε στην ίδρυση της California Earthquake Authority (CEA).
Συμβάντα όπως οι σεισμοί στη Νικομήδεια και το Duzce, επέσπευσαν τη δημιουργία της Τουρκικής Κοινοπραξίας Ασφάλισης Καταστροφών, με στόχο την επιτάχυνση διείσδυσης της ασφάλισης σεισμού στην αγορά.
Αντίστοιχα, στην Ταϊβάν, αμέσως μετά τα συμβάντα του 1999, δημιουργήθηκε η Κοινοπραξία Ασφάλισης Σεισμού Κατοικίας της Ταϊβάν. Τα συμβάντα στην Gujarat οδήγησαν επίσης στη δημιουργία εθνικών προγραμμάτων πρόληψης και μετριασμού απωλειών.

Τυφλά ρήγματα – Ο αόρατος κίνδυνος 
Ο σεισμός στο Νόρθριτζ έστρεψε την προσοχή των επιστημόνων στα τυφλά ρήγματα, δηλ. τα αόρατα ρήγματα. Καθώς τρέχουν κάτω από την επιφάνεια της γης, δεν είναι εύκολος ο εντοπισμός και η εξέτασή τους, γεγονός το οποίο καθιστά ιδιαίτερα δύσκολη την καταγραφή των σεισμών που σχετίζονται με αυτά. Ο ισχυρότερος σεισμός αυτού του τύπου έπληξε εντελώς απροσδόκητα την επαρχία Γκουζαράτ της Ινδίας, στις 26 Ιανουαρίου 2001. Ήταν μεγέθους 7,7 βαθμών.
Τα φαινόμενα που προκαλούν τη μεγάλη καταστρεπτική δύναμη των σεισμών αυτών δεν μας είναι άγνωστα, εντούτοις:
– Το φαινόμενο του άνω τεμάχους αναφέρεται στο γεγονός κατά το οποίο η κίνηση του εδάφους είναι μεγαλύτερη στο γήινο φλοιό που κινείται κατά μήκος του ρήγματος με σχετικά ανοδική κατεύθυνση (άνω τέμαχος), απ’ ό,τι στον υποκείμενο τέμαχο. Αυτό προκαλεί το σχηματισμό ιδιαίτερα ασύμμετρων πεδίων έντασης, όπως διαπιστώθηκε ξεκάθαρα στο Νόρθριτζ.
– Καθώς, στους σεισμούς αυτού του τύπου, το ρήγμα δεν σπάει την επιφάνεια της γης, υπάρχουν πολύ υψηλές επιταχύνσεις. Πολλές μετρήσεις που έχουν γίνει, δείχνουν τιμές επιτάχυνσης μέχρι και 2 g.
Για μεγάλο διάστημα, αυτές οι υψηλές τιμές θεωρούνταν εξαίρεση.

 (Πηγή: Schadenspiegel – Munich Re)