Ηφαιστειακός χειμώνας στην ελληνική οικονομία

Του Πάνου Κακούρη

Υψηλά επιτόκια, μειώσεις μισθών, απολύσεις και άγρια λιτότητα συνθέτουν το μίγμα της πολιτικής που επιβάλει το ΔΝΤ

Σε καθεστώς επιτροπείας από τις αγορές, την Κομισιόν, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο τελεί πλέον η ελληνική οικονομία, με τις αβεβαιότητες να κυριαρχούν, τόσο για τα μακροοικονομικά μεγέθη όσο και για την πραγματική οικονομία.

Μοναδική επιλογή πλέον ο δανεισμός από Ευρωζώνη και ΔΝΤ
Το πλαίσιο συμφωνίας της Κυβέρνησης με την “τρόικα” των ελεγκτών σηματοδοτεί μεν τη συνέχιση του δανεισμού από το ΔΝΤ και τις χώρες της Ευρωζώνης αλλά και την επιβολή σκληρών μέτρων στους Έλληνες πολίτες, με ορατό τον κίνδυνο να βυθιστεί η οικονομία σε ακόμα βαθύτερη ύφεση.
Το ύψος στο οποίο διαμορφώθηκαν τα spreads των ελληνικών ομολόγων έναντι των γερμανικών τίτλων είναι απαγορευτικό πλέον για την έκδοση ομολόγων και το δανεισμό από την αγορά, αφού απαιτούνται επιτόκια 10% και μοναδική επιλογή πλέον είναι ο δανεισμός από την Ευρωζώνη και το ΔΝΤ.
Εντός του Μαΐου, απαιτούνται τουλάχιστον 11 δισ. ευρώ, για την αναχρηματοδότηση δεκαετών ομολόγων που λήγουν στις 19 Μαΐου και είναι ύψους 8,5 δισ. ευρώ, αλλά και για την κάλυψη του ελλείμματος του προϋπολογισμού, που φτάνει σε 2-2,5 δισ. ευρώ, μηνιαίως.
Πάντως οι αγορές, δηλαδή οι ξένες τράπεζες που δανείζουν τη χώρα, έχουν ένα επιπλέον λόγο να είναι “εκνευρισμένες” με την Ελλάδα, αφού συνεχώς η χώρα μας δίνει αφορμές. Τελευταίο παράδειγμα αποτελεί η εαρινή έκθεση της Κομισιόν, που όχι μόνο αποκάλυψε ότι το έλλειμμα του 2009 ήταν 13,6%, αντί 12,7% που εκτιμούσε το υπουργείο Οικονομικών μέχρι και το Μάρτιο,  αλλά έχει και την προοπτική να αυξηθεί περαιτέρω στο 14% του ΑΕΠ. Αιτία είναι τα “σκοτεινά σημεία” που εξακολουθούν να εντρυφούν στους εθνικούς μας λογαριασμούς. Ειδικότερα, η Eurostat εκφράζει επιφυλάξεις για την ποιότητα των στοιχείων που έχει ανακοινώσει η Ελλάδα, εξαιτίας των ασαφειών στο πλεόνασμα των ταμείων κοινωνικής ασφάλισης το 2009, στην κατάταξη ορισμένων δημόσιων φορέων και στην καταγραφή των off-market swaps.
Στο πλαίσιο αυτό εκτιμά ότι το έλλειμμα του 2009 μπορεί να φτάσει μέχρι το 14,1% του ΑΕΠ και το δημόσιο χρέος μπορεί να ξεπεράσει και το 122% του ΑΕΠ, από 115% που είναι η τωρινή εκτίμηση.
Οι συγκεκριμένες αναθεωρήσεις λογικό είναι να φοβίζουν τις αγορές και με το βαρύ παρελθόν αναξιοπιστίας που έχει η Ελλάδα, να αντιδρούν σπασμωδικά και να μας “τιμωρούν”, προσφέροντας υψηλά επιτόκια.
Βαρύ φορτίο τα επιτόκια
Τεράστιο κόστος επωμίζεται ο Κρατικός Προϋπολογισμός και οι φορολογούμενοι από τα αυξημένα επιτόκια με τα οποία δανείζεται το δημόσιο. Το πρόσθετο κόστος δανεισμού από τις εκδόσεις των ομολόγων που πραγματοποιήθηκαν από τις αρχές Ιανουαρίου μέχρι τώρα ξεπερνά τα 2,5 δισ. ευρώ, που αντιστοιχεί στο 1% του ΑΕΠ, ενώ ο δανεισμός δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα, αφού απομένει να εκδοθούν ακόμα δάνεια ύψους 30 δισ. ευρώ, μέχρι το τέλος του έτους.
Το σημαντικότερο είναι ότι το 70% των τόκων των ομολόγων που καταβάλλει το ελληνικό δημόσιο “φεύγει” στο εξωτερικό, αφού αντίστοιχα το 70% του χρέους κατέχεται από ξένους θεσμικούς επενδυτές, οι οποίοι, όπως αποδεικνύεται, μπορούν να ρυθμίζουν τις τύχες της χώρας. Από τα 300 δισ. ευρώ, που έφτασε το χρέος στο τέλος του περασμένου Δεκεμβρίου, ποσό 200 δισ. ευρώ βρίσκεται σε χέρια ξένων θεσμικών. Οι τόκοι που θα καταβάλει φέτος το Δημόσιο φτάνουν σε 13 δισ. ευρώ και θα αυξηθούν δραματικά στα επόμενα χρόνια λόγω των αυξημένων επιτοκίων.   
Οι αστοχίες σε χειρισμούς, οι ανεπίκαιρες δηλώσεις κυβερνητικών στελεχών και η έκδοση αντιεμπορικών ομολόγων μεγεθύνουν τα προβλήματα που ήδη αντιμετωπίζει η οικονομία, αφού τα υψηλά επιτόκια ανακυκλώνουν το έλλειμμα του Κρατικού Προϋπολογισμού.
Οι τελευταίες εξελίξεις και η εκτόξευση των spreads ακόμα και πάνω από τις 700 μονάδες βάσης οδηγούν τις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων πάνω από το 10%. Αυτό σημαίνει ότι αν η Ελλάδα εξέδιδε δεκαετές ομόλογο την ημέρα που η απόδοση στη δευτερογενή αγορά ομολόγων ήταν στο 10%, θα κατέβαλε επιτόκιο τουλάχιστον 10%.
Τα επιτόκια των ομολόγων που εκδόθηκαν μέχρι τώρα είναι μεγαλύτερα κατά τρεις τουλάχιστον εκατοστιαίες μονάδες πάνω από τα γερμανικά επιτόκια. Επειδή, όμως, είναι αδύνατο για την Ελλάδα να προσεγγίσει τα γερμανικά επιτόκια δανεισμού, η σύγκριση γίνεται με τα επιτόκια δανεισμού της Πορτογαλίας (η οποία επίσης άρχισε να δέχεται επιθέσεις) και της Ιρλανδίας, που είναι κατά δύο μονάδες (2%) χαμηλότερα από τα ελληνικά επιτόκια.
Αναλυτικότερα, το πρόσθετο κόστος που φορτώνονται μέσω των τόκων οι  Έλληνες φορολογούμενοι προκύπτει από τα ακόλουθα στοιχεία:

– Στις 25 Ιανουαρίου το Ελληνικό Δημόσιο εξέδωσε 5ετή ομόλογα ύψους 8 δισ. ευρώ, με επιτόκιο 6,22%, αυξημένο κατά 2% πάνω από τα αντίστοιχα επιτόκια της Πορτογαλίας και της Ιταλίας. Το επιπλέον ποσό που θα πληρώσει η Ελλάδα για τόκους ανέρχεται σε 160 εκατ. ευρώ το χρόνο ή 800 εκατ. ευρώ για την πενταετία, που είναι η διάρκεια των συγκεκριμένων ομολόγων.
– Στις 5 Μαρτίου εκδόθηκαν 10ετή ομόλογα ύψους 5 δισ. ευρώ, με επιτόκιο 6,30%. Αν δανειζόμασταν με επιτόκιο Πορτογαλίας, θα είχαμε εξοικονόμηση τόκων ύψους 100 εκατ. ευρώ το χρόνο ή  συνολικά 1 δισ. ευρώ, στη διάρκεια της δεκαετίας.
– Στις 29 Μαρτίου εκδόθηκε 7ετές ομόλογο ύψους 5 δισ. ευρώ, με επιτόκιο 6%, το οποίο είναι επίσης κατά 2 μονάδες ακριβότερο, από το επιτόκιο, δανεισμού της Πορτογαλίας. Η διαφορά αυτή επιβαρύνει τον ελληνικό προϋπολογισμό με επιπλέον τόκους ύψους 100 εκατ. ευρώ το χρόνο ή με 700 εκατ. ευρώ, στην επταετή διάρκεια του δανείου.
– Επίσης, πρόσθετο κόστος, άνω των 60 εκατ. ευρώ σε τόκους, είχαν και οι εκδόσεις εντόκων γραμματίων που πραγματοποιήθηκαν τον Ιανουάριο και τον Απρίλιο, σε σύγκριση με τα επιτόκια του περασμένου Οκτωβρίου, όταν είχε πραγματοποιηθεί η προηγούμενη δημοπρασία των ίδιων τίτλων.
Αν συνυπολογιστεί ότι το φετινό ύψος του δανεισμού φτάνει σε 54 δισ. ευρώ, η διαφορά μεταξύ των επιτοκίων δανεισμού του ελληνικού δημοσίου και εκείνων που δυνητικά θα μπορούσε να δανειστεί κοστίζει σε τόκους 1,1 δισ. ευρώ ετησίως, το οποίο πολλαπλασιάζεται ανάλογα με τη διάρκεια κάθε ομολόγου.

Τι νέα μέτρα θα ζητήσει το ΔΝΤ
Περικοπές μισθών και στον ιδιωτικό τομέα και την ταχεία προώθηση διαρθρωτικών αλλαγών στην οικονομία ζητούν από την ελληνική Κυβέρνηση η Κομισιόν, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ως αντάλλαγμα για την παροχή των δανείων που θα χορηγήσουν στην Ελλάδα οι χώρες της ευρωζώνης και το ΔΝΤ.
Το μήνυμα αυτό έστειλε το μικτό κλιμάκιο (ΕΕ, ΕΚΤ και ΔΝΤ), κατά τις πρώτες συναντήσεις που είχε με στελέχη του υπουργείου Οικονομικών, προκειμένου να αποσαφηνιστούν οι όροι της οικονομικής βοήθειας.
Παράγοντες του υπουργείου Οικονομικών εκτιμούν ότι δεν θα ζητηθούν πρόσθετα εισπρακτικά μέτρα, για φέτος, καθώς εκείνα που έλαβε η Κυβέρνηση θεωρούνται αρκετά από τους διεθνείς οργανισμούς, αλλά προϋπόθεση είναι να εφαρμοστεί με επιτυχία ο προϋπολογισμός του 2010 και να μην έχει συνέχεια η μείωση των εσόδων που καταγράφηκε τον περασμένο Μάρτιο. Σε διαφορετική περίπτωση, το οικονομικό επιτελείο θα υποχρεωθεί να λάβει και εισπρακτικά μέτρα.
Σε ό,τι αφορά στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, που θεωρείται πιο “σκληρό” στις επιλογές του, σε σύγκριση με την ΕΕ και την ΕΚΤ, μέσω των περιοδικών ελέγχων που πραγματοποιεί στην ελληνική οικονομία έχει ήδη καταγράψει τις αδυναμίες της και έχει υποβάλει σχετικές εκθέσεις με προτάσεις πολιτικής και μέτρων.
Μέσω των τελευταίων εκθέσεων που έχει συντάξει για την Ελλάδα, σε ανύποπτο χρόνο, πριν ακόμα θεωρηθεί ως πιθανή η προσφυγή της χώρας σε αυτό, προκύπτει ότι τα ζητήματα που θα θέσει ως προαπαιτούμενα, για να συναινέσει στη χορήγηση δανείου είναι τα ακόλουθα:

1. Μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, οι οποίες αποτελούν το κλειδί για την επίτευξη χαμηλότερου μοναδιαίου κόστους εργασίας. Η αύξηση των δημοσίων δαπανών δεν μπορεί να αντισταθμίσει το υψηλό κόστος εργασίας και να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της ανεργίας. Το ΔΝΤ θεωρεί ότι οι ελληνικές αρχές θα πρέπει: α) να προωθήσουν τη σύναψη τριμερούς κοινωνικού συμβολαίου μεταξύ εργοδοτών, συνδικαλιστικών οργανώσεων και κράτους, για την επίτευξη μεγαλύτερης συναίνεσης στη διαδικασία διαπραγμάτευσης, προκειμένου να δοθεί προτεραιότητα αυτή τη χρονική στιγμή στην αύξηση της απασχόλησης παρά στην αύξηση των αποδοχών, προϋποθέτοντας μια συνεννόηση για συγκράτηση μισθών με αντάλλαγμα επενδύσεις και ενίσχυση της απασχόλησης, και β) να διευκολυνθεί η μερική απασχόληση, προκειμένου να ενισχυθεί η συμμετοχή των νέων και των γυναικών στην αγορά εργασίας.

2.Για την τόνωση των επενδύσεων προτείνεται η μείωση των αμοιβών στον ιδιωτικό τομέα, κατά το πρότυπο του δημοσίου τομέα. Ήδη έθεσαν θέμα κατάργησης 14ου και 13ου μισθού στον ιδιωτικό τομέα, όπως παραδέχτηκε ο ίδιος ο υπουργός Εργασίας κ. Ανδρέας Λοβέρδος. «Δεν φταίνε οι μισθοί –που είναι εξαιρετικά χαμηλοί– για τα προβλήματα ανταγωνιστικότητας», δηλώνει ο Υπ. Οικονομικών κ. Γ. Παπακωνσταντίνου.

3.Η Ελλάδα χρειάζεται ένα ολοκληρωμένο πολυετές δημοσιονομικό σχέδιο προκειμένου να θέσει το χρέος σε καθοδική πορεία. Αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσα σε ένα χρόνο, αλλά ούτε και θα ήταν σκόπιμο, καθώς θα οδηγούσε σε βαθύτερη ύφεση. Η προσαρμογή είναι απαραίτητη ώστε να τεθεί ο λόγος του χρέους σε καθοδική πορεία από το 2012.

4.Φορολογική πολιτική: Οι προσπάθειες θα πρέπει να επικεντρωθούν στα εισοδήματα που διαφεύγουν της φορολόγησης, τα οποία συμβάλλουν στην αδυναμία των δημοσιονομικών μεγεθών, καθώς και στη δικαιότερη κατανομή του φορολογικού βάρους. Πιθανά μέτρα είναι η διεύρυνση της φορολογικής βάσης με τη μείωση των εξαιρέσεων και των απαλλαγών, η αποφασιστική πρόοδος στη φορολόγηση των ελεύθερων επαγγελματιών και του ανεπίσημου τομέα της οικονομίας με τη διασταύρωση πληροφοριών και τεκμαρτή φορολόγηση και η περαιτέρω αύξηση επιλεγμένων ειδικών φόρων κατανάλωσης, ώστε να προσεγγίσουν το μέσο όρο της Ευρωζώνης. 

5.Εισοδηματική πολιτική: Η δαπάνη για μισθούς αυξάνεται με γρήγορους ρυθμούς και η κυβέρνηση πρέπει να επισπεύσει τις προσπάθειές της για τη συγκράτησή τους, έτσι ώστε να δημιουργήσει χώρο για τον ιδιωτικό τομέα. Το ΔΝΤ προτείνει: 1) να συνεχιστεί η συγκράτηση μισθών (και να συμπεριλάβει και τις συντάξεις), σημειώνοντας ότι «τέτοιες πολιτικές δίνουν το κατάλληλο μήνυμα και θα βοηθούσαν στη συγκράτηση του ρυθμού αύξησης των μισθών και συντάξεων στον ιδιωτικό τομέα», καθώς επίσης και στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και 2) να συνεχιστεί η πολιτική περιορισμού των προσλήψεων, έτσι ώστε να μειωθεί η δαπάνη για μισθούς. 

6.Μεταρρύθμιση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης: Οι κοινωνικές μεταβιβάσεις που αυξάνουν τις πιέσεις στον προϋπολογισμό καθώς και η αναλογιστική ανισορροπία του συνταξιοδοτικού συστήματος δημιουργούν την ανάγκη ανάληψης πρόσθετης δράσης. Προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι μακροπρόθεσμες πιέσεις της πληθυσμιακής γήρανσης στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, θα πρέπει οι συνταξιοδοτικές δαπάνες να εναρμονιστούν με τις εισφορές, προκειμένου να διασφαλιστεί η καταβολή των συντάξεων στις επόμενες γενεές. Η μεταρρύθμιση αυτή δεν θα πρέπει να αναβληθεί, δεδομένου ότι η υλοποίησή της πρέπει να γίνει σταδιακά. 

7.ΔΕΚΟ. Οι αρχές θα πρέπει να θέσουν προθεσμία 5 ετών για την εξάλειψη των ελλειμμάτων στις ζημιογόνες δημόσιες επιχειρήσεις, οι οποίες αποτελούν πηγή αύξησης του δημοσίου χρέους εκτός προϋπολογισμού. 

8.Η δημόσια διοίκηση χρειάζεται να εκσυγχρονιστεί και να ενισχυθεί η διαφάνεια. Αν και έχει σημειωθεί πρόοδος, συμπεριλαμβανομένης της αποκρατικοποίησης του εθνικού αερομεταφορέα και της αναδιοργάνωσης των σιδηροδρόμων, χρειάζεται μια πιο φιλόδοξη και άμεση ανάληψη δράσης ως προς: τον περιορισμό των δημοσίων οργανισμών. τη μείωση του προσωπικού και των πολιτικών διορισμών σε αυτούς, προκειμένου να περιοριστεί το κόστος και να ενισχυθεί η αποτελεσματικότητα του δημόσιου τομέα. την επιτάχυνση των αποκρατικοποιήσεων για τον περιορισμό των ελλειμμάτων και του δημοσίου χρέους.

9.Περαιτέρω απελευθέρωση των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών, μέσα από: 1) τον εξορθολογισμό της νομοθεσίας και της επίσπευσης των δράσεων για τον περιορισμό του διοικητικού βάρους, με στόχο τη δημιουργία ενός αποτελεσματικότερου επιχειρηματικού περιβάλλοντος, 2) την ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων και την αποδέσμευση των δικτύων, τα οποία παρέχουν καίριες εισροές στο σύνολο της οικονομίας, και 3) το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, του λιανικού εμπορίου και άλλων δραστηριοτήτων που μπορούν να μειώσουν σημαντικά το κόστος παραγωγής.