4 + 4 μέτρα από την ΤτΕ για μείωση του ελλείμματος και ανάπτυξη

Τώρα, βιάζεται ο κ. Προβόπουλος και αποφαίνεται ότι το “παλαιό καθεστώς” τελείωσε!

ΑΕΠ, επενδύσεις, απασχόληση, εισοδήματα θα συνεχίσουν την καθοδική τους πορεία και το 2011, ενώ ο μόνος δείκτης που ακολουθεί ανοδική πορεία είναι αυτός της ανεργίας. Τα παραπάνω είναι μερικές μόνο από τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, όπως διατυπώνονται στην  Έκθεσή της για τη Νομισματική Πολιτική 2010-2011, η οποία υποβλήθηκε στις15 Φεβρουαρίου στον Πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων και στο Υπουργικό Συμβούλιο.

Ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, κ. Γιώργος Προβόπουλος, θεωρεί ότι η οικονομική πολιτική πρέπει να στραφεί στην εκ βάθρων ανασυγκρότηση του κράτους, για να μειωθούν οι δαπάνες και να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα του δημόσιου τομέα. Προτείνει τη λήψη τεσσάρων συγκεκριμένων μέτρων  μείωσης του ελλείμματος και αντίστοιχα εστιάζει σε τέσσερις βασικές προϋποθέσεις για την ανάπτυξη, που είναι το κύριο ζητούμενο για την ελληνική οικονομία.
Πιο συγκεκριμένα, στην  Έκθεση της ΤτΕ επισημαίνονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:

Οι προβλέψεις για την οικονομία 
Το ΑΕΠ αναμένεται να μειωθεί κατά 3% περίπου το 2011, χωρίς να αποκλείεται μείωση κατά τι μεγαλύτερη. Η ύφεση πλήττει την κατανάλωση και πολύ πιο έντονα τις επενδύσεις. Η αβεβαιότητα, το αυξανόμενο φορολογικό βάρος, η πτώση της ζήτησης και οι χρηματοδοτικές στενότητες οδήγησαν τις επενδύσεις σε μείωση που μπορεί το 2010 να έχει υπερβεί το 18%. Αν μάλιστα ληφθεί υπόψη ότι και το 2009 οι επενδύσεις είχαν υποχωρήσει σημαντικά, είναι σαφές ότι έχουν πλέον περιοριστεί αισθητά οι παραγωγικές δυνατότητες –ο δυνητικός ρυθμός ανάπτυξης– της οικονομίας. Όπως επισημαίνεται στην  Έκθεση, ο δυνητικός ρυθμός ανάπτυξης αναμένεται να αυξηθεί στο μέλλον, καθώς θα αποδίδουν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και θα ενισχύεται η αξιοπιστία της χώρας –συντελώντας, μεταξύ άλλων, στην εισροή ξένων επενδύσεων.

Η απασχόληση εκτιμάται ότι μειώθηκε κατά 2,5% περίπου το 2010, που σημαίνει απώλεια 100.000 θέσεων εργασίας. Η ανεργία εκτιμάται ότι το 2010 ξεπέρασε το 12,5% του εργατικού δυναμικού, ενώ η τάση της αναμένεται να είναι σαφώς αυξητική και το 2011.
Οι πραγματικές μέσες αποδοχές στο σύνολο της οικονομίας εκτιμάται ότι μειώθηκαν κατά 9% το 2010 και προβλέπεται ότι θα μειωθούν σχεδόν κατά 5% το 2011, ενώ μπορεί να σταθεροποιηθούν το 2012. Η μείωση των πραγματικών εισοδημάτων το 2010 αντανακλά και την επιτάχυνση του πληθωρισμού στο 4,7%, η οποία οφειλόταν κυρίως στην αύξηση της έμμεσης φορολογίας, αλλά και στην ταχεία άνοδο της τιμής του πετρελαίου. Το 2011, ο μέσος ετήσιος ρυθμός πληθωρισμού εκτιμάται ότι θα υποχωρήσει σημαντικά και θα διαμορφωθεί γύρω στο 2,2%, ενώ το μέσο επίπεδο του πυρήνα του πληθωρισμού προβλέπεται ότι θα υποχωρήσει κάτω από το 1%.

Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (βάσει στοιχείων της Τράπεζας της Ελλαδος) ως ποσοστό του ΑΕΠ, μετά την αισθητή μείωσή του το 2009 λόγω της ύφεσης, εκτιμάται ότι μειώθηκε μόνο οριακά το 2010. Υπάρχουν όμως και θετικά στοιχεία, όπως η ανάκαμψη των εξαγωγών αγαθών το δεύτερο εξάμηνο, η σημαντική υποχώρηση των εισαγωγών αγαθών και η μεγάλη αύξηση των ναυτιλιακών εισπράξεων. Η ανάκαμψη των εξαγωγών αγαθών αντανακλά κυρίως την ανάκαμψη της παγκόσμιας ζήτησης και δευτερευόντως τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας κόστους το 2010, η οποία προβλέπεται να συνεχιστεί εφέτος. Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ως ποσοστό του ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα υποχωρήσει περαιτέρω το 2011.

Η μεγάλη πρόκληση: εκ βάθρων ανασυγκρότηση του Κράτους 
Παρόλο που η ΤτΕ εκτιμά ότι στον τομέα της δημοσιονομικής προσαρμογής υπήρξε ορατή πρόοδος, καθώς το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού περιορίστηκε στο 8,4% του ΑΕΠ, έναντι 13,1% το 2009 (βάσει δημοσιονομικών στοιχείων), σημειώνει πως δεν αποτελεί παρά μόνο την αρχή. Κι αυτό γιατί, όπως επισημαίνεται, η μείωση του ελλείμματος επιτεύχθηκε κυρίως με μέτρα οριζόντιας εφαρμογής, όπως περικοπές μισθών και συντάξεων και αύξηση φόρων, χωρίς ουσιαστικές βελτιώσεις στο μέγεθος και την αναποτελεσματική λειτουργία του κράτους, δηλαδή εκεί όπου πρωτογενώς δημιουργούνται και γιγαντώνονται τα ελλείμματα.

Ταχύτερη δημοσιονομική προσαρμογή
Η ταχύτερη δημοσιονομική προσαρμογή αποτελεί, σύμφωνα με την ΤτΕ, το πρώτο σκέλος της στρατηγικής για την αντιμετώπιση της δυναμικής του χρέους. Μετά τον πρώτο χρόνο εφαρμογής του Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής, η οικονομική πολιτική πρέπει να στραφεί στην εκ βάθρων ανασυγκρότηση του κράτους, για να μειωθούν οι δαπάνες και να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα του δημόσιου τομέα, επισημαίνει η ΤτΕ. Δεν παραλείπει βέβαια να σημειώσει ότι «το έργο αυτό είναι ασφαλώς πολύ δυσκολότερο από τα έκτακτα μέτρα οριζόντιας εφαρμογής, καθώς θα συναντήσει ισχυρές αντιστάσεις». Ωστόσο, υπογραμμίζει ότι «οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στο κράτος πρέπει να προχωρήσουν με αποφασιστικότητα και να στηριχθούν στην ευρεία συναίνεση της κοινωνίας, η οποία κατανοεί ότι το “παλαιό καθεστώς” δεν μπορεί να συνεχιστεί άλλο».

Σημειώνεται ότι η κυβέρνηση έχει ήδη δεσμευθεί να παρουσιάσει έως το Μάρτιο του 2011 ένα συνεκτικό σχέδιο δράσης με χρονοδιάγραμμα για την υλοποίηση των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων για το μεσοπρόθεσμο περιορισμό του ελλείμματος. Το σχέδιο θα προσδιορίζει τα πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα (διαρθρωτικής φύσεως), ύψους άνω του 5% του ΑΕΠ, τα οποία θα οδηγήσουν σε μείωση του ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης σε 2,6% του ΑΕΠ το 2014. «Θα ήταν ιδιαίτερα θετικό αν τελικά επιτυγχανόταν ταχύτερη δημοσιονομική προσαρμογή τα επόμενα χρόνια και μείωση του ελλείμματος έως το 2014 μεγαλύτερη από ό,τι προβλέπεται τώρα», επισημαίνεται στην  Έκθεση. Αυτό είναι εφικτό, αν το σχέδιο μείωσης του ελλείμματος επικεντρωθεί στα ακόλουθα:

– Περιορισμό των δαπανών φορέων της γενικής κυβέρνησης, με αναδιαρθρώσεις και δομικές αλλαγές, όπως: αναδιάρθρωση των ζημιογόνων ΔΕΚΟ, παύση λειτουργίας μη αναγκαίων φορέων του δημόσιου τομέα και συγχώνευση άλλων, μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης με εξορθολογισμό του συστήματος αμοιβών και διαχείρισης ανθρώπινων πόρων των φορέων της γενικής κυβέρνησης, εξέταση της δυνατότητας για περαιτέρω συγκράτηση των αμυντικών δαπανών.

– Βελτίωση της λειτουργίας και ενίσχυση των δημοσιονομικών θεσμών με έμφαση στην ενίσχυση του ελέγχου των δαπανών, στην αύξηση της διαφάνειας και στη βελτίωση της κατάρτισης του προϋπολογισμού. Ιδιαίτερη σημασία έχει εν προκειμένω η θέσπιση αριθμητικών δημοσιονομικών κανόνων για το ύψος και το ρυθμό μεταβολής βασικών δημοσιονομικών μεγεθών.

– Επιτάχυνση των αποκρατικοποιήσεων, στην οποία μπορεί να συμβάλει η αξιόπιστη καταγραφή της ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου, και αύξηση των εσόδων από την αξιοποίηση της τελευταίας.

– Περιορισμό της φοροδιαφυγής, με την αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου, που είναι εφικτή αν υπάρξει ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα μηχανοργάνωσης, σε συνδυασμό με την απλοποίηση των κανόνων του φορολογικού συστήματος.

Ανάπτυξη: το κύριο ζητούμενο για την ελληνική οικονομία
«Όσο πιο γρήγορα και σωστά προωθηθούν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, τόσο πιο γρήγορα θα έλθει η ανάπτυξη» επισημαίνεται στην  Έκθεση, ενώ ως απαραίτητες προϋποθέσεις για την ανάπτυξη αναφέρονται οι εξής:
– Ταχύτερος περιορισμός των δημόσιων ελλειμμάτων, όχι μόνο για δημοσιονομικούς, αλλά και για αναπτυξιακούς λόγους. Καθώς τα ελλείμματα οδηγούν σε αύξηση των επιτοκίων δανεισμού και η χρηματοδότησή τους αφαιρεί από την οικονομία πόρους που θα μπορούσαν να διοχετευθούν σε παραγωγικές δραστηριότητες, ενώ ταυτόχρονα η διόγκωση ενός αναποτελεσματικού δημόσιου τομέα “εκτοπίζει” την επιχειρηματικότητα και την καινοτομία, ο περιορισμός των δημοσιονομικών ελλειμμάτων είναι στην περίπτωση της ελληνικής οικονομίας το πρώτο και αναγκαίο βήμα για να επανέλθουμε σε ανοδική πορεία. 
– Στοχευμένες επιλογές για την ενίσχυση της ανάπτυξης, με βάση ένα δεσμευτικό, συνεκτικό Σχέδιο Δράσης για την Ανάπτυξη, όπως έχει προτείνει η Τράπεζα της Ελλάδος.
– Εφαρμογή σαρωτικών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, που θα ανατρέψουν παρωχημένες δομές και θα βελτιώσουν την ανταγωνιστική λειτουργία της οικονομίας. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές αφορούν την υλοποίηση μέτρων που αποσκοπούν στην ενίσχυση της ευελιξίας στην αγορά εργασίας και την αύξηση των ευκαιριών απασχόλησης, την αναβάθμιση της εκπαίδευσης, την απλοποίηση των διαδικασιών αδειοδότησης των επιχειρήσεων, το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, τη διαμόρφωση ανταγωνιστικών συνθηκών στις αγορές, την άρση των εμποδίων για τη δημιουργία περιβάλλοντος φιλικού προς την επιχειρηματικότητα. Όσο πιο γρήγορα και σωστά προωθηθούν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, τόσο πιο γρήγορα θα έλθει η ανάπτυξη.
– Ενεργητικές πολιτικές για την ενίσχυση των επενδύσεων, με την αξιοποίηση των νέων νόμων για τα κίνητρα επενδύσεων και το ΕΤΕΑΝ, ταχύτερη απορρόφηση των κοινοτικών πόρων μέσω του ΕΣΠΑ και ενθάρρυνση της αποταμίευσης με την κατάλληλη φορολογική πολιτική.

Τραπεζικό σύστημα: αντιμέτωπομε μεγάλες και σύνθετες προκλήσεις
Σύμφωνα με όσα επισημαίνονται σχετικά στην Έκθεση της ΤτΕ, το 2011 θα είναι χρονιά μεγάλων και σύνθετων προκλήσεων και οι τράπεζες επιβάλλεται να βρίσκονται σε συνεχή εγρήγορση. 
Σημειώνεται ότι το τραπεζικό σύστημα δέχθηκε ισχυρές πιέσεις, ως απόρροια των γενικότερων οικονομικών και δημοσιονομικών συνθηκών που διαμορφώθηκαν στη χώρα. «Η κερδοφορία και η αποδοτικότητα των ελληνικών τραπεζών και ομίλων υποχώρησαν εκ νέου, η ποιότητα του χαρτοφυλακίου δανείων προς τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις επιδεινώθηκε και η ρευστότητα βασίστηκε ουσιαστικά στην άντληση κεφαλαίων από το Ευρωσύστημα», σημειώνεται χαρακτηριστικά, ενώ ως θετική εξέλιξη αναφέρεται η διατήρηση της κεφαλαιακής επάρκειας σε σχετικά υψηλό επίπεδο. 
Για την τρέχουσα χρονιά, η ΤτΕ επισημαίνει ότι «οι τράπεζες θα κληθούν να αντιμετωπίσουν την αναμενόμενη περαιτέρω επιδείνωση της ποιότητας του χαρτοφυλακίου δανείων των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, την ανάγκη για σταδιακή απεξάρτηση από το Ευρωσύστημα όσον αφορά την άντληση ρευστότητας, τον εξορθολογισμό του υποδείγματος επιχειρησιακής λειτουργίας τους και διαχείρισης του λειτουργικού τους κόστους, καθώς και τη σταδιακή προσαρμογή τους στις απαιτήσεις του νέου διεθνούς ρυθμιστικού πλαισίου».

Η χρηματοδότηση προς τον εγχώριο ιδιωτικό τομέα, με βάση τα υπάρχοντα δεδομένα, αναμένεται να σημειώσει μηδενικούς ή αρνητικούς ρυθμούς μεταβολής κατά το 2011. Περιοριστική επίδραση στη δυνατότητα πρόσβασης σε δανεισμό αλλά και στη διάθεση για ανάληψη χρέους από τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά συνεχίζει να ασκεί η εξασθένηση της χρηματοοικονομικής κατάστασης των τελευταίων. Από την άλλη πλευρά, αυξητικά αναμένεται να επηρεάσει τη χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα η πρόσφατη παράταση του προγράμματος ενίσχυσης της ρευστότητας της οικονομίας. Το πώς τελικά θα κινηθεί ο ρυθμός πιστωτικής επέκτασης το τρέχον έτος θα εξαρτηθεί από τη δυνατότητα πρόσβασης των ελληνικών τραπεζών στις αγορές χρήματος και κεφαλαίων και από τη βελτίωση της εμπιστοσύνης των αποταμιευτών.

Εφικτή η ριζική αναδιάρθρωση της ελληνικής οικονομίας
Το ότι, μέχρι στιγμής, έχουν πραγματοποιηθεί αλλαγές που πριν από λίγους μήνες θεωρούνταν αδιανόητες δείχνει, κατά την ΤτΕ, ότι «η ριζική αναδιάρθωση της ελληνικής οικονομίας είναι εφικτή. Η προσπάθεια είναι δυνατόν να έχει θετικά αποτελέσματα». Από την άλλη πλευρά όμως, «πολλές αλλαγές προσκρούουν σε αγκυλώσεις και αντιδράσεις που δυσχεραίνουν σημαντικά τις προσπάθειες». Η Τράπεζα της Ελλάδος στην  Έκθεση του Διοικητή τον Απρίλιο του 2010 είχε επισημάνει ότι η ελληνική κρίση οφείλεται και σε νοοτροπίες και πρακτικές που επικράτησαν επί δεκαετίες στη χώρα και οδήγησαν τελικά σε αδιέξοδο. Και χαρακτηριστικά συμπλήρωνε: «Δεν μπορούμε να πορευθούμε στο μέλλον με τις συνταγές του παρελθόντος, δηλαδή με επιλεκτική και κατά το δοκούν εφαρμογή των θεσμών και των νόμων, με μετάθεση των ευθυνών στους άλλους, με άρνηση κάθε προσπάθειας για οικοδόμηση συναίνεσης, με ιδεοληπτικές ερμηνείες της πραγματικότητας, με την απαίτηση διατήρησης κεκτημένων που αντιστρατεύονται το συμφέρον της κοινωνίας στο σύνολό της».

«Αρκετά από τα ανωτέρω», σημειώνεται στην έκθεση, «επιβιώνουν και σήμερα σε μέρος της κοινωνίας και πυροδοτούν άρνηση, πεισματική υπεράσπιση συμφερόντων και ψευδαισθήσεις ότι η κατάσταση θα μπορούσε να συνεχιστεί επ’ άπειρον χωρίς καμία αλλαγή. Παράλληλα, δίνεται η εντύπωση ότι τα εξαγγελλόμενα και εφαρμοζόμενα μέτρα επιβάλλονται απλώς από το Μνημόνιο και όχι από την ίδια την αντικειμενική κατάσταση της οικονομίας».
«Το κλίμα αυτό πρέπει να αλλάξει και να δημιουργηθεί ένα ρεύμα ενεργητικής κατάφασης, συμμετοχής και στήριξης της προσπάθειας για τη δημιουργία μιας σύγχρονης Ελλάδας με θετικές προοπτικές» επισημαίνεται χαρακτηριστικά και, για να συμβεί αυτό, «προϋπόθεση είναι να περιγραφεί το πρόβλημα με σαφήνεια, χωρίς ωραιοποιήσεις και υπεκφυγές, να προβληθούν τα πραγματικά δεδομένα, οι λόγοι που μας οδήγησαν στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, η αναγκαιότητα των αλλαγών, ο πολυετής χαρακτήρας της προσπάθειας που έχει ξεκινήσει και, βεβαίως, το προσδοκώμενο αποτέλεσμα –δηλαδή τα οφέλη σε σύγκριση με το κόστος».

Το κόστος της προσαρμογής αντανακλά το τίμημα της αδράνειας κατά το παρελθόν
Λίγο πριν τη συμπλήρωση ενός χρόνου από την έναρξη εφαρμογής του Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής, η ΤτΕ θεωρεί ότι το εν λόγω πρόγραμμα «απέτρεψε την κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας» ενώ παράλληλα «επέσπευσε την πραγματοποίηση σημαντικών αλλαγών που καθυστερούσαν επί δεκαετίες». 
Σύμφωνα με την ΤτΕ αποδεικνύεται ότι «η συμφωνία στήριξης ήταν όχι μόνο σωτήρια στην παρούσα δυσμενή συγκυρία, αλλά και ισχυρή κινητήρια δύναμη για την αλλαγή παρωχημένων δομών». Ιδιαίτερη μνεία γίνεται στην  Έκθεση και στη συνεισφορά της ΕΚΤ, η οποία χαρακτηρίζεται «πολύ σημαντική», με τη χορήγηση ρευστότητας στις ελληνικές τράπεζες, την αγορά ομολόγων και την αποδοχή τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου ως ενεχύρου, ανεξαρτήτως πιστοληπτικής διαβάθμισης.
«Η μεγάλη αυτή προσπάθεια θα έχει αναμφισβήτητα κόστος», σημειώνει η ΤτΕ, «το οποίο όμως αντανακλά το τίμημα της αδράνειας κατά το παρελθόν. Τότε, σε πολύ ευνοϊκότερες συνθήκες, οι αναγκαίες αλλαγές θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν σταδιακά και με πολύ μικρότερες απώλειες. Σήμερα καλούμαστε να καταβάλουμε αυτό το τίμημα μέσα σε αντίξοες συνθήκες και σε περιορισμένο χρονικό διάστημα».