Διάλογος για το Ασφαλιστικό, Γιατί αποκλείεται η Ιδιωτική Ασφάλιση;

της Δήμητρας Καζάντζα

Εν αρχή ην …ο διάλογος όσον αφορά το ασφαλιστικό, αλλά σ’ αυτόν το διάλογο παρατηρούνται πολλές απουσίες. Εκούσιες, όπως αυτές των κομμάτων της αριστεράς, τα οποία θεωρούν ότι «οι δομικές αλλαγές που προωθεί η κυβέρνηση υπονομεύουν το δημόσιο χαρακτήρα της ασφάλισης» και «καταδικάζουν τις νέες γενιές σε καθεστώς μόνιμης ανασφάλειας και υποτυπώδους ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης», χωρίς όμως να έχουν να αντιπροτείνουν κάτι ουσιαστικό και ρεαλιστικό. Και από την άλλη, υπάρχουν και οι ακούσιες, της ιδιωτικής ασφάλισης και των φορέων της, παρ’ όλες τις δηλώσεις του Υπουργού Κοινωνικής Ασφάλισης, κ. Ανδρέα Λοβέρδου, ότι «σε κανένα φορέα δεν θα πούμε όχι για διάλογο», Ο a priori αποκλεισμός της ιδιωτικής ασφάλισης από το διάλογο για το ασφαλιστικό δεν είναι καθόλου τυχαίος και οι λόγοι είναι πολλοί. Έχουν να κάνουν με λόγους πολιτικούς, αλλά και με την ίδια την ελληνική ασφαλιστική αγορά και τις εσωτερικές της παθογένειες.

Θύμα της …ευρείας συναίνεσης
Σύμφωνα με τα στοιχεία, η κατάσταση του ασφαλιστικού μας συστήματος είναι εκρηκτική –το κράτος μόνο για το 2009 κατέβαλε στα Ταμεία τακτική και έκτακτη οικονομική επιχορήγηση για συντάξεις ύψους άνω των €18,5 δισ. και οι δαπάνες αυτές προβλέπεται πως θα αυξηθούν γεωμετρικά τα επόμενα χρόνια. Οι όποιες αποφάσεις, λοιπόν, παρθούν, πρέπει να είναι άμεσες και σκληρές. 
Τέτοιου είδους αποφάσεις, όμως, απαιτούν και ευρεία συναίνεση.
Των κοινωνικών φορέων, εκ πρώτης όψεως, φαίνεται να έχει επιτευχθεί.
Όσον αφορά την Αριστερά, η Κυβέρνηση προσπαθεί να εξασφαλίσει την ανοχή της ή, επειδή μάλλον αυτό δεν είναι δυνατό, την περιθωριοποίησή της και την έκθεσή της στα μάτια του κόσμου, ότι αντιδρά για να αντιδρά χωρίς να έχει ουσιαστικές προτάσεις (και μάλλον γι’ αυτό το τελευταίο βοηθά και η ίδια με τη στάση της). 
Όμως τα πράγματα δεν είναι εύκολα.
Καλώς ή κακώς, οι συμπάθειες της Αριστεράς μπορεί να μην αντικατοπτρίζονται στο εκλογικό αποτέλεσμα, ωστόσο, είχε και έχει ακόμα ερείσματα στον κόσμο.  Άλλωστε, ότι τα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων κατασπαταλήθηκαν –είτε χρηματοδοτώντας τη μεταπολεμική προσπάθεια εκβιομηχάνισης της χώρας (η οποία δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ!), χωρίς κανένα ανταποδοτικό όφελος, είτε με το να κατατίθενται άτοκα στην ΤτΕ, είτε (κυρίως αυτό) επενδυόμενα σε αμφισβητούμενες έως καταστροφικές επενδύσεις στο χρηματιστήριο και αλλού (με πιο πρόσφατη περίπτωση αυτή των δομημένων ομολόγων)– είναι απόψεις στις οποίες συγκλίνουν άνθρωποι από ένα ευρύτερο πολιτικό φάσμα. 
Επιπλέον, όσο θετικά κι αν αντιμετωπίζονται οι εξαγγελίες της Κυβέρνησης για πάταξη της φοροδιαφυγής, της εισφοροδιαφυγής, της μαύρης εργασίας και της ανεξέλεγκτης συνταγογράφησης, από τον κόσμο, άλλος τόσος είναι και ο σκεπτικισμός του. Πρώτον, γιατί στη χώρα μας είναι γνωστό ότι οι καλές προθέσεις σκοντάφτουν στη δύναμη επιρροής που διαθέτουν κάποιες κοινωνικές ομάδες και κάποια άτομα (ας θυμηθούμε την καλοκαιρινή τροπολογία για την οδική βοήθεια που αφορά στην αγορά μας).
Δεύτερον, γιατί η μεγάλη μάζα των μισθωτών δεν θα δεχτεί περικοπές και μειώσεις των ήδη κεκτημένων της –ακόμα κι αν ο Υπουργός διαβεβαιώνει για το αντίθετο, υπάρχει το κακό παράδειγμα των όποιων προηγούμενων μεταρρυθμίσεων, οι οποίες κινήθηκαν προς την κατεύθυνση μείωσης των παροχών.
Ο κίνδυνος να βρει η Αριστερά συμπαραστάτες ένα σημαντικό κομμάτι της βάσης αλλά και στελεχών του κυβερνώντος κόμματος, που δεν ξεχνούν το σοσιαλιστικό παρελθόν τους, είναι ορατός.
Το να επαναληφθεί αυτό που έγινε όταν ο Τάσος Γιαννίτσης επιχείρησε το 2001 να μεταρρυθμίσει το ασφαλιστικό μας σύστημα (1 εκατ. ασφαλισμένοι στους δρόμους), θα είναι ο χειρότερος εφιάλτης για το νέο Υπουργό! Γι’ αυτό και οι όποιες κινήσεις απαιτούν μεγάλη μαεστρία, προσπάθεια και διπλωματία (αυτές οι ικανότητες δεν λείπουν από τον κ. Λοβέρδο).
Υπό αυτές τις συνθήκες μάλλον δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι προχωρά σε διμερείς συνομιλίες με την ΑΔΕΔΥ. 
Καθόλου τυχαίο, επίσης, δεν είναι ότι, όταν ερωτάται αν οι μεταρρυθμίσεις θα οδηγήσουν σε ένα κεφαλαιοποιητικό ασφαλιστικό σύστημα, αποφεύγει να απαντήσει ευθέως και παραπέμπει σ’ αυτά που θα προτείνει η Επιτροπή των Ειδικών (τι θα δεχτούν και τι θα απορρίψουν από αυτές τις εισηγήσεις είναι άλλο θέμα), ενώ εξίσου ασαφής είναι και ως προς το ποιος θα κληθεί να αναλάβει τη διαχείριση των διαθεσίμων των ταμείων.
Στα πλαίσια αυτά ούτε λόγος για ανοιχτή συμμετοχή των φορέων της ιδιωτικής ασφάλισης στο διάλογο, αφού αυτό θα ενδυναμώσει το επιχείρημα της Αριστεράς, ότι υπονομεύεται ο δημόσιος χαρακτήρας της ασφάλισης.
Και λέμε «ανοιχτή συμμετοχή», γιατί στις κατευθυντήριες γραμμές, που έδωσε στη δημοσιότητα στις 8 Δεκεμβρίου (και οι οποίες κινούνται σε αντίστοιχες προτάσεις που κάνει ο καθηγητής κ. Μιλτιάδης Νεκτάριος στο τελευταίο βιβλίο του), αναφέρει σαφώς ότι «θα αναζητηθούν φορολογικά κίνητρα, προκειμένου να ενθαρρυνθεί η κλαδική επαγγελματική ασφάλιση, ώστε να ενισχυθούν οι συμπληρωματικές παροχές προς τους ασφαλισμένους». Αυτό θα μπορούσε ίσως να είναι ένα ανοιχτό παράθυρο προς την ιδιωτική ασφάλιση. 
Πάντως, μέχρι τώρα, παρόλο που το νομοθετικό πλαίσιο για τα Επαγγελματικά Ταμεία υπάρχει και οι φορείς της ιδιωτικής ασφάλισης δηλώνουν σε όλους τους τόνους ότι διαθέτουν την κατάλληλη τεχνογνωσία και εμπειρία για να δημιουργήσουν και να διαχειριστούν Επαγγελματικά Ταμεία, στην πράξη, χρόνια τώρα, η πόρτα είναι κλειστή και από το …μισάνοιχτο παράθυρο δεν χωρούν να μπουν.

Εσωτερικές παθογένειες
Η τεχνογνωσία και η εμπειρία της ιδιωτικής ασφάλισης στη διαχείριση τέτοιων σχημάτων σίγουρα δεν μπορεί να αμφισβητηθεί –ήδη εμπλέκεται επιτυχώς σε ασφαλιστικά σχήματα σε πάρα πολλές χώρες της Ευρώπης.
Η ελληνική ασφαλιστική αγορά, όμως, έχει δύο βασικά μειονεκτήματα, σε σχέση με τους Ευρωπαίους συναδέλφους της: την εποπτεία, που στη χώρα μας μόνο πρόσφατα άρχισε να λειτουργεί, και την έλλειψη έξωθεν καλής μαρτυρίας, με αποτέλεσμα να αμφισβητείται από πολλούς (δίκαια και άδικα). 
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά.  
Η ελληνική ασφαλιστική αγορά τα τελευταία 30 χρόνια λειτουργεί υπό το βάρος της δημιουργίας διαφόρων σχημάτων, τα οποία κατέληξαν σε αποτυχία και οδήγησαν σε ανακλήσεις αδειών, με πιο πρόσφατο και πιο σοβαρό την ανάκληση μιας εταιρείας ζωής. Η παροιμία «μαζί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά» βρίσκει εν μέρει μόνο εφαρμογή στην περίπτωσή της κι αυτό γιατί μπορεί να υπάρχουν στην Ελλάδα ασφαλιστικές εταιρείες υγιείς, δυνατές και που λειτουργούν σωστά, όμως δυστυχώς ο κόσμος δεν αποφεύγει τις γενικεύσεις, οπότε τις βάζει όλες στο ίδιο …τσουβάλι. 
Σε αυτό, βέβαια, συμβάλλουν και οι ίδιες οι εταιρείες με κάποιες πρακτικές που ακολουθούν.
Όταν, για παράδειγμα, με την όποια ανάκληση άδειας, αλλά ακόμα και πριν συμβεί αυτή ή ακόμα χωρίς να υπάρχει τέτοιο ενδεχόμενο, παρατηρούνται φαινόμενα, όπως προσπάθειες προσεταιρισμού δικτύων, μεταφοράς συμβολαίων με όρους που το μέλλον θα δείξει πόσο συμφέρουσες είναι για τον καταναλωτή ή αν θα αποδειχτούν ως προσπάθειες εξαπάτησής του, η αξιοπιστία των ασφαλιστικών εταιρειών στο σύνολό τους πλήττεται ανεπανόρθωτα. 
Ψιλά γράμματα και εξαιρέσεις έχουν πάμπολλες φορές δημιουργήσει προβλήματα στους ασφαλισμένους και από τη στιγμή που οι τελευταίοι απευθύνθηκαν σε ενώσεις καταναλωτών και το πρόβλημα βγήκε προς τα έξω ή έφτασε στα δικαστήρια, μόνο καλό δεν έκανε στην εικόνα των ασφαλιστικών εταιρειών. 
Επιπλέον, δεν λείπουν, τόσο στο απώτερο όσο και στο πρόσφατο παρελθόν, δυσάρεστα, δυστυχώς, φαινόμενα, να προσπαθούν κάποιες εταιρείες να σπάσουν συμβόλαια πελατών τους τα οποία αποδείχτηκαν ασύμφορα.
Οι αυξήσεις στα ασφάλιστρα είναι ένα ακόμα θέμα, ειδικά όταν το ύψος τους (υπερβολικά μεγάλο σε κάποιες περιπτώσεις) δεν προκύπτει από πουθενά. 
Οι μεγαλύτερες αυξήσεις, όπως και οι όποιες κατά καιρούς προσπάθειες σπασίματος συμβολαίων, παρατηρούνται σε νοσοκομειακά προγράμματα, τα οποία –αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς– αποδείχτηκαν το μεγάλο Βατερλό των ασφαλιστικών εταιρειών, αφού ανέδειξαν την ανεπάρκειά τους στο σχεδιασμό, στη διαχείριση του κόστους και στην εξασφάλιση ανταποδοτικότητας. Ο απλός κόσμος που ακούει ότι οι ασφαλιστικές εταιρείες συγκρατούν το κόστος των ιδιωτικών υπηρεσιών υγείας κι από την άλλη βλέπει τα ασφάλιστρά του να εκτοξεύονται ή απειλείται η ισοβιότητα των συμβολαίων του ακριβώς λόγω κόστους, είναι λογικό να αναρωτιέται και να κάνει δεύτερες σκέψεις για τον κλάδο και την ικανότητα διαχείρισης που αυτός διαθέτει. 
Όλα αυτά δεν μπορούν να αγνοηθούν από την πολιτική ηγεσία και δεν είναι δυνατό να μη χρησιμοποιηθούν από την αντιπολίτευση. 
Επίσης, όταν μεγάλες εταιρείες, με μεγάλο όνομα στην αγορά, παρουσιάζουν τεράστιες ζημίες είναι λογικό να αντιμετωπίζουν κάποιοι με σκεπτικισμό, κάποιοι άλλοι με σαφώς αρνητική διάθεση την όποια ανάληψη από μέρους της ιδιωτικής ασφάλισης της διαχείρισης κάποιου ασφαλιστικού σχήματος, τουλάχιστον στην παρούσα φάση.  
Δυστυχώς, το επιπλέον πρόβλημα για τον κλάδο είναι ότι αμφισβητεί και αποδομεί και ο ίδιος τον εαυτό του σε συλλογικό επίπεδο.
Η δημιουργία και η συντήρηση διαλυτικών τάσεων, ο διαχωρισμός σε καλούς και κακούς, μικρούς και μεγάλους,  Έλληνες και ξένους, η πρόταξη των προσωπικών επιχειρηματικών συμφερόντων, σε επίπεδο εταιρείας αλλά και ατομικό, έχει καταστήσει την ΕΑΕΕ μία κατ’ ευφημισμό μόνο ένωση, η οποία κάθε άλλο παρά με σοβαρότητα αντιμετωπίζεται. Αποτέλεσμα αυτών των τάσεων ήταν και το σκηνικό που “παίχτηκε”, προ μηνών, στη Βουλή σε συζήτηση για την 5η Οδηγία, όταν εμφανίστηκαν εκπρόσωποι της  Ένωσης και του υπό σύσταση τότε και χωρίς συνέχεια για τους γνωστούς λόγους Συνδέσμου Ασφαλιστικών Εταιρειών, ο οποίος αμφισβήτησε την εγκυρότητα εκπροσώπησης του κλάδου από την ΕΑΕΕ.
Το …αστείο του πράγματος είναι ότι ο τότε εκπρόσωπος του Συνδέσμου συμμετέχει σήμερα στο διάλογο για το ασφαλιστικό ως μέλος της Επιτροπής Ειδικών (μετά από πρόταση κοινωνικού εταίρου) και η ΕΑΕΕ έχει μείνει …να κρατάει το φανάρι.
Όλα αυτά, όπως είναι φυσικό, ακυρώνουν την όποια προσπάθεια γίνεται προκειμένου να τονιστεί ο συμπληρωματικός και κοινωνικός ρόλος της ιδιωτικής ασφάλισης και την κάνουν να μοιάζει ότι κινείται στη λογική του “ό,τι αρπάξουμε”, ενώ οι φορείς της δεν αντιμετωπίζονται με καμία σοβαρότητα.
Πόσες φορές έχουν ζητήσει να γίνουν δεχτοί από τους εκάστοτε αρμόδιους υπουργούς για θέματα του κλάδου και έχουν εισπράξει αρνήσεις ή αναμονές; Πιο πρόσφατο παράδειγμα η ανάκληση άδειας της Ασπίς.? χρειάστηκε να περάσει αρκετός καιρός πριν αποφασίσει ο υπουργός (για την ακρίβεια ο υφυπουργός) να δεχτεί εκπροσώπους του κλάδου και το αποτέλεσμα ήταν μάλλον ανύπαρκτο.
Είναι σαφές ότι όσο ο κόσμος είναι απογοητευμένος από την κοινωνική ασφάλιση και τις παροχές της και αισθάνεται αβεβαιότητα για το τι θα συμβεί στο μέλλον, παρά την οικονομική στενότητα, θα στρέφεται στην ιδιωτική ασφάλιση.
Εξίσου σαφές είναι ότι εφόσον πέραν όλων των άλλων πρόκειται για κοινοτικές οδηγίες, το ασφαλιστικό μας σύστημα θα πρέπει να εγκαταλείψει τον αμιγώς αναδιανεμητικό του (ελπίζουμε όχι και τον κοινωνικό του) χαρακτήρα και να στραφεί σε ένα σύστημα που θα μπορεί να εξασφαλίσει επιπλέον πόρους στα ταμεία. 
Από αυτή την άποψη και μόνο ο ενεργός ρόλος της ελληνικής ασφαλιστικής αγοράς μπορεί ίσως να θεωρηθεί δεδομένος, στο όποιο ασφαλιστικό σύστημα δημιουργηθεί. Η επιτυχία της εφαρμογής, όμως, αυτού του συστήματος (και λυδία λίθος των καλών προθέσεων της πολιτικής ηγεσίας) θα κριθεί και στο πόσο αυστηρά θα είναι τα πλαίσια λειτουργίας του προς την κατεύθυνση της διαφάνειας και της χρηστής διαχείρισης.
Στα πλαίσια αυτά η ελληνική ασφαλιστική αγορά δεν θα πρέπει τίποτα να θεωρεί δεδομένο.