Του Θεόδωρου Κουτσούμπα, Δικηγόρου, Δ.Ν.
Bασικός παράγων ανάπτυξης της Ασφαλιστικής Βιομηχανίας είναι ο κλάδος της διαμεσολάβησης για τη διάθεση των ασφαλιστικών προϊόντων στην αγορά, κύρια αυτή των καταναλωτών ασφαλιστικών προϊόντων. Ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής υπήρξε πάντα το κύριο κανάλι πρόσβασης των ασφαλιστικών επιχειρήσεων προς το κοινό και όπως διαφαίνεται θα παραμείνει, τουλάχιστον για τα προϊόντα τα οποία είναι δεκτικά προσαρμογής στις ανάγκες του ασφαλιζόμενου κοινού. Και αυτό παρά τις έντονες προσπάθειες, τα τελευταία χρόνια, από την πλευρά των ασφαλιστικών επιχειρήσεων για τυποποίηση των ασφαλιστικών προϊόντων με ταυτόχρονη σύνδεσή τους με επενδύσεις και την απομάκρυνση από τις κλασικές παραδοσιακές ασφαλιστικές καλύψεις, οι οποίες κοστίζουν αρκετά περισσότερο στον ασφαλιστή, με σκοπό τη διάθεση πακέτων μέσω πιο φθηνών καναλιών διάθεσης.
Την πραγματικότητα αυτή δεν φαίνεται να την επηρεάζει σημαντικά ούτε η τεχνολογική ανάπτυξη, η οποία παρέχει τη δυνατότητα για εξ αποστάσεως σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων, με δεδομένη πλέον και την ύπαρξη του νομικού πλαισίου για τις συναλλαγές αυτές και σε κοινοτικό και σε εθνικό επίπεδο1. Η πραγματικότητα αυτή της ύπαρξης του ασφαλιστικού διαμεσολαβητή οφείλεται στο γεγονός ότι οι ασφαλιστικές υπηρεσίες σχετίζονται με την κάλυψη συναισθηματικών αναγκών και ως διαρκείς σχέσεις απαιτούν την ανάπτυξη διαπροσωπικής επαφής και εμπιστοσύνης. Συνεπώς, η προσωπική επαφή του υποψήφιου ασφαλιζόμενου ή μετέπειτα ασφαλισμένου με τον ασφαλιστή του και στην αρχική φάση της προσυμβατικής ενημέρωσης αλλά και καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμβασης είναι κυρίαρχο στοιχείο της ανάπτυξης της ασφαλιστικής αγοράς.
Στις επόμενες λίγες γραμμές θα επιχειρηθεί μια σύντομη προσέγγιση στα είδη της ευθύνης που συνδέονται με τη δραστηριότητα των προσώπων αυτών των διαμεσολαβητών κατά τη διενέργεια πράξεων ασφαλιστικής διαμεσολάβησης, ειδικά υπό το πρίσμα των σύγχρονων προβλημάτων τα οποία εμφανίζονται στην αγορά και λόγω της διεθνούς οικονομικής συγκυρίας.
Για λόγους ευκολότερης προσέγγισης του θέματος θα αναφερθούμε πολύ επιγραμματικά στο νομικό πλαίσιο το οποίο δίνει τις προδιαγραφές που απαιτούνται για τη νομότυπη άσκηση της δραστηριότητος και στη συνέχεια θα επιχειρήσουμε να εντοπίσουμε, στο βαθμό που επιτρέπει η έκταση της παρούσας, τα είδη ευθύνης που συνδέονται με αυτή.
Η ευθύνη των διαμεσολαβούντων προσώπων από τη μη εκπλήρωση των προϋποθέσεων για την είσοδο στο επάγγελμα
Τα διαμεσολαβούντα στην ιδιωτική ασφάλιση πρόσωπα τα οποία πληρούν τις τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις πρόσβασης στο επάγγελμα (τυπικά προσόντα σχετικά με την ικανότητα2 , την επάρκεια και την ποιότητα του προσώπου)3, όπως αυτές προβλέπονται από τα άρθρα 3 έως 9 ΠΔ 190/2006 και την ΥΑ Κ3- 8010/2007 και είναι εγγεγραμμένα στα μητρώα των αρμοδίων επιμελητηρίων, μπορούν νόμιμα να ασκούν το επάγγελμα του ασφαλιστικού διαμεσολαβητή και να επεκτείνουν τη δράση τους σε όλα τα κράτη-μέλη είτε με το καθεστώς της ελεύθερης εγκατάστασης είτε με αυτό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, εφόσον τηρήσουν τις προβλεπόμενες διαδικασίες για την επέκταση αυτή. Πέραν των τυπικών και ουσιαστικών προϋποθέσεων σύμφωνα με το Π.Δ., τα πρόσωπα αυτά θα πρέπει απαραίτητα να πληρούν και την ουσιαστική προϋπόθεση της φερεγγυότητας, η οποία αποτελεί ίσως τη σπουδαιότερη ρύθμιση και νεωτερισμό της Οδηγίας 2002/92/ΕΚ και του Π.Δ. 190/2006. Σύμφωνα με τη ρύθμιση αυτή, ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής οφείλει να συνάψει σύμβαση ασφάλισης για την κάλυψη της επαγγελματικής αστικής του ευθύνης, η οποία θα τον καλύπτει για όλο τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο και την Ευρωπαϊκή Ένωση4 με ύψος κάλυψης 1.000.000 Ευρώ ανά περίπτωση και 1.500.000 συνολικά κατ’ έτος5. Την υποχρέωση αυτή δεν την έχει μόνο εφόσον την κάλυψη αυτή του την παρέχει η ασφαλιστική επιχείρηση ή άλλη επιχείρηση με την οποία συνεργάζεται6 και η οποία αναλαμβάνει και εγγυάται για τις ενέργειες του ασφαλιστικού διαμεσολαβητή7.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η μη τήρηση των προϋποθέσεων του νόμου για την εγγραφή στο αρμόδιο Επαγγελματικό Επιμελητήριο από φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο είναι εγκαταστημένο στην Ελλάδα ή σε κάποιο άλλο κράτος-μέλος και το οποίο μετέρχεται τη δραστηριότητα του ασφαλιστικού διαμεσολαβητή, συνεπάγεται κυρώσεις (Ποινική και Αστική Ευθύνη)8. Το ίδιο ισχύει9 και για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις ή άλλες επιχειρήσεις ασφαλιστικής διαμεσολάβησης, οι οποίες συνεργάζονται με πρόσωπα τα οποία δεν έχουν εκπληρώσει τις τυπικές και ουσιαστικές
προϋποθέσεις και δεν έχουν εγγραφεί στο αρμόδιο Επαγγελματικό Επιμελητήριο10.
Η σχέση του ασφαλιστικού διαμεσολαβητή με τον ασφαλιζόμενο και η έκταση της ευθύνης του έναντι αυτού
Με το τρίτο κεφάλαιο του Π.Δ. 190/2006 και ειδικά με τα άρθρα 11 και 12 εισάγονται διατάξεις οι οποίες αφορούν στις υποχρεώσεις των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών προς τους πελάτες τους και μάλιστα κατά κύριο λόγο κατά το στάδιο της προσυμβατικής τους ενημέρωσης11.
Σύμφωνα με το άρθρο 11 του Π.Δ. ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής, πριν από τη συμπλήρωση της αίτησης ασφάλισης από τον ασφαλιζόμενο αλλά και σε κάθε περίπτωση κατά την οποία προκύπτει ζήτημα ανανέωσης ή τροποποίησης της ασφαλιστικής σύμβασης, υποχρεούται να πληροφορεί τον υποψήφιο ασφαλιζόμενο για τα ακόλουθα:
1. Την ταυτότητα και τη διεύθυνσή του.
2. Το μητρώο στο οποίο είναι εγγεγραμμένος και τον τρόπο εξακρίβωσης της εγγραφής του από τον πελάτη.
3. Οποιαδήποτε συμμετοχή του, άμεση ή έμμεση, σε ασφαλιστική εταιρεία, όταν αυτή υπερβαίνει το 10% των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου της.
4. Οποιαδήποτε συμμετοχή ασφαλιστικής εταιρείας στη δική του εταιρεία ή στη μητρική της που υπερβαίνει το 10% των ψήφων ή του κεφαλαίου.
5. Τις διαδικασίες μέσω των οποίων σύμφωνα με το άρθρο 10 του Π.Δ. 190/2006 δύνανται οι πελάτες να υποβάλλουν καταγγελίες ή μέσω των οποίων πραγματοποιείται εξώδικη επίλυση των διαφορών.
Επιπρόσθετα, σύμφωνα με το ίδιο άρθρο, ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής ενημερώνει τον πελάτη για τα εξής:
1. Για το αν παρέχει συμβουλές βάσει αμερόληπτης ανάλυσης με βάση την ανάλυση επαρκούς αριθμού ασφαλιστικών συμβάσεων οι οποίες διατίθενται στην αγορά, ώστε να είναι σε θέση να προτείνει, με βάση το επαγγελματικό του κριτήριο, την πλέον αρμόζουσα για την περίπτωση του πελάτη ασφαλιστική σύμβαση.
2. Για το εάν έχει την υποχρέωση να προωθεί ασφαλιστικές συμβάσεις συγκεκριμένης ή συγκεκριμένων ασφαλιστικών εταιρειών, τις οποίες και οφείλει να γνωστοποιήσει στον πελάτη.
3. Για το αν δεν έχει συμβατική υποχρέωση να διαμεσολαβεί αποκλειστικά για μία ή περισσότερες ασφαλιστικές επιχειρήσεις ή αν δεν παρέχει συμβουλές βάσει αμερόληπτης ανάλυσης. Στις περιπτώσεις αυτές, αν του ζητηθεί, οφείλει να ενημερώσει τον πελάτη για τις επωνυμίες των εταιρειών με τις οποίες μπορεί και πράγματι ασκεί διαμεσολάβηση.
Σύμφωνα με το άρθρο 12 του Π.Δ. 190/2006 οι πληροφορίες αυτές θα πρέπει να δίδονται γραπτώς ή επί σταθερού μέσου, το οποίο θα είναι εύκολα προσβάσιμο στον πελάτη. Θα είναι σαφείς και ακριβείς και εύκολα κατανοητές από τον πελάτη, στην επίσημη γλώσσα του κράτους της ασφαλιστικής υποχρέωσης ή σε αυτήν η οποία έχει συμφωνηθεί. Οι πληροφορίες αυτές δίδονται προφορικά μόνο αν το ζητήσει ο πελάτης ή αν ζητηθεί άμεση κάλυψη από αυτόν, οπότε παρέχονται με τον ανωτέρω τρόπο μετά τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης. Είναι προφανές ότι για τις περιπτώσεις διαμεσολάβησης εξ αποστάσεως ισχύουν οι διατάξεις για την εξ αποστάσεως παροχή χρηματοοικονομικών υπηρεσιών12 και οι ειδικές ρυθμίσεις οι οποίες εισάγονται με σκοπό την πρόσθετη προστασία των ασφαλιζόμενων.
Για την παράβαση των υποχρεώσεων αυτών εφαρμόζονται οι γενικές διατάξεις, δεδομένου του γεγονότος ότι το Π.Δ. 190/2006 δεν προβλέπει κυρώσεις.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι, παρά το γεγονός ότι οι ανωτέρω προϋποθέσεις διαφάνειας προς τον υποψήφιο ασφαλισμένο εμφανίζονται εν πολλοίς τυπικές, εντούτοις είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι είναι δυνατόν να έχουν ουσιαστικές συνέπειες σχετικά με την έκταση της ευθύνης του ασφαλιστικού διαμεσολαβητή έναντι του πελάτη του ασφαλιζόμενου. Η διαφάνεια αυτή στοχεύει να ενημερώσει τον υποψήφιο ασφαλιζόμενο σχετικά με την πραγματική σχέση του διαμεσολαβούντος με την ασφαλιστική επιχείρηση, τα προϊόντα της οποίας του προσφέρει. Πολύ γενικά, μπορεί να γίνει κατανοητό ότι με διαφορετικό τρόπο ενεργεί ένας μεσίτης ασφαλίσεων, ο οποίος θεωρητικά είναι ανεξάρτητος και ελεύθερος να επιλέξει τα καλύτερα για τον πελάτη του προϊόντα που διατίθενται στην αγορά και άλλο είναι το περιεχόμενο της παρεχόμενης υπηρεσίας ενός συνδεδεμένου ασφαλιστικού συμβούλου ή πράκτορα με συγκεκριμένη ασφαλιστική επιχείρηση, τα προϊόντα της οποίας αποκλειστικά έχει αναλάβει να προωθήσει. Εξ αυτού συνάγεται ότι η γνώση του υποψήφιου ασφαλιζόμενου σχετικά με τα θέματα αυτά παίζει ουσιαστικά μεγάλο ρόλο σχετικά με το τι αναμένει αυτός από το διαμεσολαβητή, ο οποίος τον προσεγγίζει για να του πουλήσει ένα ασφαλιστικό προϊόν. Η μορφή σχέσης του διαμεσολαβούντα με την ασφαλιστική επιχείρηση τελικά δεν μπορεί παρά να έχει συνέπειες και στην ύπαρξη ή την έκταση της ευθύνης του κατά την πώληση, η δε γνώση από τον πελάτη της σχέσης αυτής θα είναι λίαν καθοριστική και στα πλαίσια του κώδικα δεοντολογίας των διαμεσολαβούντων13 αλλά και στα πλαίσια των συναλλακτικών ηθών και της καλής πίστης. Επιγραμματικά, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι το είδος της σχέσης καθώς και των ειδικών συμφερόντων ενός ασφαλιστικού διαμεσολαβητή προσδιορίζει ταυτόχρονα και το είδος της σχέσης του με τον πελάτη και αυτό θα πρέπει να διέπεται από άκρα διαφάνεια.
Αδιαμφισβήτητα, η ορθή και συνεπής επαγγελματική συμπεριφορά του ασφαλιστικού διαμεσολαβητή, η οποία τείνει στο να προστατεύσει ήδη από το προσυμβατικό στάδιο αλλά και μετά τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης τον πελάτη ασφαλιζόμενο, επιβάλλεται και από την άτυπη σύμβαση η οποία συνάπτεται μεταξύ του πελάτη και του ασφαλιστικού διαμεσολαβητή, με βάση την οποία δημιουργείται η συμβατική υποχρέωση του δεύτερου για παροχή της πληροφόρησης και των συμβουλών (εφόσον έχει αναληφθεί και παρόμοια υποχρέωση με ιδιαίτερη έμφαση στην περίπτωση του μεσίτη ασφαλίσεων) για τη σωστότερη κάλυψη των ασφαλιστικών του αναγκών. Παρόμοια υποχρέωση του ασφαλιστικού διαμεσολαβητή πηγάζει και από τον κώδικα δεοντολογίας14. Οι πράξεις και παραλείψεις των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών είναι δυνατόν να γεννούν εκτός από αθέτηση συμβατικών υποχρεώσεων και υπαίτια πλημμελή παροχή υπηρεσιών σύμφωνα με το άρθρο 8 του Ν 2251/1994 στις περιπτώσεις που ο πελάτης ασφαλιζόμενος είναι καταναλωτής15. Οι υποχρεώσεις έναντι του ασφαλιζόμενου αυξάνονται και πάλι σημαντικά στην περίπτωση του μεσίτη ασφαλίσεων, ο οποίος και εξ ορισμού ενεργεί με ιδιαίτερα αυξημένες, έναντι του ασφαλιζόμενου, υποχρεώσεις.
Δεν αποκλείεται επίσης η θεμελίωση ευθύνης για αντίθετη με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων ή μετά από αυτό συμπεριφορά (¶ρθρα 197, 198 ΑΚ)16.
Τέλος, δεν αποκλείεται η περίπτωση στοιχειοθέτησης ευθύνης του ασφαλιστικού διαμεσολαβητή για αδικοπραξία, σύμφωνα με το άρθρο 914ΑΚ, και για αθέτηση συμμόρφωσης με τα άρθρα 11 και 12 του ΠΔ 190/2006, τα οποία εισάγουν, όπως ήδη αναφέρθηκε, προστατευτικές διατάξεις για τον πελάτη ασφαλιζόμενο, η μη συμμόρφωση με τους οποίους είναι δυνατόν να αποδειχθεί ότι είχε ως συνέπεια τη ζημία του πελάτη ασφαλιζόμενου.
Πάντως, όπως ήδη αναφέρθηκε, κάθε αντισυμβατική συμπεριφορά ως προς τη βαρύτητά της, κατά την άποψη του γράφοντος, θα πρέπει να ελέγχεται πάντα και στα πλαίσια της συγκεκριμένης μορφής διαμεσολάβησης (μεσίτης, πράκτορας, ασφαλιστικός σύμβουλος, συνδεδεμένος ασφαλιστικός διαμεσολαβητής17)18 με τα χαρακτηριστικά που αυτή φέρει και ως προς το ρόλο τον οποίο διαδραματίζει ως διαμεσολαβητική δραστηριότητα αλλά και ως προς τη συμβατική σχέση που ο διαμεσολαβητής έχει με την ασφαλιστική επιχείρηση καθώς, τέλος, και με τα εν γένει στοιχεία και την εικόνα με τα οποία εμφανίζεται στη σχετική αγορά των ασφαλειών.
Το είδος των πληροφοριών και της ενημέρωσης που οφείλει ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής, σύμφωνα με την οδηγία και το ΠΔ 190/2006 αλλά και σύμφωνα με το Ν. 1569/1985 και τον κώδικα δεοντολογίας19 καθώς και το ν.δ. 400/1970 και πάντα με την επιφύλαξη της διαφύλαξης της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, φαίνεται να αφορά, αφενός, στις πληροφορίες και την ενημέρωση σε σχέση με το πρόσωπό του (διαφάνεια) και, αφετέρου, στις πληροφορίες και την ενημέρωση σε σχέση με την ασφαλιστική σύμβαση, την οποία προτείνει στον ασφαλιζόμενο.
Η τήρηση των ουσιαστικών και τυπικών προϋποθέσεων για την άσκηση της δραστηριότητας του ασφαλιστικού διαμεσολαβητή, η σύμφωνα με τον κώδικα δεοντολογίας συμπεριφορά, η εκπλήρωση των ανωτέρω προϋποθέσεων πληροφόρησης και ενημέρωσης του ασφαλιζόμενου στα πλαίσια και της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών προσδιορίζουν τα όρια της ευθύνης του διαμεσολαβητή κατά την άσκηση της δραστηριότητας της ασφαλιστικής διαμεσολάβησης. Πταίσματα του διαμεσολαβητή για μη καταλληλότητα της ασφαλιστικής επιχείρησης για το συγκεκριμένο κίνδυνο ή μη επιλογή της κατάλληλης ασφαλιστικής σύμβασης είναι στα πλαίσια της ευθύνης που φέρει αυτός έναντι του ασφαλιζόμενου20.
Ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής επίσης δεν είναι υπεύθυνος για πράξεις ή παραλείψεις της ασφαλιστικής επιχείρησης στις οποίες δεν είχε συμμετοχή όπως επίσης για τη μη τήρηση των συμβατικών υποχρεώσεων από την ασφαλιστική επιχείρηση προς τον ασφαλισμένο.
Είναι εύλογο, ακόμη και για το μεσίτη ασφαλιστικών συμβάσεων, να μη φέρει ευθύνη για την καλή εκτέλεση της ασφαλιστικής σύμβασης ή για τα λάθη και παραλείψεις της ασφαλιστικής επιχείρησης21. Πάντως, σύμφωνα με το Ν 1569/1985, ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής οφείλει να διευκολύνει τον ασφαλισμένο και την ασφαλιστική επιχείρηση για την υλοποίηση των όρων του ασφαλιστηρίου συμβολαίου.
Σχετικά με τη φερεγγυότητα των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, τα προϊόντα των οποίων ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής προωθεί στην αγορά, θα πρέπει να διευκρινιστούν τα ακόλουθα: είναι σαφές ότι η φερεγγυότητα των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, σύμφωνα με το ευρωπαϊκό και το εθνικό δίκαιο, εμπίπτει στην αρμοδιότητα της άσκησης εποπτείας από τα αρμόδια εποπτικά όργανα22,23 τα οποία οφείλουν να ελέγχουν ανά πάσα στιγμή την πλήρη συμμόρφωση των επιχειρήσεων στις διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, οι οποίες έχουν στόχο την εξασφάλιση της υγιούς λειτουργίας της ασφαλιστικής αγοράς και ειδικά τη διασφάλιση των συμφερόντων των ασφαλισμένων.
Σύμφωνα με την άποψη του γράφοντος, το γεγονός αυτό δημιουργεί ένα είδος τεκμηρίου φερεγγυότητας για κάθε λειτουργούσα στην αγορά ασφαλιστική επιχείρηση. Το τεκμήριο δε αυτό ξεπερνά και τα σύνορα της χώρας εγκατάστασης, αν λάβουμε υπόψη μας το γεγονός ότι με τη λήψη της σχετικής άδειας, μία ασφαλιστική επιχείρηση μπορεί να λάβει διαβατήριο (άδεια επέκτασης δραστηριοτήτων) για την παροχή ασφαλιστικών υπηρεσιών είτε με το καθεστώς της ελεύθερης εγκατάστασης είτε με το καθεστώς της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Η λεπτομερής και πιστή τήρηση της νομοθεσίας μέσω της διαρκούς άσκησης ελέγχων των αρμόδιων εποπτικών αρχών και η ύπαρξη πολλαπλών ασφαλιστικών δικλίδων αντιμετώπισης πρόσκαιρων ή μεγαλύτερης διάρκειας προβλημάτων σε επιχειρήσεις του χώρου, αποτελούν στην ουσία το πλέγμα προστασίας της αγοράς, αφού ένας τόσο ευαίσθητος για την οικονομία αλλά και για τον ασφαλισμένο χώρος δεν μπορεί παρά να τελεί υπό διαρκή εποπτεία. Ειδικά σε περιόδους εσωτερικών ή και διεθνών κρίσεων, κατά τις οποίες πλήττονται όλοι οι τομείς οικονομικών δραστηριοτήτων, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις είναι από τις πρώτες που υφίστανται τις δυσμενείς συνέπειες, και εκ του γεγονότος ότι εμφανίζονται σημαντικές μειώσεις των επενδυτικών τους χαρτοφυλακίων και επειδή λόγω της μείωσης της ρευστότητας στην αγορά μειώνεται αντίστοιχα και η νέα παραγωγή ασφαλιστηρίων συμβολαίων, με συνέπεια να μπορεί να βρεθούν εύκολα σε δυσπραγία. Στις περιπτώσεις αυτές, με την πρωτοβουλία των εποπτικών αρχών, λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα για την προστασία της αγοράς και κύρια των ασφαλισμένων. Οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές δεν είναι σε θέση, με την επιφύλαξη πάντα της τήρησης της συμπεριφοράς στα πλαίσια της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, να γνωρίζουν την πραγματική κατάσταση μίας ασφαλιστικής επιχείρησης, εκτός αν τους συνδέει με αυτήν άλλη σχέση η οποία θα δημιουργούσε διαφορετικές προϋποθέσεις ευθύνης. Είναι αμφίβολο, κατά την άποψη του γράφοντος, αν η ειδική έστω πληροφόρηση, στα πλαίσια της συνεργασίας ενός ασφαλιστικού διαμεσολαβητή με μία ασφαλιστική επιχείρηση, την οποία πληροφόρηση άλλωστε θα πρέπει να την έχουν πριν από το διαμεσολαβητή τα αρμόδια εποπτικά όργανα, θα μπορούσε να θεμελιώσει ευθύνη του διαμεσολαβητή έναντι του πελάτη, εκτός αν οι πράξεις ή παραλείψεις του εισέρχονται στο χώρο της αδικοπρακτικής ευθύνης ή της παραβίασης των κανόνων δεοντολογίας. Πάντως, στην πράξη θα πρέπει κανείς να επιμείνει ούτως ή άλλως στον κανόνα της σωστής και συνεπούς επαγγελματικής πώλησης, με την παροχή των βέλτιστων δυνατών υπηρεσιών για τον πελάτη χωρίς τη χρήση αναληθών και παραπλανητικών μεθόδων.
Ειδικώς σε σχέση με το θέμα αυτό, θα πρέπει να επισημανθεί ότι λόγω της σοβαρότητας του ρόλου τον οποίο διαδραματίζει η ασφαλιστική βιομηχανία στον ευρύτερο χρηματοοικονομικό χώρο και ειδικά των ασφαλίσεων ζωής, ένα σημαντικό κενό καλύφθηκε μόλις πρόσφατα με το άρθρο 17 του Ν. 3790/200924 με το οποίο προστίθεται στο άρθρο 10 του ν.δ. 400/1970 νέα παράγραφος 4α που αφορά στις περιπτώσεις ανάκλησης άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης και που υπό προϋποθέσεις και μετά από πρόταση της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης παρέχεται εγγύηση υπέρ των ασφαλισμένων ζωής.
Εν τούτοις και με την ευκαιρία της σύγχρονης παγκόσμιας κρίσης, η οποία θα πρέπει να μας διδάξει μεθόδους πρόνοιας, ο γράφων είναι της άποψης ότι όπως και για τον τραπεζικό τομέα και τον τομέα των επενδύσεων, έτσι και για το χώρο της Ιδιωτικής Ασφάλισης θα πρέπει να υπάρξουν συστήματα εγγυήσεων, ειδικά επειδή η ασφαλιστική βιομηχανία διαχειρίζεται δύο εξαιρετικά ευαίσθητα αντικείμενα: τη μικρή αποταμίευση, η οποία επιδιώκει να τοποθετηθεί με τις καλύτερες δυνατές συνθήκες απόδοσης και ασφάλειας, και την κοινωνικά λίαν ευαίσθητη έννοια της ασφάλειας και ηρεμίας του καθενός μας σε δύσκολες περιστάσεις. ]
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Οδηγία 2002/65/ΕΚ και ΚΥΑ Ζ1 629/2005 (ΦΕΚ Β’ 720/30.5.2005). Αναλυτικά σε Θ. Κουτσούμπα, Προστασία Καταναλωτή στην εξ αποστάσεως εμπορία χρηματοοικονομικών προϊόντων σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό και Εθνικό Δίκαιο, ΧρΙΔ 2005, 953-960.
2. Η ΥΑ Κ3 – 8010/8.8.2007 θέτει με λεπτομέρεια την εμπειρία, τα προσόντα και τις
προϋποθέσεις, τις εξετάσεις, την ύλη τους κ.λπ. ανά κατηγορία ασφαλιστικού διαμεσολαβητή.
3. Οι προϋποθέσεις αυτές θα πρέπει να συγκεντρώνονται στην περίπτωση των νομικών προσώπων από τα φυσικά πρόσωπα τα οποία ασκούν τη διοίκηση και διαχείριση και είναι επιφορτισμένα με τη διενέργεια των πράξεων εκείνων οι οποίες είναι συνυφασμένες με το επάγγελμα του ασφαλιστικού διαμεσολαβητή.
4. ¶ρθρο 4 παρ. 1Α (στ) ΠΔ 190/2006.
5. ¶ρθρο 4 παρ. 1 ΠΔ 190/2006.
6. Βλ. και Ν. Βερβεσό, Η ενσωμάτωση της Οδηγίας 2002/92/ΕΚ σχετικά με την ασφαλιστική διαμεσολάβηση στο ελληνικό Δίκαιο, ΔΕΕ 2008, 417 επ.
7. Η προσκόμιση στο αρμόδιο Επαγγελματικό Επιμελητήριο του πιστοποιητικού ασφάλισης αστικής ευθύνης είναι υποχρεωτική για την εγγραφή του διαμεσολαβητή στα μητρώα.
8. Ποινική ευθύνη σύμφωνα με το άρθρο 175 ΠΚ παρ. 1 εφόσον η πράξη δεν τιμωρείται με βαρύτερη ποινή. Τιμωρία για αντιποίηση υπηρεσίας. Βλ. επίσης Ποινές προβλεπόμενες από ν.δ. 400/70 καθώς και ειδικές κυρώσεις του Ν 1569/1985. Επίσης ¶ρθρο 9 παρ. 1 ΠΔ 190/2006 και 371 ΠΚ. Οι ποινές προβλέπονται και από το ΠΔ 190/2006 αλλά και από το Ν 1569/1985 και δημιουργούν ζήτημα ως προς το ποια ποινή ισχύει. Πάντως θα πρέπει να σημειωθεί ότι σε περίπτωση αντίθεσης υπερισχύει το ΠΔ 190/2006. Παράλληλα δεν αποκλείεται η δυνατότητα έγερσης συλλογικών αγωγών από ενώσεις καταναλωτών για αστική ευθύνη σύμφωνα με το Ν. 2251/1994.
9. Δεν έχει εφαρμογή η διάταξη στις περιπτώσεις του άρθρου 1 παρ. 2 του ΠΔ 190/2006 για τις οποίες δεν απαιτούνται οι προϋποθέσεις αυτές.
10. ¶ρθρο 9 παρ 1 και 2 του ΠΔ 190/2006.
11. Βλ. Χατζηνικολάου-Αγγελίδου, Ασφαλιστική σύμβαση. Η προστασία του ασφαλισμένου ως καταναλωτή, Εκδ. Σάκκουλα, 2000, 118 επ.
12. ΚΥΑ Ζ1 629/2005 ΦΕΚ Β’ 720/30.5.2005 και Θ. Κουτσούμπας, Προστασία καταναλωτή στην εξ αποστάσεως εμπορία χρηματοοικονομικών προϊόντων σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό και το Εθνικό Δίκαιο, ΧρΙΔ 2005, 953 επ.
13. ΠΔ 298/1986.
14. ΠΔ 298/1986, ΦΕΚ Α 133. Δ. Αυγητίδης, Παροχή υπηρεσιών ασφαλιστικής επιχείρησης και προστασία του καταναλωτή, ΧρΙΔ 2006, 104.
15. Ιδιαίτερα ευνοϊκή ρύθμιση για τον καταναλωτή ασφαλιζόμενο, αφού γίνεται αναστροφή του βάρους της απόδειξης και το βάρος μετατίθεται στο διαμεσολαβητή.
16. Την ευθύνη αυτή έχει και η ασφαλιστική επιχείρηση. Ν. Βερβεσός, Η ενσωμάτωση της Οδηγίας 2002/92/ΕΚ σχετικά με την ασφαλιστική διαμεσολάβηση στο Ελληνικό δίκαιο, ΔΕΕ 2008, 422.
17. Σύμφωνα με το άρθρο 2, παρ. 5 του ΠΔ 190/2006 «ασφαλιστικός διαμεσολαβητής» είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο ασκεί έναντι αμοιβής τη δραστηριότητα της ασφαλιστικής διαμεσολάβησης. Σύμφωνα δε με την παρ. 7 του ίδιου άρθρου «συνδεδεμένος ασφαλιστικός διαμεσολαβητής» είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο ασκεί τη δραστηριότητα της ασφαλιστικής διαμεσολάβησης εξ ονόματος και για λογαριασμό μίας ή περισσότερων ασφαλιστικών επιχειρήσεων των οποίων τα προϊόντα δεν είναι ανταγωνιστικά μεταξύ τους και το οποίο δεν εισπράττει ασφάλιστρα ή άλλα ποσά τα οποία προορίζονται για τον πελάτη και ενεργεί κάτω από την πλήρη ευθύνη των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, τα προϊόντα των οποίων προωθεί.
18. Πάντως η Οδηγία δέχθηκε έντονη κριτική σχετικά με το γεγονός ότι δεν διαφοροποιεί το μεσίτη ασφαλίσεων από τον ασφαλιστικό πράκτορα, παρά τη σημαντική ειδοποιό διαφορά μεταξύ των δύο κατηγοριών διαμεσολαβητών.
19. ΠΔ 298/1986.
20. Ο μεσίτης έχει πάντα αυξημένη υποχρέωση επιμέλειας λόγω της σχέσης του με τον ασφαλιζόμενο.
21. Βλ. Ι. Ρόκα, Ιδιωτική Ασφάλιση, Α. Σάκκουλα, 2006, σελ. 885.
22. Ν 3229/2004 (ΦΕΚ Α’ 38) και ΠΔ 20/2006 (ΦΕΚ Α’ 17). Επιτροπή Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης και Υπουργός Ανάπτυξης.
23. Ν.Δ. 400/1970, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει.
24. ΦΕΚ Α’ 143/7.8.2009 άρθρο 17.



