Του Πάνου Κακούρη
Στα ύψη παραμένει το κόστος δανεισμού του δημοσίου, παρά τα σκληρά και επώδυνα μέτρα που έλαβε η Κυβέρνηση, και το αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται η ελληνική οικονομία καθίσταται ασφυκτικότερο.
Οι προσδοκίες όσων πίστευαν ότι ένα πακέτο σκληρών μέτρων θα εξευμένιζαν τις αγορές και θα σταματούσαν την κερδοσκοπία σε βάρος της Ελλάδας εξανεμίστηκαν, αλλά περισσότερο οργή προκαλεί η στάση των Ευρωπαίων εταίρων και δη των Γερμανών, που για εσωτερικούς τους λόγους αρνούνται την ουσιαστική στήριξη της Ελλάδας, όχι σε κεφάλαια, αλλά απλά για να μειωθεί το κόστος του δανεισμού.
Επιβλήθηκαν τα μέτρα, αλλά τα υψηλά spreads έμειναν
Στη λογική των αγορών και του αποτυχημένου ιρλανδικού μοντέλου εγκλωβίστηκε και η Κυβέρνηση, η οποία, για να πείσει ότι η προηγούμενη Κυβέρνηση της ΝΔ άφησε χάος, επιδόθηκε σε μια καταστροφολογία («Τιτανικός», «είμαστε ένα βήμα πριν τη χρεοκοπία», κ.λπ.) και εφαρμόζει την πιο περιοριστική πολιτική που έχει γνωρίσει ποτέ η χώρα.
Αποτέλεσμα, η αγορά να έχει “στεγνώσει” από ρευστότητα και οι επιχειρήσεις να αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα, η ανεργία να φουντώνει και ελπίδα για ανάκαμψη προς το παρόν να μη φαίνεται πουθενά. Η οικονομία φέτος θα παραμείνει σε ύφεση, με μείωση της οικονομικής δραστηριότητας κατά 2%, όσο και το 2009, που επιδεινώνει ακόμα περισσότερο την κατάσταση.
Το δημόσιο χρέος και το κόστος της αποπληρωμής του είναι το βασικότερο πρόβλημα της οικονομίας σήμερα. Οι ξένοι πιστωτές μας φοβούνται ότι, κάποια στιγμή, δεν θα μπορούμε να το εξυπηρετήσουμε και αυξάνουν τα επιτόκια δανεισμού, δημιουργώντας ένα “φαύλο” κύκλο, που οξύνει το πρόβλημα.
Οι αντοχές της οικονομίας θα δοκιμαστούν μέχρι και το Μάιο, διάστημα στο οποίο το υπουργείο Οικονομικών θα αντλήσει το κύριο μέρος του δημόσιου δανεισμού για φέτος, ήτοι ποσό ύψους 40 δισ. ευρώ. Έχοντας δανειστεί περίπου 15 δισ. ευρώ, θα χρειαστεί άλλα 25 δισ. ευρώ στο τρέχον “καυτό” δίμηνο, αλλά οι προσδοκίες που ήταν θετικές, ότι δηλαδή με τα μέτρα που λήφθηκαν θα πέσουν τα επιτόκια, διαψεύδονται.
Έγκαιρα είχε προειδοποιήσει ο Γ. Προβόπουλος
Τα αίτια που η οικονομία έφτασε στα σημερινά τραγικά αδιέξοδα τα καταγράφει η Τράπεζα της Ελλάδος, στην έκθεση του Διοικητή κ. Γιώργου Προβόπουλου, για τη νομισματική πολιτική. Δεν τα λέει εκ των υστέρων, αλλά η ΤτΕ επισήμαινε τα προβλήματα με συνέπεια στα τελευταία χρόνια.
Ο κεντρικός τραπεζίτης προειδοποιεί για νέο έτος ύφεσης με μείωση της οικονομικής δραστηριότητας κατά 2%, με πληθωρισμό στο 3%, υπό την προϋπόθεση ότι θα απορροφηθεί η αύξηση του ΦΠΑ από τις επιχειρήσεις, για νέα μείωση της απασχόλησης κατά 1,5%, για μείωση των πραγματικών εισοδημάτων στο σύνολο της οικονομίας κατά 3,8%, για πρώτη φορά μετά από 35 χρόνια, και προειδοποιεί τις τράπεζες για κινδύνους που έρχονται λόγω της αύξησης των επισφαλών δανείων, που έφτασαν τον περασμένο Σεπτέμβριο στο 7,2%.
Ακόμα, το συνολικό ακαθάριστο εξωτερικό χρέος της χώρας του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα έφτασε στο 171% του ΑΕΠ, από 151,6% στο τέλος του 2008, που αναδεικνύει το τεράστιο πρόβλημα ανταγωνιστικότητας της οικονομίας.
Η Κεντρική Τράπεζα κάνει λόγο για «φαύλο κύκλο ελλειμμάτων» και αφήνει αιχμές για τις προηγούμενες κυβερνήσεις, καθώς σημειώνει ότι δεν εισακούστηκαν οι προειδοποιήσεις της, από τον Οκτώβριο του 2008, όταν η κρίση άρχισε να κλιμακώνεται. «Τα προβλήματα αυτά δεν είναι νέα. Προϋπήρχαν της διεθνούς κρίσης του 2008 και ήταν αναπόφευκτο, χωρίς τολμηρές και αποφασιστικές παρεμβάσεις, να οδηγήσουν, αργά ή γρήγορα, σε αδιέξοδο. Οι παρεμβάσεις αυτές δεν έγιναν και έτσι η κατάσταση επιδεινώθηκε αισθητά, με αποκορύφωμα το δημοσιονομικό εκτροχιασμό το 2008 και το 2009. Η διεθνής κρίση μεγέθυνε τις συσσωρευμένες αρνητικές επιπτώσεις αυτών των χρόνιων αδυναμιών και επιτάχυνε την πτωτική πορεία της οικονομίας», σημειώνει χαρακτηριστικά ο κ. Προβόπουλος.
Τι φταίει
Την υστέρηση της εθνικής αποταμίευσης έναντι της εγχώριας επενδυτικής δαπάνης αντανακλά το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, τονίζει ο κ. Προβόπουλος, γεγονός που αποδίδεται στις μεγάλες και επί σειρά ετών σωρευμένες απώλειες διεθνούς ανταγωνιστικότητας.
Αναφέρει παραδείγματα άλλων χωρών που έχουν υψηλό δημόσιο χρέος, αλλά και έλλειμμα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο όμως καλύπτουν με την εθνική αποταμίευση.
Η υστέρηση της εθνικής αποταμίευσης έναντι των εγχώριων επενδύσεων την τελευταία δεκαετία οφείλεται στην ταυτόχρονη ταχεία αύξηση τόσο της κατανάλωσης όσο και των επενδύσεων, που ήταν αποτέλεσμα της μεγάλης μείωσης των επιτοκίων λόγω της ένταξης στην ΟΝΕ, της σχετικά υψηλής πιστωτικής επέκτασης, της βελτίωσης των προσδοκιών των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων και, βεβαίως, των μεγάλων δημοσιονομικών ελλειμμάτων.
Η ακαθάριστη αποταμίευση του ιδιωτικού τομέα μειώθηκε από 24,6% του ΑΕΠ (1992-1996) σε 9,6% το 2007. Κατά τα δύο τελευταία έτη η πτωτική τάση αντιστράφηκε (αυξήθηκε ελαφρά σε 10,7% το 2008 και περαιτέρω το 2009 στο 15% περίπου), αλλά η αποταμίευση είναι ακόμη χαμηλή.
Συγκεκριμένα για το 2008, η ακαθάριστη εθνική αποταμίευση, ύψους μόλις 7,1% του ΑΕΠ, δεν επαρκούσε για τη χρηματοδότηση των συνολικών επενδύσεων που έφθαναν το 20,9% του ΑΕΠ. Η διαφορά καλύφθηκε (όπως και τα προηγούμενα χρόνια) από τον εξωτερικό δανεισμό και αντανακλάται στο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, που έφτασε στο 13,8% του ΑΕΠ το 2008 σε εθνικολογιστική βάση.
Τώρα και διαρθρωτικά μέτρα
Τα εισπρακτικά μέτρα και τις μειώσεις των δαπανών η Τράπεζα της Ελλάδος τις επικροτεί, αλλά προτείνει παράλληλα και πακέτο διαρθρωτικών μέτρων, που θα αντιμετωπίσουν τα προβλήματα ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και θα τονώσουν την ανάπτυξη.
Εισηγείται την προώθηση «βαθιών και εκτεταμένων διαρθρωτικών αλλαγών που είναι εξαιρετικά επείγουσες», οι οποίες θα πρέπει:
1. Nα μειώσουν άμεσα το μοναδιαίο κόστος παραγωγής και να ανακόψουν την απώλεια ανταγωνιστικότητας κόστους-τιμών.
2. Να συντείνουν στον εκσυγχρονισμό του παραγωγικού προτύπου, δηλαδή στην αύξηση της παραγωγικότητας και στη διαμόρφωση μιας νέας διάρθρωσης της εγχώριας παραγωγής –ικανής να ανταποκριθεί στην εγχώρια και την εξωτερική ζήτηση του 2015 και όχι του 1970 ή έστω του 1990.
Οι αλλαγές αυτές πρέπει να συντελούν και στην αποκατάσταση της διατηρησιμότητας του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Απαιτείται, επομένως, προσθέτει, ένα μείγμα πολιτικής που θα επαναφέρει τη μακροοικονομική και μικροοικονομική ισορροπία και θα βελτιώνει σε μόνιμη βάση την ανταγωνιστικότητα και την παραγωγικότητα της οικονομίας.
Σημειώνει ακόμα ότι, επειδή στη μακρά περίοδο της ταχείας ανάπτυξης τα καταναλωτικά πρότυπα ουσιαστικά υπερέβαιναν τις παραγωγικές δυνατότητες της οικονομίας, εφεξής απαιτείται, προκειμένου να αποφευχθεί μια μόνιμη μείωση του επιπέδου της κατανάλωσης, να αυξηθούν ακριβώς οι παραγωγικές δυνατότητες, δηλαδή το “δυνητικό προϊόν” και ο ρυθμός ανόδου του, που έχει υποχωρήσει αισθητά την τελευταία διετία.
Τα ουσιώδους σημασίας μέτρα διαρθρωτικού χαρακτήρα, σύμφωνα με την Κεντρική Τράπεζα, περιλαμβάνουν:
-Την καταπολέμηση της γραφειοκρατίας, την εξάλειψη εμποδίων στη λειτουργία των αγορών προϊόντων και εργασίας. Δεν περιέχονται, όμως, συγκεκριμένες προτάσεις, αλλά καταγράφεται η επιφύλαξη με την οποία αντιμετωπίζεται από τις κοινωνίες η πρόταση για «ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων».
-Την ταχεία αξιοποίηση των διαθέσιμων κοινοτικών πόρων του Εθνικού Στρατηγικού Πλαισίου Αναφοράς (ΕΣΠΑ).
-Την προώθηση της καθαρής ή “πράσινης” ανάπτυξης και την αλλαγή του σημερινού προτύπου παραγωγής και κατανάλωσης ενέργειας.
-Την αναβάθμιση της παιδείας και την ενθάρρυνση της καινοτομίας και της έρευνας.
Οι συγκεκριμένες κατευθύνσεις μπορούν να συμβάλουν στην αύξηση του ποσοστού απασχόλησης και των επενδύσεων πάγιου κεφαλαίου αλλά και της συνολικής παραγωγικότητας, ώστε να ενισχυθεί ουσιαστικά ο δυνητικός ρυθμός ανάπτυξης, ο οποίος έχει μειωθεί αισθητά λόγω της κρίσης. Επιπλέον, στην παρούσα συγκυρία, κατά την οποία ο πληθωρισμός αναζωπυρώνεται λόγω και της αύξησης της έμμεσης φορολογίας και της ανόδου των τιμών του πετρελαίου και των πρώτων υλών, η ενίσχυση των συνθηκών ανταγωνισμού στις αγορές έχει ιδιαίτερη σημασία, προκειμένου τόσο οι μισθολογικές αυξήσεις όσο και τα περιθώρια κέρδους να διαμορφώνονται σε επίπεδα συμβατά με την επιδιωκόμενη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας.
Ψαλιδίζουν τις επενδύσεις
Η ύφεση της ελληνικής οικονομίας πλήττει ιδιαίτερα τις ιδιωτικές επιχειρήσεις, όπως προκύπτει από τα πρώτα αποτελέσματα της Έρευνας επιχειρηματικών εξελίξεων και προοπτικών που έχει αρχίσει να διεξάγει η Τράπεζα της Ελλάδος σε δείγμα 100 μεγάλων επιχειρήσεων όλων των τομέων της ελληνικής οικονομίας. Σύμφωνα με τις απαντήσεις του 53% των επιχειρήσεων του δείγματος που είχαν καταγραφεί έως τις 24.2.2010, επιβεβαιώνεται η αρνητική οικονομική συγκυρία, αν και οι επιχειρήσεις δεν εμφανίζονται συνολικά πιο απαισιόδοξες για το επόμενο εξάμηνο από ό,τι για το προηγούμενο. Όσον αφορά τις επιπτώσεις της κρίσης στον τρόπο λειτουργίας των επιχειρήσεων και τις επιθυμούμενες παρεμβάσεις πολιτικής, σημειώνονται τα εξής:
– Η χρηματοοικονομική κρίση έχει οδηγήσει σε ματαίωση ή περικοπή των επενδυτικών προγραμμάτων, στη μεγάλη πλειοψηφία των επιχειρήσεων.
– Κατασκευαστικές, ναυτιλιακές και εμπορικές επιχειρήσεις προγραμματίζουν να μεταβάλουν τη σύνθεση των πηγών χρηματοδότησής τους, με στροφή από τον τραπεζικό δανεισμό προς εταιρικά ομόλογα και το χρηματιστήριο.
– Οι επιχειρήσεις μείωσαν τις τιμές, επαναδιαπραγματεύθηκαν όρους με τους πελάτες και προμηθευτές, και αναδιοργάνωσαν τις δραστηριότητές τους.
– Οι φορολογικές ελαφρύνσεις, καθώς και η εισαγωγή κινήτρων για αγορά κεφαλαιακού εξοπλισμού και επιδότηση του κόστους δανεισμού, κρίνονται ως αποτελεσματικές παρεμβάσεις πολιτικής στην παρούσα συγκυρία.
– Οι επιχειρήσεις εκτιμούν ότι η υστέρηση της παραγωγικότητας στην ελληνική οικονομία μπορεί να αποδοθεί κυρίως στην έλλειψη κατάλληλων κινήτρων (π.χ. είναι περιορισμένη η σύνδεση αμοιβών με την παραγωγικότητα), στην έλλειψη υποδομών και στο χαμηλό επίπεδο επαγγελματικής εκπαίδευσης. Οι μεταποιητικές επιχειρήσεις επιδιώκουν την ενίσχυση των εξαγωγών τους και μέσω της τιμολογιακής πολιτικής τους. Οι επιχειρήσεις που πιστεύουν ότι τα επόμενα 1-2 έτη οι προοπτικές της επιχειρηματικής δραστηριότητας στην ελληνική οικονομία θα επιδεινωθούν είναι περισσότερες από εκείνες που πιστεύουν ότι οι προοπτικές θα διατηρηθούν ίδιες ή θα βελτιωθούν.
– Για τη βελτίωση των προοπτικών της ελληνικής οικονομίας οι περισσότερες επιχειρήσεις θεωρούν αναγκαία την άμεση αποκατάσταση σταθερού οικονομικού κλίματος και την υιοθέτηση σταθερού φορολογικού πλαισίου, καθώς και τη βελτίωση των υποδομών, της αποτελεσματικότητας του δημόσιου τομέα και της εκπαίδευσης.
– Σημαντικός αριθμός επιχειρήσεων αναφέρεται στο ρόλο που πρέπει να διαδραματίσουν βραχυπρόθεσμα οι τράπεζες στην αποκατάσταση της ρευστότητας.
Τι ισχύει για τα Ασφάλιστρα Ζωής
“Θύμα” των ευρύτερων περικοπών που επιχειρεί η Κυβέρνηση στις φοροαπαλλαγές είναι και η δαπάνη των ασφαλίστρων ζωής, αλλά σε μικρότερο βαθμό, σε σύγκριση με άλλες, όπως π.χ. οι τόκοι των στεγαστικών δανείων.
Η ρύθμιση που προωθεί η Κυβέρνηση προβλέπει τη μείωση από το φόρο, κατά ποσοστό 20%, της ετήσιας δαπάνης ασφαλίστρων και μέχρι ποσού αυτής 1.000 ευρώ για άγαμο και 2.000 ευρώ για οικογένεια.
Δηλαδή, το μέγιστο όφελος για τον άγαμο θα είναι 200 ευρώ, αν καταβάλλει τουλάχιστον 1.000 ευρώ ετησίως, και μέχρι 400 ευρώ για την οικογένεια, αν καταβάλει συνολικά τουλάχιστον 2.000 ευρώ. Η ρύθμιση αυτή θα ισχύσει για τα εισοδήματα που αποκτώνται από φέτος και θα δηλωθούν το 2011.
Μέχρι και τη χρήση του 2009 (εισοδήματα που αποκτήθηκαν το 2009) ίσχυε το καθεστώς που προέβλεπε ότι το ποσό της δαπάνης αυτής εκπίπτει από το εισόδημα το ποσό των ασφαλίστρων και μέχρι 1.200 ευρώ και για τους δύο συζύγους.
Το όφελος, με βάση την παλαιά ρύθμιση, ήταν ανάλογο του ύψους του εισοδήματος και των συντελεστών με τους οποίους φορολογείται καθένας. Για εισοδήματα π.χ. 30.000 που φορολογούνται (από φέτος) με συντελεστή 32%, το όφελος θα ήταν για την οικογένεια που κατέβαλε ετήσια ασφάλιστρα 2.000 ευρώ, ίσο με 384 ευρώ (1.200Χ32%=384€).
Η ίδια οικογένεια, με το νέο καθεστώς, θα έχει μείωση φόρου ίσο με 400 ευρώ (2.000Χ20%=400€).
Αν το δηλωθέν εισόδημα της οικογένειας είναι 45.000 €, τότε:
– Με το παλαιό σύστημα θα είναι μείωση φόρου 1.200Χ38%=456€.
– Με το νέο σύστημα η μείωση του φόρου θα είναι 400€.
Αν το δηλωθέν εισόδημα είναι άνω των 60.000 ευρώ, που φορολογείται με συντελεστή 40%, τότε το όφελος με το παλαιό σύστημα θα ήταν 480 ευρώ, και με το νέο σύστημα 400 ευρώ.



