Αυτό που ξεκίνησε το 2007 ως η κρίση της αγοράς “subprime” στις ΗΠΑ, σύντομα επηρέασε και τις ευρωπαϊκές αγορές και στη συνέχεια εξελίχθηκε σε μία παγκόσμια πιστωτική κρίση και στη χειρότερη ύφεση από το 1930. Αποτέλεσμα: καταρρεύσεις τραπεζών, κρατικές διασώσεις, συλλογικές αγωγές στις ΗΠΑ και σημαντικότατες απώλειες για το χρηματοοικονομικό και τον ασφαλιστικό κλάδο.
Αμέσως μετά την κατάρρευση των subprime, ξέσπασε μία πλημμύρα μηνύσεων, που στρέφονταν κυρίως εναντίον χρηματοοικονομικών οργανισμών και των μάνατζέρ τους, ως εκδοτών των χρηματοοικονομικών προϊόντων που επηρέασαν την κρίση. Οι ΗΠΑ και οι Αμερικανοί δικηγόροι των εναγόντων επιβεβαίωσαν τη φήμη, που τους θέλει να είναι ένα από τα πλέον φιλόδικα έθνη στον κόσμο. Με ένα δεύτερο κύμα, η πλημμύρα απαιτήσεων έφτασε στους λεγόμενους “θυροφύλακες” των τραπεζών: όλο και περισσότερο, μεσίτες, ασφαλιστές, εταιρείες συμβούλων, δικηγορικές εταιρείες, αλλά και οίκοι αξιολόγησης βρίσκονται εκτεθειμένοι σε αγωγές από επενδυτές, μετόχους και εποπτικές αρχές, αλλά και από τις ίδιες τις τράπεζες.
Οι μηνύσεις βασίζονται, κυρίως, στην παραβίαση πολιτειακών και ομοσπονδιακών νόμων περί χρεογράφων και στην παραβίαση διατάξεων του αστικού δικαίου περί προστασίας των επενδυτών.
Από την ασφαλιστική προοπτική, οι απαιτήσεις αφορούν ασφαλιστήρια ευθύνης Διευθυντών & Στελεχών και Λαθών & Παραλείψεων/Επαγγελματικής Ευθύνης. Ανάλογα με την εκάστοτε κατάσταση, ενδέχεται να επηρεάζεται και η καθολική κάλυψη τραπεζών (ΒΒΒ).
Προς το παρόν, τα αμερικανικά δικαστήρια συμπεριφέρονται αρκετά ουδέτερα και ανεξάρτητα στις υποθέσεις της οικονομικής κρίσης, χωρίς να επιδεικνύουν εμφανή προτίμηση προς τους ενάγοντες ή τους εναγόμενους. Αυτό είναι εμφανές από το γεγονός ότι όταν τα δικαστήρια εξετάζουν την ουσία μιας υπόθεσης (αίτημα απόρριψης), είναι δυνατή και η απόρριψη των καταγγελιών των εναγόντων, αν τα υποβληθέντα στοιχεία προς υποστήριξη της υπόθεσης είναι ανεπαρκή ή χρήζουν “αναθεώρησης” (απόρριψη με δυνατότητα τροποποίησης).
Από τις 275 μηνύσεις που υποβλήθηκαν, 63 αιτήσεις απόρριψης έγιναν αποδεκτές και 75 απορρίφθηκαν
Μηνύσεις, συμβιβασμοί, απορρίψεις, αρνήσεις
Μεγάλος αριθμός αγωγών, ωστόσο, δεν φτάνουν καν στα δικαστήρια. Οι εναγόμενες τράπεζες βρίσκονται αντιμέτωπες όχι μόνο με τεράστιες απαιτήσεις αποζημίωσης (που ανέρχονται σε δισεκατομμύρια μερικές φορές) αλλά και με υψηλότατα έξοδα. Πολύ συχνά, οι αμοιβές των δικηγόρων φτάνουν μέχρι και τα 1.000 δολάρια την ώρα, ενώ οι εναγόμενες τράπεζες συχνά προσλαμβάνουν μεγάλο αριθμό δικηγόρων υπεράσπισης. Η τεράστια αυτή πίεση του κόστους έχει ήδη οδηγήσει 19 υποθέσεις σε εξωδικαστικό συμβιβασμό. Εδώ, ιδιαίτερα οι ασφαλιστικές εταιρείες αντιμετωπίζουν την πρόκληση εξασφάλισης της διαφάνειας από τα πρώτα στάδια και συμμετοχής τους στη λήψη απόφασης συμβιβασμού. Διαφορετικά, σε μεταγενέστερο στάδιο, είναι πολύ δύσκολο να γίνει διαχωρισμός του τι είναι ασφαλισμένο από το τι δεν είναι.
Εντούτοις, δεν παρατηρείται ακόμα μία γενικευμένη τάση προς τους συμβιβασμούς. Σε πολλές περιπτώσεις, οι υποβαλλόμενες απαιτήσεις είναι πάρα πολύ υψηλές και το αποτέλεσμα των εκκρεμών δικαστικών διαδικασιών αμφίβολο. Η επιθυμία των τραπεζών να “βγάλουν την κρίση από τα βιβλία τους”, το συντομότερο δυνατό, εξακολουθεί να μην εκπληρώνεται. Θα χρειαστούν αρκετά χρόνια για να εκδικαστούν όλες οι υποθέσεις που σχετίζονται με την οικονομική κρίση. Αυτό καθίσταται προφανές και από τον αριθμό νέων μηνύσεων και νομικών διαδικασιών που εγείρονται. Καίτοι ο αριθμός φθίνει, εξακολουθούν να προκύπτουν επιμέρους υποθέσεις που αφορούν εξαιρετικά μεγάλα ποσά.
Αγωγή κατά της Goldman Sachs
Για παράδειγμα, τον Ιούλιο του 2010, μετά από εβδομάδες ερευνών για πιθανή απάτη, η μεγάλη αμερικανική τράπεζα Goldman Sachs ήλθε σε συμβιβασμό με την Αμερικανική Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς (SEC), συνολικού ύψους 550 εκατ. δολαρίων ΗΠΑ. Η Επιτροπή είχε εγείρει αγωγή κατά της τράπεζας τον Απρίλιο του 2010, με την κατηγορία ότι είχε σκοπίμως αποκρύψει σημαντικές πληροφορίες από τους επενδυτές, αναφορικά με ένα υψηλού κινδύνου παράγωγο ενυπόθηκο προϊόν (Abacus 2007-AC1). O John Paulson, hedge fund manager, είχε αφενός τον έλεγχο της σύνθεσης του πακέτου και ταυτόχρονα είχε κερδοσκοπήσει στην πλήρη απώλεια αξίας. Τώρα που ολοκληρώθηκαν οι διαδικασίες της SEC, η Goldman Sachs βρίσκεται αντιμέτωπη με περαιτέρω έρευνες από την Εποπτική Αρχή Χρηματοοικονομικών Υπηρεσιών της Βρετανίας (FSA), καθώς και με μεγάλο αριθμό παρεπόμενων μηνύσεων από μετόχους, που θα μπορούσαν επίσης να αφορούν και τον ασφαλιστικό κλάδο, στα πλαίσια κάλυψης Διευθυντών & Στελεχών.
Αγωγή κατά της Hypo Real Estate
Ένα άλλο παράδειγμα που ξεχωρίζει είναι η υπόθεση της Hypo Real Estate (HRE) στη Γερμανία. Στον απόηχο της οικονομικής κρίσης, η τράπεζα χρειάστηκε διάσωση από τη γερμανική κυβέρνηση, με εισροή κεφαλαίων άνω των 140 δισ. ευρώ, και τελικώς εθνικοποιήθηκε. Λόγω της γνωστοποίησης απαίτησης διαγραφής 390 εκατ. ευρώ από το χαρτοφυλάκιο των CDO, η τιμή μετοχής της HRE σημείωσε δραματική πτώση τον Ιανουάριο του 2008.
Πλέον, η HRE βρίσκεται αντιμέτωπη με απαιτήσεις αποζημίωσης ύψους αρκετών εκατομμυρίων ευρώ σε μεγάλο αριθμό δικαστικών υποθέσεων. Ορισμένοι από τους μετόχους, μάλιστα, ζήτησαν να διεξαχθεί έρευνα από τη Γερμανική Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ώστε να εξακριβωθεί εάν η απαίτηση διαγραφής 390 εκατ. ευρώ στο χαρτοφυλάκιο των CDO που γνωστοποίησε η HRE τον Ιανουάριο του 2008, ανακοινώθηκε καθυστερημένα και έπρεπε να είχε ανακοινωθεί το Σεπτέμβριο ή το Νοέμβριο του 2007. Μέχρι να ολοκληρωθεί η διαδικασία αυτή, όλες οι δικαστικές υποθέσεις πιθανά θιγμένων επενδυτών αναβάλλονται.
Περιπτώσεις απάτης τύπου Ponzi
Τα λεγόμενα σχήματα Ponzi, δηλαδή επενδυτικά σχήματα τύπου πυραμίδας, όπως η πρόσφατη θεαματική απάτη του Bernard Madoff στην οποία οι επενδυτές έχασαν έως και 65 δισ. δολ. ΗΠΑ, προσελκύουν ιδιαίτερη προσοχή στη διάρκεια μιας οικονομικής κρίσης, η σύνδεση όμως είναι μόνο έμμεση.
Το βασικό μοντέλο αυτού του τύπου οικονομικής απάτης ξεκίνησε από τον Charles Ponzi, τη δεκαετία του 1920, ο οποίος υποσχόταν υψηλά κέρδη, χρησιμοποιώντας τα χρήματα των νέων επενδυτών για να πληρώνει τους τόκους στους παλαιούς.
Τέτοια συστήματα πυραμίδας μπορεί να φαίνεται να “λειτουργούν” για δεκαετίες: στην περίπτωση Madoff, η υποσχόμενη απόδοση ανερχόταν κατά μέσο όρο σε 10% κατ’ έτος, χωρίς να γίνεται απολύτως καμία συναλλαγή για 13 χρόνια. Όμως, λόγω της περιορισμένης ρευστότητας των επενδυτών στην περίοδο της κρίσης, δεν υπήρχε εισροή νέων κεφαλαίων, ενώ επενδυτές απέσυραν ολοένα και περισσότερο τις επενδύσεις τους. Το Δεκέμβριο του 2008, αυτό οδήγησε στην κατάρρευση ολόκληρου του κατασκευάσματος. Παρόλο που η υπόθεση του Madoff με 9.000 θύματα και ζημία ύψους 65 δισ. δολ. ΗΠΑ είναι ακραία, από το Δεκέμβριο του 2008, πάνω από 300 άλλα σχήματα Ponzi, με εξίσου εντυπωσιακές υποσχέσεις αποδόσεων, έχουν καταρρεύσει μέχρι σήμερα (βλ. Σχ. 3)
Ομόλογα με δημοπρατούμενο επιτόκιο
Πέραν από τις μηνύσεις που εγείρονται σε σχέση με τη χορήγηση και μεταπώληση προσωπικών στεγαστικών δανείων (υποθέσεις subprime), στις ΗΠΑ υπήρξε και ακόμα ένα μεγάλο κύμα αγωγών αναφορικά με δημοτικά ομόλογα με δημοπρατούμενο επιτόκιο (ARS). Αυτά πωλούνταν σε επενδυτές από δήμους μέσω δημόσιων δημοπρασιών και, μέσω χειραγώγησης, από τις τράπεζες, και επίσης προκάλεσαν ζημίες εκατομμυρίων. Στη Γερμανία, πολλές δημοτικές αρχές που λειτουργούσαν τόσο ως επενδυτές όσο και ως αγοραστές, υπέστησαν ζημίες. Ωστόσο, οι υποθέσεις ομολόγων ARS δεν έχουν ιδιαίτερη ασφαλιστική συνάφεια, καθώς οι απαιτήσεις γίνονται κυρίως αναφορικά με ζητήματα που δεν καλύπτονται από την ασφάλιση, π.χ. repos, ή επιβληθείσες ποινές ή συμβιβασμούς που έχουν επιτευχθεί, που επίσης δεν ασφαλίζονται.
Από την πλευρά της ασφάλισης: Ευθύνη
Λόγω της κατάρρευσης της αγοράς εξασφαλισμένων κινδύνων, ήταν απαραίτητο να γίνουν διαγραφές σημαντικού μέρους της λογιστικής αξίας των χρεογράφων. Επίσης, λόγω των προβλημάτων ταμειακών ροών, τα αμοιβαία κεφάλαια αναγκάστηκαν να πωλούν τα μερίδιά τους σε τιμές πολύ χαμηλότερες από την αξία τους σε ορισμένες περιπτώσεις. Το χρηματιστήριο αντέδρασε με ακόμα μεγαλύτερη πτώση των τιμών μετοχών, που προκάλεσε νέες απαιτήσεις διαγραφών. Η πτωτική πορεία συνεχιζόταν. Υπήρχε τεράστια απώλεια επενδυτικής εμπιστοσύνης, κάτι το οποίο συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Η εξέλιξη αυτή προκάλεσε θύελλα αγωγών από τους θιγμένους επενδυτές και μεριδιούχους/μετόχους, που στρέφονταν πρωτίστως κατά της διοίκησης χρηματοπιστωτικών οργανισμών.
Μεταξύ άλλων, οι μηνύσεις βασίζονται στα εξής σενάρια ευθύνης:
– Στην περίπτωση ασφάλισης Διευθυντών & Στελεχών, κατά των διοικητικών συμβουλίων των τραπεζών: καθυστερημένες ad hoc ανακοινώσεις, μη ορθή άσκηση του καθήκοντος επιμέλειας αναφορικά με το επιχειρηματικό μοντέλο εν γένει και με τη διαχείριση κινδύνου συγκεκριμένα (εκτός του επιχειρηματικού αντικειμένου), επενδύσεις σε “δομημένα” προϊόντα (συνδυασμό επενδύσεων κλασικής μορφής και παραγώγων) χωρίς επαρκείς γνωστοποιήσεις, καθυστέρηση στην υποβολή αίτησης για πτώχευση.
– Στην περίπτωση ασφάλισης Επαγγελματικής Ευθύνης/Λαθών & Παραλείψεων, κατά των τραπεζών: παροχή εσφαλμένων, ανεπαρκών, κακών επενδυτικών συμβουλών σε πελάτες (μικροί και μεγάλοι επενδυτές) από πλευράς των υπαλλήλων τους. Λήψη λανθασμένων επενδυτικών αποφάσεων, παροχή ανακριβούς, παραπλανητικής και ανεπαρκούς περιγραφής προϊόντος. Καθυστερημένη αντίδραση στις διακυμάνσεις της αγοράς, κ.λπ.
– Στην περίπτωση μηνύσεων κατά των ελεγκτών: λάθος εκτίμηση κινδύνου κατά την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών διοίκησης (έλεγχος φερεγγυότητας)
– Στην περίπτωση μηνύσεων κατά των οίκων αξιολόγησης: καθυστερημένες διορθώσεις των αξιολογήσεων.
Καθώς, ως επί το πλείστον, τα ασφαλιστήρια αυτά είχαν συναφθεί πριν από την έλευση της κρίσης, δεν περιλαμβάνουν, σε γενικές γραμμές, συγκεκριμένες εξαιρέσεις αναφορικά με τα subprime στις ΗΠΑ ή την οικονομική κρίση. Υπήρχε μόνο η εξαίρεση των επενδυτικών τραπεζών.
Από την πλευρά της ασφάλισης: Κάλυψη
Από ασφαλιστικής πλευράς, οι υποθέσεις της οικονομικής κρίσης αφορούν κυρίως ασφαλιστήρια κάλυψης Διευθυντών & Στελεχών, ασφαλιστήρια επαγγελματικής ευθύνης/Λαθών & Παραλείψεων, ευθύνη θεματοφύλακα (στην περίπτωση απαιτήσεων από συνταξιοδοτικά ταμεία) και ασφαλιστήρια πίστης (περιπτώσεις σχημάτων Ponzi). Συνεπώς, από την οπτική της ασφάλισης πρέπει να εξεταστούν τα γενικώς σχετικά με την κάλυψη θέματα και εξαιρέσεις. Μεταξύ αυτών:
– Υπήρξε πιθανή ψευδής δήλωση, δηλ. μήπως κάποια επενδυτική τράπεζα δεν γνωστοποίησε την έκθεσή της, παρά το γεγονός ότι ρωτήθηκε σχετικά κατά τη σύναψη της ασφάλισης;
– Η ζημία επήλθε εντός της περιόδου ασφάλισης; Αποφασιστικής σημασίας στοιχεία στο σημείο αυτό είναι, ιδιαίτερα, οι παρατεταμένες περίοδοι υποβολής πληροφόρησης, ο προσδιορισμός της απαίτησης και πιθανή εξαίρεση προηγούμενων ενεργειών.
– Ο καταμερισμός μιας απώλειας σε συγκεκριμένο έτος ασφαλιστηρίου και το ερώτημα της πιθανής συγκέντρωσης αρκετών διασυνδεδεμένων παράνομων ενεργειών σε μία απώλεια πρέπει να ληφθούν υπόψη. Σε μία τέτοια περίπτωση, αποφασιστικοί παράγοντες μπορεί να είναι οι ρήτρες περί αλλεπάλληλων ζημιών, ο προσδιορισμός της ζημίας και άλλες πιθανές συμβατικές συνεννοήσεις αναφορικά με τον καταμερισμό και τη συγκέντρωση ασφαλιστηρίων.
– Προσοχή απαιτείται επίσης στο βαθμό στον οποίο εγείρονται απαιτήσεις επί ασφαλισμένων ζημιών. Εδώ, συγκεκριμένα, ισχύουν εξαιρέσεις αναφορικά με αποζημιώσεις για ηθική βλάβη, ποινές επιβεβλημένες από το κράτος, καθώς και εξαίρεση επιχειρηματικού κινδύνου (π.χ. όταν κάποιος αγοράζει πίσω τα δικά του μερίδια και τα παράγωγα σε υποθέσεις ARS).
– Από την άλλη, οι υποχρεωτικές εξαιρέσεις για απάτη, εγκληματικές ενέργειες, προσωπικό κέρδος και ανεντιμότητα, που υπάρχουν συνήθως σε ασφαλιστήρια ευθύνης Διευθυντών & Στελεχών και επαγγελματικής ευθύνης, έχουν συχνά περιορισμένο αποτέλεσμα, καθώς απαιτούν κυρίως τον προσδιορισμό των περιστάσεων με τελεσίδικη απόφαση. Σε περίπτωση δικαστικών ή εξωδικαστικών συμβιβασμών, ωστόσο, δεν υφίσταται τέτοιος προσδιορισμός.
Διαχείριση κινδύνου
Ένα τέτοιο συμβάν, όπως η πρόσφατη οικονομική κρίση, οδήγησε τους ασφαλιστές του κλάδου να ελέγξουν κατά πόσο οι τιμές στην ασφαλιστική αγορά ανταποκρίνονται στον κίνδυνο. Ακολούθησαν μεγάλες αυξήσεις τιμών, επαναπροσδιορισμός των συνθηκών και πιο επιλεκτική διαδικασία ανάληψης κινδύνου.
Η κρίση αυτή κατέδειξε την παγκόσμια διασύνδεση της χρηματοοικονομικής αγοράς. Οι πρακτικές στην αγορά των ΗΠΑ και η στεγαστική φούσκα κατέληξε να έχει επιπτώσεις σε παγκόσμιο επίπεδο, για τα ασφαλιστήρια ευθύνης Διευθυντών & Στελεχών, αλλά και επαγγελματικής ευθύνης και Λαθών & Παραλείψεων των τραπεζών, για τις ασφαλιστικές εταιρείες, τους διαχειριστές Α/Κ και ταμείων και άλλους επενδυτικούς συμβούλους με μόνο έμμεση εμπλοκή. Η αποκαλούμενη “έκθεση των ΗΠΑ”, δηλ. σχέση με την αμερικανική δικαιοδοσία και το δίκαιο περί ευθύνης, δεν μπορεί να προσδιοριστεί αποκλειστικά από τον τόπο όπου ένας ασφαλισμένος έχει την έδρα του ή όπου οι μετοχές του είναι εισηγμένες στο χρηματιστήριο. Η πραγματική έκθεση πρέπει να αναλυθεί με βάση το βιομηχανικό κλάδο, το αντικείμενο δραστηριοτήτων, τις κατηγορίες προϊόντων και πελατών.
Τα ασφαλιστήρια ευθύνης, ιδιαίτερα, ρέπουν προς τα όρια της ασφαλισιμότητας, όπου, εκτός από την “πραγματική αποζημίωση των θιγμένων τρίτων”, οι συμβιβασμοί ή οι δικαστικές αποφάσεις περιέχουν επίσης και άλλα στοιχεία, όπως αποζημιώσεις αποκατάστασης, ποινικές και αστικές ποινές ή άλλες μορφές αποζημίωσης.
Με δεδομένο το υψηλό κόστος υπεράσπισης, ενδελεχείς έλεγχοι πρέπει να διεξάγονται για να διασφαλίζεται το κατά πόσο οι έρευνες των ρυθμιστικών και των κυβερνητικών φορέων ή διοικητικές, ρυθμιστικές ή ποινικές διαδικασίες θα πρέπει να περιλαμβάνονται στον προσδιορισμό της απαίτησης, ήτοι να παρέχουν ωφελήματα δυνάμει ασφαλιστηρίων ευθύνης Διευθυντών και Στελεχών. Άλλα ασφαλιστικά προϊόντα όπως η νομική προστασία, μπορεί να είναι καταλληλότερα στην περίπτωση αυτή.
Για τις αντασφαλίστριες εταιρείες, η μέτρηση και ο έλεγχος του συστημικού κινδύνου είναι βασικό μέλημα κατά την ασφάλιση χρηματοοικονομικών χαρτοφυλακίων, που στην περίπτωση καλύψεων Διευθυντών & Στελεχών και Λαθών και Παραλείψεων συνδέονται πολύ στενά με το οικονομικό περιβάλλον. Η βάση για τη στρατηγική ανάληψης κινδύνου θα πρέπει αρχικά να είναι η ποσοτικοποίηση της συνολικής έκθεσης αναφορικά με τις σχετικές κατηγορίες και τα διάφορα σενάρια. Δεύτερον, στην αντασφάλιση, υπάρχουν πολλοί πιθανοί τρόποι περιορισμού της έκθεσης, είτε μέσω της σωστής επιλογής για τη δομή της σύμβασης, είτε με την επιδίωξη επίτευξης ενός συνολικά ισορροπημένου χαρτοφυλακίου, στον τομέα επιμέρους κινδύνων (υψηλής έκθεσης). Τρίτον, η παρακολούθηση της συνολικής έκθεσης, αξιοποιώντας την τεχνογνωσία της πρωτασφαλιστικής αγοράς, αλλά και μέσω τακτικής ανταλλαγής πληροφοριών με τις εκχωρήτριες εταιρείες, είναι απαραίτητη για τον έγκαιρο εντοπισμό νέων τάσεων για την προσαρμογή στις συνθήκες της αγοράς, τόσο στην ανάληψη κινδύνου όσο και στη διαχείριση απαιτήσεων.
Συμπερασματικά
Ο ασφαλιστικός κλάδος θα ασχολείται για πολλά χρόνια ακόμα με τις νομικές και ασφαλιστικές επιπτώσεις της κρίσης. Για τη σημερινή ανάληψη κινδύνου, αυτό σημαίνει ότι τα σχετικά ασφαλιστήρια ευθύνης θα πρέπει να λαμβάνουν ακόμα περισσότερο υπόψη την παγκόσμια διασύνδεση των αγορών και ότι η συνολική έκθεση του ασφαλιστικού κλάδου θα πρέπει να προσαρμοστεί στις διαρκώς μεταβαλλόμενες συνθήκες της αγοράς.
Χρηματοοικονομική μεταρρύθμιση στις ΗΠΑ
Στις 15 Ιουλίου 2010, η Γερουσία των ΗΠΑ ενέκρινε την εκτενέστερη μεταρρύθμιση του χρηματοοικονομικού τομέα από τη Νομοθεσία Gramm-Leach- Bliley του 1999. Το κατά πόσο είναι ικανή να αποτρέψει μελλοντικές οικονομικές κρίσεις, είναι θέμα προς συζήτηση. Υπάρχει μεγάλος αριθμός νέων διατάξεων που θα περιορίζει την επικίνδυνη συμπεριφορά από πλευράς τραπεζών και παρόχων χρηματοοικονομικών υπηρεσιών. Εντούτοις, η εφαρμογή νέων μεγάλων ρυθμίσεων ανατίθεται στις ρυθμιστικές αρχές.
Χρηματοοικονομική μεταρρύθμιση στη Γερμανία και την Ευρώπη
Το φθινόπωρο του 2010 η ΕΕ προέβη σε σημαντικά βήματα για την ανανέωση της χρηματοοικονομικής εποπτείας στην Ευρώπη –για παράδειγμα, ρύθμιση για το short-selling από χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς και νόμος για τη ρύθμιση των hedge funds και άλλων εναλλακτικών επενδυτικών συστημάτων. Έχει ήδη γίνει μία πρόταση για ένα νέο ευρωπαϊκό σύστημα χρηματοοικονομικής εποπτείας. Η ΕΕ σκοπεύει επίσης να αναθεωρήσει τους κανονισμούς για τους οίκους αξιολόγησης. Προς αναθεώρηση βαίνουν επίσης από την ΕΕ οι νόμοι περί του περιθωρίου φερεγγυότητας των τραπεζών και επενδυτικών εταιρειών που έχουν υιοθετηθεί σε εθνικό επίπεδο. Το κατά πόσο όλες αυτές οι προτάσεις μπορούν να υιοθετηθούν σε επίπεδο ΕΕ, παραμένει ανοικτό. Οι χώρες μέλη της ΕΕ εξακολουθούν να είναι διχασμένες στο θέμα επιβολής φόρου επί χρηματοοικονομικών συναλλαγών.
* Η Christine Angerer είναι Επικεφαλής Τομέα της Διεύθυνσης Global Clients and North America, υπεύθυνη για απαιτήσεις ευθύνης.
Ο Torsten Plagenz ειδικεύεται σε θέματα ευθύνης στις ΗΠΑ και εργάζεται ως Senior Legal Counsel στη Διεύθυνση Global Clients and North America.
Ο Alexander Stampf, LL.M., είναι εμπειρογνώμων επί ασφάλισης Διευθυντών & Στελεχών και Επικεφαλής Τομέα στη Διεύθυνση Global Clients and North America.
Ο Cedric Balton-Stier, MBA, ειδικεύεται στην αντασφάλιση κινδύνων ευθύνης και εργάζεται ως Junior Underwriter στη Διεύθυνση Global Clients and North America.



