Προϋποθέσεις για τη διεκδίκηση αμοιβών και προμηθειών ασφαλιστικού συμβούλου

Η μίσθωση έργου ως η μορφή της έννομης σχέσης μεταξύ ασφαλιστικού συμβούλου και ασφαλιστικής επιχείρησης είναι δυνατό να καταγγελθεί από έναν εκ των δύο συμβαλλόμενων και αυτονόητο είναι ότι στην πράξη γεννάται το ζήτημα της τύχης των αμοιβών-προμηθειών του ασφαλιστικού διαμεσολαβητή για το διάστημα κατά το οποίο η σύμβαση ήταν σε ισχύ.

Του Θεόδωρου Κουτσούμπα, Δικηγόρου – Διδάκτορα Νομικής – M.T.E.Y. (e-mail: [email protected])
Σε συνεργασία με το περιοδικό ΣΥΝήΓΟΡΟΣ

Οι δυσκολίες αναζήτησης των ποσών αυτών είναι γνωστές, παρά τις ειδικές μέριμνες που έχει λάβει ο νομοθέτης στον νόμο 1569/1985. Η κύρια δυσκολία αφορά στην αναζήτηση των προμηθειών, οι οποίες αφορούν στο χαρτοφυλάκιο που παραμένει στην ασφαλιστική επιχείρηση μετά τη λύση της σύμβασης έργου.

Οι πιθανότητες της απόρριψης μίας αγωγής ως αόριστης ήταν και παραμένουν μεγάλες, καθιστώντας την αναζήτηση των προμηθειών αυτών λίαν δυσχερή.

Επί του μεγάλου αυτού ζητήματος επιλήφθηκε το Μονομελές Εφετείο Αθηνών στην απόφαση ΜΕφΑθ 2187/2015 (ΔΕΕ 2016, 7o τεύχος, σελ. 915) κρίνοντας ως ακολούθως:

(…) Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 4 του Ν 1569/1985 (όπως το πρώτo εδάφιο αυτής αντικαταστάθηκε με το άρθρο 36 παρ. 8 του Ν 2496/1997), η οποία εφαρμόζεται αναλογικά και επί των ασφαλιστικών συμβούλων, «Αν για οποιονδήποτε λόγο λυθεί ή λήξει η πρακτοριακή σύμβαση, η ασφαλιστική επιχείρηση καταβάλλει στον πράκτορα προμήθεια τριών ετών που αναλογεί στην παραγωγή του, η οποία εξακολουθεί, για αυτό το διάστημα, να παραμένει στην επιχείρηση στο μέτρο που θα το εδικαιούτο, αν δεν είχε λυθεί ή λήξει η σύμβαση. Δεν οφείλεται προμήθεια, αν η σύμβαση λύθηκε με καταγγελία εκ μέρους της ασφαλιστικής επιχείρησης, που οφείλεται σε βαρύ παράπτωμα του πράκτορα (ασφαλιστικού συμβούλου), που συνεπάγεται ποινική ή αστική ευθύνη του ή λύθηκε με πρωτοβουλία του πράκτορα».

Από τις ανωτέρω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 700 ΑΚ συνάγεται ότι η έννομη σχέση του ασφαλιστικού συμβούλου έχει εκ του νόμου χαρακτήρα μίσθωσης έργου, παρέχεται δε δικαίωμα στην εργοδότρια ασφαλιστική εταιρεία να καταγγείλει τη σύμβαση, καταβάλλοντας την οφειλόμενη για το εκτελεσθέν έργο αμοιβή και την επιπλέον ειδικώς προβλεπόμενη προμήθεια τριών ετών, στο μέτρο που η παραγωγή του ασφαλιστικού συμβούλου παραμένει στην επιχείρηση για το διάστημα αυτό, εκτός αν η καταγγελία της συμβάσεως από την εταιρεία οφείλεται σε βαρύ παράπτωμα του αντισυμβαλλομένου της, συνεπαγόμενο την αστική ή ποινική ευθύνη του, δηλαδή έγινε για σπουδαίο λόγο, συνεπεία αθετήσεως τόσο ουσιωδών συμβατικών υποχρεώσεων εκείνου, ώστε να καθίσταται μη ανεκτή για την εργοδότρια, σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστεως, η συνέχιση της συμβάσεως (ΑΠ 105/2012, ΑΠ 12/2009, ΑΠ 860/2008 Nomos).

Συνεπώς, για το ορισμένο της σχετικής αγωγής θα πρέπει και αρκεί σε αυτή ο ενάγων, αφ’ ενός μεν να επικαλεστεί και περιγράψει την παραγωγή του, δηλαδή τα συμβόλαια που καταρτίστηκαν με τη διαμεσολάβησή του, προσδιορίζοντας για κάθε από αυτά τη δικαιούμενη να λάβει, κατά τη συναφθείσα σύμβαση, προμήθεια, αφετέρου δε να επικαλεστεί ότι τα παραπάνω συμβόλαια που αποτελούν την παραγωγή του είναι και θα παραμείνουν ενεργά στην ασφαλιστική εταιρεία για χρονικό διάστημα τριών ετών μετά την καταγγελία της μεταξύ τους συμβάσεως και ότι η τελευταία εξακολουθεί να καρπώνεται τα ασφάλιστρά τους (βλ και ΑΠ 1976/2014 nomos) (…).

Η με το άνω περιεχόμενο και αίτημα αγωγή είναι αόριστη, καθόσον:

α) αν δεν αναφέρονται σε αυτήν όλα εκείνα τα στοιχεία, που απαιτούνται για να προσδιοριστεί το ύψος των προμηθειών, τις οποίες, κατά τα επικαλούμενα, δικαιούται να λάβει ο ενάγων. Ειδικότερα, αν και ιστορείται στην αγωγή ότι το ποσοστό της συμφωνημένης προμήθειας που εδικαιούτο να λάβει ο τελευταίος, μεταβαλλόταν ανάλογα με το είδος της καλύψεως και τα έτη που είχαν παρέλθει από την έναρξη της κάθε ασφαλίσεως, δεν αναφέρονται στην κατά τα άνω ενσωματωμένη στο δικόγραφο κατάσταση τα συγκεκριμένα ποσά, με βάση τα οποία υπολογίστηκαν τα επί μέρους αιτούμενα ποσά προμηθειών, αλλά ούτε και η έναρξη της ασφαλίσεως για κάθε ένα από τα αναγραφόμενα σε αυτήν συμβόλαια, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτό και να προσδιοριστεί το ποσοστό υπολογισμού της καταβλητέας στον ενάγοντα για κάθε συμβόλαιο προμήθειας και

β) δεν γίνεται επίκληση στην αγωγή του ότι τα αναφερόμενα σε αυτήν συμβόλαια που αποτελούν την παραγωγή του ενάγοντος παρέμειναν στην ασφαλιστική εταιρεία για χρονικό διάστημα τριών ετών μετά την καταγγελία της μεταξύ τους συμβάσεως και του ότι η τελευταία εξακολουθούσε για τον χρόνο αυτόν να καρπώνεται τα ασφάλιστρά τους. Επομένως, η από 12.12.2008 αγωγή είναι απορριπτέα, ως αόριστη, σύμφωνα με τα όσα βασίμως ισχυρίζεται η εκκαλούσα με τον τέταρτο λόγο της ένδικης εφέσεώς της (…).