Ειδήσεις και Πληροφορίες για την πρόληψη κινδύνων.
Στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων 20 ετών οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα.
Σύμφωνα με προκαταρκτικές εκτιμήσεις του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος, οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα των ευρωπαϊκών χωρών έχουν ανέβει στα υψηλότερα επίπεδα της 20ετίας, παρά το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει κάνει προσπάθειες για την επίτευξη του στόχου που έθεσε το Πρωτόκολλο του Κιότο, δηλαδή μείωση 20% των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου από τα επίπεδα του 1990, έως το 2020.
Η αύξηση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα προκλήθηκε, κυρίως, από την επιστροφή πολλών χωρών σε οικονομική ανάπτυξη το 2010, αλλά και από το βαρύτερο χειμώνα, ο οποίος οδήγησε σε αύξηση της ζήτησης για θέρμανση. Αντίθετα, η οικονομική κρίση του 2009 αλλά και η διαθεσιμότητα πολλών εναλλακτικών πηγών ενέργειας οδήγησε τη χρονιά εκείνη σε μείωση κατά 7% των εκπομπών ρύπων. Ακόμα δεν υπάρχουν τελικά στοιχεία για το πώς θα επηρεάσει η οικονομική ύφεση της Ευρώπης τις εκπομπές ρύπων του 2011.
Νέα προσέγγιση στην προσαρμογή αστικών περιοχών: αναβάθμιση της ανθεκτικότητας.
Η προσαρμογή των αστικών περιοχών στις κλιματικές αλλαγές είναι μια μεγάλη πρόκληση σήμερα. Επηρεάζει και τα ασφαλιστήρια συμβόλαια σε ό,τι αφορά τη διαχείριση κινδύνων. Πρόσφατη σχετική έκθεση εστιάζει στην αντιμετώπιση της πρόκλησης σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, που περιλαμβάνει αύξηση της προσαρμοστικότητας μιας περιοχής και προτείνει προσεγγίσεις σε τοπικό επίπεδο, για την αξιοποίηση χρηματοδοτήσεων σε πρωτοβουλίες για την προσαρμογή των αστικών περιοχών.
Η έκθεση στην οποία αναφερόμαστε εκπονήθηκε μετά το συνέδριο Ανθεκτικές Πόλεις 2011, για να υπογραμμίσει στρατηγικές βελτίωσης της ανάπτυξης και της μόχλευσης των περιορισμένων κεφαλαίων προσαρμογής, προκειμένου να ανταποκρίνονται στις τοπικές προκλήσεις. Μεταξύ άλλων πηγών, οι προτάσεις της έκθεσης βασίστηκαν σε προσεγγίσεις για την προσαρμογή στις κλιματικές αλλαγές, που έγιναν σε τοπικό επίπεδο, σε 30 με 40 πόλεις του κόσμου, στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας Πόλεις για την Προστασία του Κλίματος.
Σε γενικές γραμμές, οι προσπάθειες που έγιναν σε τοπικό επίπεδο έδειξαν ότι οι προσεγγίσεις για τη μείωση των αερίων του θερμοκηπίου και την προσαρμογή στις κλιματικές αλλαγές, από το ειδικό στο γενικό, είναι πιο αποτελεσματικές. Έδειξαν, επίσης, ότι στον προγραμματισμό των επενδύσεων, η προσέγγιση με βάση τη ζήτηση είναι πιο επιτυχής από την προσέγγιση βάσει προσφοράς. Σήμερα, βασιζόμαστε περισσότερο στην προσφορά και τα χρήματα είναι τοποθετημένα σε ειδικό ταμείο προσαρμογής, από το οποίο στη συνέχεια διαμοιράζονται σε διάφορες πρωτοβουλίες.
Η τακτική αυτή έχει τρία προβλήματα. Κατ’ αρχάς, πολύ συχνά αποτυγχάνει να συγκεντρώσει επαρκή κεφάλαια, επιπλέον, χρησιμοποιεί τα κεφάλαια αναποτελεσματικά, κυρίως λόγω έλλειψης σαφούς στόχευσης, και, τρίτον, εστιάζει σχεδόν αποκλειστικά στη μείωση του κινδύνου, αντί για τις ευρύτερες ευκαιρίες που θα παράγουν έσοδα και θα προσελκύουν επενδύσεις. Σε αντιδιαστολή, μια προσέγγιση βασισμένη στη ζήτηση, προτείνει την ενοποίηση του κλιματικού κινδύνου με άλλους καταστροφικούς κινδύνους και την ενσωμάτωση ζητημάτων αειφορίας στα έργα αστικής ανάπτυξης, ώστε να είναι ελκυστικά για τους ιδιωτικούς επενδυτές και να μετατρέπουν τις προκλήσεις σε ευκαιρίες, μέσω της αξιοποίησης συνεργιών.
Για να γίνει αυτή η θεμελιώδης μετατόπιση της λογικής προσέγγισης του θέματος, θα πρέπει να εστιάσουμε περισσότερο στην αύξηση των επιδόσεων μιας αστικής περιοχής, μέσω της ενίσχυσης της έννοιας της “ανθεκτικότητας”.
Ανθεκτικότητα είναι η ικανότητα μιας περιοχής να παρέχει προβλέψεις για την απόδοσή της με όρους ωφελειών και χρησιμότητας για τους κατοίκους της, αλλά και προβλέψεις για τις αποδόσεις στους επενδυτές της. Για παράδειγμα, οι κίνδυνοι πλημμύρας και υγείας δεν αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά μόνο με τη δημιουργία υπονόμων, χρειάζεται να προβλεφθούν και δομές διαχείρισης στερεών αποβλήτων και εφεδρική παροχή νερού. Αντιστοίχως, δεν αρκεί η δημιουργία νέων υποδομών αποχέτευσης, χωρίς την παράλληλη βελτίωση των οδικών δικτύων ως διαδρόμων κυκλοφορίας. Δεν έχει, λοιπόν, νόημα να αποσυνδεθεί η προσαρμογή από τα ευρύτερα έργα για τη βελτίωση της απόδοσης μιας αστικής περιοχής.
Η έκθεση επισημαίνει πως οι επενδύσεις πρέπει να στρέφονται στη χρηματοδότηση πρωτοβουλιών που ενσωματώνουν την αστική αναβάθμιση σε συμβατικά έργα αστικής ανάπτυξης και τη χρηματοδότηση έργων σε ευάλωτες αστικές περιοχές. Τέλος, πρέπει οι επενδύσεις να εστιάζουν στην ενθάρρυνση ανάπτυξης καινοτόμων χρηματοοικονομικών προϊόντων, που βοηθούν την έλευση ιδιωτικών επενδύσεων και τα σχέδια χρηματοδότησης, όπως είναι τα δάνεια βάσει χαρτοφυλακίου, τα ομόλογα καταστροφών και η αντασφάλιση.
Οι χαμένες δεκαετίες
Στις αρχές της δεκαετίας του ’70, ο E. Schumacher έγραψε ένα βιβλίο με θέμα “economics as if people mattered” και κύριο τίτλο “Small is Beautiful”. Οι ιδέες του, όμως, περί κατάλληλης τεχνολογίας –περιφερειακής και υψηλής έντασης εργασίας–, δεν βρήκαν τη θέση τους στην mainstream οικονομία –άλλωστε, οι τιμές των πόρων μειώνονταν σταθερά επί εκατό χρόνια, με εξαίρεση το κόστος εργασίας.
Το 1976, ο Πρόεδρος Carter, στις ΗΠΑ, ήταν από τους πρώτους που έδωσαν ώθηση στη χρήση ανανεώσιμων πόρων. Εγκατέστησε φωτοβολταϊκά πάνελ ηλιακής ενέργειας στην ταράτσα του Λευκού Οίκου. Για τον Carter, ανανεώσιμοι πόροι ήταν κυρίως η ηλιακή ενέργεια και η πρωτοβουλία του είχε στόχο να δείξει το δρόμο, αλλά, οικονομικά, δεν ήταν εφικτή.
Το 1992, στο συνέδριο των Ηνωμένων Εθνών για την αειφόρο ανάπτυξη, παρουσιάστηκε η agenda 21. Στο κεφάλαιο 8 υπογραμμιζόταν πως η υπερβολική κατανάλωση πόρων στις βιομηχανοποιημένες χώρες ήταν η κύρια αιτία της οξίνισης εδαφών και της παγκόσμιας κλιματικής αλλαγής. Η αειφορία, ένας όρος του οποίου η πολιτική διάσταση υπάρχει από το Συνέδριο των Η.Ε. στη Στοκχόλμη το 1972, έχει ολιστική έννοια. Ο Schumacher ήταν ο πρώτος που συνυπολόγισε όλους τους πόρους, συμπεριλαμβανομένης της ανθρώπινης εργασίας, στη μεθοδολογία του για το συνδυασμό όλων των σχετικών στοιχείων προς την επίτευξη του καλύτερου δυνατού αποτελέσματος.
Η επαρκής χρήση των πόρων συνδέεται με την πολιτική και τις γενικότερες συνθήκες. Η αειφορία, λοιπόν, πρέπει να συνυπολογίζει όλους τους πόρους και τους παράγοντες που την επηρεάζουν, συμπεριλαμβανομένης της φορολόγησης. Ο πρόεδρος Carter είχε δίκιο στην προώθηση των ανανεώσιμων πόρων, αλλά άδικο στο ότι δεν υπολόγισε όλους τους ανανεώσιμους πόρους. Η εργασία δεν έχει αναγνωριστεί ως ανανεώσιμος πόρος από τους πολιτικούς, έως σήμερα, και είναι ένας από τους λιγότερο αξιοποιημένους. Είναι, επίσης, ο μόνος ανανεώσιμος πόρος, ο οποίος, όταν χρησιμοποιείται, φορολογείται βαρέως, ενώ η χρήση πολλών καθαρών τεχνολογιών ανανεώσιμων πηγών ενέργειας επιδοτείται.
Τα φορολογικά συστήματα θα πρέπει να προωθούν την ανάπτυξη που είναι επιθυμητή και να τιμωρούν την ανεπιθύμητη. Στην πραγματικότητα, όμως, οι κυβερνήσεις κάνουν συχνά το αντίστροφο. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, οι κυβερνήσεις και οι φορολογούμενοι ξόδεψαν το 2010 σχεδόν μισό τρισεκατομμύριο δολάρια για την ενίσχυση της παραγωγής και κατανάλωσης ορυκτών καυσίμων. Η κατάργηση των μη αποδοτικών επιδοτήσεων θα μείωνε τα εθνικά έξοδα και την εκπομπή αερίων θερμοκηπίου. Οι G20 συμφώνησαν το 2009 στη σταδιακή κατάργηση των επιδοτήσεων που «ενθαρρύνουν την υπέρμετρη κατανάλωση, μειώνουν την ασφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού, παρεμποδίζουν τις επενδύσεις σε καθαρές πηγές ενέργειας και υπονομεύουν τις προσπάθειες για την αντιμετώπιση των κινδύνων της κλιματικής αλλαγής». Τα δεδομένα και οι αναλύσεις του ΟΟΣΑ μας διευκολύνουν να δούμε πώς εξελίχθηκε η απόφαση αυτή των G20.
«Τόσο οι ανεπτυγμένες όσο και οι υπό ανάπτυξη χώρες θα πρέπει να μειώσουν σταδιακά τις μη αποδοτικές επιδοτήσεις τους. Καθώς αναζητούν απαντήσεις σε πολιτικό επίπεδο για τη χειρότερη οικονομική κρίση της ζωής μας, η σταδιακή μείωση των επιδοτήσεων είναι ένας προφανής τρόπος να βοηθήσουν τις κυβερνήσεις τους να επιτύχουν τους οικονομικούς, περιβαλλοντικούς και κοινωνικούς στόχους τους», σημειώνει ο Γενινός Γραμματέας του ΟΟΣΑ, κ. Angel Gurria.




