Έντονος προβληματισμός επικρατεί τελευταία στους κόλπους της ασφαλιστικής αγοράς της Ελλάδας, αναφορικά με την είσοδο και την έντονη δραστηριοποίηση πολυεθνικών ασφαλιστικών εταιρειών. Επικρατούν άραγε συνθήκες αφελληνισμού της ασφαλιστικής αγοράς, με την έννοια της μείωσης του πλήθους και των μεριδίων αγοράς των αμιγώς ελληνικών εταιριών; Έχει πράγματι διαφοροποιηθεί η εικόνα της αγοράς τα τελευταία επτά χρόνια ή μήπως η πραγματικότητα είναι κάπως διαφορετική;
Για την έγκυρη καταγραφή των σχετικών παραμέτρων της ελληνικής ασφαλιστικής αγοράς χρησιμοποιήθηκαν τα επίσημα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ασφαλειών (C.E.A.) από τις εκδόσεις της “European Insurance in figures”, που καλύπτουν αναλυτικά την περίοδο 2002-2007, σε συνδυασμό με τα αναλυτικά στοιχεία παραγωγής ασφαλίστρων της Ενώσεως Ασφαλιστικών Εταιρειών για την τριετία 2005-2007, καθώς και τα στοιχεία παραγωγής ασφαλίστρων πρώτου εξαμήνου 2008 που έχει δημοσιοποιήσει η Εποπτεύουσα Αρχή (ΕΠ.Ε.Ι.Α.).
Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, το έτος 2002 είχαν καταγραφεί 102 ενεργές ασφαλιστικές επιχειρήσεις συνολικά, εκ των οποίων:
71 ήταν ανώνυμες ασφαλιστικές, εκ των οποίων:
– 16 θυγατρικές ευρωπαϊκών ασφαλιστικών
– 4 θυγατρικές ασφαλιστικών τρίτων χωρών
31 ήταν υποκαταστήματα ή γραφεία αλλοδαπών ασφαλιστικών, εκ των οποίων:
– 25 ευρωπαϊκών ασφαλιστικών
– 6 ασφαλιστικών τρίτων χωρών.
Τα αντίστοιχα μερίδια αγοράς έτους 2002 αναφορικά με την παραγωγή ασφαλίστρων ήταν:
92% για τις ανώνυμες ασφαλιστικές, από τα οποία:
– 28% για τις θυγατρικές ευρωπαϊκών ασφαλιστικών
– 0,7% για τις θυγατρικές ασφαλιστικών τρίτων χωρών
8% για τα υποκαταστήματα ή γραφεία αλλοδαπών ασφαλιστικών, από τα οποία:
– 1,7% των ευρωπαϊκών ασφαλιστικών
– 6,3% των ασφαλιστικών τρίτων χωρών.
Τα χρόνια που ακολούθησαν καταγράφηκε μείωση του αριθμού των ενεργών ασφαλιστικών εταιρειών (είτε λόγω ανακλήσεων αδείας, είτε λόγω συγχωνεύσεων, είτε λόγω αποχωρήσεων από την ελληνική αγορά) σε όλες τις κατηγορίες, εκτός αυτής των ανωνύμων ασφαλιστικών θυγατρικών ευρωπαϊκών εταιριών, όπου καταγράφηκε άνοδος τόσο του πλήθους όσο και του μεριδίου αγοράς.
Έτσι, τα αντίστοιχα στοιχεία του 2007 μας δίνουν 86 συνολικά ενεργές ασφαλιστικές επιχειρήσεις, εκ των οποίων:
63 ήταν ανώνυμες ασφαλιστικές, εκ των οποίων:
– 22 θυγατρικές ευρωπαϊκών ασφαλιστικών
– 2 θυγατρικές ασφαλιστικών τρίτων χωρών.
23 ήταν υποκαταστήματα ή γραφεία αλλοδαπών ασφαλιστικών, εκ των οποίων:
– 19 ευρωπαϊκών ασφαλιστικών
– 4 ασφαλιστικών τρίτων χωρών.
Τα αντίστοιχα μερίδια αγοράς έτους 2007 ήταν:
92% για τις ανώνυμες ασφαλιστικές, από τα οποία:
– 34,4% για τις θυγατρικές ευρωπαϊκών ασφαλιστικών
– 0,2% για τις θυγατρικές ασφαλιστικών τρίτων χωρών
8% για τα υποκαταστήματα ή γραφεία αλλοδαπών ασφαλιστικών, από τα οποία:
– 1% των ευρωπαϊκών ασφαλιστικών
– 7% των ασφαλιστικών τρίτων χωρών.
Δεν φαίνεται, επομένως, κάποια σοβαρή ανακατανομή των μεριδίων αγοράς σε σχέση με το 2002, πλην αυτής που προαναφέρθηκε υπέρ των θυγατρικών ευρωπαϊκών ασφαλιστικών, και η οποία είναι κυρίως απόρροια της εισόδου των δύο μεγάλων γαλλικών ασφαλιστικών, μέσω της εξαγοράς των δύο ελληνικών τραπεζικών ασφαλιστικών.
Για να εντοπιστεί επακριβώς η μετακίνηση του προαναφερθέντος μεριδίου αγοράς, έγινε μία πιο λεπτομερής καταγραφή των μεριδίων αγοράς τα τρία τελευταία έτη (2005-2007) σε σχέση με το α΄ εξάμηνο του 2008. Από την εξέταση των ευρημάτων προκύπτουν τα εξής:
-Το μερίδιο αγοράς στο σύνολο της παραγωγής ασφαλίστρων των τραπεζικών ασφαλιστικών μειώθηκε από 38% το 2005 σε 27,5% το 2008. Αντίθετα, το μερίδιο των αλλοδαπών συμφερόντων εταιρειών αυξήθηκε από 35,5% σε 42,6%. δεν κατόρθωσαν, δηλαδή, να αξιοποιήσουν το σύνολο της απώλειας των τραπεζικών.
– Αντίστοιχα, οι ελληνικών συμφερόντων ιδιωτικές εταιρείες κατάφεραν να αυξήσουν το δικό τους μερίδιο από 26,2% το 2005 σε 29,9% το 2008
– Κάπως αντίστοιχες ήταν οι μεταβολές στα μερίδια αγοράς των ασφαλίσεων ζωής. Το μεγαλύτερο μέρος της απώλειας των τραπεζικών ασφαλιστικών (από 45% σε 34,5%) το καρπώθηκαν οι αλλοδαπές (από 44% σε 53%), ενώ μικρό μέρος μετακινήθηκε στις ελληνικές (από 10,9% σε 12,3%).
– Αντίθετα, η ανακατανομή των μεριδίων στις ασφαλίσεις ζημιών ήταν πολύ πιο έντονη υπέρ των ελληνικών ιδιωτικών εταιρειών. Το μεγαλύτερο μέρος της απώλειας των τραπεζικών (από 31,8% σε 19,6%) μετακινήθηκε στις ελληνικές (από 41,2% σε 49,5%) και μικρό μόνο μέρος στις αλλοδαπές (από 27% σε 30,9%).
Συνεπώς, φαίνεται ότι η είσοδος μεγάλων πολυεθνικών ασφαλιστικών στην ελληνική αγορά, τα τελευταία χρόνια, μόνο θετικά επέδρασε για τον κλάδο. Γιατί, πέραν των ωφελημάτων από την είσοδο νέων κεφαλαίων, τη μεταφορά τεχνογνωσίας και την προώθηση του υγιούς ανταγωνισμού, οδήγησε κι ένα σημαντικό μερίδιο αγοράς προς τις ελληνικών συμφερόντων ιδιωτικές εταιρείες, ανάγοντας έτσι αυτές τις εταιρείες σε μία ισχυρή παρουσία, διόλου ευκαταφρόνητη, με πολλά δικαιώματα και εξίσου πολλές υποχρεώσεις όσον αφορά το μέλλον του κλάδου της Ιδιωτικής Ασφάλισης στη χώρα μας.



