Συννεφιά και στο αντασφαλιστικό τοπίο, καθώς οι δύσκολες συνθήκες που κυριαρχούν στις οικονομικές αγορές διεθνώς επηρεάζουν άμεσα και τις αντασφάλειες. Παρότι ο αντασφαλιστικός κλάδος έχει μέχρι τώρα αντεπεξέλθει πολύ καλύτερα στην πιστωτική κρίση απ’ ό,τι ο τραπεζικός τομέας, εν τούτοις
και αυτή η αγορά έχει τραυματιστεί και οι αντασφαλιστές προσήλθαν στην ετήσια συνάντηση του Monte Carlo με τους ασφαλιστές-πελάτες τους, όπου και δίνεται το στίγμα για την πορεία που θα ακολουθήσουν οι αντασφαλιστικες συμβάσεις στις ανανεώσεις τους, αρκετά σκεπτικοί.
Στο καθιερωμένο ραντεβού 7 με 10 Σεπτεμβρίου, παραβρέθηκαν αντασφαλιστές, ασφαλιστές, μεσίτες, δικηγόροι αλλά και εκπρόσωποι λογιστικών εταιριών και οίκων αξιολόγησης, με σκοπό να ανιχνεύσουν προθέσεις αλλήλων και να δημιουργηθούν οι ανάλογες συμμαχίες και συμφωνίες.
Σημαντικός λόγος ανησυχίας είναι φυσικά ο πιθανός και αναμενόμενος αντίκτυπος στα αντασφάλιστρα, που θα προκληθεί από την αναταραχή που επικρατεί στις επενδυτικές αγορές. έπενθυμίζεται ότι ο ηγέτης της αντασφαλιστικής αγοράς, η Munich Re έχει ήδη εγκαταλείψει τον ετήσιο στόχο που είχε θέσει για το τρέχον έτος, πριν ακόμα ανακοινώσει την έκθεσή της στη χρεοκοπημένη Lehman Brothers ύψους 350 εκατ. ευρώ και βεβαίως αρκετά πριν τις ανησυχητικές εξελίξεις του AIG.
Στις συζητήσεις που πραγματοποιήθηκαν, οι εκατέρωθεν πιέσεις ήταν έντονες, με τους ασφαλιστές να διεκδικούν γενναίες μειώσεις των τιμών και τους αντασφαλιστές να αντιστέκονται σθεναρά, προχωρώντας σε μικρές υποχωρήσεις και δηλώνοντας την πρόθεσή τους να απέχουν από κινδύνους κακής ποιότητας, τους οποίους και χαρακτηρίζουν υποτιμολογημένους. Θα πρέπει, όμως, να είναι έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τη δυσαρέσκεια των ασφαλιστών, που σε κάποιες περιπτώσεις αποσύρονται από συνεργασίες, και το ενδεχόμενο να χάσουν και κάποιους καλούς κινδύνους. Στο τελευταίο διάστημα, οι απαιτήσεις που χρειάστηκε να αποζημιώσουν οι αντασφαλιστές κινήθηκαν μεν σε χαμηλά επίπεδα, πολλοί αναλυτές φοβούνται όμως πως αν αυτή η συγκυρία αντιστραφεί, όσοι τώρα ρίχνουν τις τιμές τους, για να αντιμετωπίσουν τον αυξανόμενο ανταγωνισμό, θα βρεθούν σε εξαιρετικά δύσκολη θέση.
Σε αδρές γραμμές, οι τάσεις που επικράτησαν όσον αφορά στις Μη Αναλογικές συμβάσεις προβλέπουν μικρή πτώση των τιμών, παραμένοντας, ωστόσο, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων επαρκείς για τους αντίστοιχους κινδύνους, με μειώσεις που κινήθηκαν μετριοπαθώς σε σχέση με ό,τι αναμενόταν. Η εικόνα βέβαια παρουσιάζει κάποιες διαφοροποιήσεις από αγορά σε αγορά. Στις Αναλογικές συμβάσεις και σε ό,τι αφορά το χαρτοφυλάκιο περιουσίας και ατυχημάτων προβλέπεται πτώση των τιμών σε επίπεδο πρωτασφαλίστρων, τάση που αναλογικά θα επιδράσει και στον τομέα των αντασφαλειών. Δεν σημειώνεται, ωστόσο, ευρεία αύξηση στις προμήθειες.
Από την ατζέντα των συζητήσεων δεν έλειψε βέβαια και το θέμα των ημερών, περί εξαγορών και συγχωνεύσεων, με αφορμή και τη σχετικά πρόσφατη συνεργασία στον αντασφαλιστικό τομέα, των AON και Benfield. Χαρακτηριστική του κλίματος που επικρατεί στον κλάδο και η δήλωση του κορυφαίου διοικητικού στελέχους της Brit Reinsurance, κ. Jonathan Turner, ο oποίος δήλωσε ότι οι αντασφαλιστές υπήρξαν πάντα πιο πειθαρχημένοι σε θέματα τιμολόγησης σε σύγκριση με τους συναδέλφους τους στον τομέα των πρωτασφαλίσεων, όπου και υπάρχει μεγαλύτερος ανταγωνισμός και πίεση στη διαμόρφωση των τιμών. Συμπλήρωσε, ωστόσο, ότι γεγονός είναι πως όλοι υπόκεινται στις ίδιες κεφαλαιακές απαιτήσεις, να εξασφαλίζουν ικανοποιητικές αποδόσεις κεφαλαίων, και στα ίδια μοντέλα και πως θεωρεί εξαιρετικά απίθανη την περίπτωση ένας ή δύο αντασφαλιστές να διαχωρίσουν τη θέση τους από το σύνολο και να προσπαθήσουν να ρίξουν τις τιμές, ώστε να εξασφαλίσουν μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς.
Ειδικότερα, η θέση της Munich Re, μετά και τις συναντήσεις του Monte Carlο, είναι ξεκάθαρη και παραμένει αισιόδοξη παρά το δύσκολο περιβάλλον που και η ίδια παραδέχεται ότι διαμορφώνεται.
Το “cycle management” καθοδηγεί τις ενέργειές της στις ανανεώσεις αυτού του έτους και η δηλωμένη πρόθεση της αντασφαλιστικής είναι να εξετάζει ξεχωριστά και προσεκτικά κάθε σύμβαση και να την αξιολογεί σε κάθε τμήμα της, διαμορφώνοντας έτσι μια τιμολογιακή πολιτική βασισμένη στη διαφοροποίηση.
Συνολικά για το 2008, η Munich Re αναμένει συρρίκνωση της κεφαλαιακής βάσης της παγκόσμιας αντασφαλιστικής αγοράς, για πρώτη φορά μετά από 5 χρόνια συνεχούς ανάπτυξης. διαπιστώνει μείωση 39% των ενοποιημένων κερδών των 5 μεγαλύτερων αντασφαλιστικών εταιριών στο πρώτο 6μηνο του 2008 (σε σύγκριση με τα αντίστοιχα του 2007) και επισημαίνει πως η φτηνή επαναχρηματοδότηση μέσω των Ιδίων Κεφαλαίων είναι προβληματική, στο σημερινό περιβάλλον των κεφαλαιακών αγορών.
Σε πρόσφατη ανακοίνωσή της η εταιρία αναφέρεται στην καθοριστική σημασία του underwriting και της ανάλογης με τον κίνδυνο τιμολόγησης, υποδεικνύοντας την παγκοσμιοποίηση, τη διακίνηση εργατικού δυναμικού και την άνοδο των τιμών πρώτων υλών, ως αίτια της διόγκωσης των διεκδικήσεων αποζημιώσεων, ειδικά στον τομέα διακοπής εργασιών. Παράλληλα, η έκθεση σε κινδύνους φυσικών καταστροφών, όπως οι ανεμοθύελλες στην Ευρώπη και οι τυφώνες στον Ατλαντικό, παραμένει σε υψηλά επίπεδα και οι κοινωνικές και ιατροφαρμακευτικές εξελίξεις προκαλούν αύξηση των σοβαρών σωματικών βλαβών κυρίως σε Ευρώπη και ΗΠΑ. Όλα τα παραπάνω αποτελούν προκλήσεις για την αντασφαλιστική αγορά και λαμβάνονται υπόψιν στο underwriting που διενεργεί η Munich Re.
Σε αυτό το κλίμα η εταιρία θα προχωρά σε ανάληψη κινδύνων συνυπολογίζοντας τιμές, όρους και προϋποθέσεις και δεν θα αποκλίνει καθόλου από τη δέσμευσή της να διαφοροποιεί τις τιμές. Η τακτική της διαφοροποίησης, ισχυρίζεται η Munich Re, δεν αυξάνει το συνολικό κόστος αντασφαλιστικής κάλυψης για τον πελάτη, αλλά αναδιανέμει το συνολικό τίμημα μεταξύ των συμμετεχόντων αντασφαλιστών, συνυπολογίζοντας και άλλους παράγοντες εκτός του μεριδίου αντασφάλισης. Άλλωστε, όπως δηλώνει και ο κ. T. Jeworrek, μέλος του Δ.Σ. της εταιρίας, «όταν προσφέρεις ασφάλεια και καλύτερη εξυπηρέτηση, θα πρέπει να αμείβεσαι στη σωστή τιμή για τις προσφερόμενες υπηρεσίες. Οι πελάτες μας έχουν την ευκαιρία να επιλέξουν το είδος της αντασφάλισης που οι ίδιοι θεωρούν ότι καλύπτει τις ξεχωριστές ανάγκες τους».
Προφανώς η Munich Re προσπαθεί να αποφύγει υποχώρηση των αντασφαλίστρων σε τιμές κάτω από τις οποίες δεν υπάρχει περιθώριο κέρδους, όπως συνέβη στη δεκαετία του ’90. Οι τιμές στα αντασφάλιστρα υποχώρησαν στο παρελθόν και λόγω της ισχυρής κεφαλαιακής βάσης της ασφαλιστικής βιομηχανίας, η οποία επέτρεψε στους ασφαλιστές να αναλαμβάνουν οι ίδιοι μεγάλο μέρος των κινδύνων.
Αντίβαρο στο να ξαναδούμε το φαινόμενο της ήπιας αγοράς του ’90, θεωρείται το ότι τόσο οι ασφαλιστές όσο και οι αντασφαλιστές έχουν προχωρήσει τα τελευταία χρόνια σε ουσιαστική βελτίωση του risk management και των μοντέλων εσωτερικού ελέγχου, κυρίως λόγω εξωτερικών απαιτήσεων για περισσότερη διαφάνεια και σταθερή αποδοτικότητα, καθιστώντας έτσι ευκολότερη την αποτίμηση της αποδοτικότητας των εγγεγραμμένων εργασιών. Ταυτόχρονα, βέβαια, η παγκόσμια κρίση και η έλλειψη ρευστότητας που δημιουργήθηκε από την κρίση των subprime προκαλούν αβεβαιότητα που αντανακλάται σε συγκρατημένες προοπτικές ανάπτυξης παγκοσμίως.
Για να αποφύγουν οι εταιρίες τις παγίδες της πορείας που ακολουθεί η αγορά σήμερα, είναι απαραίτητο να καθοδηγούν ενεργά το χαρτοφυλάκιό τους με μακροπρόθεσμη διαχείριση κεφαλαίων και επιστροφή των μη χρησιμοποιούμενων κεφαλαιακών υπολοίπων, υποστηρίζει η Munich Re, η οποία και υιοθετεί την πρακτική αυτή επιστρέφοντας κεφάλαια τα οποία δεν απαιτούνται για ρυθμιστικούς λόγους ή δεν μπορεί να αξιοποιήσει αποδοτικά σε κανένα πεδίο δραστηριότητάς της (συμπεριλαμβανομένης της ασφαλιστικής θυγατρικής της ERGO και του τομέα Διεθνούς έγείας).
Σε παρόμοιες διαπιστώσεις για το κλίμα και τις συνθήκες της αγοράς καταλήγει και η Hannover Re, έτερη πρωταγωνίστρια στον αντασφαλιστικό κλάδο, η οποία συνοψίζει τη φιλοσοφία της στο κυνήγι της αποδοτικότητας και όχι του όγκου εργασιών (Volume is vanity, profit is sanity!). Η πολιτική της Hannover Re προϋποθέτει αυστηρή προσήλωση στις εσωτερικές απαιτήσεις κέρδους και εγκατάλειψη μεριδίου αγοράς στο οποίο οι τιμές δεν είναι σε επίπεδο που να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις.
Πέρα και πάνω, όμως, από αναλύσεις, εκτιμήσεις και εταιρικές πολιτικές, οι αντασφαλιστικές συμβάσεις διαμορφώνονται ή προσαρμόζονται και ανάλογα με τις προσωπικές επαφές και διαπραγματεύσεις των εμπλεκομένων, από ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές εταιρίες, προσώπων –δεν τους λείπει, δηλαδή, ο προσωπικός χαρακτήρας και ο ανθρώπινος παράγοντας έχει… λόγο.
Γι’ αυτό και η εκδήλωση αυτή του ετήσιου ραντεβού του Monte Carlo, μπορεί να μην οριστικοποιεί πλήρως τα δεδομένα για τις ανανεώσεις των αντασφαλιστικών συμβάσεων, είναι όμως καθοριστική καθώς αποτελεί εξαιρετική ευκαιρία για τη δημιουργία ανθρώπινων δεσμών σε μια βιομηχανία που δεν μπορεί να καθορίζεται μόνο από στατιστικές και αριθμούς…
Αμαλία Ρουχωτά



