Του Πάνου Κακούρη
Τους κινδύνους από την οικονομική κρίση για τις ασφαλιστικές εταιρείες και τα ασφαλιστικά ταμεία και τις συνέπειες που μπορούν να έχουν στο χρηματοπιστωτικό σύστημα καταγράφει η Τράπεζα της Ελλάδος, στην έκθεση για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Οι κίνδυνοι για τις ασφαλιστικές εταιρείες
Η Τράπεζα της Ελλάδος τονίζει ότι «το ενεργητικό των ασφαλιστικών εταιρειών στο τέλος του 2008 διαμορφώθηκε σε επίπεδο ελαφρά κάτω του 3% του συνολικού ενεργητικού του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος. Το αντίστοιχο ποσοστό για τις υπόλοιπες μη τραπεζικές εταιρείες ανέρχεται σε επίπεδα ελαφρά άνω του 3%, ενώ για τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης στο 6%. Οι λοιποί αυτοί τομείς μέχρι σήμερα δεν έχουν διαταράξει τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος», σημειώνει η Κεντρική Τράπεζα και προσθέτει ότι «ωστόσο, η κατά περίπτωση σύνδεσή τους με τον τραπεζικό κλάδο, αλλά και την οικονομία γενικότερα, απαιτεί την παρακολούθηση της δραστηριότητάς τους, ώστε να συνεκτιμώνται τυχόν αρνητικές εξελίξεις, που θα μπορούσαν να ασκήσουν πιέσεις στη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Μεταξύ των λοιπών (πλην τραπεζών) εταιρειών του χρηματοπιστωτικού τομέα, οι ασφαλιστικές αποτελούν ιδιαίτερα σημαντικό κλάδο, καθώς οι μεγάλου μεγέθους ασφαλιστικές εταιρείες ανήκουν σε τραπεζικούς ομίλους».
Σε ό,τι αφορά στους κινδύνους που εγκυμονεί η κρίση, η ΤτΕ αναφέρει ότι, λόγω της φύσεως των εργασιών τους, οι ασφαλιστικές εταιρείες αντιμετωπίζουν τους εξής κινδύνους:
Κίνδυνο αγοράς, δηλαδή πιθανότητα ζημιών από τοποθετήσεις σε χρηματοοικονομικά προϊόντα των οποίων οι τιμές ενδέχεται να μειωθούν.
Κίνδυνο μακροοικονομικού περιβάλλοντος, δηλαδή πιθανότητα ζημιών από ενδεχόμενη μακροοικονομική επιδείνωση, που περιορίζει τη ζήτηση ασφαλιστικών προϊόντων ή ενθαρρύνει την εξαγορά συμβολαίων ζωής.
Κίνδυνο επέλευσης καταστροφικών γεγονότων, τα οποία θα μπορούσαν να εξαναγκάσουν τις ασφαλιστικές εταιρείες να ρευστοποιήσουν εσπευσμένα ορισμένα στοιχεία του ενεργητικού τους, προκειμένου να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις καταβολής αποζημιώσεων. Ο κίνδυνος αυτός υφίσταται μόνο για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον κλάδο ζημιών.
Κίνδυνο μετάδοσης προβλημάτων από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, σε περίπτωση είτε συμμετοχής των ασφαλιστικών εταιρειών στο μετοχικό κεφάλαιο χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων είτε επενδύσεων σε προϊόντα των ιδρυμάτων αυτών.
Κίνδυνο μακροζωίας, σε περίπτωση αύξησης του προσδόκιμου χρόνου ζωής, που απαιτεί σχηματισμό πρόσθετων ασφαλιστικών προβλέψεων από τις ασφαλιστικές εταιρείες του κλάδου ζωής.
Κίνδυνο αυξανόμενου ανταγωνισμού από άλλες ασφαλιστικές επιχειρήσεις ή από τράπεζες που προσφέρουν ασφαλιστικές υπηρεσίες. Π.χ. ο έντονος ανταγωνισμός ωθεί τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις σε υποτιμολόγηση των προϊόντων τους, η οποία συνεπάγεται υψηλότερο κίνδυνο ζημιών.
Από τους κινδύνους αυτούς, η ΤτΕ αξιολογεί ως σχετικά σημαντικότερους κινδύνους για το 2009 τον κίνδυνο αγοράς και τον κίνδυνο μακροοικονομικού περιβάλλοντος.
Eκτιμά επίσης ότι, σε βραχυχρόνιο ορίζοντα, η ανάπτυξη της ασφαλιστικής αγοράς στην Ελλάδα θα είναι μάλλον περιορισμένη, για όσο διάστημα διαρκέσει η σχετική μακροοικονομική δυσπραγία, δεδομένου ότι σε περιόδους οικονομικής αβεβαιότητας τα νοικοκυριά επιδεικνύουν αυξημένη προτίμηση στη διακράτηση ρευστών διαθεσίμων και τείνουν μερικές φορές να ρευστοποιούν ήδη συναφθέντα ασφαλιστήρια συμβόλαια.
Αυτό, διευκρινίζει η ΤτΕ, ισχύει κυρίως για τον κλάδο των ασφαλειών ζωής, ενώ σχετικά ηπιότερες εκτιμάται ότι θα είναι οι επιπτώσεις της κρίσης στον κλάδο ζημιών, δεδομένου ότι οι ασφαλίσεις αστικής ευθύνης, ιδίως στον κλάδο των αυτοκινήτων, είναι υποχρεωτικές. Πάντως, οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης των ασφαλιστικών εταιρειών εκτιμάται ότι είναι θετικές, καθώς τα κατά κεφαλήν ασφάλιστρα ως ποσοστό του ΑΕΠ στην Ελλάδα (2,2%) είναι σημαντικά χαμηλότερα του μέσου όρου στην Ε.Ε. (9%).
Ταμεία: προέχει η αντιμετώπιση των ελλειμμάτων
Την αντιμετώπιση των ελλειμμάτων των ασφαλιστικών ταμείων, ενόψει της διόγκωσης του δημογραφικού προβλήματος, θέτει η ΤτΕ. Όπως επισημαίνεται στην ίδια έκθεση για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, οι Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης εκτιμάται ότι θα αντιμετωπίσουν σημαντικές προκλήσεις στο άμεσο μέλλον λόγω των ελλειμμάτων τους, τα οποία μερικώς καλύπτονται από άμεσες χρηματικές ενισχύσεις του τακτικού προϋπολογισμού.
Το 2008, οι συνολικές δαπάνες των ΦΚΑ διαμορφώθηκαν σε 47,5 δισ. ευρώ, ενώ τα συνολικά τους έσοδα προσέγγισαν τα 37 δισ. ευρώ. Ειδικότερα, το 2008 οι συνολικές δαπάνες της κοινωνικής προστασίας για συντάξεις ξεπέρασαν τα 29 δισ. ευρώ, αυξημένες κατά 8,2% σε σύγκριση με το 2007, ενώ οι συνολικές δαπάνες για την υγεία ανήλθαν σε 13,3 δισ. ευρώ, αυξημένες κατά 11,2% σε σύγκριση με το 2007.
Όπως σημειώνει η ΤτΕ, εκτός από τα χρόνια προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ΦΚΑ, όπως η σημαντικού ύψους εισφοροδιαφυγή, η αδυναμία είσπραξης βεβαιωμένων εισφορών και η μη αποτελεσματική διαχείριση των επενδύσεών τους, το σημαντικότερο πρόβλημα που θα κληθούν σύντομα να διαχειριστούν, όχι μόνο στη χώρα μας αλλά και σε επίπεδο ΕΕ, είναι οι δημογραφικές εξελίξεις.
Σύμφωνα με την πλέον πρόσφατη έρευνα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο δείκτης γονιμότητας της Ελλάδος αναμένεται να αυξηθεί οριακά από 1,41 το 2008, σε 1,45 το 2020 και σε 1,57 το 2060, υπολειπόμενος σημαντικά του 2,1 που αντιστοιχεί στο ρυθμό φυσικής ανανέωσης του πληθυσμού. Επίσης, δυσμενείς αλλαγές αναμένονται στην ηλικιακή διάρθρωση του πληθυσμού, καθώς μεταβάλλεται η αναλογία των νεότερων σε ηλικία ομάδων του πληθυσμού σε σχέση με τις μεγαλύτερες, που έχει ως αποτέλεσμα να συρρικνώνεται η βάση της πληθυσμιακής πυραμίδας.
Παράλληλα, η άνοδος του προσδόκιμου ζωής αναμένεται να αυξήσει το ποσοστό του πληθυσμού που δεν συμμετέχει ενεργά στην παραγωγική διαδικασία. Επίσης, θα αυξηθεί ο δείκτης εξάρτησης του συνολικού πληθυσμού στο 80% το 2060, από 49% που ήταν το 2008 και 55% που θα διαμορφωθεί το 2020.
Η ΤτΕ τονίζει ότι η αρνητική αυτή εξέλιξη φυσικά δεν αφορά μόνο την Ελλάδα, καθώς ανάλογες εκτιμήσεις γίνονται και για άλλες χώρες της Ευρώπης και συνεπώς το πρόβλημα δεν έχει μόνο εθνική αλλά και ευρωπαϊκή διάσταση.
Σε ό,τι αφορά όμως στη χώρα μας, η ΤτΕ υπογραμμίζει ότι οι αντοχές του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης θα δοκιμαστούν σημαντικά, ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι το υπάρχον διανεμητικό σύστημα προϋποθέτει τη διατήρηση σταθερής αναλογίας εργαζομένων-συνταξιούχων ή την αύξηση των εργαζομένων σε σχέση με τους συνταξιούχους. Θετική επίδραση μπορεί να ασκήσει η μείωση της εισφοροδιαφυγής και του ποσοστού της ανασφάλιστης εργασίας, καθώς και η είσπραξη των βεβαιωμένων οφειλών προς τα ταμεία.
Το πρόβλημα των Ταμείων είναι ήδη υπαρκτό
Τα ασφαλιστικά ταμεία έχουν ήδη ελλείμματα ύψους 19 δισ. ευρώ, ενώ αναζητούνται επιπλέον 5 δισ. ευρώ, έως το τέλος του 2009, για συντάξεις, παροχές υγείας και επιδόματα, σύμφωνα με τη μελέτη που παρουσίασαν οι εκπρόσωποι των εργαζομένων στα ασφαλιστικά ταμεία ΠΟΠΟΠΚΑ.
Ειδικότερα, όπως σημειώνουν:
– Η μη καταβολή από το κράτος των επιχορηγήσεων προς τα ταμεία έχει ως συνέπεια την εκτίναξη του χρέους στα 12,6 δισ. ευρώ, από 2,7 δισ. που ήταν πριν από έξι χρόνια.
– Η εισφοροδιαφυγή εκτιμάται ότι θα ανέλθει φέτος στα 8 δισ. ευρώ
– Οι δαπάνες υγείας αγγίζουν τα 9 δισ.ευρώ, ετησίως, με τη φαρμακευτική δαπάνη να έχει αυξηθεί κατά 85% –από το 2005 έως σήμερα φτάνει στα 2,5 δισ.
– Η κινητή περιουσία των ταμείων έχει μειωθεί στα 23,5 δισ. ευρώ από 31,5 δισ. τα δύο τελευταία χρόνια και αν ρευστοποιηθεί μπορεί να καλύψει τις υποχρεώσεις των ασφαλιστικών οργανισμών μόλις για έξι μήνες.
– Οι ενοποιήσεις ταμείων έφεραν οργανωτικά προβλήματα, αφού ο ανώτατος χρόνος έκδοσης κύριας σύνταξης φθάνει τα δύο χρόνια, για επικουρική τους 18 μήνες, ενώ σε περιπτώσεις διαδοχικής ασφάλισης ανέρχεται στα 2,5 χρόνια.
– Πλήγμα θα δεχτούν τα ταμεία και από τις αρνητικές εξελίξεις στην αγορά εργασίας, αφού η ΠΟΠΟΠΚΑ εκτιμά ότι η αύξηση των ανέργων κατά 120.000 άτομα και η μείωση του χρόνου εργασίας για 100.000 εργαζόμενους θα έχει ως συνέπεια των περιορισμό των πόρων από εισφορές που κατευθύνονται στα ασφαλιστικά ταμεία, κατά a750 εκατομμύρια.
– Τα πέντε μεγαλύτερα Ταμεία, που καλύπτουν για σύνταξη και υγειονομική περίθαλψη το 93% των ασφαλισμένων στη χώρα, θα χρειαστούν έως το τέλος του τρέχοντος έτους περίπου a4,7 δισ. επιπλέον εκείνων που προβλέπονται στον Κρατικό Προϋπολογισμό, για να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους.
Το καμπανάκι χτυπάει για το ΙΚΑ, τον ΟΓΑ, τον ΟΑΕΕ, τον ΟΠΑΔ και το ΝΑΤ, ενώ παραμένει το πρόβλημα του Ταμείου Πρόνοιας Δημοσίων έπαλλήλων, που χρειάζεται 670 περίπου εκατ. ευρώ προκειμένου να καταβάλει το εφάπαξ βοήθημα σε 15.600 εργαζόμενους του Δημοσίου που έχουν αποχωρήσει έως και 20 μήνες πριν. Εάν δεν καταβληθούν τα κεφάλαια, η ΠΟΠΟΠΚΑ εκτιμά ότι το ΙΚΑ, ο ΟΑΕΕ και το ΝΑΤ δεν θα μπορούν να καταβάλουν συντάξεις τους επόμενους μήνες.



