Συμβατικές αλήθειες ή “κατά συνθήκη ψεύδη” στην Ασφάλιση

Του Π. ΣΙΜΙΤΣΕΚ

Ο γνωστός Αμερικανός οικονομολόγος J.K. Galbraith, μετά από εβδομήντα χρόνια ενεργούς ενασχόλησης με την οικονομία, σε δοκίμιο με τίτλο “The Economics of Innocent Fraud”, που δημοσιεύτηκε πρόσφατα, επιχειρεί να καταδείξει πως, σε συνάρτηση με οικονομικές και πολιτικές πιέσεις και με εφήμερες μόδες, οι κοινωνίες μας συχνά καλλιεργούν δική τους εκδοχή της αλήθειας. Εκδοχή, που δεν έχει απαραίτητα και σχέση με την πραγματικότητα.

Πρόκειται γι’ αυτό που θα αποκαλούσαμε “συμβατικές αλήθειες” ή “κατά συνθήκη ψεύδη”. Ένα φαινόμενο για το οποίο δεν υπάρχει συγκεκριμένος ένοχος, αλλά θα πρέπει μάλλον να το αποδώσουμε στην έμφυτη ροπή μας, να προτιμάμε κατά κανόνα αυτό που μας βολεύει. Αυτό, δηλαδή, που εξυπηρετεί ή που δεν βλάπτει τα οικονομικά, πολιτικά ή κοινωνικά ειωθότα.

O Galbraith περιορίζει το δοκίμιό του στη διερεύνηση του φαινομένου κυρίως στη σφαίρα της οικονομίας, φαίνεται όμως ότι “συμβατικές αλήθειες” ή “κατά συνθήκη ψεύδη”, στον έναν ή τον άλλο βαθμό σε διάσταση με την πραγματικότητα, συνειδητά ή ανεπίγνωστα, επηρεάζουν τις αντιλήψεις μας και σε άλλους τομείς του κοινωνικού μας βίου.
Όπως θα διαπιστώσουμε στη συνέχεια, ο τομέας της Ιδιωτικής Ασφάλισης, που επιλέξαμε από κεκτημένο ενδιαφέρον κατά την επαγγελματική μας θητεία, φαίνεται ότι δεν αποτελεί εξαίρεση.
Η εμφάνιση της ασφάλισης εγκαινιάζει στην ιστορία των κοινωνιών μας ένα νέο τρόπο διαχείρισης του ζημιογόνου συμβάντος. Το αντιμετωπίζει σαν “κίνδυνο”, δηλαδή το κοινωνικοποιεί στο πλαίσιο της ομάδας των ασφαλισμένων και, ταυτόχρονα, διαμορφώνει στην τεχνική της έναν κανόνα δικαιοσύνης, για να κατανέμει στα μέλη της κοινότητας τη δαπάνη που απαιτεί η αποκατάστασή του.
Το ατύχημα, λόγου χάρη, ως ζημιογόνο συμβάν είναι πάντα ατομικό. πλήττει τον ένα κι εξαιρεί τον άλλο. Ο “κίνδυνος” του ατυχήματος, όμως, αφορά μια ολόκληρη ομάδα, έναν πληθυσμό, στην έκταση του οποίου και μόνο μπορεί να υπολογισθεί.
Ατομικός κίνδυνος, η κάλυψη δηλαδή ενός μεμονωμένου συμβάντος, δεν αποτελεί ασφάλιση αλλά “στοίχημα”, αφού η πιθανότητα επέλευσής του δεν συνιστά μετρήσιμο μέγεθος.
Έτσι, δουλειά του ασφαλιστή είναι να σχηματίζει αυτόν τον “πληθυσμό” και με την επεξεργασία της ασφαλιστικής τεχνικής να μεταβάλλει το ατομικό συμβάν σε ασφαλιστικό “κίνδυνο”. Με άλλα λόγια, να το καθιστά μετρήσιμο.
Πρώτο βήμα, σ’ αυτή τη διαδικασία, είναι η συγκρότηση του Στατιστικού Πίνακα. Η καταγραφή, δηλαδή, των ζημιών που σημειώθηκαν στο πλαίσιο ενός στατιστικού πληθυσμού, προκειμένου να καταγραφεί η συχνότητα που παρουσιάζουν.
Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η αξιοπιστία του υπολογισμού μας προϋποθέτει ότι οι “κίνδυνοι”, που συγκροτούν το στατιστικό μας “πληθυσμό”, έχουν ταξινομηθεί σε κατηγορίες ομοειδών κινδύνων, έτσι που κάθε μία από αυτές να αποτελεί μέγεθος με σχετικά σταθερή “συχνότητα”.
Αν, τώρα, έχει εξασφαλισθεί αυτή η προϋπόθεση και το μέγεθος του “πληθυσμού” που περιλαμβάνει ο Στατιστικός μας Πίνακας είναι αρκετά μεγάλος, τότε θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ότι η “συχνότητα” που έχουμε καταγράψει είναι εξομοιώσιμη μ’ αυτό που στη μαθηματική “θεωρία των μεγάλων αριθμών” αποκαλούμε “πιθανότητα”.
Ο πολλαπλασιασμός της πιθανότητας επέλευσης ενός κινδύνου στα εκατό ή στα χίλια με το ποσό της μέσης ζημίας που του αναλογεί στον κλάδο Ατυχημάτων ή το ασφαλιζόμενο κεφάλαιο στην «ασφάλιση πραγμάτων», μας καθορίζουν το τεχνικό ασφάλιστρο του κινδύνου. Ενώ, στον κλάδο Ζωής, ο ίδιος υπολογισμός γίνεται με βάση τους Δημογραφικούς Πίνακες, που καθορίζουν την πιθανότητα “επιβίωσης ή θανάτου” του στατιστικού πληθυσμού.
Η διαδικασία αυτή υπονοεί ότι όλα τα μέλη του “πληθυσμού” απειλούνται από έναν κοινό κίνδυνο, αλλά ταυτόχρονα κάθε μέλος διαφοροποιείται από τους άλλους, με την πιθανότητα που του αναλογεί.
Θα λέγαμε, λοιπόν, ότι με βάση την έννοια του “κινδύνου”, η ασφάλιση αποτελεί ένα συλλογικό τρόπο προστασίας από το ζημιογόνο συμβάν, που προβλέπει την αποζημίωση του παθόντος από τη συλλογική εισφορά της κοινότητας των ασφαλισμένων. Ταυτόχρονα, προτείνει έναν κανόνα δικαιοσύνης, που διαφοροποιεί το ύψος της συνεισφοράς του καθένα, ανάλογα με την ευθύνη του. Έναν κανόνα, όμως, που αναφέρεται στην κοινότητα των ασφαλιζομένων, η οποία είναι και ελεύθερη κάθε φορά να τον προσδιορίζει1.
Κάτω από αυτούς τους όρους, ο ασφαλιστής ενεργεί κατά βάση ως Διαχειριστής. Συγκεντρώνει, δηλαδή, τη συνεισφορά των ασφαλιζομένων, τα ασφάλιστρα, προκειμένου να τα διαθέτει για την αποκατάσταση των ζημιών που θα υποστεί ένας μικρός ή μεγάλος αριθμός από αυτούς.
Με τον τρόπο αυτόν εκπληρώνεται και η θεμελιακή αρχή λειτουργίας της ασφάλισης, που θέλει την επίτευξη “ισοζυγίου” μεταξύ του ποσού των ασφαλίστρων που καταβάλλουν οι ασφαλιζόμενοι και του ύψους των ζημιών που οι ίδιοι έχουν προκαλέσει.
Φαίνεται, όμως, ότι οι παραπάνω παρατηρήσεις βρίσκονται σε διάσταση με τη “συμβατική αντίληψη”, που στην καθημερινότητα εμφανίζει την ασφαλιστική προστασία με όρους αστικού συμβολαίου.
Χαρακτηρίζοντας την ασφάλιση «πράξη στην οποία ο ασφαλιστής (πωλητής της ασφαλιστικής προστασίας) έναντι τιμήματος (τα ασφάλιστρα) που καταβάλλει ο ασφαλιζόμενος (αγοραστής), αναλαμβάνει την υποχρέωση να τον αποζημιώσει στην περίπτωση επέλευσης του ασφαλιζόμενου κινδύνου», η συμβατική αντίληψη περιορίζεται στην περιγραφή του τυπικού μέρους της ασφάλισης.
Έτσι, όμως, συσκοτίζει το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό του μηχανισμού λειτουργίας της, που έχει να κάνει, όπως είδαμε, με την έννοια του “κινδύνου” και τον τρόπο προσμέτρησής του.
Αλλά και για επιμέρους πλευρές του μηχανισμού λειτουργίας της ασφάλισης, συχνά συμβατικές αλήθειες καθορίζουν τις απόψεις μας και επηρεάζουν το χαρακτήρα των ενεργειών μας.
Όπως είναι γνωστό, το ασφάλιστρο που αναλογεί στην κάλυψη ενός κινδύνου έχει δύο συστατικά μέρη, με διαφορετική συμπεριφορά το καθένα στις πιέσεις της ανταγωνιστικής αγοράς.
Το πρώτο, που χοντρικά καλύπτει το 80% της συνολικής επιβάρυνσης που καταβάλλει ο ασφαλιζόμενος, αποτελεί το λεγόμενο τεχνικό ασφάλιστρο ή ασφάλιστρο κινδύνου και, όπως είδαμε, προσδιορίζεται στατιστικά με βάση την καταγεγραμμένη συχνότητα των ζημιών της συγκεκριμένης κατηγορίας κινδύνου και το κόστος αποκατάστασής τους.
Έτσι, το τεχνικό ασφάλιστρο, από τη φύση του θα λέγαμε, παραμένει ανεπηρέαστο στις πιέσεις του ανταγωνισμού, αφού τόσο η συχνότητα όσο και το κόστος ζημιών που το προσδιορίζουν εξαρτώνται από τη συμπεριφορά των ασφαλιζομένων και τις συνθήκες στο γενικότερο κοινωνικό περιβάλλον, παράγοντες που και οι δύο είναι ανεξάρτητοι από την προσφορά και τη ζήτηση της ασφαλιστικής προστασίας.
Το δεύτερο μέρος του ασφαλίστρου, που αποτελεί θα λέγαμε την εμπορική του παράμετρο, αντιστοιχεί στην επιβάρυνση του ασφαλιζομένου κινδύνου με το κόστος διαχείρισής του (γενικά έξοδα, κόστος προσκτήσεως εργασιών, κ.λπ.).
Όπως θα μπορούσε να αναμένει κανείς, η παράμετρος αυτή εμφανίζει ελαστικότητα στον ανταγωνισμό. Οικονομίες κλίμακος από συγχωνεύσεις και εξαγορές, συμπίεση του κόστους πρόσκτησης με την παράκαμψη μεσαζόντων, μειώσεις προσωπικού με την εισαγωγή τεχνολογικών καινοτομιών, περιοριστική πολιτική μισθών και άλλων δαπανών, κ.τ.λ., που κατά περιόδους πυροδοτεί η πίεση μιας ανταγωνιστικής αγοράς, είναι μερικές από τις πιο συνήθεις μεθόδους που συμπιέζουν το κόστος διαχείρισης των κινδύνων και επιτρέπουν ανάλογα μειώσεις στα τιμολόγια ασφαλίστρων ή την αύξηση της κερδοφορίας της εκμετάλλευσης.
Η ιδιομορφία αυτή των συντελεστών κόστους της ασφάλισης, που περιορίζει την επίδραση του ανταγωνισμού σ’ ένα μικρό σχετικά μέρος της συνολικής επιβάρυνσης του ασφαλιζομένου κινδύνου, διαφοροποιεί το χαρακτήρα του ασφαλίστρου από το χαρακτήρα της τιμής αγαθών και υπηρεσιών.
Καθιστά το ασφάλιστρο θα λέγαμε τιμή sui generis, που προσδιορίζεται, κατά πρώτο και κύριο λόγο, από τη συμπεριφορά των ασφαλιζομένων κινδύνων στις συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες, σε αντίθεση με τις τιμές αγαθών και υπηρεσιών, που διαμορφώνονται στη βάση των νόμων της αγοράς.
Είναι γεγονός ότι η ιδιαιτερότητα αυτή του ασφαλίστρου δεν είναι πάντα προφανής στα μάτια του μη εξοικειωμένου παρατηρητή με την τεχνική της ασφάλισης. Στην καθημερινότητα, η κρατούσα αντίληψη, συνειδητά ή ανεπίγνωστα, δεν κάνει μια τέτοια διάκριση. Εξομοιώνει τα ασφάλιστρα με “αμοιβή” για την προσφερόμενη υπηρεσία της ασφαλιστικής προστασίας.
Η υπαγωγή του ασφαλίστρου αστικής ευθύνης αυτοκινήτου, που αποτελεί υποχρεωτική ασφαλιστική κάλυψη για κάθε εποχούμενο, στον υπολογισμό του ετήσιου τιμαρίθμου είναι ένα ενδεικτικό παράδειγμα αυτής της “παρεξήγησης”.
Η ίδια η Πολιτεία, ταυτίζοντας την ασφαλιστική εισφορά με εμπορική τιμή, αποδίδει τις διακυμάνσεις της στη συμπεριφορά των δυνάμεων της αγοράς και όχι –όπως θα περίμενε κανείς– στη συμπεριφορά των ίδιων των ασφαλιζομένων κινδύνων.
Κατά τον ίδιο τρόπο, ο έντυπος και ο ηλεκτρονικός τύπος, στις συχνές αναφορές του σε μεταβολές των τιμολογίων ασφαλίστρων, συστηματικά θα λέγαμε αποφεύγει την οποιαδήποτε σύνδεσή τους με τις εξελίξεις της συχνότητας και τους ύψους των καταμετρημένων ζημιών, παρά το γεγονός ότι οι δύο αυτοί παράγοντες διαμορφώνουν, κατά κύριο λόγο, το κόστος της ασφαλιστικής προστασίας.
Με την “αθώα” αυτή παράλειψη, βέβαια, η κοινότητα των ασφαλιζομένων και η Πολιτεία απεκδύονται κάθε ευθύνης για την εξέλιξη του κόστους της ασφαλιστικής προστασίας, η οποία γενικά και αόριστα αποδίδεται στη λειτουργία της αγοράς.
Έτσι, όμως, η συνειδητή προσπάθεια των κοινωνιών μας για την περιστολή της συχνότητας και του ύψους των ζημιών με μέτρα πρόληψης και καταστολής, αποστερημένη άμεσου πρακτικού κινήτρου, κινδυνεύει να περάσει σε δεύτερη μοίρα και να αδρανεί.
Στην εδραίωση του “κατά συνθήκη ψεύδους”, που αποσυνδέει τη διαμόρφωση του κόστους της ασφαλιστικής προστασίας από την αναλογιστική του παράμετρο, συνέτεινε όμως και μια σειρά νομοθετικών ρυθμίσεων, που απέβλεπαν στην εναρμόνιση της λειτουργίας της ασφάλισης, στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με το υπό διαμόρφωση νέο σύστημα μακρο-οικονομικής ισορροπίας, που έκανε την εμφάνισή του στη δεκαετία του 1980.
Αποκρατικοποιήσεις και δραστικός περιορισμός της κρατικής παρέμβασης στη δημιουργία της ζήτησης, απελευθέρωση της τραπεζικής πίστης και ένταση του ανταγωνισμού σε εθνική και διεθνή κλίμακα, κατάργηση των ποσοτικών ελέγχων της πίστεως με διοικητικά μέτρα και αντικατάστασή τους με τον έλεγχο των επιτοκίων από την Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα, που ιδρύεται στο πρότυπο της Ομοσπονδιακής Κεντρικής Τράπεζας των Η.Π.Α., ανάδειξη μιας χρηματιστηριακής αγοράς σε διεθνή κλίμακα, ικανής να προσφέρει φθηνή χρηματοδότηση των επιχειρήσεων, είναι μερικές από τις καινοτομίες της περιόδου, που συνδέθηκαν με την απελευθέρωση των ευρωπαϊκών οικονομιών και την είσοδο της χρηματιστηριακής λογικής στην καρδιά της πραγματικής οικονομίας.
Στον τομέα της ασφάλισης, δύο σημαντικές ρυθμίσεις που αφορούν την απελευθέρωση της αγοράς ασφαλειών καθορίζουν μέχρι σήμερα το πλαίσιο λειτουργίας της ασφάλισης στους κόλπους της Ε.Ε.
Η πρώτη αναφέρεται στην κατάργηση των υποχρεωτικών τιμολογίων ασφαλίστρων σε όλους τους κλάδους της ιδιωτικής ασφάλισης και στην αντικατάστασή τους από εταιρικά τιμολόγια, ελεύθερα διαμορφωμένα ως προς την ποικιλία των καλύψεων και το ύψος των ασφαλίστρων.
Η δεύτερη απαγορεύει ρητά στην εποπτική αρχή μιας χώρας-μέλους κάθε παρέμβαση στον καθορισμό των ασφαλίστρων ή την προηγούμενη έγκρισή τους και περιορίζει το ρόλο της σε εποπτεία των χρηματοοικονομικών δραστηριοτήτων των ασφαλιστικών εταιριών, που περιλαμβάνει τη φερεγγυότητα της εταιρίας, το σχηματισμό και την κάλυψη των αποθεμάτων με στοιχεία του ενεργητικού.
Οι διαφορές των νομικών ρυθμίσεων δημοσίας τάξης που ισχύουν στις χώρες-μέλη της Ε.Ε. αλλά και οι δυσκολίες εναρμόνισης του φορολογικού καθεστώτος στον ευρωπαϊκό χώρο, δεν επέτρεψαν, μέχρι σήμερα τουλάχιστον, τη δημιουργία μιας πραγματικά ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς στον τομέα της ασφάλισης. Η δυνατότητα διασυνοριακών πωλήσεων περιορίζεται στους λεγόμενους “μεγάλους κινδύνους” και η συγκρότηση ευρωπαϊκών ή περιφερειακών εταιρικών τιμολογίων παραμένει ανέφικτη.
Στις συνθήκες αυτές, βέβαια, η καθιέρωση των εταιρικών τιμολογίων στο όνομα της απελευθέρωσης της αγοράς συνεπάγεται τη σημαντική συρρίκνωση του στατιστικού πληθυσμού, βάσει του οποίου προσδιορίζονται κάθε φορά τα τεχνικά ασφάλιστρα των εταιριών.
Από την εθνική κλίμακα των υποχρεωτικών τιμολογίων που καταργήθηκαν, ο στατιστικός πληθυσμός περιορίζεται στο εύρος των εταιρικών χαρτοφυλακίων. Έτσι, ακόμα και σε μαζικούς κλάδους ασφάλισης, όπως της Αστικής Ευθύνης Αυτοκινήτου, ιδιαίτερα σε χώρες με σχετικά μικρά εταιρικά χαρτοφυλάκια, που αποτελούν και την πλειοψηφία στην Ε.Ε., ο υπολογισμός του αναγκαίου ασφαλίστρου για την κάλυψη των επισυμβασών ζημιών υποβαθμίζεται από “επιστημονική προσέγγιση ακριβείας” σε “εμπειρικό υπολογισμό”, προσαρμοσμένο στους στόχους της εταιρικής πολιτικής2.
Η ανάγκη ρευστότητας ή η αύξηση μεριδίου αγοράς ταυτίζονται με το “φθηνό” τιμολόγιο ασφαλίστρων, ενώ η αναζήτηση κερδοφορίας επιβάλλει αναλόγως “ακριβό” τιμολόγιο ασφαλίστρων ή περιορισμό της ασφαλιστικής προστασίας, με τη μέθοδο της “κατάτμησης”, μόνο σε κινδύνους πρώτης επιλογής.
Η “κατά το δοκούν” αυτή συγκρότηση των εταιρικών τιμολογίων, σε συνδυασμό με την κατάργηση κάθε προληπτικού ελέγχου του επιπέδου των ασφαλίστρων, ακόμα και για υποχρεωτικές καλύψεις, δεν είναι φυσικά άσχετη με το καθεστώς αβεβαιότητας και αστάθειας που διαμορφώνεται σε μια ασφαλιστική αγορά που αδυνατεί, μ’ αυτούς τους όρους, να πραγματοποιήσει το θεμελιακό ισοζύγιο καλής λειτουργίας ασφαλίστρων-ζημιών.
Η τεχνική της ασφάλισης, δηλαδή η τεχνική “των κινδύνων”, σήμερα βρίσκει εφαρμογή σε πολύ ευρύτερο κύκλο από αυτόν των επαγγελματιών του κλάδου.
Γιατί τι άλλο, λόγου χάρη, αποτελεί σήμερα το βασικό πυρήνα των κοινωνικών επιστημών από την τεχνική “των κινδύνων”, της καταγραφής τους, του προσδιορισμού της συχνότητας και του μέσου όρου της εξαγωγής του στατιστικού νόμου και των διαφόρων τύπων εξατομίκευσής του;
Ή, πάλι, ποιο κοινωνικό πρόβλημα στις μέρες μας μπορεί να βρει τη λύση του, αν προηγουμένως δεν αναχθεί στη γλώσσα των “κινδύνων”, δηλαδή της ασφάλισης; Αν δεν προσδιοριστεί, με άλλα λόγια, το κοινωνικό κόστος και ο τρόπος επιμερισμού του στους πολίτες;
Ενώ, λοιπόν, σήμερα η “τεχνική των κινδύνων”, με τη βοήθεια της σύγχρονης τεχνολογίας, αυξάνει την ακρίβεια των πορισμάτων της και βρίσκει εφαρμογή σε όλο και περισσότερους τομείς των κοινωνικών μας δραστηριοτήτων, σε σχήμα οξύμωρο, απειλείται να εξοβελισθεί από την ίδια την ασφαλιστική τεχνική.
Οικονομικά συμφέροντα, πολιτικές επιλογές και συγκυριακές προτιμήσεις, όπως προσπαθήσαμε να δείξουμε στην ανάλυσή μας, καλλιεργούν μια νέα εκδοχή της ασφάλισης. Μία εκδοχή που βλέπει την ασφαλιστική προστασία απαλλαγμένη από τη συλλογική της διάσταση, σαν εξατομικευμένο προϊόν εμπορίας, που κάθε φορά αποτιμάται με βάση τους νόμους της αγοράς.
Για τη συστηματική αξιολόγηση, όμως, αυτής της εκδοχής θα χρειαστεί να επανέλθουμε.
1. Έτσι, συχνά, οι καλοί κίνδυνοι με βάση την αρχή της “αλληλεγγύης” χρηματοδοτούν τους κακούς, προκειμένου η ασφαλιστική προστασία να είναι προσιτή σε όλους.
2. Ποια, άραγε, ασφαλιστική εταιρία στην αγορά μας μπορεί να υπερασπισθεί την ακρίβεια των τεχνικών ασφαλίστρων του τιμολογίου της, με βάση τη συχνότητα των καταγεγραμμένων ζημιών και το κόστος αποκατάστασής τους;