Η υπερχρέωση μιας σημαντικής μερίδας των νοικοκυριών αλλά και ο κίνδυνος διεύρυνσης των επισφαλών δανείων, λόγω της παγκόσμιας κρίσης που αγγίζει και την ελληνική οικονομία, θα είναι ένα από τα βασικά ζητήματα που καλείται να αντιμετωπίσει η νέα ηγεσία της Τράπεζας της Ελλάδος.
Κεντρικός τραπεζίτης, από τις 17 Ιουνίου, είναι ο κ. Γιώργος Προβόπουλος, με πλούσια τραπεζική εμπειρία, που διαδέχθηκε τον κ. Νίκο Γκαργκάνα, ενώ στη θέση του υποδιοικητή, τοποθετήθηκε η οικονομική σύμβουλος του Πρωθυπουργού, κα Ελένη Λουρή, που διαδέχθηκε τον κ. Νίκο Παλαιοκρασσά. Στη θέση του παρέμεινε ο έτερος υποδιοικητής, κ. Παναγιώτης Θωμόπουλος, η θητεία του οποίου λήγει τον Ιούνιο του 2009.
Κωδικοποιώντας τις προτεραιότητες της ΤτΕ, ο κ. Προβόπουλος σε μήνυμά του ανέφερε: «Πρωταρχικό μας στόχο αποτελεί η νομισματική και χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Πιστεύω στην ανάγκη δημιουργίας συνθηκών που θα καταστήσουν την Τράπεζα ένα σύγχρονο, ευέλικτο και αποτελεσματικό οργανισμό, ικανό να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των καιρών, στις ολοένα μεγαλύτερες απαιτήσεις του περιβάλλοντος και στην καθολική απαίτηση για διαρκή βελτίωση των παρεχόμενων από αυτήν υπηρεσιών».
Οι συνθήκες στο πιστωτικό σύστημα δυσκολεύουν, καθώς η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, στις 3 Ιουλίου, αποφασίζει νέα αύξηση του βασικού της επιτοκίου κατά 0,25 εκατοστιαίες μονάδες, το οποίο θα διαμορφωθεί στο 4,25%, παρασύροντας αντίστοιχα ανοδικά όλα τα τραπεζικά επιτόκια και, κυρίως, εκείνα των δανείων.
Η αύξηση των επιτοκίων αποτελεί, σύμφωνα με την ΕΚΤ, μέτρο για την ανάσχεση των πληθωριστικών πιέσεων στην Ευρωζώνη, καθώς ο μέσος πληθωρισμός κινείται πάνω από το 3,5% και οι προοπτικές είναι εξαιρετικά δυσμενείς.
Η εξέλιξη αυτή θα δυσχεράνει ακόμα περισσότερο τη διαδικασία αποπληρωμής των τραπεζικών δανείων από τα νοικοκυριά, τα οποία, εκτός των άλλων, υφίστανται και τις ισχυρές πιέσεις που ασκεί η ακρίβεια σε βασικά καταναλωτικά προϊόντα, όπως τρόφιμα και καύσιμα. Στο πλαίσιο αυτό, η Τράπεζα της Ελλάδος φοβάται ότι η νέα αύξηση των επιτοκίων, αλλά και η πίεση που δέχονται οι οικογενειακοί προϋπολογισμοί από την ακρίβεια, ενδεχομένως να αυξήσει τον αριθμό των νοικοκυριών, που είτε δεν μπορούν να αποπληρώσουν τις δόσεις των στεγαστικών δανείων είτε να καθυστερούν τις δόσεις.
Πρόσφατη έρευνα της Τράπεζας της Ελλάδος (βλ. προηγούμενο τεύχος «Α.Α.») έδειξε ότι το ποσοστό των νοικοκυριών που δήλωσε ότι οφείλει κάποιο δάνειο παρουσιάζει σημαντική αύξηση σε σύγκριση με την αντίστοιχη έρευνα, που πραγματοποιήθηκε το 2005, καθώς από το 46,9% επί του συνόλου, το ποσοστό των δανεισθέντων νοικοκυριών έφτασε στο 51,4%, στο τέλος του 2007.
Ως προς τις δυσκολίες αποπληρωμής, από την έρευνα προκύπτει ότι το 12,6% των νοικοκυριών δεν πληρώνει κανονικά τις δόσεις των δανείων τους, ενώ το 50% δηλώνει ότι αντιμετωπίζει δυσκολίες. Το μεγαλύτερο ποσοστό παρατηρείται στην περίπτωση των καταναλωτικών δανείων, όπου το 16,8% (από 14,9% το 2005) των νοικοκυριών δήλωσαν ότι δεν πληρώνουν κανονικά τις δόσεις αυτών των δανείων, ενώ στην περίπτωση των στεγαστικών δανείων το αντίστοιχο ποσοστό είναι 11,2% (από 8,6% το 2005).
Επίσης, για το 84% των δανειοληπτών, το ύψος των δόσεων των δανείων είναι κάτω από το 40% του εισοδήματος. Ωστόσο, για το 16% των νοικοκυριών το κόστος εξυπηρέτησης των δανείων τους υπερβαίνει το 40% του εισοδήματός τους και δυσκολεύονται περισσότερο στην εξυπηρέτησή τους.
Ποιους θα πλήξει η αύξηση των επιτοκίων
Άμεσο κίνδυνο επιβάρυνσης διατρέχουν τα δάνεια που έχουν συναφθεί με επιτόκιο στηριζόμενο στο euribor, το οποίο διαπραγματεύεται καθημερινά στις αγορές της ευρωζώνης. Ήδη, έχει διαμορφωθεί στο 4,75%, συμπαρασύροντας ανοδικά και τα επιτόκια των στεγαστικών δανείων. Από το περασμένο φθινόπωρο, τα συγκεκριμένα επιτόκια (κυμαινόμενο σε euribor) αυξήθηκαν κατά 0,50%.
Οι υπόλοιπες κατηγορίες δανείων, που συνδέονται με το βασικό επιτόκιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, έχουν παραμείνει σχεδόν αμετάβλητες από τον Ιούνιο του 2007, που ήταν και η τελευταία αύξηση του βασικού επιτοκίου, το οποίο έκτοτε παραμένει στο 4%. Σε αντίθεση με την πρακτική των ΗΠΑ, που η κεντρική τράπεζα μείωσε δραστικά τα επιτόκια προκειμένου να απαλυνθούν οι συνέπειες της κρίσης, η ΕΚΤ σκέπτεται να τα αυξήσει, για να αντιμετωπίσει τον πληθωρισμό.
Από μία νέα αύξηση του βασικού επιτοκίου της ΕΚΤ μεγαλύτερο πλήγμα θα δεχθούν περί τα 1.000.000 νοικοκυριά, που έχουν συνάψει στεγαστικά δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο, το οποίο αυξομειώνεται κάθε φορά, που αλλάζει το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ.
Κάθε αύξηση των επιτοκίων των στεγαστικών δανείων κατά 0,25 μονάδες ανεβάζει το μηνιαίο κόστος αποπληρωμής των δανείων (ύψους 60.000 μέχρι 350.000 ευρώ) από 9 έως και 36 ευρώ ανά μήνα, ανάλογα με τη διάρκεια αποπληρωμής του δανείου, που σημαίνει ότι δεσμεύεται ολοένα και περισσότερο εισόδημα των νοικοκυριών, τα οποία αναγκάζονται να περικόψουν δαπάνες για άλλες ανάγκες τους.
Επίσης, θα πληγούν και τα νοικοκυριά που συνάπτουν νέα στεγαστικά δάνεια, αφού το ακριβό κόστος χρήματος για τις τράπεζες θα ανεβάσει τα επιτόκια χαμηλής εκκίνησης των δανείων, δηλαδή την προσφορά χαμηλού σχετικά επιτοκίου για τα πρώτα χρόνια του δανείου (από 1 έως τρία). Σημαντικές, εξάλλου, είναι οι αυξήσεις και στα επιτόκια των καταναλωτικών δανείων, τα οποία κυμαίνονται μεταξύ 16%-18%, υπερτετραπλάσιο του βασικού επιτοκίου της ΕΚΤ αλλά και πολλαπλάσιο των αντίστοιχων επιτοκίων καταθέσεων.
Επίσης, με δεδομένο ότι πολλά δάνεια εκδόθηκαν σε euribor, η άνοδος του euribor επηρεάζει άμεσα τις μηνιαίες δόσεις ενός δανείου έως και 30 ευρώ, ανάλογα με το ποσό, καθώς έχει αυξηθεί έως και σχεδόν κατά μία μονάδα, σε σύγκριση με τις αρχές του 2008. Το Φεβρουάριο, για παράδειγμα, το euribor ήταν 4,1% και με το περιθώριο 1,5%, το τελικό επιτόκιο έφτανε στο 5,6%. Οι δόσεις του μηνός Μαΐου, θα υπολογιστούν με επιτόκιο 6,4%, καθώς το euribor έφτασε στο 4,9% + 1,5% το περιθώριο.
Οι απότομες διακυμάνσεις του euribor, που αντανακλούν τα προβλήματα ρευστότητας των τραπεζών, έχουν οδηγήσει αρκετούς δανειολήπτες στην αλλαγή των δανείων τους σε ελβετικό φράγκο, η ισοτιμία του οποίου με το ευρώ, το τελευταίο χρονικό διάστημα, διατηρείται σχεδόν αμετάβλητη και ενέχει περισσότερη σιγουριά, στην παρούσα φάση. Εκτός και αν προκύψουν συναλλαγματικές επιβαρύνσεις, δηλαδή αυξηθεί η ισοτιμία του ελβετικού νομίσματος, σε σχέση με το ευρώ, οπότε ο δανειολήπτης θα χρειάζεται περισσότερα ευρώ, για να αποπληρώσει το δάνειο σε ελβετικά φράγκα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία των τραπεζών, η ζήτηση των δανείων στο ελβετικό νόμισμα, τους πρώτους μήνες του 2008, αυξήθηκε σχεδόν κατά 50% σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα πέρυσι και οι χορηγήσεις έφτασαν σε 600 εκατ. ευρώ, από 400 εκατ. ευρώ πέρυσι.
Η προτίμηση αυτή αποδίδεται στη διαφορά του επιτοκίου των δύο νομισμάτων. Το επιτόκιο του ελβετικού φράγκου είναι στο 2,75% και του ευρώ στο 4% (4,25% από 3 Ιουλίου), δηλαδή μια διαφορά ύψους 1,25-1,50%, η οποία είναι αντίστοιχη και στα τελικά επιτόκια των δανείων.
Ο κίνδυνος που υπάρχει είναι η ανατίμηση του ελβετικού νομίσματος έναντι του ευρώ, αν και η προϊστορία δείχνει ότι συνήθως επικρατεί σταθερότητα.
Οι επισφάλειες
Με αφορμή τις τρέχουσες εξελίξεις, η Τράπεζα της Ελλάδος ανησυχεί βάσιμα, ότι η άνοδος του κόστους αποπληρωμής των δανείων θα αυξήσει αντίστοιχα και τα επισφαλή δάνεια, τα οποία ανέρχονταν, στο τέλος του 2007, στο 4,5% επί του συνόλου των δανείων. Επισφαλή θεωρούνται τα δάνεια, για τα οποία οι λήπτες δεν καταβάλλουν τρεις συνεχόμενες τοκοχρεολυτικές δόσεις των δανείων τους.
Το ύψος των επισφαλών απαιτήσεων των τραπεζών έναντι νοικοκυριών και επιχειρήσεων ανέρχεται σε 9,7 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 5 δισ. ευρώ αποτελούν επισφαλή δάνεια των νοικοκυριών, ήτοι 2,1 δισ. ευρώ είναι τα προβληματικά καταναλωτικά δάνεια και 2,9 δισ. ευρώ τα επισφαλή στεγαστικά δάνεια.
Σημειώνεται ότι το ποσοστό των επισφαλών απαιτήσεων των τραπεζών υποχωρεί σταδιακά, καθώς στο τέλος του 2007 ήταν στο 4,5%, από 5,4% το 2006, 6,3% το 2005 και από 7% το 2003. Ωστόσο, η ΤτΕ επισημαίνει ότι αν και ο λόγος των δανείων σε καθυστέρηση προς το σύνολο των δανείων μειώθηκε περαιτέρω (σε 4,5% στο τέλος του 2007, από 5,4% στο τέλος του 2006), παραμένει σημαντικά υψηλότερος από το μέσο όρο της Ε.Ε.



