Περιβάλλον, Ευθύνη και Ασφάλιση

από τις Δήμητρα Καζάντζα, Αμαλία Ρουχωτά

Τους τελευταίους μήνες συζητείται έντονα το πρόβλημα της σοβαρής περιβαλλοντικής μόλυνσης του Ασωπού ποταμού, απόρροια της λειτουργίας βιομηχανικών μονάδων στην περιοχή. Παράλληλα, βρισκόμαστε στο στάδιο προσαρμογής του εθνικού δικαίου στην ευρωπαϊκή Οδηγία που αφορά την περιβαλλοντική ευθύνη, μέσα από την οποία διαφαίνεται ότι πολύ σημαντικός θα είναι ο ρόλος της ασφαλιστικής βιομηχανίας…
Η «Ασφαλιστική Αγορά» ανοίγει το φάκελο «Περιβάλλον, Ευθύνη και Ασφάλιση», στοχεύοντας να αναδείξει τόσο την περιβαλλοντική όσο και την 
ασφαλιστική διάσταση του θέματος. Στα πλαίσια αυτά, φιλοξενεί και τη συνέντευξη του Περιφερειάρχη Στερεάς Ελλάδας, κ. Θανάση Σκορδά, στην περιοχή ευθύνης του οποίου εντοπίζεται κυρίως το πρόβλημα της μόλυνσης, αλλά και άρθρο της Αναπληρώτριας Γενικής Δ/ντριας Εταιρικών Ασφαλίσεων του Ομίλου Generali, κας Μαρίας Καρρά, σχετικό με την περιβαλλοντική ευθύνη.

Το ποτάμι που ρυπαίναμε…
Της Δήμητρας Καζάντζα
Στην Ελλάδα από την αρχαιότητα λατρεύαμε τα ποτάμια ως θεούς, προσδίδοντάς τους υπερφυσικές ιδιότητες. Σ’ αυτές τις υπερφυσικές τους ιδιότητες προσβλέποντας και με δεδομένη την αντίληψη ότι το νερό όλα τα καθαρίζει-εξαγνίζει, αποφασίσαμε να τα χρησιμοποιήσουμε και ως αποδέκτες των αστικών και βιομηχανικών μας λυμάτων!
Ένα τέτοιο ποτάμι είναι και ο Ασωπός. Έχει την ατυχία να “φιλοξενεί” στην ευρύτερη περιοχή εκατέρωθεν της κοίτης του εκατοντάδες μεγάλες και μικρές βιομηχανίες, με μεγάλη ποικιλία δραστηριοτήτων (μεταλλευτικά προϊόντα, φάρμακα, τρόφιμα, κ.ά.), και να γίνει αποδέκτης των αποβλήτων τους.
Ο ρόλος του «αγωγού παροχέτευσης επεξεργασμένων λυμάτων» “ανατέθηκε” στον Ασωπό το 1969, με απόφαση της Χούντας. Ήταν τότε που αποφασίστηκε, χωρίς πρόγραμμα και χωρίς υποδομές, να μεταφερθούν εκτός Αττικής εκατοντάδες βιομηχανίες, για να αποσυμφορηθεί η περιοχή της πρωτεύουσας. Το τραγελαφικό της υπόθεσης είναι ότι οι βιομηχανίες αυτές επιδοτήθηκαν, μεταξύ άλλων και για τον καθαρισμό των αποβλήτων τους –μόνο που όπως φαίνεται τα χρήματα δεν επενδύθηκαν ποτέ γι’ αυτόν το σκοπό. 
Η σημερινή εικόνα του ποταμού σοκάρει: Βούρκος, κρούστα λυματολάσπης, ανυπόφορη μυρωδιά και, λίγο πιο κάτω, στις εκβολές του και δίπλα, στη λιμνοθάλασσα του Ωρωπού, ο δεύτερος σε σημασία υδροβιότοπος της Αττικής και χώρος αναπαραγωγής ορισμένων απειλούμενων ειδών της ευρωπαϊκής πανίδας φιλοξενεί 140 είδη πτηνών.
Ακόμα πιο πολύ, όμως, σόκαρε και ανησύχησε το πανελλήνιο το γεγονός ότι η μόλυνση του Ασωπού, μέσω του ενιαίου υδροφόρου ορίζοντα, έχει μολύνει και το νερό των γεωτρήσεων και των πηγών της ευρύτερης περιοχής. Σ’ αυτό το νερό ανιχνεύθηκε ολικό και εξασθενές χρώμιο σε επίπεδα πολύ πάνω από τα επιτρεπτά. Αποτέλεσμα; Το νερό που φτάνει στα σπίτια των κατοίκων στα Οινόφυτα, στο Σχηματάρι, στο Δήλεσι, στον Ωρωπό και σε δεκάδες ακόμα μικρότερα χωριά και κωμοπόλεις. το νερό με το οποίο ποτίζουν τις καλλιέργειές τους (υπάρχουν και τέτοιες ακόμα και η παραγωγή τους φτάνει στο τραπέζι μας). το νερό που χρησιμοποιούν οι βιομηχανίες τροφίμων που εδρεύουν στην περιοχή (και μιλάμε για προϊόντα ευρείας κατανάλωσης) είναι ακατάλληλο και επικίνδυνο. 
Οι κάτοικοι και οι φορείς της περιοχής του Ασωπού χρόνια τώρα διαμαρτύρονταν, σε πολλές περιπτώσεις προχώρησαν και σε καταγγελίες για την περιβαλλοντική κακοποίηση που υφίστατο το ποτάμι και η γύρω περιοχή, και κατ’ επέκταση και οι ίδιοι, αλλά ουδείς είχε ευαισθητοποιηθεί στο βαθμό που θα έπρεπε. 
Οι αποφάσεις των δικαστηρίων τις περισσότερες φορές ήταν αθωωτικές για τις βιομηχανίες που καταγγέλθηκαν. Ενώ τις λίγες φορές που υπήρξαν καταδίκες, τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν ήταν ασήμαντα (3.000-9.000 ευρώ), μια και οι βιομηχανίες κρίθηκαν ένοχες για τυχαία και ξαφνική μόλυνση και το πρόβλημα, που μόνο τυχαίο και ξαφνικό δεν ήταν, δεν αντιμετωπιζόταν. Και πώς να αντιμετωπιστεί, άλλωστε, αφού το κόστος της διαχείρισης των αποβλήτων είναι πολύ μεγάλο και οι βιομηχανίες, όπως φαίνεται, προτιμούν να πληρώνουν το όποιο πρόστιμο, από το να επωμιστούν το βάρος της επεξεργασίας των λυμάτων τους.
Οι διαμαρτυρίες των κατοίκων άρχισαν να γίνονται ακόμα πιο έντονες, μετά την ανακάλυψη των τελευταίων ευρημάτων, και σ’ αυτές τις διαμαρτυρίες ήρθε να προστεθεί και η ανησυχία των 6 εκατ. κατοίκων της πρωτεύουσας, οι οποίοι άρχισαν να αναρωτιούνται (έστω και στο πίσω μέρος του μυαλού τους) αν και πόσο το πρόβλημα του Ασωπού επηρεάζει και τους ίδιους, αφού: πρώτον, το κανάλι που φέρνει το νερό από το Μόρνο περνάει από την περιοχή. και δεύτερον, νερό από την πηγή της Μαυροσουβάλας που βρίσκεται στην ίδια περιοχή διοχετεύεται στη λίμνη του Μαραθώνα. 
Οι άλλοι …Ασωποί
Η περίπτωση του Ασωπού δυστυχώς δεν είναι η μοναδική. Οι περισσότερες βιομηχανικές περιοχές στη χώρα μας βρίσκονται κοντά σε ποτάμια, ρέματα, λίμνες και τη θάλασσα, και οι επιπτώσεις για το περιβάλλον και τους κατοίκους είναι ανάλογες. Η έκταση που δόθηκε στα ΜΜΕ στο θέμα του Ασωπού, σε συνδυασμό και με το οικολογικό έγκλημα που είχαμε ήδη βιώσει με τις πυρκαγιές σε Πελοπόννησο και Εύβοια, λειτούργησε καταλυτικά. 
Αν και το μεγαλύτερο μέρος της παραβατικής δραστηριότητας εντοπίζεται στη Βοιωτία, μεγάλα προβλήματα από την έντονη και ανεξέλεγκτη, δυστυχώς, βιομηχανική δραστηριότητα αντιμετωπίζει και η Ανατολική Αττική (Κορωπί, Μαρκόπουλο, Ελευσίνα, κ.ά.). 
Στο Κορωπί, μελέτες του ΙΓΜΕ, που κοινοποιήθηκαν το Νοέμβριο του 2006, κατέδειξαν ότι τα υπόγεια νερά της περιοχής είναι επίσης μολυσμένα από εξασθενές χρώμιο και άλλες επικίνδυνες ουσίες. Οι συστηματικοί έλεγχοι, όμως, στα πάμπολα εργοστάσια της περιοχής, στα οποία οφείλονται προφανώς οι υψηλές συγκεντρώσεις των επικίνδυνων ουσιών, άρχισαν μόλις πρόσφατα.
Στη Β. Ελλάδα, πάλι, οι εικόνες των εκατοντάδων νεκρών πουλιών, στη λίμνη Κορώνεια, στάθηκαν η αφορμή για να ξεκινήσουν έλεγχοι στα ουκ ολίγα εργοστάσια αλλά και στους δήμους και τις κοινότητες της περιοχής. Έλεγχοι που έδειξαν ότι τόσο οι βιομηχανίες όσο και οι δήμοι χρησιμοποιούν τη λίμνη ως αποδέκτη των λυμάτων τους, ανεπεξέργαστων πάντα! 
Για περιβαλλοντικές παραβάσεις επιβλήθηκαν πρόστιμα και σε βιομηχανικές εταιρίες που δραστηριοποιούνται στο νησί της Μήλου, και για τον τρόπο λειτουργίας των οποίων χρόνια διαμαρτύρονταν οι κάτοικοι.. Και ο κατάλογος συνεχίζεται!
Το κράτος, ο μεγάλος ρυπαντής
Την ίδια στιγμή όμως εκτός από τις ιδιωτικές βιομηχανικές μονάδες και το ίδιο το κράτος φαίνεται πως συμβάλλει τα μέγιστα στη μόλυνση του περιβάλλοντος.
Η Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού, ευθύνεται για το 40% των συνολικών εκπομπών αερίων που επιβαρύνουν ή ευθύνονται για το φαινόμενο του θερμοκηπίου στη χώρα μας. Οι διαμαρτυρίες των κατοίκων στην περιοχή της Κοζάνης, στη Μεγαλόπολη και το Αλιβέρι χρόνια τώρα πέφτουν στο κενό, ενώ τα πρόσφατα πρόστιμα, ύψους 1 εκατ. ευρώ –αν δεν αναιρεθούν, αφού η Ε.Ε. δεν διαπιστώνει παραβίαση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας από τις εγκαταστάσεις της Επιχείρησης!– δεν λύνουν φυσικά το πρόβλημα.
Οι χωματερές λειτουργούν ανά την επικράτεια παράνομα, τις περισσότερες φορές, και χωρίς να τηρούνται κάποιοι έστω υποτυπώδεις περιβαλλοντικοί όροι –για την ακρίβεια, όπως ακριβώς και οι βιομηχανίες, το ελληνικό κράτος προτιμά να πληρώνει τα πρόστιμα που επιβάλλει η Ε.Ε., παρά να αναλάβει το πολιτικό κόστος μιας σωστής περιβαλλοντικά διαχείρισης των σκουπιδιών. 
Την ίδια στιγμή, η πλειοψηφία των δήμων και των κοινοτήτων (και εννοούμε βεβαίως τόσο τις αρχές όσο και τους πολίτες) διοχετεύουν τα αστικά τους λύματα σε ποτάμια, λίμνες και θάλασσες, νόμιμα, μέσω αποχετευτικού δικτύου, αλλά και παράνομα, συνδέοντας, για παράδειγμα, τους βόθρους με τους αγωγούς όμβριων υδάτων. 
Δράσεις και… αντιδράσεις
Στις αρχές Οκτωβρίου, το YΠΕΧΩΔΕ, χαρακτηρίζοντας το θέμα του Ασωπού εθνικό ανακοινώνει μέτρα –ικανοποιητικά μετά από μια πρώτη ανάγνωση, μένει η ολοκλήρωση της εφαρμογής τους για να δούμε και την επιτυχία τους–, αναλαμβάνοντας αρμοδιότητες που μέχρι εκείνη τη στιγμή, υποτίθεται, ανήκαν στη νομαρχιακή και την τοπική αυτοδιοίκηση. 
Περί τα τέλη του ίδιου μήνα όμως, κι ενώ έχουν ξεσπάσει κι άλλα περιβαλλοντικά σκάνδαλα, ο Yπουργός ΠΕΧΩΔΕ κάνει λόγο για τις ευθύνες και ελλείψεις σε θέματα περιβάλλοντος που έχουν νομάρχες και δήμαρχοι, ενώ κατηγορεί τους παραπάνω καθώς και τα ΜΜΕ για κακόπιστη κριτική.
Στο μυαλό και στα μάτια του κόσμου, όμως, Yπουργείο και Φορείς της Αυτοδιοίκησης δεν είναι κάτι ξέχωρο. Το Yπουργείο είναι αυτό που θεσπίζει το νομικό πλαίσιο και ελέγχει ότι η αυτοδιοίκηση, όπως προβλέπει το Σύνταγμα, φροντίζει να το εφαρμόζει η ίδια και να εφαρμόζεται από τους πολίτες.
Αυτό το νομικό πλαίσιο, όμως μέχρι στιγμής, ούτε αυστηρό είναι ούτε ξεκάθαρο, ενώ η εναρμόνιση με την ευρωπαϊκή Οδηγία 2004/35/ΕΚ, για την περιβαλλοντική ευθύνη, ακόμα εκκρεμεί. 
Και τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν και τα οποία, σύμφωνα με τροπολογία που προτίθεται να καταθέσει το YΠΕΧΩΔΕ, θα τετραπλασιαστούν; Κανείς δεν ξέρει αν απλώς θα ενισχύσουν τα ελλειμματικά ταμεία του κράτους ή θα χρησιμοποιηθούν, όπως και πρέπει άλλωστε, για την αποκατάσταση του περιβάλλοντος στις ανωτέρω περιοχές.
Παρόλα αυτά κάτι αλλάζει!
Όλα αυτά τα «πράσινα εγκλήματα» που ήρθαν στην επιφάνεια, σαν να μας βγάζουν σιγά-σιγά από τον εφησυχασμό μας και την αδιαφορία μας. μας κάνουν να συνειδητοποιήσουμε τις ευθύνες που έχουμε ως άτομα και ως κοινωνία και κυρίως αναδεικνύουν τη βιώσιμη ανάπτυξη, την ανάπτυξη δηλαδή που θα βασίζεται εξίσου στην οικονομία, στην κοινωνία και το περιβάλλον, ως μονόδρομο. Αυτόν το μονόδρομο οφείλουμε να τον ακολουθήσουμε.

Περιβαλλοντική Ευθύνη και η διαχείρισή της  από βιομηχανίες και ασφαλιστές
Της Αμαλίας Ρουχωτά

H όψιμη ευαισθητοποίηση για την καταστροφή που συντελείται στο περιβάλλον καθημερινά και από όλους μας, πέρα από τη συναισθηματική της έκφραση αρχίζει επιτέλους να παίρνει συγκεκριμένη πρακτική υπόσταση μέσω νομοθεσίας και ποινικών κυρώσεων. Η υποχρεωτική εφαρμογή της κοινοτικής οδηγίας περί περιβαλλοντικής ευθύνης (2004/35/ΕΚ), είναι ένα τέτοιο παράδειγμα, εφόσον, μετά την ενσωμάτωσή της στο εθνικό μας δίκαιο, συγκεκριμενοποιούνται οι υπαίτιοι περιβαλλοντικής μόλυνσης και ρύπανσης και υποχρεούνται να αποκαταστήσουν τη ζημιά που προκάλεσαν. 
Οι ενδεχόμενες περιβαλλοντικές επιπτώσεις από έργα και δραστηριότητες βιομηχανιών, βιοτεχνιών, επιχειρήσεων, σήμερα βαρύνουν οικονομικά το κράτος και άρα τους πολίτες, αφού οποιοδήποτε έργο αποκατάστασης της ζημιάς πληρώνεται μέσω της φορολογίας από τους τελευταίους. Η εφαρμογή της οδηγίας, σύμφωνα με την οποία επιβάλλονται οικονομικές κυρώσεις σε επιχειρήσεις που δεν έλαβαν τα απαραίτητα προληπτικά μέτρα και μολύνουν το περιβάλλον, είναι ίσως και το μοναδικό αποτελεσματικό μέτρο για την αποφυγή τέτοιων περιστατικών, καθώς, όπως έχουμε επανειλημμένα διαπιστώσει και στη χώρα μας, οικολογική και κοινωνική συνείδηση είναι έννοιες άγνωστες και… τρομακτικές για τους ρυπαίνοντες…
Αρχικά θα πρέπει να γίνει σαφής η διάκριση ανάμεσα σε περιβαλλοντική ευθύνη –έννοια που ουσιαστικά εισάγει η νέα οδηγία– και ευθύνη για πρόκληση περιβαλλοντικής ζημιάς. Στην πρώτη περίπτωση εννοείται η υποχρέωση για την αποκατάσταση της ζημιάς που έχει υποστεί το περιβάλλον και για τον καθαρισμό του, ενώ στη δεύτερη, εννοείται η υποχρέωση αποκατάστασης της υλικής ζημιάς ή της σωματικής βλάβης που υπέστη κάποιος τρίτος από περιβαλλοντική ζημιά. Είναι επομένως σαφές ότι η εισαγωγή της έννοιας της περιβαλλοντικής ευθύνης από τη νέα οδηγία, στόχο έχει να αλλάξει την αντίληψη που έχουμε για τις περιβαλλοντικές καταστροφές, από ανθρωποκεντρική σε οικοκεντρική.
Η οδηγία της Ε.Ε. προσδιορίζει ευθύνη του φορέα εκμετάλλευσης μιας περιοχής ή βιομηχανικής εγκατάστασης, για το ενδεχόμενο μόλυνσης του εδάφους, του υδροφόρου ορίζοντα, καταστροφής της τοπικής βιοποικιλότητας ή των φυσικών οικοτόπων. 
Οι βιομηχανίες, σήμερα, είναι εκτεθειμένες σε μηνύσεις και καταγγελίες που μπορεί να προέλθουν από πολίτες, οι οποίοι είδαν τα έννομα συμφέροντά τους, την υγεία τους ή και τα αγαθά τους να ζημιώνονται εξαιτίας περιβαλλοντικής ρύπανσης, προκληθείσας από τη δραστηριότητα των βιομηχανιών. Σε αυτή την περίπτωση και εφόσον υπάρξει καταδικαστική απόφαση, η βιομηχανία θα αναγκαστεί να αποζημιώσει τον καταγγέλοντα. Παράλληλα, οι αρμόδιοι φορείς του κράτους έχουν τη δυνατότητα να παρέμβουν και να επιβάλλουν χρηματικά πρόστιμα στη βιομηχανία που θα διαπιστωθεί ότι μολύνει ή ρυπαίνει το περιβάλλον από αμέλειά της. 
Αν και πολλοί αμφισβητούν την αποτελεσματικότητα του ύψους των προστίμων που τελικά επιδικάζονται σε όσες περιπτώσεις πάρουν τελικά το δρόμο της δικαιοσύνης, σε κάθε περίπτωση οι βιομηχανίες βρίσκονται εκτεθειμένες στον κίνδυνο να χρειαστεί να αντλήσουν κεφάλαια από προγραμματισμένες οικονομικές τους δραστηριότητες για να πληρώσουν πρόστιμα ή αποζημιώσεις σε τρίτους, για την περιβαλλοντική μόλυνση που προκαλούν. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι περιπτώσεις αυτές αφορούν σχεδόν αποκλειστικά αιφνίδιο και στιγμιαίο περιστατικό ρύπανσης και όχι τη χρόνια και σταδιακή ρύπανση που μπορεί να συντελείται. Με την εφαρμογή της οδηγίας οι υποχρεώσεις και οι ευθύνες των φορέων εκμετάλλευσης διευρύνονται. Στους υπάρχοντες κινδύνους για τις επιχειρήσεις προστίθεται το κόστος αποκατάστασης της ζημιάς και συμπεριλαμβάνεται η ευθύνη για σταδιακή ρύπανση ή μόλυνση. 
Θα πρέπει να σημειωθεί, επίσης, πως κανένας διαχωρισμός ανάμεσα σε ιδιωτικό και δημόσιο φορέα εκμετάλλευσης δεν αναφέρεται στο κείμενο της οδηγίας. Πολλές φορές, ρυπαίνοντες είναι οι ίδιοι οι κρατικοί φορείς (π.χ. Δήμοι). Σε αυτές τις περιπτώσεις, όπως είναι φυσικό, η καταγγελία είναι πιθανότερο να επέλθει από ζημιωθέντες πολίτες και όχι να προκύψει από κρατικούς ελέγχους. Παρ’ όλα αυτά προκύπτει το ερώτημα πώς θα ανταποκριθούν και οι δημόσιοι αυτοί φορείς στις οικονομικές απαιτήσεις που πιθανόν να εγερθούν.
Σε κάθε περίπτωση, όπως προκύπτει από την οδηγία, προτείνεται, χωρίς να επιβάλλεται, η χρήση της ιδιωτικής ασφάλισης.

Ο ρόλος της ιδιωτικής ασφάλισης
Με δεδομένο ότι πολλοί κλάδοι ασφάλισης θεωρούνται πλέον κορεσμένοι, ενώ άλλοι χαρακτηρίζονται –και όχι άδικα– εξαιρετικά ζημιογόνοι για όσους τους ασκούν, οι ασφαλιστές –τουλάχιστον αυτοί οι οποίοι ελπίζουν και εργάζονται για την μακροημέρευσή τους στην αγορά– στρέφονται συνεχώς σε νέες αγορές και νέες μορφές ασφάλισης. Σε αυτό βεβαίως βοηθούνται τόσο από τις αυξανόμενες και μεταλλασσόμενες ανάγκες τις σύγχρονης κοινωνίας όσο και από τις κοινοτικές οδηγίες, οι οποίες ενεργοποιούν με την εφαρμογή τους νέα πεδία δράσης για τους ασφαλιστές, αναδεικνύοντας και επισημαίνοντας κινδύνους, οι οποίοι μέχρι πρότινος καλύπτονταν μερικώς ή και καθόλου. Από τη στιγμή που τα δεδομένα αλλάζουν, νέα προϊόντα πρέπει να σχεδιαστούν που θα ανταποκρίνονται στους νέους κινδύνους. 
Ειδικά όσον αφορά στην ασφάλιση περιβαλλοντικής ευθύνης, αυτή θα πρέπει να προχωρά πέρα από την κάλυψη υλικών ζημιών και σωματικών βλαβών, συνεπεία περιβαλλοντικής ζημιάς, και να αναφέρεται στον καθαρισμό και την επαναφορά του ζημιωθέντος περιβάλλοντος στην προηγούμενη μορφή του. Οι καλύψεις αυτές δεν αφορούν βέβαια μόνο τους φορείς εκμετάλλευσης αλλά και κάθε εταιρία που αναλαμβάνει έργα υποδομής και μεγάλων κατασκευών και εκτίθεται στους ίδιους κινδύνους, όχι μόνο κατά τη διάρκεια των εργασιών της αλλά και μετά την αποπεράτωση αυτών.
Η ασφάλιση λειτουργεί, όπως είναι φυσικό, και προληπτικά, καθώς είναι παραπάνω από προφανές ότι ο ασφαλιστής έχει το ισχυρότερο κίνητρο να μην επέλθει ο κίνδυνος και άρα θα συστήσει τα πλέον ενδεδειγμένα μέτρα προφύλαξης και πρόληψης, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι σε κάποιες περιπτώσεις ο ασφαλιστής μπορεί να προσφέρει και κάλυψη εξόδων αποφυγής-περιορισμού της ρύπανσης.
Στην ελληνική αγορά, συμβόλαιο με τις εν λόγω εξειδικευμένες καλύψεις, μέχρι στιγμής, διατίθεται από μία μόνο εταιρία, ενώ οι φορείς εκμετάλλευσης που ενδιαφέρονται για την αγορά τέτοιων ασφαλιστηρίων απευθύνονται συχνότερα σε ξένες αγορές. Όλες όμως οι μεγάλες εταιρίες που δραστηριοποιούνται στην αγορά μας, έχουν ήδη ξεκινήσει μελέτες για το σχεδιασμό τέτοιων προϊόντων.

Συμβουλευτικός ο χαρακτήρας
Όπως αναφέρεται στο κείμενο της οδηγίας, η ασφάλιση των κινδύνων που προκύπτουν για τους φορείς εκμετάλλευσης, δεν είναι σε καμία περίπτωση υποχρεωτική, προτείνεται όμως συμβουλευτικά. Ένας από τους λόγους που δεν δόθηκε υποχρεωτικός χαρακτήρας είναι το γεγονός πως οι ίδιες οι ασφαλιστικές εταιρίες δεν είναι έτοιμες, τουλάχιστον όλες, να προωθήσουν στην αγορά ανάλογα προϊόντα, ενώ και τα εργαλεία που χρειάζονται για την ακριβή μέτρηση του μεγέθους μιας τέτοιας ζημιάς δεν είναι ευρέως αποδεκτά, με αποτέλεσμα να είναι πολύ δύσκολο για τους ασφαλιστές να προβλέψουν το ύψος της ευθύνης. Παράλληλα, δυσκολίες και εμπόδια προκύπτουν και από το γεγονός ότι ελάχιστα περιστατικά περιβαλλοντικής ζημιάς έχουν μελετηθεί διεξοδικά, έτσι ώστε να προσδιοριστεί το ακριβές κόστος αποκατάστασής τους. Η έλλειψη μιας τέτοιας βάσης δεδομένων και η ελάχιστη εμπειρία των ασφαλιστών σε τέτοια περιστατικά είναι λογικό να τους κάνει επιφυλακτικούς ως προς τους κινδύνους που θα αναλάβουν. 
Η υποχρεωτικότητα των ασφαλιστικών συμβάσεων θα εξεταστεί ως ενδεχόμενο, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, μετά το 2010, οπότε και θα υπάρχουν συγκεκριμένα στοιχεία για τη διάθεση και τη λειτουργία τέτοιων προϊόντων, θα μπορεί να αποτιμηθεί το κόστος τους και να εξεταστούν οι προϋποθέσεις και η αποτελεσματικότητά τους.

Η προσαρμογή στην Οδηγία
Για την προσαρμογή της οδηγίας στο εθνικό μας δίκαιο έχει ήδη συσταθεί νομοπαρασκευαστική επιτροπή, στην οποία εκπροσωπείται και η Ένωση Ασφαλιστικών Εταιριών Ελλάδος, η οποία όμως ενώ είχε ξεκινήσει τις εργασίες της, αναγκάστηκε να διακόψει εν όψει των εκλογών του Σεπτεμβρίου. Ωστόσο, αναμένεται να έχει καταλήξει σε κάποιο εισηγητικό κείμενο μέχρι το τέλος του χρόνου. Στόχος της επιτροπής είναι να υπάρξει ξεχωριστός νόμος για το θέμα αυτό και να μην περιοριστεί σε Yπουργική Απόφαση. Με την υιοθέτηση της οδηγίας, προτεραιότητα δίνεται στη δημιουργία ανεξάρτητου φορέα, με αρμοδιότητες τη διασφάλιση της λήψης προληπτικών μέτρων και την υπόδειξη μέτρων αποκατάστασης της περιβαλλοντικής ζημιάς, βασισμένος σε επιστημονικές μελέτες και ανεξάρτητα από τις βουλήσεις της εκάστοτε κυβέρνησης. Τη στιγμή που η επικρατέστερη άποψη αυτή τη στιγμή λέει πως η αρμόδια αυτή αρχή θα προέλθει από το YΠΕΧΩΔΕ, εύλογα προκύπτει το ερώτημα πόσο εφικτό μπορεί να είναι να διαφυλάξει τη λειτουργία της από κυβερνητικές κατευθύνσεις. Σαν πρόσθετη δικλίδα ασφαλείας θα λειτουργούν οι Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, οι οποίες θα έχουν τη δυνατότητα να ελέγχουν τις δημόσιες αρχές και εάν κριθεί αναγκαίο να προσφεύγουν στη δικαιοσύνη για περιπτώσεις που θεωρούν ότι οι αποφάσεις τους είναι παράνομες.
Ένας επιπλέον λόγος για να εξεταστεί η υιοθέτηση της οδηγίας ιδιαίτερα προσεκτικά είναι η πιθανότητα, σε περίπτωση υπερβολικής αυστηρότητας σε θέματα ποινών και μέτρων πρόληψης, να διαμορφωθούν υψηλά κόστη για τους φορείς εκμετάλλευσης και να μετακυλιστούν εν συνεχεία στους καταναλωτές ή και να «εξωθηθούν» οι βιομηχανίες να μεταφέρουν τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες σε χώρες εκτός Ε.Ε., όπου το νομοθετικό τους σύστημα είναι λιγότερο αυστηρό σε θέματα περιβαλλοντικής ζημιάς.
Αξίζει να σημειωθεί πως μέχρι σήμερα μόνο 3 χώρες, η Ιταλία, η Λιθουανία και η Λετονία, έχουν ολοκληρώσει την υιοθέτηση της Οδηγίας, ενώ για την Ελλάδα εκκρεμούν ήδη περισσότερες από 40 καταγγελίες για υποθέσεις περιβαλλοντικής ζημίας. Τα πρόστιμα από τις καταγγελίες αυτές αλλά και τα πρόστιμα που θα διεκδικήσει η Ε.Ε. νομικά, σε περίπτωση που η χώρα μας δεν προχωρήσει άμεσα στην υιοθέτηση της οδηγίας, θα πληρωθούν για ακόμα μια φορά από τους πολίτες.