Σε κρίσιμη καμπή η ελληνική οικονομία

Εκρηκτική αύξηση του κόστους δανεισμού, λόγω απώλειας εμπιστοσύνης των ξένων επενδυτών

Του Πάνου Κακούρη

Τον κίνδυνο να μη βρίσκει δανεικά αντιμετωπίζει πλέον η Ελλάδα, έχοντας απολέσει την εμπιστοσύνη των ξένων θεσμικών επενδυτών σε μια κρίσιμη συγκυρία, που η κρίση κλιμακώνεται και ταλανίζει τις οικονομίες της Ευρωζώνης.
Ο επίτροπος κ. Χοακίμ Αλμούνια έχει προειδοποιήσει ανοιχτά για τον κίνδυνο επιτήρησης που αντιμετωπίζει ξανά η Ελλάδα, ενδεχόμενο που επιβεβαίωσε και ο υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών, κ. Γιώργος Αλογοσκούφης, κάνοντας παράλληλα λόγο για περιορισμένες παροχές. Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση, με το κόστος δανεισμού του Δημοσίου να έχει εκτοξευτεί στα ύψη, η επιτήρηση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα είναι …ευπρόσδεκτη, αφού σε διαφορετική περίπτωση καραδοκεί το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.

Αν όλα αυτά φαίνονται ως σενάρια οικονομικής φαντασίας για μια χώρα της Ευρωζώνης, για την Ελλάδα, που έχει ανατρέψει τόσες πολλές οικονομικές θεωρίες, είναι δυστυχώς πάρα πολύ πιθανό.
Οι ξένοι θεσμικοί επενδυτές, που τοποθετούνται σε ελληνικά ομόλογα, φροντίζουν να πληροφορούνται έγκαιρα τις συνθήκες της ελληνικής οικονομίας και να μην αρκούνται στις επίσημες κυβερνητικές ανακοινώσεις. Κρίνοντας από τα στοιχεία που έχουν συλλέξει, απλά έχουν περιορίσει την εμπιστοσύνη τους προς την ελληνική οικονομία και τις προοπτικές της και, για να μας δανείσουν, ζητούν υψηλότερα επιτόκια, αφού το ρίσκο της χώρας έχει αυξηθεί παρά πολύ, και είναι το υψηλότερο στην ευρωζώνη.
Σήμερα, το Ελληνικό Δημόσιο, για να δανειστεί μέσω δεκαετών ομολόγων, θα επιβαρυνθεί με επιτόκιο 5,40%, που είναι το υψηλότερο επιτόκιο από όλες τις χώρες της ευρωζώνης και απέχει έως και 2,30 μονάδες πάνω από το επιτόκιο των δεκαετών ομολόγων της Γερμανίας, το οποίο είναι μεταξύ 3,10% –3,20% και αποτελεί τη βάση αναφοράς για τα υπόλοιπα ομόλογα.
Αυτό σημαίνει έλλειψη εμπιστοσύνης και το φόβο των επενδυτών, μήπως η Ελλάδα δεν μπορέσει, κάποια στιγμή, να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της.
Στο ερώτημα πώς φτάσαμε στο σημείο αυτό, ενώ πριν από λίγους μήνες ζούσαμε στην ψευδαίσθηση της ισχυρής οικονομίας, που δεν επηρεάζεται από την κρίση, οι απαντήσεις είναι πολλές. Πάντως οι ξένοι “μυρίστηκαν” τα προβλήματα έγκαιρα και άρχισαν, από τον περασμένο Οκτώβριο, να χάνουν την εμπιστοσύνη τους προς την ελληνική οικονομία, εξέλιξη που κορυφώθηκε το Δεκέμβριο. 

Οι παράγοντες που φοβίζουν τους ξένους και εσχάτως και τους Έλληνες είναι:

1. Ο κρατικός προϋπολογισμός του 2009, που ψηφίστηκε από τη Βουλή, λίγο πριν τα Χριστούγεννα και εφαρμόζεται από την 1-1-2009, ΔΕΝ ισχύει. Στηρίχθηκε στην προοπτική ότι το έλλειμμα του 2008 θα ήταν στο 2,5% του ΑΕΠ και ότι το έλλειμμα του 2009 θα μειωθεί στο 2,2% του ΑΕΠ. Όμως, ενώ ο Προϋπολογισμός κατατέθηκε στη Βουλή το Νοέμβριο, τα στοιχεία για την υλοποίηση του προϋπολογισμού έως το Σεπτέμβριο, που ανακοίνωσε στη Βουλή ο υφυπουργός Οικονομικών κ. Νίκος Λέγκας, έδειξαν ότι το έλλειμμα (του προϋπολογισμού) είναι αυξημένο κατά 800 εκατ. ευρώ, πάνω από τις εκτιμήσεις του υπουργείου Οικονομικών για ολόκληρο το 2008. Για να επιτευχθεί η ύστατη αναθεώρηση του προϋπολογισμού του 2008, θα πρέπει στο τελευταίο τρίμηνο να σημειώθηκε πλεόνασμα, το οποίο είναι απίθανο. Από τα έσοδα που υπολόγιζαν να εισπράξουν οι επιτελείς του ΥΠΟΙΟ (από ληξιπρόθεσμα χρέη, περαίωση και ΕΤΑΚ), στα δημόσια ταμεία έφτασαν ελάχιστα, λόγω τραγικών λαθών (ΕΤΑΚ) και της κρίσης, που έχει περιορίσει τις οικονομικές δυνατότητες των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών.

2. Η “στάση πληρωμών” του Δημοσίου σε βασικές του υποχρεώσεις. Τα χρέη των νοσοκομείων προς τους προμηθευτές τους, το ύψος των οποίων ανέρχεται σε 4,4 δισ. ευρώ (1,7% του ΑΕΠ). Η Κομισιόν έθεσε περιθώριο ένα μήνα στο υπουργείο Οικονομίας να ρυθμίσει τα συγκεκριμένα χρέη, τα οποία πρέπει παράλληλα να ενταχθούν και στον Κρατικό Προϋπολογισμό, εκτινάσσοντας στα ύψη το έλλειμμα. Επίσης, το Δημόσιο χρωστάει επιδόματα σε υπαλλήλους του δημοσίου και συνταξιούχους, σε κατασκευαστές δημοσίων έργων, επιστροφές φόρων σε επιχειρήσεις, ενώ καθυστερεί προσλήψεις σε καίριους τομείς, όπως τα νοσοκομεία, επειδή δεν έχει πόρους.

3. Το 2009, οι δανειακές ανάγκες (έλλειμμα) του δημοσίου είναι τουλάχιστον 43 δισ. ευρώ, όπως προκύπτουν από τα δεδομένα του προϋπολογισμού, αλλά το ποσό θα αυξηθεί προς τα 50 δισ. ευρώ, λόγω των υπερβάσεων του ελλείμματος αλλά και των εκδόσεων ομολόγων για την εφαρμογή του σχεδίου ενίσχυσης της ρευστότητας. Το πρόβλημα είναι πώς και με ποιο κόστος θα υλοποιηθεί ο τεράστιος αυτός δανεισμός.

4. Το υψηλό έλλειμμα του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών της χώρας, που θα φτάσει και φέτος στο 14,7-15% του ΑΕΠ, το υψηλότερο της Ευρωζώνης.

Επιτήρηση ή ΔΝΤ 
Στις 19 Ιανουαρίου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα διατυπώσει νέες προβλέψεις για την ευρωπαϊκή οικονομία και μέσα σε αυτές θα υπάρχει και η εκτίμηση για το ύψος που έκλεισε το έλλειμμα της Ελλάδας το 2008. Αν υπερβαίνει το 3%, όπως υπαινίχθηκε ο κ. Αλμούνια, η χώρα εισέρχεται σε περιπέτειες και δεν θα έχει τη δυνατότητα να προχωρήσει στην παραμικρή χαλάρωση και παροχές. Παράλληλα, θα υπαχθεί σε επιτήρηση, αφού το έλλειμμα θα υπερβαίνει, για δεύτερο συνεχόμενο έτος, το όριο του 3%, καθώς και το 2007 είχε διαμορφωθεί στο 3,5% του ΑΕΠ, μετά τον έλεγχο που πραγματοποίησε η Eurostat.
Η επιτήρηση λόγω της κρίσης θα είναι χαλαρή, πλην όμως η Κυβέρνηση θα υποχρεωθεί να λάβει μέτρα και να μειώσει το έλλειμμα κάτω από το 3% του ΑΕΠ. Το θετικό της υπόθεσης θα είναι η μείωση της διαφοράς των επιτοκίων, αφού, λόγω της κοινοτικής επιστασίας, οι αγορές θα αισθάνονται πιο σίγουρες και θα αγοράζουν με χαμηλότερο ρίσκο ελληνικά ομόλογα.
Το απευκταίο σενάριο είναι η υπαγωγή στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, αφού θα συνοδευτεί, αφενός, με δάνειο προς την Ελλάδα, αλλά και με μια σειρά σκληρών μέτρων. Αναλογιζόμενος κανείς τα μέτρα που έχει λάβει πρόσφατα η Κυβέρνηση και επιβάρυνε τους φορολογούμενους με 4 δισ. ευρώ, φαντάζει εξαιρετικά δύσκολη η επιβολή νέων φοροεισπρακτικών μέτρων, ενώ οι περικοπές δαπανών δεν αποδίδουν.
Το οικονομικό επιτελείο και συνολικά η Κυβέρνηση είναι ιδιαίτερα ανήσυχη, αλλά για λόγους επικοινωνιακής πολιτικής θεωρεί την αύξηση των επιτοκίων των ομολόγων ως αποτέλεσμα δυσφημιστικής εκστρατείας κατά της Ελλάδας, με αφορμή και τα επεισόδια που πυροδότησε η δολοφονία του 15χρονου Αλέξανδρου. Όμως, οι πιέσεις στα ελληνικά ομόλογα είχαν ξεκινήσει πολύ νωρίτερα.
Το υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών κάνει λόγο για «κινδυνολογία σε βάρος της ελληνικής οικονομίας πέρα από τα όρια, που δεν δικαιολογείται από τα οικονομικά μεγέθη». Αποδίδει, επίσης, την αύξηση των spreads στη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση και τις συνθήκες πίεσης που έχει προκαλέσει στις διεθνείς κεφαλαιαγορές, με την Ελλάδα να επηρεάζεται περισσότερο, λόγω του υψηλού δημόσιου χρέους που συσσωρεύτηκε στο παρελθόν αλλά και από τα πρόσφατα γεγονότα.
Προσθέτει, δε, ότι παρά τις συνθήκες αυτές, «το ελληνικό Δημόσιο καλύπτει κανονικά τις χρηματοδοτικές του ανάγκες και το ίδιο θα συνεχίσει να κάνει και στο μέλλον».
Τις αιτίες που προβάλλει το υπουργείο Οικονομίας δεν δείχνει να συμμερίζεται ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Γιώργος Προβόπουλος, καθώς συνδέει την αύξηση στο κόστος δανεισμού με τη διατάραξη της εμπιστοσύνης των ξένων επενδυτών στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. «Όσο χωλαίνει η διαρθρωτική συνιστώσα των δημοσιονομικών μας, δύσκολα θα αποκαθίσταται η εμπιστοσύνη των επενδυτών και των αγορών στις προοπτικές της οικονομίας μας».
Προτείνει, δε, ένα νέο μείγμα οικονομικής πολιτικής, που θα αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη των ξένων επενδυτών στην ελληνική οικονομία, σημειώνοντας ότι χωρίς εκτεταμένες και ρηξικέλευθες αλλαγές στη δομή του ευρύτερου δημόσιου τομέα δεν μπορούν να τιθασευτούν τα ελλείμματα και τα χρέη, που σήμερα αποτελούν βασική πηγή προβλημάτων.

Ο δύσκολος δανεισμός 
Σε ό,τι αφορά στην πολιτική δανεισμού που θα ακολουθήσει το 2009 ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ), πληροφορίες αναφέρουν ότι θα στραφεί σε εκδόσεις βραχυπρόθεσμων τίτλων, αλλά δεν αποκλείεται και η προσφυγή σε χρηματαγορές της Ασίας, όπως και ο δανεισμός σε ελβετικό φράγκο και σε δολάρια. Οι κινήσεις που θα εφαρμόσει, ανάλογα με τις συνθήκες που θα επικρατούν στις αγορές, είναι:

– Η αύξηση του όγκου των εκδόσεων εντόκων γραμματίων τρίμηνης, εξάμηνης και ετήσιας διάρκειας. Ο συνήθης όγκος των εκδόσεων ήταν 600-900 εκατ. ευρώ, ενώ από τον Ιανουάριο το ύψος των ποσών που θα ζητάει το δημόσιο θα διαμορφωθεί σε 2,5-3 δισ. ευρώ. Με τον τρόπο αυτό, το δημόσιο δεν θα επιβαρυνθεί με υψηλά επιτόκια για μεγάλο χρονικό διάστημα, όπως θα συνέβαινε με την έκδοση μακροπρόθεσμων τίτλων.
– Ο κύριος όγκος των εκδόσεων να είναι ομόλογα τριετούς και πενταετούς διάρκειας, ώστε τα αυξημένα επιτόκια να μη “χρεωθούν” σε μακροπρόθεσμα ομόλογα.
– Θα επιλεγούν εκδόσεις ομολόγων από κοινοπρακτικά σχήματα τραπεζών, που εξασφαλίζουν την απορρόφηση των εκδόσεων, σε αντίθεση με τη δημοπρασία, όπου υπάρχει ο κίνδυνος να μην καλυφθεί το ποσό της έκδοσης και οι αρνητικές εντυπώσεις που θα δημιουργηθούν, θα ενισχύσουν το κλίμα δυσπιστίας.