Συμπεράσματα και διαπιστώσεις της μελέτης ποσοτικών επιπτώσεων QIS 3

των Δέσποινα Ξενάκη και Λάμπρου Γκόγκου

SOLVENCY II

Η διαδικασία ανάπτυξης του ενιαίου ευρωπαϊκού συστήματος φερεγγυότητας, γνωστό ως Solvency II, βρίσκεται σε τελική φάση διαμόρφωσης και η οριστική δημοσίευσή του αναμένεται τους προσεχείς μήνες. Η εφαρμογή του νέου ρυθμιστικού πλαισίου –η οποία τοποθετείται το 2012, μετά τη νέα παράταση που δόθηκε– αναμένεται να επηρεάσει σημαντικά τις ευρωπαϊκές ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές εταιρίες, καθώς απαιτεί από αυτές μια εντελώς διαφορετική μεθοδολογία διαχείρισης των κινδύνων. 
Η Επιτροπή των Ευρωπαίων Ασφαλιστών και Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Εποπτών (Committee of European Insurers and Occupational Pensions Supervisors – CEIOPS) έπειτα από προτροπή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής διεξάγει σειρά μελετών, γνωστές ως Μελέτες Ποσοτικών Επιπτώσεων (Qualitative Impact Studies – QIS), για τη διερεύνηση των επιπτώσεων που θα έχει η εισαγωγή των νέων δεδομένων στον ευρωπαϊκό ασφαλιστικό χώρο, προκειμένου να εντοπιστούν οι δυσκολίες εναρμόνισης και με βασικό στόχο την καλύτερη δυνατή προετοιμασία των εταιριών.
Τα αποτελέσματα της τρίτης κατά σειρά παρόμοιας μελέτης ανακοινώθηκαν από τη CEIOPS στα τέλη του προηγούμενου Νοεμβρίου. Τα στοιχεία που προκύπτουν αποτελούν τη βάση για την προετοιμασία της επόμενης μελέτης ποσοτικών επιπτώσεων (QIS 4), η οποία αναμένεται να ολοκληρωθεί έως τον Ιούνιο του 2008.
Οι Μελέτες Ποσοτικών Επιπτώσεων αποτελούν μέρος της διαδικασίας ανάπτυξης του ενιαίου συστήματος φερεγγυότητας και επικεντρώνονται στον πρώτο πυλώνα, δηλαδή στον υπολογισμό των κινδύνων. 
Στόχος της τρίτης κατά σειρά μελέτης ήταν η συλλογή επιπλέον πληροφοριών αναφορικά με: 
α) την πρακτική εφαρμογή των προτεινόμενων υπολογισμών για την ποσοτικοποίηση των κινδύνων.
β) τις ποσοτικές επιπτώσεις στους ισολογισμούς των εταιριών και ενδεχομένως την ανάγκη αύξησης των απαιτούμενων κεφαλαίων.
γ) τη συγκέντρωση πληροφοριών για την καταλληλότητα των προτεινόμενων υπολογισμών για τον προσδιορισμό του Ελάχιστου (MCR) και του Αναγκαίου (SCR) Περιθωρίου Φερεγγυότητας.
δ) τις επιπτώσεις των προτάσεων σε ασφαλιστικούς ομίλους.

Συμμετοχή εταιριών, επάρκεια στοιχείων και απαιτούμενοι ανθρώπινοι πόροι
Η CEIOPS έδωσε στη δημοσιότητα τα αποτελέσματα των εταιριών που συμμετείχαν ανά χώρα προέλευσης και ανά είδος ασφάλισης (Ζημιών-Ζωής). έπήρξε μεγαλύτερη συμμετοχή, τόσο σε επίπεδο ασφαλιστικών εταιριών όσο και σε επίπεδο χωρών, σε σχέση με την προηγούμενη μελέτη (QIS2), καθώς η συμμετοχή επέτρεπε τον κατά προσέγγιση υπολογισμό των απαιτήσεων του QIS3. Έτσι συμμετείχαν 1.027 εταιρίες, σημειώνοντας 100% αύξηση σε σχέση με την προηγούμενη ποσοτική μελέτη, στην οποία συμμετείχαν 514 εταιρίες. Το πλήθος των συμμετοχών είναι τέτοιο που προσδίδει στα ευρήματα βαρύνουσα σημασία.


* Στον Πίνακα 1 που δημοσιεύεται στην έντυπη έκδοση του περιοδικού, θα βρείτε τις συμμετοχές ανά χώρα καθώς και το αντικείμενο εργασιών κάθε εταιρίας


Η αύξηση συμμετοχής υποδεικνύει το μεγάλο ενδιαφέρον του ασφαλιστικού κλάδου για τις επιπτώσεις της νέας οδηγίας και αναγνωρίζει τη σπουδαιότητα μελετών ποσοτικών επιπτώσεων (QIS), ενώ τα αποτελέσματα αποτελούν τη βάση για περαιτέρω διαπραγματεύσεις στη διαμόρφωση της τελικής οδηγίας Solvency II.
Ανάμεσά τους βρίσκεται μόνο μία εταιρία από την Ελλάδα (του κλάδου Ζωής), ενώ μικρή ήταν και η συμμετοχή εταιριών από τη ΝΑ. Ευρώπη. Αυτό, πρακτικά, σημαίνει πως απαιτείται προσοχή στην προβολή των εξαγόμενων συμπερασμάτων της μελέτης στις εταιρίες της ΝΑ. Ευρώπης και προκύπτει το ερώτημα κατά πόσο είναι αυτά αντιπροσωπευτικά, από τη στιγμή μάλιστα που πρόκειται για μια ιδιαίτερη γεωγραφική περιοχή, με αρκετές αντιθέσεις και προγενέστερες ενδείξεις που φανερώνουν ελαφρώς αποκλίνουσα εικόνα. Το γεγονός αυτό καθιστά επιτακτική την ανάγκη συμμετοχής των εταιριών της ΝΑ. Ευρώπης στις επόμενες μελέτες, αρχής γενομένης από την επερχόμενη ποσοτική μελέτη QIS4.

Αξίζει  να σημειωθεί πως για την πρόσφατη αυτή μελέτη επέδειξαν ζωηρό ενδιαφέρον και οι μικρές σε μέγεθος ασφαλιστικές εταιρίες, αυξάνοντας την παρουσία τους κατά 172%, παρότι έπρεπε να δεσμεύσουν περισσότερους ανθρώπινους πόρους για τη συμμετοχή τους σε σύγκριση με τις εταιρίες μεσαίου και μεγάλου μεγέθους. 
Σύμφωνα με τα στοιχεία, κατά μέσο όρο απαιτήθηκε από ένας ως τρεις ανθρωπο-μήνες σε κάθε εταιρία για την ολοκλήρωση της QIS3. Σε πολλές περιπτώσεις, οι μικρές εταιρίες καθώς και πολλές μεγάλες, με μεγαλύτερη πολυπλοκότητα στις εργασίες τους, ανέφεραν ότι χρειάσθηκαν περισσότερο χρόνο. Επτά χώρες ανέφεραν ότι οι συμμετέχουσες εταιρίες χρειάσθηκαν ακόμη και δέκα ανθρωπο-μήνες για να ολοκληρώσουν τους υπολογισμούς για το QIS3. Τα πολλαπλά οφέλη, ωστόσο, που προκύπτουν από τη συμμετοχή υπερκαλύπτουν το όποιο “κόστος”, καθώς μέσα από αυτή τη διαδικασία κάθε εταιρία αντιλαμβάνεται τους τομείς στους οποίους θα πρέπει να εντείνει τις προσπάθειές της, ώστε να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις του πλαισίου SOLVENCY II, διευκολύνοντας τη μετέπειτα (υποχρεωτική) εναρμόνισή της. 
Οι περισσότεροι συμμετέχοντες θεωρούν ότι τα στοιχεία που παρείχαν ήταν ακριβή και αξιόπιστα, άποψη την οποία δε συμμερίζονται οι εποπτικές αρχές.
Τα στοιχεία που παρείχαν οι συμμετέχοντες χρήζουν ευρείας συζήτησης και αποτελούν βασικό άξονα για βελτιώσεις στις επόμενες αντίστοιχες μελέτες, κάνοντας την αρχή από την QIS4.

Η αρχιτεκτονική του Solvency II
Με την εφαρμογή του Solvency II υιοθετείται μια προσέγγιση σαφώς εστιασμένη στην ποσοτικοποίηση των κινδύνων στους οποίους είναι εκτεθειμένη η εταιρία και εισάγεται μια δομή τριών πυλώνων, στα πρότυπα της Βασιλείας ΙΙ που ισχύει για τις Τράπεζες. Ο πρώτος πυλώνας καλύπτει τις ποσοτικές ανάγκες, ο δεύτερος  πυλώνας το πλαίσιο εποπτείας και τους κανόνες εσωτερικού ελέγχου, ενώ ο τρίτος πυλώνας ενσωματώνει τις αναφορές και γνωστοποιήσεις που πρέπει να κοινοποιούνται στις εποπτικές αρχές. Το επικείμενο ρυθμιστικό πλαίσιο αναφέρεται στο σύνολο των στοιχείων του ισολογισμού, λαμβάνει υπόψη τόσο τα στοιχεία του ενεργητικού όσο και τα στοιχεία του παθητικού αποτιμημένα σε τιμές αγοράς, με αποτέλεσμα να διαφοροποιείται αισθητά σε σχέση με το ισχύον πλαίσιο (Solvency I), σύμφωνα με το οποίο τα στοιχεία ισολογισμού, τα οποία λαμβάνονται υπόψη, αποτιμούνται με τα λογιστικά πρότυπα της εκάστοτε χώρας.
Η οδηγία Solvency II εισάγει, μάλιστα, κοινές αρχές αποτίμησης σε τιμές αγοράς των ενεργητικο-παθητικών στοιχείων των ασφαλιστικών εταιριών που δραστηριοποιούνται στις χώρες-μέλη της Ε.Ε. 
Οι κεφαλαιακές ανάγκες στο νέο σύστημα φερεγγυότητας υπολογίζονται σε δύο επίπεδα:  
– Ελάχιστο Περιθώριο Φερεγγυότητας (Minimum Capital Requirement – MCR), κάτω από το οποίο η εποπτική αρχή λαμβάνει δραστικά μέτρα.
– Αναγκαίο Περιθώριο Φερεγγυότητας (Solvency Capital Requirement – SCR), το οποίο εξασφαλίζει στην ασφαλιστική εταιρία τη δυνατότητα απορρόφησης μεγάλων, μη προβλεπόμενων ζημιών σε χρονικό ορίζοντα ενός έτους (99,5% Value At Risk).  
Πρέπει να σημειωθεί ότι, κατά τον υπολογισμό των ανωτέρω κεφαλαιακών αναγκών, απαιτείται από τις ασφαλιστικές εταιρίες η πρόσθεση ενός περιθωρίου σύνεσης (risk margin) στην “καλύτερη εκτίμηση” (best estimate) των υποχρεώσεων, ώστε να υπάρξει ένα ορισμένο επίπεδο εμπιστοσύνης στην επάρκεια των αποθεμάτων.
Σε ό,τι αφορά, τέλος, την κατηγοριοποίηση των κινδύνων, έχει αποφασιστεί η διάκριση αυτών στις εξής βασικές κατηγορίες: ασφαλιστικός (underwriting), αγοράς (market), πιστωτικός (credit), λειτουργικός (operational), αντισυμβαλλομένου (counterparty default). 

Πίνακας 3
Ποσοστό εταιριών που χρειάζονται επιπλέον κεφάλαια για να καλύψουν το SCR 
 

Μέγεθος Κλάδου Ζωής Κλάδου Ζημιών Μεικτές Σύνολο
Μεγάλες 18.3 23.7 7.3 17.5
Μεσαίες 12.4 20.0 7.1 15.3
Μικρές 10.9 18.0 13.2 15.4
Σύνολο 13.1 19.5 8.7 15.7


 
Οι ασφαλιστικές εταιρίες που δραστηριοποιούνται στον κλάδο ζημιών εμφανίζουν ανάγκη αύξησης των κεφαλαίων τους για την κάλυψη του Αναγκαίου Περιθωρίου Φερεγγυότητας, σε μεγαλύτερο ποσοστό σε σχέση με τις εταιρίες του κλάδου ζωής (19,5% έναντι 13,1%).

 

Χρηματοοικονομικές επιπτώσεις
Τα βασικά αποτελέσματα που έχουν χρηματοοικονομική επίδραση έχουν ως εξής:
– Δεν παρατηρούνται σημαντικές διαφοροποιήσεις των στοιχείων του ισολογισμού της κάθε εταιρίας (ούτε στο μέγεθος, ούτε στη σύνθεσή του) συγκρίνοντας την ισχύουσα οδηγία – Solvency I με την οδηγία – Solvency II σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αν και σε εθνικό επίπεδο μπορεί να υπάρχουν διαφοροποιήσεις. Να σημειωθεί ότι οι επενδύσεις των ασφαλιστικών εταιριών έχουν αποτιμηθεί είτε σε τρέχουσες αξίες, είτε σύμφωνα με τις αρχές των ΔΠΧΠ.
– Τα τεχνικά αποθέματα υπολογίζονται σύμφωνα με τη νομοθεσία της εκάστοτε χώρας και τείνουν να μειωθούν μετά την αφαίρεση των περιθωρίων σύνεσης (καθώς έτσι αυξάνεται το διαθέσιμο κεφάλαιο). Ο μέσος δείκτης τεχνικών αποθεμάτων σύμφωνα με Solvency II, προς τεχνικά αποθέματα σύμφωνα με Solvency I, για τον κλάδο ζημιών κυμαίνεται από  70%-100%  και για τον κλάδο Ζωής 90%-102%.
 Το Ελάχιστο Περιθώριο Φερεγγυότητας (MCR), ανεξάρτητα από την προσέγγιση που ακολουθήθηκε (παραγοντική ανάλυση ανά κίνδυνο ή ποσοστό 33% επί του SCR) στη συντριπτική πλειοψηφία των εταιριών (98%) δείχνει ότι δε χρειάζεται επιπλέον κεφάλαια για την κάλυψή του, σύμφωνα με τις  απαιτήσεις της οδηγίας Solvency II. 
– Σχετικά δε με το Αναγκαίο Περιθώριο Φερεγγυότητας (SCR), φαίνεται ότι ο δείκτης φερεγγυότητας (διαθέσιμα κεφάλαια προς εποπτικά κεφάλαια) είναι χαμηλότερος σε σχέση με τον αντίστοιχο δείκτη της ισχύουσας οδηγίας. Βέβαια, αν και ο δείκτης φερεγγυότητας (ειδικά στις εταιρίες του κλάδου ζημιών) μειώνεται, για  το 15,7% των εταιριών που συμμετείχαν στο QIS3 απαιτούνται πρόσθετα επιπλέον κεφάλαια για την κάλυψή του. 
– Τα αποτελέσματα της μελέτης δείχνουν πως σε ευρωπαϊκό  επίπεδο δεν υπάρχει μεγάλη ανάγκη εξασφάλισης επιπλέον κεφαλαίων (σε βαθμό τουλάχιστον που να προκαλείται ανησυχία), ωστόσο διαφαίνεται ότι θα υπάρξει σαφής ανακατανομή των κεφαλαίων ως συνέπεια της εισαγωγής ενός συστήματος φερεγγυότητας προσανατολισμένου στον κίνδυνο, όπου οι κεφαλαιακές ανάγκες συνδέονται άμεσα με τους αναληφθέντες κινδύνους από την ασφαλιστική εταιρία, αλλά και τους μηχανισμούς διαχείρισης και ελέγχου του κινδύνου που αυτή διαθέτει. Χαρακτηριστικό της διαφορετικής κατανομής των κεφαλαίων αποτελεί το γεγονός ότι πάνω από το 60% των εταιριών είδαν να αυξάνονται ή να μειώνονται τα υπερβάλλοντα κεφάλαιά τους (δηλ. το πλεονάζον ποσό πάνω από το SCR) σε ποσοστό άνω του 50%. Επιπρόσθετα, το 16% των εταιριών θα πρέπει να αυξήσει τα κεφάλαιά του προκειμένου να καλύψει τις απαιτήσεις του Αναγκαίου Περιθωρίου Φερεγγυότητας.
Εστιάζοντας το ενδιαφέρον στις κατηγορίες των κινδύνων που διαμορφώνουν το SCR, γίνεται εύκολα αντιληπτό πως σημαντικότεροι είναι οι κίνδυνοι αγοράς (market), ασφαλιστικός (underwriting) και λειτουργικός (operational).
Στις ασφαλιστικές εταιρίες ζωής ο κίνδυνος αγοράς συμβάλλει στη σύνθεση του SCR σε ποσοστό πάνω από 70%, με το ποσοστό αυτό να ελαττώνεται κατά μέσο όρο 20% συνυπολογίζοντας την επίδραση διαφοροποίησης (diversification effect) μεταξύ των κινδύνων.
Στις ασφαλιστικές εταιρίες ζημιών, αντίστοιχα, το μεγαλύτερο “βάρος” πέφτει στον ασφαλιστικό κίνδυνο, ο οποίος συνθέτει το 75% του SCR, με ανάλογη περίπου μείωση λόγω της επίδρασης διαφοροποίησης. 
Στις ασφαλιστικές εταιρίες που δραστηριοποιούνται και στους δύο κλάδους (ζωής-ζημιών), η επίδραση διαφοροποίησης είναι λίγο μεγαλύτερη, αγγίζοντας το 30%, ενώ και σ’ αυτές τις εταιρίες τα κεφάλαια που κρατούνται για την κάλυψη του κινδύνου αγοράς κατέχουν τη μερίδα του λέοντος στη διαμόρφωση του SCR. 
Ο λειτουργικός κίνδυνος αντιμετωπίζεται ξεχωριστά από τους άλλους κινδύνους και η πλειονότητα των εταιριών φαίνεται να αναγνωρίζει πως είναι ένας από τους πλέον σημαντικούς κινδύνους και χρήζει ιδιαίτερης προσοχής. Η CEIOPS, πέραν των ποσοτικών μετρήσεων, ζήτησε και κάποια ποιοτικά στοιχεία σχετικά με το λειτουργικό κίνδυνο. Τα συστήματα διαχείρισης κινδύνων διαφοροποιούνται σημαντικά από εταιρία σε εταιρία. Οι μεγαλύτερες εταιρίες υιοθετούν συστήματα διαχείρισης κινδύνων συντομότερα σε σχέση με τις μικρότερες.
Τα ευρήματα της μελέτης έδειξαν πως το ποσοστό συνεισφοράς του λειτουργικού κινδύνου στο SCR είναι σημαντικό, αν και διατυπώθηκαν ενστάσεις για τον τρόπο υπολογισμού του. Ειδικότερα, αρκετές εταιρίες έκαναν λόγο για πολύ απλοϊκή προσέγγιση, που αγνοεί παράλληλα και την ποιότητα διαχείρισης του λειτουργικού κινδύνου, ενώ κάποιες αντιτάχθηκαν στην υπόθεση 100% συσχέτισης με τους υπόλοιπους παράγοντες κινδύνου, δεδομένο που αν υιοθετηθεί αποκλείει ενδεχόμενη επίδραση διαφοροποίησης. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειωθεί πως ορισμένες ενστάσεις διατυπώθηκαν και για τους συντελεστές συσχέτισης που χρησιμοποιούνται στη standard formula. Πιο συγκεκριμένα, κάποιες συμμετέχουσες εταιρίες άσκησαν κριτική για το βαθμό συσχέτισης (0,25) του κινδύνου αγοράς με τον ασφαλιστικό κίνδυνο ζωής που προτείνει ο CEIOPS, θεωρώντας τον υπέρ το δέον συντηρητικό, όπως επίσης και το βαθμό συσχέτισης (επίσης 0.25) του κινδύνου αντισυμβαλλομένου με τον ασφαλιστικό κίνδυνο ζωής.

Δημιουργία εσωτερικών μοντέλων
Για την ανάπτυξη του ενιαίου συστήματος φερεγγυότητας είναι αναγκαία η ύπαρξη μιας κοινής βάσης υπολογισμών, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει πως οι εταιρίες δεν μπορούν να αναπτύξουν εσωτερικά μοντέλα (για το σύνολο ή για ορισμένους κινδύνους) για την αξιολόγηση της έκθεσής τους στους κινδύνους και τον υπολογισμό της κεφαλαιακής τους επάρκειας. Στην QIS3 για πρώτη φορά ελήφθησαν αποτελέσματα που προέρχονταν από εσωτερικά μοντέλα, αλλά μόλις από το 13% των εταιριών. Το ποσοστό αυτό σίγουρα δεν είναι ενθαρρυντικό και μπορεί να οφείλεται: 
– στην έλλειψη εσωτερικού μοντέλου
– στην ύπαρξη εσωτερικού μοντέλου αλλά όχι σε ολοκληρωμένη/λειτουργική μορφή
– στην άρνηση της εταιρίας να “δημοσιοποιήσει” το εσωτερικό της μοντέλο (τη δεδομένη χρονική στιγμή), παρέχοντας πληροφορίες στον επόπτη (ακόμα και αν αυτό υπάρχει).
Από τις εταιρίες που υπέβαλαν αποτελέσματα προερχόμενα και από εσωτερικά μοντέλα (συνολικά 135), τα περισσότερα αναπτύχθηκαν για τον υπολογισμό του ασφαλιστικού κινδύνου (113), κινδύνου αγοράς (127), λειτουργικού κινδύνου (109) και πιστωτικού κινδύνου (51).
Τα συμπεράσματα που εξάγονται σ’ αυτό το στάδιο δεν είναι απολύτως ασφαλή, με τα πρώτα στοιχεία να δείχνουν πως τα εσωτερικά μοντέλα είναι μερικής και όχι ολικής εφαρμογής σε σχέση με τη standard formula: 
– για τον κίνδυνο αγοράς παράγουν διαφορετικά αποτελέσματα, αλλά όχι προς συγκεκριμένη κατεύθυνση
– για τον πιστωτικό κίνδυνο παράγουν γενικά αυξημένο μερικό SCR
– για το λειτουργικό κίνδυνο δεν παρέχουν ξεκάθαρη εικόνα.
Συνολικά, τα εσωτερικά μοντέλα στις ασφαλιστικές εταιρίες ζημιών παράγουν σημαντικά χαμηλότερο συνολικό SCR (της τάξης του 25% κατά μέσο όρο) εν συγκρίσει με τη standard formula του CEIOPS, μείωση που φαίνεται να οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον ασφαλιστικό κίνδυνο του κλάδου ζημιών.  
Όσον αφορά, τέλος, στην ανάπτυξη των συστημάτων που θα επιτρέψουν την παραγωγή αποτελεσμάτων από εσωτερικά μοντέλα, σε συμμόρφωση πάντα με τις απαιτήσεις της οδηγίας Solvency II, σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις απαιτούνται κατά μέσο όρο 6 έως 18 ανθρωπο-μήνες, ενώ για τις ετήσιες αξιολογήσεις απαιτείται κατά μέσο όρο χρονικό διάστημα από 1 έως 3 ανθρωπο-μήνες. 
 
Ίδια κεφάλαια
Σχετικά με τη σύνθεση των κατάλληλων στοιχείων των κεφαλαίων που καλύπτουν το SCR, το QIS3 ακολούθησε μια προσέγγιση «κατά κανόνα», ζητώντας από τις εταιρίες να κατηγοριοποιήσουν τα στοιχεία των κεφαλαίων τους χωρίς να δίδονται, όμως, συγκεκριμένες οδηγίες. Συνεπώς, περίπου το 95% των κεφαλαίων κατηγοριοποιήθηκαν ως Tier 1, συμπεριλαμβάνοντας τα περισσότερα μειωμένης  εξασφάλισης χρηματοοικονομικά εργαλεία. Για τους σκοπούς του QIS4, ο προσδιορισμός των ιδίων κεφαλαίων απαιτεί περαιτέρω καθοδήγηση.
Στις περισσότερες χώρες, πάνω από το 50% των εταιριών που συμμετείχαν, υπέδειξαν ότι έχουν μόνο Tier 1 κεφάλαια (καταβεβλημένα κεφάλαια, αδιανέμητα κέρδη, διαφορές αποτίμησης, και σε ορισμένες χώρες αποθεματικά που προς το παρόν δεν είναι διαθέσιμα προς διανομή στους μετόχους και θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να καλύψουν τυχόν μελλοντικές ζημιές). Πάνω από 94% των εταιριών ζωής και γενικών ασφαλειών σχεδόν σε κάθε χώρα κατέχει Tier 1 κεφάλαια.
Τα κεφάλαια Tier 2 και Tier 3 συμπεριλαμβάνουν κυρίως υποχρεώσεις μειωμένης εξασφάλισης και μη καταβεβλημένα κεφάλαια. Η μέση αναλογία του Tier 2 κεφαλαίου ήταν μικρότερη του 25% σε σχεδόν κάθε χώρα, ενώ η μέση αναλογία του Tier 3 κεφαλαίου ήταν μικρότερη από 20% για τις εταιρίες ζωής, και μικρότερη από 33% για τις εταιρίες γενικών ασφαλειών σε σχεδόν κάθε χώρα. Η μέση αναλογία έχει υπολογιστεί με βάση εταιρίες που έχουν Tier 2-Tier 3 κεφάλαια.
Πολλές εταιρίες παρατήρησαν ότι η ερμηνεία των απαιτήσεων για την κατηγοριοποίηση των στοιχείων του κεφαλαίου και κυρίως τον υπολογισμό των κατάλληλων δεδομένων δεν ήταν επαρκής.

Σε πίνακα που συνοδεύει το άρθρο στην έντυπη έκδοση του περιοδικού παρουσιάζονται οι προτεραιότητες που τίθενται σε συνέχεια του QIS3, όπως τις υπέδειξαν οι εταιρίες που μετείχαν τόσο σε επίπεδο κλάδου ασφαλίσεων (Ζημιών-Ζωής) όσο και σε επίπεδο χώρας.