Τι γίνεται με τα ασφάλιστρα σε περίπτωση ανάκλησης;

Η τύχη των καταβληθέντων μη δεδουλευμένων ασφαλίστρων σε περίπτωση ανάκλησης αδείας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης

Του Θεόδωρου Κουτσούμπα, Δικηγόρου – Διδάκτορα Νομικής (e-mail: [email protected])
σε συνεργασία με το περιοδικό ΣΥΝήΓΟΡΟΣ

Σε μία ευαισθητοποιημένη αγορά, λόγω αφενός της διεθνούς και εσωτερικής παρατεινόμενης οικονομικής συγκυρίας, αλλά και λόγω των μέχρι σήμερα ανακλήσεων αδειών ασφαλιστικών επιχειρήσεων, αφετέρου, το κοινό και ειδικά οι ασφαλισμένοι εκφράζουν ανησυχία για την τύχη των χρηματικών ποσών, τα οποία έχουν καταβληθεί για την απόκτηση ασφαλιστικής κάλυψης συγκεκριμένων κινδύνων, εκτός ζωής.

Η από τον νόμο (Ν. 2496/1997) υποχρέωση για την προκαταβολή από τον λήπτη της ασφάλισης των ασφαλίστρων, για την έναρξη αλλά και την ανανέωση και συνέχιση της ασφαλιστικής κάλυψης, επιβάλλει στον ασφαλισμένο, αναλόγως των όρων της ασφαλιστικής σύμβασης και του είδους του ασφαλιζόμενου κινδύνου, την προκαταβολή ενίοτε σημαντικών ποσών.

Τα ποσά αυτά συχνά καταβάλλονται στον πράκτορα που διαμεσολαβεί, εφόσον αυτός έχει τέτοια εντολή από τον ασφαλιστή, ο οποίος, όταν εισπράξει, υποχρεούται να τα καταβάλει στον ασφαλιστή, όπως ο νόμος και η σύμβαση πρακτόρευσης ορίζει.

Την τύχη των μη δεδουλευμένων ασφαλίστρων στις περιπτώσεις ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης από την αρμόδια εποπτική αρχή, είτε αυτά έχουν καταβληθεί απευθείας στον ασφαλιστή, είτε στον διαμεσολαβούντα ασφαλιστικό πράκτορα, όρισε με απόφασή του ο Άρειος Πάγος, σε εφαρμογή των σχετικών διατάξεων του νόμου (ΑΠ 339/2015, ΔΕΕ, τεύχος 10, 2015, σελ. 1033 επ.).

Ειδικότερα, το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε ότι: (… ) Κατά το άρθρο 3 παρ. 6 ΝΔ 400/1970 (Περί ιδιωτικής επιχειρήσεως ασφαλίσεως): «Τριάντα ημέρες μετά την οριστική ανάκληση της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης θεωρούνται αυτοδίκαια λυμένες όλες οι ασφαλιστικές συμβάσεις της, εκτός από αυτές των ασφαλίσεων ζωής, εφόσον μέσα στην πιο πάνω προθεσμία δεν έχει εγκριθεί από το Υπουργείο Εμπορίου τυχόν αίτηση άλλης ασφαλιστικής επιχείρησης περί αναδοχής του ασφαλιστικού της χαρτοφυλακίου. Τα καταβληθέντα μη δεδουλευμένα ασφάλιστρα επιστρέφονται. Τυχόν καταβληθείσες νόμιμες προμήθειες επιστρέφονται ή αναζητούνται από τον εκκαθαριστή».

Κατά το άρθρο 38 παρ. 3 ΠΔ 237/1986 (Κωδικοποίηση των διατάξεων περί υποχρεωτικής ασφαλίσεως οχημάτων): «Σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης στον κλάδο ασφάλισης αστικής ευθύνης από ατυχήματα αυτοκινήτων, σύμφωνα προς τις διατάξεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, η επιχείρηση είναι υποχρεωμένη να ακυρώσει τα ασφαλιστήρια συμβόλαια που έχει εκδώσει, επιφυλασσομένων των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 11, και να επιστρέψει στους ασφαλισμένους τα μη δεδουλευμένα ασφάλιστρα αυτών των ασφαλιστηρίων, αφαιρώντας από αυτά ποσοστό 25%.

Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι η ασφαλιστική εταιρεία της οποίας έχει ανακληθεί η άδεια, εφόσον δεν προηγήθηκε έγκριση του Υπουργού Εμπορίου αίτησης άλλης ασφαλιστικής επιχείρησης περί αναδοχής του ασφαλιστικού της χαρτοφυλακίου εντός του μηνός, τότε είναι υπεύθυνη να επιστρέψει τα μη δεδουλευμένα ασφάλιστρα στους ασφαλισθέντες πελάτες της, εφόσον αυτά εισπράχθηκαν από τον ασφαλιστικό της πράκτορα και αποδόθηκαν από αυτόν στην εταιρεία. Εάν όμως δεν έχουν αποδοθεί και εξακολουθούν να παρακρατούνται από τον πράκτορα, τότε έχει αγωγική αξίωση κατ’ αυτού για την απόδοσή τους, ώστε να μπορέσει να ικανοποιήσει τους ασφαλισθέντες πελάτες της που έχουν αντίστοιχη αξίωση εναντίον της, ανεξάρτητα εάν αυτοί έχουν επιδιώξει δικαστικά την ικανοποίησή της.

Η τυχόν επιστροφή των μη δεδουλευμένων ασφαλίστρων από τον ίδιο τον πράκτορα στους ασφαλισθέντες δεν αποκλείει το έννομο συμφέρον αυτής, να επιδιώξει την ικανοποίηση της σχετικής αξίωσης από τον ασφαλιστικό πράκτορα και συνακόλουθα την ενεργητική της νομιμοποίηση για την άσκηση αγωγής, αλλά αποτελεί πραγματικό γεγονός που, εφόσον αποδειχθεί, οδηγεί στην απόρριψη της αγωγής της εταιρείας κατά του πράκτορα ή στην απόρριψη της αγωγής των ασφαλισθέντων εναντίον της.

Επομένως το Εφετείο, το οποίο δέχθηκε ότι η αναιρεσίβλητη ασφαλιστική εταιρεία δικαιούται να ζητήσει την επιστροφή των μη δεδουλευμένων ασφαλίστρων από την αναιρεσείουσα, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, καθόσον ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις αναιρεθείσες στην αρχή διατάξεις (…).