Solvency II: Απαιτούνται περαιτέρω προσαρμογές της τυποποιημένης μεθόδου

Tου Manfred Brandmaier, Client Manager, Munich Re

Το δεύτερο εξάμηνο του 2010, η EIOPA (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) διεξήγε την πέμπτη μελέτη ποσοτικών επιπτώσεων (QIS5) για το Solvency II. Βασικοί στόχοι ήταν να εξεταστεί η διαμόρφωση των παραμέτρων, να δοκιμαστεί ο αντίκτυπος των μελλοντικών κεφαλαιακών απαιτήσεων στον ασφαλιστικό κλάδο και να συγκεντρωθούν πληροφορίες για το επίπεδο ετοιμότητας εταιρειών και εποπτικών αρχών. Τα αποτελέσματα που ακολουθούν και παρουσιάστηκαν το Μάρτιο του 2011, θα περιληφθούν στην τελική απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αναφορικά με το Solvency II.

Οι βασικές αλλαγές από την QIS4 ήταν η χρήση μη εύκολα ρευστοποιήσιμων ασφαλίστρων για την προεξόφληση αποθεματικών, η λήψη υπόψη της διαφοροποίησης στον υπολογισμό του περιθωρίου κινδύνου για επιμέρους εταιρείες, η αναθεωρημένη ενότητα για τον κίνδυνο πιστωτικής αθέτησης, ηποσοτικοποίηση των αναμενόμενων κερδών από μελλοντική παραγωγή ασφαλίστρων και η αποτίμηση των ασώματων περιουσιακών στοιχείων. Ζητήθηκε από τους συμμετέχοντες να καταρτίσουν τον ισολογισμό Solvency II σε αγοραίες αξίες και να δοκιμάσουν τις μελλοντικές κεφαλαιακές απαιτήσεις, χρησιμοποιώντας την τυποποιημένη μέθοδο QIS5. Τους ζητήθηκε, επίσης, να απαντήσουν σε ορισμένα ερωτήματα για την αποτίμηση, τα εσωτερικά μοντέλα και την ικανότητά τους να εφαρμόζουν στην πράξη τις νέες απαιτήσεις.  Ωστόσο, λόγω του υψηλού βαθμού πολυπλοκότητας και του μικρού χρονικού πλαισίου, δεν κατάφεραν όλες οι εταιρείες να εκτελέσουν πλήρως τις οδηγίες και έτσι τα αποτελέσματα ενδέχεται να μην αντανακλούν πλήρως την πραγματική κατάσταση του κινδύνου. 
Οι περισσότεροι συμμετέχοντες ανέφεραν ότι εργάζονται προς την κατεύθυνση υλοποίησης της τυποποιημένης προσέγγισης μέχρι τα τέλη του 2012.   Όλες οι χώρες έχουν ασκήσει κριτική στο βαθμό πολυπλοκότητας ορισμένων από τις απαιτήσεις της δοκιμασίας. Επιπλέον πρόβλημα παρουσιάστηκε από τις πολύ υψηλές απαιτήσεις παροχής δεδομένων, με αποτέλεσμα κάποιοι από τους ιδιαίτερα πολύπλοκους υπολογισμούς της δοκιμασίας να μη διενεργηθούν πλήρως.  Μάλιστα, ορισμένες εταιρείες φοβούνται ότι μπορεί να μην είναι σε θέση να ολοκληρώσουν όλες τις εργασίες για την υλοποίηση του Solvency II. Ιδιαίτερα κρίσιμης σημασίας είναι η έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού, ενώ οι μικρότερες ασφαλιστικές εταιρείες ανησυχούν ότι θα εξαρτώνται κατά πολύ από εξωτερικούς συμβούλους.

Συνέπειες για τους ισολογισμούς
Μία σύγκριση όλων των χωρών του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ) αποκαλύπτει ότι σχεδόν δεν υπάρχουν διαφορές στα σύνολα των ισολογισμών μεταξύ Solvency I και Solvency II.  Ωστόσο, εντός επιμέρους χωρών του ΕΟΧ, τα αποτελέσματα της QIS5 εμφανίζουν σαφείς διαφορές.  Όσο λιγότερο βασίζονται οι τοπικοί λογιστικοί κανονισμοί σε παραδοχές αγοραίας αξίας, τόσο μεγαλύτερη είναι η διαφορά. Οι μεγαλύτερες αναμενόμενες αλλαγές θα αφορούν το παθητικό των μελλοντικών ισολογισμών. Τα αποθεματικά είναι ιδιαίτερης σημασίας για τον προσδιορισμό των ιδίων κεφαλαίων που θα είναι επιλέξιμα για την κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας και χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό τους. Κατά μέσο όρο, οι ακαθάριστες τεχνικές προβλέψεις είναι χαμηλότερες από αυτές που προέβλεπε το Solvency I, κυρίως επειδή είναι διαφορετική η μεθοδολογία αποτίμησης.  
Δεν έχουν καταφέρει όλες οι εταιρείες να επαναποτιμήσουν ακόμα τις τεχνικές τους προβλέψεις.  Οι ασφαλιστικές εταιρείες ζωής αντιμετωπίζουν προβλήματα με την αποτίμηση των τεχνικών προβλέψεων στη βάση στοχαστικών εκτιμήσεων, την αποτίμηση των δικαιωμάτων προαίρεσης και χρηματοοικονομικών εγγυήσεων και την προβλεπόμενη ομαδοποίηση. Ασφαλιστικές εταιρείες περιουσίας-ζημιών αντιμετωπίζουν δυσκολίες με την αποτίμηση των απαιτήσεων αντασφάλισης. Μεγάλος αριθμός συμμετεχόντων στη μελέτη θεωρούν ότι η απαιτούμενη αποτίμηση του ρητού περιθωρίου κινδύνου, λόγω των εξελίξεων στην αγορά, είναι δύσκολη και πολύπλοκη. Οι περισσότεροι αντιπαρήλθαν το πρόβλημα αυτό χρησιμοποιώντας προσεγγιστικές μεθόδους, χάριν απλοποίησης. 

Κεφαλαιακές απαιτήσεις σε άνοδο
Η QIS5 επέδειξε ότι οι κεφαλαιακές απαιτήσεις όλων των συμμετεχουσών ευρωπαϊκών εταιρειών τείνουν να έχουν ανοδική τάση με το Solvency II. Στα 227 δις €, οι κεφαλαιακές απαιτήσεις κατά το Solvency I είναι σημαντικά χαμηλότερες από τα 547 δις € του Solvency II (SCR). Οι ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις (MCR) του Solvency II ανέρχονται σε 185 δις €. Ωστόσο, δεν θα ήταν σωστό να συνάγει κανείς από αυτό ότι οι δείκτες φερεγγυότητας θα είναι χαμηλότεροι στην ΕΕ απ’ ό,τι με το τρέχον σύστημα, καθώς οι δείκτες φερεγγυότητας σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες έχουν σημειώσει ακόμα και άνοδο, καθώς τα κεφάλαια των εταιρειών αυξήθηκαν πέραν της κεφαλαιακής απαίτησης.  
Σε ότι αφορά τα επίπεδα κάλυψης του SCR ανά χώρα, στην Ευρώπη, μόνο στην Εσθονία είχαν όλοι οι συμμετέχοντες δείκτη φερεγγυότητας πάνω από το 120%. Στη Σλοβακία, τη Φιλανδία, τη Λιθουανία και το Λιχτενστάιν, δεν υπήρχε κανένας συμμετέχων με δείκτη φερεγγυότητας κάτω του 75%. Στις υπόλοιπες χώρες, τουλάχιστον ένας συμμετέχων είχε δείκτη φερεγγυότητας κάτω του 75%. Ωστόσο, η ερμηνεία των αποτελεσμάτων αυτών είναι δύσκολη, καθώς η EIOPA δεν παρείχε πληροφορίες για τον αριθμό συμμετεχόντων από κάθε χώρα.

Σύγκριση αποτελεσμάτων της μελέτης QIS 5 με τα εσωτερικά μοντέλα
262 εταιρείες χρησιμοποιούν ήδη επιμέρους παραδοχές για το επιχειρηματικό τους μοντέλο και 289 εταιρείες εργάζονται προς την κατεύθυνση ανάπτυξης δικού τους μοντέλου. Οι κεφαλαιακές απαιτήσεις που υπολογίστηκαν σε αυτή τη βάση διέφεραν οριακά μόλις από αυτές της τυποποιημένης μεθόδου. Ένας από τους λόγους για το αποτέλεσμα αυτό είναι ότι τα εσωτερικά μοντέλα αξιολογούν κινδύνους που δεν λαμβάνονται υπόψη στην τυποποιημένη προσέγγιση. Ωστόσο, τα περισσότερα μοντέλα είναι ακόμα σε στάδιο ανάπτυξης, καθιστώντας κάθε σύγκριση δύσκολη. 

Συμπερασματικά
Η ΕΙΟΡΑ θεωρεί την κατάσταση κινδύνου στον ασφαλιστικό κλάδο στην Ευρώπη ως σχετικά θετική σε σχέση με άλλα πεδία του χρηματοοικονομικού τομέα, καίτοι το μεγάλο εύρος των αποτελεσμάτων καθιστά δύσκολες τις διασυνοριακές συγκρίσεις. Οι βασισμένες στην αγορά αξίες που χρησιμοποιήθηκαν για τον ισολογισμό κατά Solvency II επηρεάζουν άμεσα τους δείκτες φερεγγυότητας που θα υπόκεινται σε πολύ μεγαλύτερες διακυμάνσεις, σε σχέση με το Solvency I. Εάν η μελέτη QIS5 ήταν το νέο πρότυπο, το 15% των ευρωπαϊκών ασφαλιστικών εταιρειών θα έπρεπε να βελτιώσουν το δείκτη φερεγγυότητάς τους. 
Στη διάρκεια της QIS5, η EIOPA έλαβε πολλές πληροφορίες από τον κλάδο για την τυποποιημένη μέθοδο (standard formula). Η συχνά ασκούμενη κριτική περί ιδιαίτερης πολυπλοκότητας αφορά όχι μόνο τη μέθοδο αποτίμησης, αλλά και τα δεδομένα που απαιτούνται για τη διενέργεια των αποτιμήσεων.  Συνεπώς, η υλοποίηση κατάλληλων διαδικασιών και διεργασιών θα είναι σημαντικό ορόσημο στο δρόμο για το Solvency II. Εντούτοις, το γεγονός ότι τα εφαρμοστικά μέτρα δεν έχουν οριστικοποιηθεί ακόμα, εξακολουθεί να αποτελεί πρόβλημα. Συνεπώς, απομένουν πολλά να γίνουν ακόμα –και όχι μόνο από πλευράς εταιρειών. Οι εποπτικές αρχές, ως σημαντικός παράγων στην κατάρτιση των εφαρμοστικών μέτρων, πρέπει να αναλύσουν λεπτομερώς τα αποτελέσματα της QIS5. Απαιτούνται ακόμα πολλές αναπροσαρμογές της τυποποιημένης μεθόδου που θα οριστούν στο πλαίσιο των διαβουλεύσεων δεύτερου επιπέδου, ιδιαίτερα αναφορικά με τη διαμόρφωση των επιμέρους παραμέτρων και την πρακτικότητα χρήσης της μεθόδου εν γένει.