Δραματική η κατάσταση στην αγορά

 

Της Ειρήνης Σακελλάρη

Δεν υπάρχει αγορά. Αυτό είναι το γενικό συμπέρασμα που συνάγεται από τη συμπεριφορά των μετοχών στο Ελληνικό Χρηματιστήριο, καθώς υπάρχει μία πολύ σημαντική ανακατάταξή τους, στη βάση ότι οι τράπεζες ουσιαστικά δεν αποτελούν, στην παρούσα τουλάχιστον φάση, επενδυτική επιλογή.
Κατά τ’ άλλα, η FED εξάντλησε το οπλοστάσιό της, σε μία προσπάθεια να μεταβάλει το κλίμα στην αγορά, όμως τα στοιχεία για την αμερικανική οικονομία και κατ’ επέκταση για τη διεθνή οικονομία παραμένουν δραματικά.

Στην Ελλάδα, το Spread των ομολόγων έχει αυξηθεί σημαντικά, με αποτέλεσμα το κόστος του δανεισμού του δημοσίου να είναι δραματικό και κατ’ επέκταση πολύ μεγάλο είναι και το κόστος του χρήματος για τις τράπεζες.
Παρά τα μέτρα που έχουν εξαγγελθεί, η εφαρμογή τους ακολουθεί εξαιρετικά χαμηλούς έως ανύπαρκτους ρυθμούς. Μαγικές συνταγές για την ύφεση δεν υπάρχουν και οι συνέπειες πολλαπλασιάζονται, στα πλαίσια της κοινωνικής αναταραχής. Το δημόσιο χρέος αποτελεί βρόγχο και ο προϋπολογισμός θεωρείται σχεδόν απίθανο να μπορέσει να εκτελεστεί ως έχει.
Έτσι, λοιπόν, εκτιμάται ότι οι αναθεωρήσεις που θα ανακύψουν μέσα στο έτος θα οδηγήσουν τη χώρα σε επιτήρηση, δημιουργώντας ένα φαύλο κύκλο, αφού σε αυτήν ακριβώς τη βάση θα αυξηθούν εκ νέου τα επιτόκια, με τα οποία η χώρα δανείζεται.
Από την άλλη πλευρά, η εικόνα αυτή οδηγεί τους διεθνείς οίκους να υποβαθμίζουν τις χρηματοοικονομικές αξίες στη χώρα, αν και θα πρέπει να σημειωθεί ότι λίγους μήνες πριν οι ίδιοι αυτοί οίκοι μιλούσαν με εξαιρετικά κολακευτικά σχόλια για τις ελληνικές χρηματιστηριακές αξίες.
Εν τω μεταξύ, μετατοπίζει το Ελληνικό Δημόσιο την επιβολή φόρου υπεραξίας, κάτι το οποίο εκτιμάται ότι μπορεί να βοηθήσει τη συμπεριφορά των ξένων θεσμικών επενδυτών.
Συγκεκριμένα, η επιβολή του φόρου υπεραξίας των μετοχών μετατοπίζεται κατά τρεις μήνες και, με βάση την ανακοίνωση του Υπουργείου Οικονομίας, θα ξεκινήσει την 1η Απριλίου. Παράλληλα, για το διάστημα μέχρι την έναρξη του νέου φόρου θα ισχύει το τέλος επί των πωλήσεων των μετοχών, ύψους 1,5 τοις χιλίοις.
Η αναβολή ισχύος του νέου φόρου αποτελούσε αίτημα και του Χρηματιστηρίου, με δεδομένο ότι πολύ λίγο ήταν το διάστημα που απέμενε μέχρι τη διευκρινιστική εγκύκλιο, ενώ πλήθαιναν οι διαμαρτυρίες των ξένων επενδυτών, που δεν γνώριζαν τι να πράξουν με βάση τη συγκεκριμένη εκκρεμότητα.
Σημειώνεται πως για την επιβολή του φόρου υπεραξίες εκκρεμούν τεχνικά ζητήματα αλλά και ο καθορισμός της αμοιβής της ΕΧΑΕ, η οποία είναι και ο φορέας που θα βεβαιώνει τις συναλλαγές.
Βεβαίως, δεν αποκλείεται στο διάστημα που ακολουθεί και κατά το σχεδιασμό της εγκυκλίου να υπάρξουν τροποποιήσεις ως προς τη διαδικασία τόσο της διαπίστωσης όσο και της παρακράτησης του φόρου.
Το βέβαιο, πάντως, είναι ότι και το Υπουργείο έβλεπε με …καλό μάτι την παράταση της εφαρμογής του φόρου, καθώς με τον τρόπο αυτόν συνεχίζει να εισπράττει το τέλος επί των πωλήσεων, που παραμένει, παρά το χαμηλό τζίρο του Χ.Α., σημαντικό έσοδο, ενώ παράλληλα δεν το αντικαθιστά με το φόρο υπεραξίας, που στην παρούσα φάση λόγω της πορείας των αγορών δεν θα απέδιδε, τουλάχιστον για το α’ τρίμηνο του ‘09, κανένα έσοδο. 
Αντίστοιχη είναι και η άποψη της διοίκησης του Χ.Α., που χαιρέτισε τη σχετική παράταση.
Σημειώνεται, ωστόσο, ότι σε μια ιδιαίτερα τραυματισμένη αγορά, το γεγονός ότι οι ξένοι επενδυτές δεν γνώριζαν, παραμονές της λήξης της χρονιάς, τι θα ισχύσει για την επόμενη, επέτεινε το κακό κλίμα που επικρατούσε.
Ενδεικτικό του κακού κλίματος που υφίσταται στην αγορά είναι η πλήρης αλλαγή του χάρτη κεφαλαιοποιήσεων, κυρίως λόγω της σημαντικής υποχώρησης των τραπεζών.
Πρώτη σε κεφαλαιοποίηση μετοχή εμφανιζόταν πλέον, στα μέσα του Δεκεμβρίου, ο ΟΠΑΠ, ενώ ακολουθούσε η Εθνική Τράπεζα και τρίτος ερχόταν ο ΟΤΕ. Τέταρτη σε κεφαλαιοποίηση είναι η Coca Cola και ακολουθεί η ΔΕΗ.
Ο γενικός δείκτης κυμαινόταν στις 1.750 μονάδες, ενώ εκείνο το οποίο δημιουργεί ιδιαίτερη αναστάτωση στην αγορά είναι ο εξαιρετικά μειωμένος τζίρος.

Προβληματικοί οι ισολογισμοί
Αρκετοί ελεγκτές αλλά και χρηματιστηριακοί παράγοντες κάνουν λόγο για επικείμενο μεγάλο ξεκαθάρισμα στις εισηγμένες εταιρείες, βάσει των αποτελεσμάτων έτους (τα οποία θα δημοσιοποιηθούν στο τέλος του α’ τριμήνου του 2009) αλλά και βάσει των αποτελεσμάτων του πρώτου τριμήνου του νέου έτους (τα οποία θα δημοσιοποιηθούν στο τέλος του 6μήνου του 2009). 
Στο γεγονός αυτό συμβάλλουν και οι πιέσεις της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς προς τους ορκωτούς ελεγκτές να μην γίνουν “εκπτώσεις” σε κανένα επίπεδο ως προς τους ισολογισμούς των επιχειρήσεων, ιδιαίτερα σε τούτη τη φάση της μεγάλης κρίσης, αφού έτσι δύναται να παραπλανηθεί το ευρύ επενδυτικό κοινό.
Θα πρέπει να σημειωθεί, μάλιστα, ότι σύμφωνα με πληροφορίες, μεγάλες ελεγκτικές, λαμβάνοντας ξεκάθαρες οδηγίες και από τις μητρικές τους εταιρείες, θα σημειώνουν απερίφραστα στις εκθέσεις τους εάν η οποιαδήποτε εταιρεία έχει πρόβλημα βιωσιμότητας. 
Σε περίπτωση απουσίας αυτής της παρατήρησης, θα γίνεται κατανοητό από το επενδυτικό κοινό ότι, τουλάχιστον για το χρονικό ορίζοντα έτους, η συγκεκριμένη εταιρεία που ελέγχθηκε δεν πρόκειται να αντιμετωπίσει τέτοιο πρόβλημα. 
Μάλιστα, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, κάποιες ελεγκτικές θα αναφέρουν στις εκθέσεις όλων των εισηγμένων που ελέγχουν αν και κατά πόσον υπάρχει περίπτωση αυτές να αντιμετωπίσουν πρόβλημα βιωσιμότητας.
Τα κριτήρια που θα χρησιμοποιήσουν οι ελεγκτικοί μηχανισμοί είναι συνδυαστικά και αφορούν κυρίως στη ρευστότητα, την οποία μπορεί να αντλήσει η εισηγμένη επιχείρηση σε περίοδο κρίσης, αλλά και στην πορεία των εργασιών της. 
Πιο συγκεκριμένα, τα κριτήρια που διασφαλίζουν τη βιωσιμότητα ή όχι μίας επιχείρησης είναι τα εξής:
 – Η εξάρτηση των εργασιών των εισηγμένων από το ελληνικό Δημόσιο. Αυτές οι εισηγμένες συνήθως, αυτό το χρονικό διάστημα, αντιμετωπίζουν μεγάλο πρόβλημα ρευστότητας, αφού οι καθυστερήσεις πληρωμών είναι τεράστιες. 
– Ο τραπεζικός δανεισμός: Πώς εξυπηρετείται, με ποιους όρους λαμβάνεται και εάν είναι αυτός που στηρίζει τη ρευστότητα των επιχειρήσεων.
– Τυχόν ακύρωση παραγγελιών σε βάθος χρονικού ορίζοντα, χωρίς άμβλυνση του φαινομένου.
 – Κρίση στη δραστηριότητα του κλάδου στον οποίο ανήκει η συγκεκριμένη εισηγμένη ή και κλάδων με τους οποίους συνδέεται η δραστηριότητά της. 
– Δυνατότητα ή μη των μετόχων των εισηγμένων να προχωρήσουν σε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, καθώς κάτι τέτοιο θα μπορούσε να οδηγήσει σε άρση του αδιεξόδου για την εισηγμένη.
Είναι σαφές ότι σε τούτη την περίοδο κρίσης, σημειώνουν στελέχη ελεγκτικών μηχανισμών, οι προβλέψεις που οφείλουν να πραγματοποιήσουν οι εισηγμένες θα πρέπει να είναι αυξημένες.
Συνήθως, επιχειρείται να γίνει το αντίθετο καθώς, ούτως ή άλλως, παρατηρείται κάμψη δραστηριότητας, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις οι προβλέψεις μπορεί να απομειώσουν πλήρως την καθαρή θέση μίας επιχείρησης.
Παράλληλα, και όσον αφορά τις αποτιμήσεις στοιχείων του ενεργητικού, σημειώνεται ότι συχνά αυτές αποτελούν αντικείμενο των εκτιμητών και πάλι οι ελεγκτικοί μηχανισμοί δεν μπορούν να παρέμβουν.
Ωστόσο, υπάρχουν τμήματα που οι ελεγκτικοί οίκοι μπορούν να δώσουν ακριβέστερες παραμέτρους, όπως η πορεία του κλάδου στον οποίον δραστηριοποιείται μία επιχείρηση και επίσης η δικαιολογημένη ή μη διαφοροποίησή της από το συγκεκριμένο κλάδο.
Σε γενικές γραμμές, οι ελεγκτικές εταιρείες μιλούν διεθνώς για προβλήματα στους κλάδους της ναυτιλίας, του τουρισμού, της οικοδομικής δραστηριότητας, της αυτοκινητοβιομηχανίας και του εμπορίου.
Η Κεφαλαιαγορά αλλά και η Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχου ζήτησαν από τους ελεγκτές να δώσουν έμφαση στο πλήθος των ανέλεγκτων χρήσεων, αλλά κυρίως στον τρόπο με τον οποίον διενεργούνται οι αποτιμήσεις των άυλων στοιχείων (όπως good will, κ.λπ) καθώς και των ενσώματων, εκ μέρους των εισηγμένων εταιρειών.
Από την πλευρά τους, οι ελεγκτές σημείωναν ότι δεν μπορούν να πιέσουν τις εισηγμένες να πραγματοποιήσουν προβλέψεις για ανέλεγκτες φορολογικές χρήσεις, καθώς αυτό το θέμα ανήκει στη διακριτική ευχέρεια της εταιρείας να το αντιμετωπίσει. 
Αντιθέτως, η Κεφαλαιαγορά μπορεί να πιέσει τις εφορίες να μην αφήνουν πλήθος ανέλεγκτων χρήσεων στις εισηγμένες, καθώς έτσι δημιουργούνται σημαντικές φορολογικές διαφορές.
 
Ιδιαίτερο πλήγμα για τα χαρτοφυλάκια ομολόγων
Το χειρότερο διάστημα της τελευταίας δεκαετίας διήλθαν, τις δύο πρώτες εβδομάδες του Δεκεμβρίου, τα χαρτοφυλάκια των ομολόγων, καθώς οι τιμές αναφοράς των ελληνικών κρατικών ομολόγων διετών και 10ετών υποχώρησαν κατά 33%, σε σχέση με τα αντίστοιχα γερμανικά bonds.
Η υποχώρηση των τιμών των ομολόγων πλήττει τα χαρτοφυλάκια τραπεζών, ασφαλιστικών εταιριών, επενδυτικών εταιριών αλλά και τα ομολογιακά αμοιβαία εσωτερικού.
Σε ό,τι αφορά  τα τελευταία, οι εβδομαδιαίες μεσοσταθμικές τους αποδόσεις για το εξεταζόμενο διάστημα ήταν αρνητικές. Ιδιαίτερα έντονες ήταν οι απώλειες, καθώς ο πολιτικός κίνδυνος στη χώρα, λόγω των πρόσφατων επεισοδίων, ήταν ισχυρά ανοδικός.