Νέα δεδομένα στη σχέση επιχειρήσεων και περιβάλλοντος εισάγει η κοινοτική οδηγία 2004/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, καθώς καθορίζει ρητώς την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει». Η αρχή αυτή έχει σαν σκοπό, σύμφωνα με την ίδια την οδηγία, την πρόληψη και αποκατάσταση του περιβάλλοντος από ζημίες που μπορεί να προκληθούν από την επιχειρηματική δραστηριότητα. Η οδηγία είναι ένα ακόμη μέτρο στο πλαίσιο των πρωτοβουλιών που αναλαμβάνονται, είτε σε παγκόσμιο είτε σε περιφερειακό επίπεδο, ακόμη και σε εθνικό, με στόχο την προστασία του περιβάλλοντος.
Όλοι, τα τελευταία χρόνια, είμαστε μάρτυρες μεγάλων περιβαλλοντικών καταστροφών από την ανθρώπινη δραστηριότητα. Είτε πρόκειται για φωτιές εξ αμελείας ή από πρόθεση (εμπρησμοί) είτε για καταστροφές του περιβάλλοντος από την επιχειρηματική δραστηριότητα (π.χ. μεγάλα ναυάγια δεξαμενόπλοιων, διαρροή χημικών και τοξικών αποβλήτων σε μεγάλα ποτάμια της Ευρώπης, αλλά και στη χώρα μας, με πρόσφατο το θέμα που έχει δημιουργηθεί με τον Ασωπό ποταμό, κ.λπ.).
Περιβαλλοντικές ζημίες που αποκτούν σήμερα μεγαλύτερη διάσταση, καθώς αφενός πληθαίνουν, αφετέρου, εντάσσονται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο υπέρμετρης επιβάρυνσης του περιβάλλοντος από την ανθρώπινη δραστηριότητα, οδηγούν σε αλλαγές του μικροκλίματος μιας περιοχής. Είναι αναμφισβήτητο ότι η υπόθεση περιβάλλον θα απασχολεί όλο και πιο έντονα την κοινωνία.
Στο πλαίσιο αυτό, η Ευρωπαϊκή Ένωση, με μία σειρά νομοθετημάτων μεταξύ των οποίων και η εν λόγω οδηγία, επιχειρεί να διαμορφώσει ένα πλαίσιο σχετικά με τη περιβαλλοντική ευθύνη, όσον αφορά την πρόληψη και την αποκατάσταση περιβαλλοντικής ζημίας βάσει της αρχής “ο ρυπαίνων πληρώνει”.
Yιοθετώντας αυτή τη βασική αρχή, ο κοινοτικός νομοθέτης δεν επικεντρώνει την παρέμβασή του μονομερώς στην αξίωση της αποζημίωσης, αλλά στην πρόληψη και την αποκατάσταση της βλάβης. Έτσι, η οδηγία καθιστά οικονομικά υπεύθυνο τον επιχειρηματικό φορέα που προκάλεσε την περιβαλλοντική ζημιά, η οποία μάλιστα δεν εξαντλείται σε αυτή που συντελείται στιγμιαία ή βίαια από ένα ατύχημα, αλλά επεκτείνεται, καλύπτοντας και τη ζημιά που συντελείται σταδιακά και οδηγεί στην αλλοίωση του φυσικού χώρου και τη διατάραξη του οικοσυστήματος.
Το πεδίο εφαρμογής των ευθυνών είναι ευρύτατο και αγγίζει όλες τις μορφές της επιχειρηματικής δραστηριότητας και για το λόγο αυτό ζητείται από τα κράτη-μέλη να ενθαρρύνουν τη χρήση ασφαλιστικής κάλυψης ή κάθε άλλης μορφής χρηματοοικονομικής ασφάλειας, έτσι ώστε να είναι πιο αποτελεσματική η κάλυψη των οικονομικών υποχρεώσεων που απορρέουν από την οδηγία.
Η οδηγία, αναγνωρίζοντας ότι το κόστος της βασικής αρχής «ο ρυπαίνων πληρώνει» δεν μπορεί να αναληφθεί σε όλες τις περιπτώσεις από την ίδια την επιχείρηση, προχωρεί ένα ακόμη βήμα, συστήνοντας στα κράτη-μέλη να ενισχύσουν την κάλυψη των επιχειρήσεων από τις ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρίες, ενώ φαίνεται διατεθειμένη σε ένα επόμενο στάδιο (μέχρι τον Απρίλιο του 2010) να επανεξετάσει τη στάση της, υιοθετώντας ενδεχομένως και την υποχρεωτική ασφάλιση των επιχειρήσεων για την αστική περιβαλλοντική ευθύνη.
Στη χώρα μας το υπουργείο ΠΕΧΩΔΕ, που έχει την ευθύνη, έπρεπε να την είχε ενσωματώσει ως το τέλος του περασμένου Απριλίου –κάτι που δεν έγινε–, ακολούθως μετατέθηκε το χρονικό περιθώριο ως το τέλος του Ιουλίου, χωρίς ωστόσο ακόμη να έχει ενσωματωθεί στο ελληνικό δίκαιο.
Η αρμόδια επιτροπή της Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιριών Ελλάδος συζητάει με το υπουργείο, προκειμένου να αποφασίσουν από κοινού το πλαίσιο της εφαρμογής της οδηγίας στην ελληνική ασφαλιστική αγορά. Εκπρόσωποί της συμμετέχουν ενεργά στη νομοπαρασκευαστική ομάδα εργασίας του Yπουργείου.
Πέραν όμως της νομοθετικής διάταξης, υπάρχουν και πολλά άλλα πρακτικά θέματα, τα οποία εκκρεμούν και επιβάλλεται να επιλυθούν άμεσα. Θέματα όπως αν πρέπει η ασφάλιση να είναι υποχρεωτική ή όχι, ή ακόμη ποια εξειδίκευση πρέπει να έχει ο πραγματογνώμονας που θα αναλάβει να ερευνήσει ή/και να διακανονίσει τη ζημιά.
Οι ασφαλιστικές εταιρίες της Ευρώπης έχουν ήδη αρχίσει δειλά-δειλά να παρέχουν αυτήν την ασφάλεια στους πελάτες τους. Η ελληνική ασφαλιστική αγορά, όμως, είναι ακόμη σε αναμονή. Περιμένοντας την ενσωμάτωση της οδηγίας, προετοιμάζεται προκειμένου να παράσχει τις αναγκαίες καλύψεις στις ελληνικές επιχειρήσεις, για να καλυφθούν και από τους κινδύνους της περιβαλλοντικής αστικής ευθύνης.
Το πρόσφατο περιστατικό του Ασωπού ποταμού έχει δημιουργήσει μεγάλη αναστάτωση στην ελληνική κοινωνία. Είναι όμως ασφαλιστικά αποζημιωτέα μία τέτοια περίπτωση, αν υποτεθεί ότι οι γύρω επιχειρήσεις ήταν ασφαλισμένες για περιβαλλοντική ευθύνη;
Ως περιβαλλοντική ζημία νοείται η ζημία των υδάτων, ήτοι οιαδήποτε ζημία επηρεάζει δυσμενώς, σε σημαντικό βαθμό, την οικολογική, χημική ή/και ποσοτική κατάσταση ή/και το οικολογικό δυναμικό. Ζημία είναι η μετρήσιμη δυσμενής μεταβολή φυσικού πόρου ή η μετρήσιμη υποβάθμιση υπηρεσίας, συνδεδεμένη με φυσικό πόρο που μπορεί να συμβεί άμεσα ή έμμεσα. Όμως, είναι η ρύπανση αποτέλεσμα απλής αμέλειας, η οποία καλύπτεται ασφαλιστικά, ή είναι βαριά αμέλεια; Καλύπτει η κοινοτική οδηγία το δόλο ή τη βαριά αμέλεια; Επιπλέον, η ασφαλιστική κάλυψη αφορά ζημίες που προέρχονται σαν άμεση συνέπεια μίας αιφνίδιας δυσλειτουργίας που έχει μορφή ατυχήματος. Το θέμα του Ασωπού σίγουρα δεν ήταν ατύχημα. Yπάρχουν πολλά ερωτήματα, τα οποία θα απαντηθούν μόνον όταν το σχέδιο νόμου τεθεί σε εφαρμογή.
Η Generali, στο πλαίσιο των επονομαζόμενων ασφαλιστικών προϊόντων τρίτης γενιάς, θα προσφέρει ασφαλιστικές λύσεις στο συγκεκριμένο κίνδυνο. Το τμήμα εταιρικών της ασφαλίσεων είναι εξειδικευμένο στην ασφάλεια διαφόρων ειδών ευθύνης των επιχειρήσεων και βασιζόμενο στην τεχνογνωσία του καθώς και στην εμπειρία που έχει στη διεθνή ασφαλιστική αγορά σχεδιάζει ειδικό ασφαλιστήριο συμβόλαιο, με σκοπό να ανταποκριθεί άμεσα στη νέα αυτή ανάγκη των πελατών του. Ο στόχος της Generali είναι να προσφέρει υψηλών προδιαγραφών υπηρεσίες στους πελάτες της, με συνέπεια, αξιοπιστία και επαγγελματισμό, και να προλαβαίνει κάθε προσδοκία για προστασία και ασφάλεια.



